Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Ο αστεροειδής 6354 Vangelis

Μια άγνωστη σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου

Αγαπητέ «Χάρτη»,
σου στέλνω ενδεικτικά μία από τις πολλές ταινίες που είχα κάνει το φθινόπωρο του 1990 για τον Αντώνη Τρίτση (υποψήφιος Δήμαρχος τότε) γιατί σ’ αυτές υπάρχει μια πρωτότυπη σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Τώρα που μνημονεύουμε τις πολυφωνικές ενασχολήσεις του (μέλος συγκροτημάτων, συνθέτης τραγουδιών, πρωτομάστορας κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός εξερευνητής του διαστήματος) ιδού και μια μουσική του Vangelis για διαφήμιση!
Ο Παπαθανασίου ήταν φίλος του Τρίτση –όπως μου είχε πει ο ίδιος ο Τρίτσης– και ήρθε με καλή διάθεση στο studio ERA για ηχογράφηση.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον συνάντησα και μείναμε μαζί για 4 περίπου ώρες.
Η ηχογράφηση του κομματιού δεν πήρε πάνω από 20 λεπτά (πιο πολύ ώρα χρειάστηκε για να στήσει τα μηχανήματά του) αλλά μετά ακολούθησε μια ηχητική πανδαισία, που μου μένει αξέχαστη.
Ήταν ούτως η άλλως γλυκός και ευγενής αλλά κουβέντα στην κουβέντα κάθισε κεφάτος στο synthesizer και αυτοσχεδιάζοντας με απίστευτη δεξιοτεχνία έκανε τη μία μετά την άλλη, ηλεκτρονικές παρωδίες σε δημοτικά και λαϊκά τραγούδια.
Μία ρυθμική αλλά και χιουμοριστική απόλαυση (καμία σχέση με τις σοβαρές «Ωδές» του).
Αν λυπάμαι για κάτι είναι που δεν σκέφτηκα να ανοίξουμε ένα μικρόφωνο.
Θα διαθέταμε έστω και ερασιτεχνικά αυτό το γελαστικό παραλήρημα.
Μετά από τέτοιο γλυκασμό φυσικό ήταν ο Τρίτσης να εκλεγεί Δήμαρχος από τον πρώτο γύρο!



Υ.Γ. Πολλά χρόνια αργότερα ο Γιάννης Σμαραγδής μου έφερε με αφιέρωσή του την «Μυθωδία» σύνθεση την οποία η NASA του παρήγγειλε για αποστολή στα άστρα και στους πλανήτες το 2001. Ίσως γι’ αυτό με συνέπεια και ο ίδιος πέταξε πρόσφατα προς τα εκεί.


Και ήταν τόσο δύσκολο να τον αντιπαθήσεις



Έφυγε στα 79 του. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά τον σύντροφό του στα Όσκαρ, και με κάποιον τρόπο ομογάλακτό του, Χατζιδάκι, είκοσι τόσα χρόνια μετά τη μυθική του Μυθωδία, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, μερικούς μήνες μετά τον Θεοδωράκη που λοιδόρησε το κόστος της μέχρι τότε πιο ακριβής παραγωγής που φιλοξένησε η Ελλάδα, πολλά πολλά χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και την εποχή της πλασματικής ευμάρειας, που μας μετέτρεψε, μαζί με άλλα βοηθητικά τεχνάσματα, στην παρωδία κράτους με το οποίο καθημερινά καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.
Αυτός έμοιαζε να μην έχει τέτοια θέματα. Μιλούσε λίγο, ελάχιστα, και τον απασχολούσε κυρίως η μουσική του, με τον τρόπο του πολυτελούς ερασιτέχνη, προνόμιο που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι σε όλη του τη ζωή δούλευε για να εξασφαλίσει, με την μέθοδο του συνταξιούχου που φροντίζει για τα στερνά του, αποταμιεύοντας. Αυτός έμοιαζε να αποταμιεύει μόνο νησίδες αρμονίας, να χτίζει χρόνο με τον χρόνο το δικό του αρχιπέλαγος, πλήρες παραδείσειων νησιών, με έναν σχεδόν παιδικό τρόπο, τον μόνο ούτως ή άλλως, εδώ που τα λέμε, ενδεδειγμένο. Και λέω παιδικό, γιατί η εμμονή με την οποία στο σπίτι του ή στο στούντιό του έστηνε τα συνθεσάιζερ ήταν η εμμονή του εραστή παθιασμένων ονειροπολήσεων περισσότερο, παρά του αβανγκαρντίστα που περιφρουρεί τα μετόπισθεν προκειμένου αύριο να κατακτήσει νέους απάτητους κόσμους. Όχι, η δική του μέθοδος έμοιαζε λιγότερο με αυτήν των πρωτοπόρων της ηλεκτροακουστικής μουσικής του ’50 και του ‘60, και περισσότερο με αυτήν που ο μεγαλύτερός μας αδερφός θα αγόραζε το τελευταίο μοντέλο της Yamaha και της Rolland, για να εντυπωσιάσει τους συνομιλήκους του και τις πιο όμορφες απ’ τις συμμαθήτριες. Μικρή, ειδοποιός, διαφορά: ο ίδιος μου φαίνεται πως νοιαζόταν περισσότερο να εντυπωσιασει το δικό του μέσα ευφρόσυνο παιδί, που χοροπηδούσε ολόχαρο σε κάθε ηχητική αποκάλυψη και που μοιράζονταν κάθε καινούργια χαρά, βουτώντας λαθραία το δάχτυλό σε όλα τα βάζα με τα γλυκά, είτε αυτά ήταν φτιαγμένα μέσα στον πολύβουο συμφωνικό κόσμο, είτε κατά την διάρκεια τεμπέλικης πλεύσης μέσα απ’ τις πιο κοινότοπες περιοχές, που όμως στα χέρια του αποκτούσαν την πατίνα κάποιας καθησυχαστικής γοητείας, σχεδόν με τον τρόπο που το κιτς στα χέρια του Φελίνι κάποτε μεταμορφωνόταν σε αριστούργημα.
Στη σκιά αυτής της σκέψης μοιάζει να αναπνέει το παράδοξο ότι συνεργάστηκε με τον ίδιο ακομπλεξάριστο τρόπο με κορυφές όσο και με μετριότητες, χωρίς ποτέ να δείχνει πως τον ενδιέφερε, έστω και λίγο, η δική του ετερόφωτη υστεροφημία. Ίσως για αυτό δεν έκανε τον κόπο να είναι στην τελετή για να παραλάβει το Όσκαρ, όπως κι ο φίλος του ο Χατζιδάκις, αν και κάποιοι λένε πως απλά φοβόταν τα αεροπλάνα, κάτι που επίσης μοιάζει με εξαίσιο άλλοθι. [Θυμίζω εδώ ότι, σύμφωνα με ασφαλείς μαρτυρίες, ο Χατζιδάκις φυλούσε το δικό του Όσκαρ τυλιγμένο σε μια χαρτοσακούλα στο βάθος κάποιας αποθήκης, πράξη που θεωρώ ισάξιας ομορφιάς με την κατάληψη ερειπωμένου κτιρίου από ομάδα ερωτευμένων μαθητών, την Άνοιξη.]
Κατά τα λοιπά είχα θυμώσει πολύ μαζί του σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, όσο μπορεί κανείς να θυμώσει με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει, μα που με κάποιον μυστηριώδη τρόπο θεωρεί συγγενή, και θα εξηγηθώ παρακάτω σχετικά μ’ αυτό. Η πρώτη φορά ήταν όταν είδα παρατημένη στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι, μια απαστράπτουσα Bentley -ένα μυθικό αμάξι και ομοίως προκλητικό, όσον αφορά στην αισθητική και στην πολυτέλειά του, κάτι σαν να κατέβαινε για δυο λεπτά η Ελισάβετ να πιει το τσαγάκι της στην πλατεία Κολωνακίου, πριν επιστρέψει στα ενδότερα του Buckingham. Το αμάξι αυτό, που ενόχλησε τις εφηβικές ευαισθησίες κάποιων φίλων, ακούσαμε πως ήταν δικό του. Δεν μπορέσαμε τότε παρά να αντιπαραβάλουμε την εικόνα με την σχεδόν σωματική δυσκολία που είχε ο Χατζιδάκις να μπαίνει σε πολυτελή αυτοκίνητα, για να μην παρεξηγηθεί. Ακόμα κι όταν μετά από πιέσεις φίλων συναίνεσε στο να προμηθευτεί την πιο απλή BMW που τότε κυκλοφορούσε, ένα καθ’ όλα χαμηλών τόνων αυτοκίνητο, προτιμούσε να μπαίνει στα Φιατάκια καλόκαρδων φίλων ή να κυκλοφορεί με ταξί, που, συν τοις άλλοις, του παρείχαν την εξαιρετική πιθανότητα να καυγαδίσει αναίμακτα και να ουρλιάξει, φτάνοντας μέχρι το Έβερεστ της χυδαιολογίας του, που συνοψίζονταν στη φράση: «Είστε ανάγωγος, κύριε!».

Η δεύτερη φορά που θύμωσα με τον Παπαθανασίου, ερήμην του ασφαλώς -χιλιάδες ερήμην του!, ήταν με την μεγαλομανία εκείνης της Μυθωδίας, που μου φάνηκε απολύτως αταίριαστη, τοποθετημένη και πάλι χρονικά στον απόηχο της μυθολογίας του ελάχιστου και απαραίτητου με το οποίο μια πλούσια σε σημασία, όσο και πάμφτωχη, γενιά είχε προσπαθήσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες να μπολιάσει τους νεότερους μα και το ίδιο της το θυμικό. Το γεμάτο δέος κι αγάπη σκύψιμο του Τσαρούχη πάνω στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και του Χατζιδάκι πάνω στο ιερό ρεμπέτικο, του Ελύτη πάνω απ’ το μικροκλίμα ενός Αιγαιοπελαγίτικου κήπου και του Πικιώνη πάνω από ένα παραλληρούν βότσαλο/θραύσμα της ιδιωτικής μας μέσα ιστορίας, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την Ρωμαϊκής αισθητικής γιορτή της NASA, η οποία είχε ασφαλώς ανάγκη τους δεκαπέντε τόσους κρουστούς με τις χλαμύδες, το πλήθος μουσικών και χορωδών υπό την εξουσία ενός καλοσιδερωμένου μαέστρου, τις δυο επίσης μυθικές τραγουδίστριες, την επίχρυση φωλιά με τα συνθεσάιζερ στο κέντρο της σκηνής, καθώς και τις εντυπωσιακές εικόνες απ’ την επιφάνεια του Άρη που προβάλλονταν στο φόντο, και όλα αυτά για να συγκατανεύσει -η NASA, και βαριά τη καρδία, υποθέτω- στην διαχρονική και ακατάλυτη λάμψη ενός Κυκλαδικού ειδωλίου, και μιας Μινωίτικης τοιχογραφίας ενός ψαρά που μας δείχνει ακούραστος, επί χιλιετίες, τα ψάρια που κρέμονται απ’ το χέρι του. Εμείς όμως δεν είχαμε τέτοια ανάγκη. Σε μας ο ψαράς μιλούσε κατευθείαν, χωρίς διαμεσολάβηση, και το ότι κάναμε λίγα βήματα πίσω (μα τι λίγα, εκατομμύρια βήματα πίσω κάναμε!) απ’ τη δική μας πλεονεκτική θέση, για να πιάσουμε απ’ το χεράκι τους συμμάχους και τη NASA, ήταν μια αφροσύνη που άφησε δίχως αμφιβολία το φαρδύ της πέλμα στη μέσα μας ιστορία.

Όπως συνέβη μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας: Χρειάστηκε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως εμείς οι ίδιοι θα ‘πρεπε να μεταλλαχθούμε, το ίδιο μας το βλέμμα όφειλε να δει τον κόσμο αυτόν απ’ την αρχή, με ξένα μάτια -ας το πούμε: με τα μάτια ενός Φιλέλληνα- προκειμένου να μετρηθεί με τα δικά του ακριβοδίκαια σταθμά το βάρος της κληρονομιάς που έκρυβαν τα σπλάχνα του δικού μας τόπου. Έστω κι έτσι, θα έπρεπε ίσως να είμαστε περήφανοι γι’ αυτή τη Μυθωδία. Και όμως, κάποιος μέσα μου εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε προσβεβλημένος. Σήμερα συγχωρώ τον Παπαθανασίου γι’ αυτή την ηθική του αστοχία, επειδή σκέφτομαι πως και για τον ίδιον, που έζησε πιο πολύ στα ξένα παρά στην πατρίδα του, ο πιο σύντομος δρόμος για να αισθανθεί αυτά που λέμε θα ήταν εκείνος που διάλεξε.
Και κάτι ακόμα. Παρόλα τα παραπάνω, ποτέ δεν κατάφερα στα αλήθεια να τον αντιπαθήσω, πράγμα που μέσα στα χρόνια παρέμεινε ένα αίνιγμα για μένα. Και δεν ήταν για το γλυκό του χαμόγελο, ούτε για κείνο το πάντα έτοιμο να συναινέσει σε κάποια αποσιωπημένη διαολιά βλέμμα του, ούτε για το γεγονός ότι θαύμαζε ανθρώπους που αγαπούσα. Ήταν για κάτι άλλο, και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ να διακινδυνεύσω μια θεραπευτική και για μένα τον ίδιον υπόθεση:

Ο Βαγγέλης (Vangelis, δεν ξέρεις πια πώς να το πεις για να είναι όντως ένα τίμιο ονοματεπώνυμο, χωρίς την οικειότητα που έχει για μας το Ελληνικό όνομα), ως αυτοδίδακτος, κρατούσε μια μέση απόσταση απ’ τον εφηβικό λυρισμό που φιλοξένησε τις πρώτες ονειρώξεις για τα τότε νεόδμητα συνθεσάιζερ, και από μια αδιαπραγμάτευτα επαναστατική στάση με την οποία ο ήχος τους -ως πρωθύστερο- είχε χριστεί ήδη απ’ την εποχή του Come on, baby, light my fire, σχεδόν με τον αλύτρωτο ερωτισμό και την ακραιφνή σεξουαλικότητα μιας επανάστασης που έμεινε επίτηδες μετέωρη και ημιτελής, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί αδιατάρακτα μέσα στα όνειρά μας, χωρίς τον φόβο μια μέρα να συνταξιοδοτηθεί όπως και οι πρωτοπόροι της. Ο Βαγγέλης έμοιαζε στο βάθος του στούντιό του (που ήταν παρόλα αυτά χτισμένο κάτω από τεράστιες γυάλινες επιφάνειες για να κοιτά τον ουρανό και να νοιώθει τις ώρες της μέρας), έμοιαζε να παραμένει ένας αμετανόητος, ένας σχεδόν νευρικός εραστής μιας εποχής που είχε μεν περάσει ανεπιστρεπτί, μα που βαθειά μέσα του ήξερε πως θα παρατείνονταν για λίγο ακόμα, κάπου σε ένα φωταγωγημένο προάστιο της ιδανικής μας πολεοδομίας, όσο εκείνος -μαζί με όλους εμάς τους επίσης αμετανόητους, και να η συγγένεια για την οποία ήθελα παραπάνω να μιλήσω- θα συνέχιζε να φτιάχνει χάρτινους πύργους με τις ηχητικές αλχημείες των πιο εμπορευματοποιημένων συνθετητών. Όχι ότι έτσι τους ήθελε, μα δεν τον ένοιαζε κιόλας που ήταν τέτοιοι, αφού ποσώς τον ενδιέφερε, όπως σας είπα, η πρωτοπορία, μα μια δοξαστική αναπαλαίωση των αισθημάτων πάνω στους ήδη πολυπερπατημένους, ερωτικούς, δρόμους. Έτσι έπαιζε και στα πλήκτρα του, και ήταν αποκαλυπτικός για ένα προσεκτικό βλέμμα ο τρόπος που κινούσε το σώμα του πάνω απ’ τις δεκάδες πεταλιέρες των συνθετητών για να πετύχει έναν ήχο στο εδώ και τώρα, όπως ακριβώς οι μουσικοί των πρώτων συγκροτημάτων στα οποία συμμετείχε. Έτσι κατάφερνε να παραμένει απόλυτος δεξιοτέχνης μιας κοινοτοπίας που σφύριζε αδιάφορα ανάμεσα στα βλέμματα των ειδικών, και που μεταμορφωνόταν σε κάτι όχι λιγότερο από μεταξένιο σεντόνι της ονειροπόλησής μας. Ταυτόχρονα παρέμενε ένας χρυσός χαμαιλέων που μπορούσε να εγκατασταθεί πλάι σε οποιοδήποτε ηχητικό πέλαγος και θαυμαστά να προσαρμόσει τα χρώματά του και τις κινήσεις του πάνω του. Έτσι και ο Vangelis -ας τον πω οριστικά έτσι- ενσωμάτωσε την «κλοπή», με έναν τρόπο ώστε να παραμένει -όπως και ο Χατζιδάκις- αδιαπραγμάτευτα ηθικός. Λες κι η ιστορία ποτέ στο μέλλον δεν θα τους καταλόγιζε το ότι αυτοί, πλούσιοι άνθρωποι, θα καταδέχονταν να «κλέψουν» για ευτελείς λόγους.
Το ότι σήμερα, μια βδομάδα μετά την αποχώρησή του, τον σκέφτομαι ήδη με μια αίσθηση κενού, μια αίσθηση πως χάθηκε ένα βασικό χρώμα απ’ την παλέτα που επιχρωμάτιζε το σκηνικό του ασπρόμαυρου κόσμου που μέσα του μεγαλώναμε, με αφήνει με τη βεβαιότητα πως αύριο θα επιστρέψουμε, να ξεφυλλίσουμε ξανά την παράξενη σημασία του. Κι αν όχι εμείς, σίγουρα κάποιοι φιλότιμοι εξερευνητές αυτής της πλούσιας και φτωχής χώρας θα έχουν αύριο κάποια πράγματα να ψιθυρίσουν με συγκίνηση πάνω απ’ την όμορφη ζωή του.

Ας είναι καλά, σε όποια μνήμη κι αν κατοικεί τώρα.

24 Μαΐου 2022

Tζέιμς Τζόις: 16 Ιουνίου (Bloomsday)


Η 16 Ιουνίου έχει καθιερωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια να αποκαλείται και να εορτάζεται ως Bloomsday / Mέρα του κ. Μπλουμ, από τους ανά τον κόσμο οπαδούς του Τζέιμς Τζόις. Αυτό, βέβαια, επειδή η 16η Ιουνίου 1904 είναι η μία και μόνη ημέρα στη διάρκεια της οποίας εκτυλίσσεται το Ulysses, με πρωταγωνιστή τον σύγχρονο Οδυσσέα κ. Λίοπολντ Μπλουμ. Η Μπλούμσντεϊ φαίνεται ότι ατύπως γιορταζόταν ήδη από τα χρόνια του Τζόις, όπως φαίνεται σε γράμμα του στην αγαπημένη του προστάτιδα κ. Γουίβερ. Στην 50ή επέτειο της πλοκής του βιβλίου (16 Ιουνίου 1954) ο John Ryan (1925-1992), ποιητής και εκδότης του πρωτοποριακού περιοδικού Envoy, μαζί με μια παρέα Δουβλινέζων οπαδών του Ulysses δοκίμασαν να οργανώσουν μια περιοδεία μέσα στο Δουβλίνο αντίστοιχη εκείνης που ξετυλίγεται στο βιβλίο στα 1904. Στη μέση της διαδρομής αποκαμωμένοι και πιωμένοι, όπως οι ήρωες του Τζόις, τα παράτησαν. Έκτοτε, ωστόσο, η ημέρα του κ. Μπλουμ άρχισε να γιορτάζεται περίπου ως εθνική γιορτή της Ιρλανδίας εξίσου φανταχτερή, θορυβώδης, και μαζική σε συμμετοχή όπως η ημέρα του Αγίου Πατρικίου.

Φέτος, 100 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Ulysses, για την Bloomsday έχουν προγραμματιστεί πλήθος εκδηλώσεων σε όλον τον κόσμο.
Στις 16 Ιουνίου, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει το αφιέρωμα του Χάρτη στον Τζέιμς Τζόις με επιμέλεια του  Άρη Μαραγκόπουλου και συνεργασίες που ετοίμασαν ειδικά οι: Ελισάβετ Αρσενίου, Τάκης Γραμμένος, Λευτέρης Καλοσπύρος, Αλέξανδρος Καραβάς, Χριστίνα Κασίνη, Άντα Κλαμπατσέα, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Τρισεύγενη Μπίλια, Αποστολία Παπαγεωργίου, Κατερίνα Σχινά, Μίλτος Φραγκόπουλος και Χρήστος Χρυσόπουλος.
Επίσης δύο ποιήματα του Μπόρχες για τον Τζόις, στον οποίο θα είναι αφιερωμένα αυτή τη φορά και τα «Ηχηρά παρόμοια» του Γιάννη Ευσταθιάδη.

Όπως εύχονται οι Δουβλινέζοι εκείνη τη μέρα: Happy Bloomsday!


Σύσταση για δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων



Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε πολλαπλές κρίσεις: πανδημίες, συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, κινδύνους πολέμου, δήλωσε σε συνέντευξή της η Γερμανίδα υπουργός Εσωτερικών. Γι’ αυτό καλό θα ήταν οι πολίτες να έχουν στα σπίτια τους βασικές προμήθειες σε υγρά, τρόφιμα και πρώτες ύλες διατροφής. Κατάλογος επιβίωσης για τουλάχιστον δέκα ημέρες, που συμπληρώνεται από ιατροφαρμακευτικό υλικό, περιλαμβάνει πόσιμα υγρά (20 λίτρα), δημητριακά, προϊόντα δημητριακών, ψωμί, πατάτες, ζυμαρικά, ρύζι (3,5 κιλά), λαχανικά, όσπρια (4 κιλά), φρούτα, ξηρούς καρπούς (2,5 κιλά), γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα (2,6 κιλά), ψάρια, κρέας, αβγά ολόκληρα ή σε σκόνη (1,5 κιλό), λίπη, λάδια (0,375 κιλά).
Φυσικά την προτροπή αυτή θα μιμηθούν και άλλοι, με αρμοδιότητα στους δικούς τους τομείς. Επομένως, προκύπτουν συστάσεις για τη δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων, σύμφωνα με όσα θα ειπωθούν από την υπουργό Ποίησης, τον Γενικό Γραμματέα Πεζογραφίας, τον Διευθυντή Φιλοσοφίας και λοιπούς αρμοδίους. Ο υπουργός Τουρισμού & Συνταξιούχων ήδη πρόσθεσε την ευχή για έναν επιπλέον Γερμανό ή μία επιπλέουσα Γερμανίδα, αναλόγως των προτιμήσεων, σε κάθε σπίτι εντός ή εκτός επικρατείας.
Καθώς πρόκειται για γερμανικές συστάσεις, οι προμήθειες για τη δημιουργία λογοτεχνικών αποθεμάτων αναφέρονται σε είδη και προϊόντα γερμανικής και γερμανόφωνης λογοπαραγωγής, διατηρώντας τις αναλογίες μεταξύ υγρών της ποίησης, στερεών της πεζογραφίας και ξηρών καρπών και λιπαρών του δοκιμίου. Στο πνεύμα ενός συμφώνου σταθερότητας ή αστάθειας, όταν χρειάζεται, συστάσεις για αντίστοιχους καταλόγους προβλέπεται να υπάρξουν για λογοτεχνικά αποθέματα και σε άλλες γλώσσες, ιδίως σε χώρες όπου η τέχνη επέχει τη θέση βαριάς βιομηχανίας.
Επειδή ακόμη και ο Κέρβερος πίνει και κοιμάται, ενώ παντού τριγύρω αναπαύεται η πόλη, στις προμήθειες συγκαταλέγονται Ψωμί και κρασί ή εν πάση περιπτώσει αποσπάσματα από την ελεγεία του Χέλντερλιν, χωρίς να περισσεύουν ο Ρίλκε ή ο Χάινε. Ένας καλλιτέχνης της πείνας φαίνεται απαραίτητος σε κάθε προσπάθεια αποφυγής της ασιτίας, ακόμη και αν ο Κάφκα δεν την απέφυγε. Ούτε ο Χάντκε απέφυγε πέναλτι με τη Δυναμό Βελιγραδίου, ενώ στα κρεατικά συμπεριλαμβάνεται «προσβεβλημένο λουκάνικο» (beleidigte Leberwurst), όπως ο Ουκρανός πρέσβης στο Βερολίνο αποκάλεσε τον Γερμανό καγκελάριο. Αν τις αποθήκες σκοτεινιάζουν σκιές του Φάουστ, κολορατούρες θα βρεθούν στη διατριβή περί χρωμάτων του Γκαίτε.
Αυτό που κάποιοι αποκαλούν «καρδιά» εντοπίζεται κάτω από το τέταρτο κουμπί του γιλέκου, έλεγε αρμοδίως ενδεδυμένος ο Λίχτενμπεργκ. Θα ήταν κρίμα να λείψουν οι εμπρηστές, αν όχι ο Μπίντερμαν ή ο Μαξ Φρις. Επίσης η σπουδαία Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, αλλά και ο Νοβάλις συν τοις άλλοις. Ευκαιρίες μαθητείας προσφέρουν σελίδες του Ρόμπερτ Βάλζερ και ολίγη ή περισσότερη Χάνα Άρεντ, όπως και Μπένγιαμιν, εξ αγχιστείας συγγενής μέσω του πρώτου γάμου της με εξάδελφό του. Οπωσδήποτε ποιήματα του Έριχ Φριντ και του Μπρεχτ και στίχοι του Εντσενσμπέργκερ και του Χάισενμπουτελ. «Σαν μιλκσέικ σοκολάτας, αλλά τραγανό» ήταν τα τελευταία λόγια του άλλωστε.
Στα αποθέματα είναι εύλογο να περιλαμβάνονται Ζαν Πολ, Σοπενχάουερ και Νίτσε, Καρλ Κράους, Γιόζεφ Ροτ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Φρόιντ και Βίτγκενσταϊν, Κανέτι και Τόμας Μπέρνχαρντ. Μην τα προμηθευτείτε όμως όλα μαζί. Δεν υπάρχει λόγος πρόκλησης πανικού, όπως συνέστησε η Γερμανίδα υπουργός. Εκτός Γερμανίας εξάλλου αναζητούνται αθανασία και θάνατος, στη Βενετία ή αλλού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας:
Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Κυκλοτεχνία & Λογοφορία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Περισσότερα για Ζαν Πολ και Μπένγιαμιν ή τον Φρόιντ στην Ακρόπολη στο Λεξικό αναμνήσεων (Άγκυρα, Πρόλογος, το Πρώτο βιβλίο που διάβασα)

Ο αφαλός μιας χώρας

Κίεβο 2022

Ατσάλινος κοχλίας καρφώθηκε στον αφαλό της χώρας
χέρι ατσάλινο τον τράβηξε μεμιάς
επιδεικνύοντας στους θεατές το ματωμένο πώμα.

Εξέρρευσε το αίμα και κυλάει
ανάμεσα σε χείρες της απώλειας
και χείρες βοηθείας
λόγια παρασκευάζονται
ιμάτια διαμοιράζονται…

Μία μόνο ματιά
η χώρα έριξε στον αφαλό της
και εγέρθηκε.
Εγέρθηκε και περπατεί
επί των λόγων και επί των αιμάτων
χαμογελώντας
όπως τα μωρά στον ύπνο τους.


Μάρτιος 2022 (εμπνευσμένο από την Ουκρανία)

Ο «Χάρτης» ετοιμάζει τα αφιερώματα:



Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου) Ιούλιος
ΣΕΛΙΔΕΣ
/Σαντέκ Χενταγιάτ (επιμ. Ανδρέας Τσάκας) Aύγουστος
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή) Σεπτέμβριος
OuLiPo
(επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)   Οκτώβριος
Δημήτρης Τ. Άναλις
(επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού) Νοέμβριος
Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022 (επιμ. Θανάσης Αγάθος-Χριστίνα Ντουνιά) Δεκέμβριος
Έλλη Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
Mορίς Μπλανσό
(επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Το Δημοτικό Τραγούδι
(επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)
Σαπφώ (επιμ. Παναγιώτης Αντωνόπουλος)
Περιπλάνηση
(επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)