Το μετά
Περνάνε τα γεγονότα και αφήνουν ένα αποτύπωμα πλατύ, βαθύ, αδιάφορο, οριστικό, ένα πάντως αποτύπωμα που κάποιες φορές θέλεις να κρατήσεις λίγο παραπάνω στη μνήμη σου, εκείνη τη σωματική μνήμη του μουσικού που είναι κι η πιο νόστιμη, κάπως σαν να ξυπνάει μέσα σου απρόσμενα έρωτας παιδικός, κι εσύ δεν θέλεις να γυρίσεις πλευρό, μην τον πάρει ο αέρας της κίνησης και χαθεί. Κάπως έτσι θα μοιάζει κι ζωή στο τέλος της —ή μπορεί και στην αρχή της μα δεν το θυμάμαι— όνειρο που μπαίνεις με γυμνές πατούσες, σαν σε παραλία τον Αύγουστο, και περπατάς πάνω στα ίδια σου τα τρυφερά βήματα, με εμπιστοσύνη και με περιέργεια, να δεις μια τελευταία φορά τι ήταν εκείνο που σε είχε τότε συνεπάρει. Μπορεί η ζωή να τελειώνει μόνο όταν ξέρεις, όταν δεν σου ‘χει μείνει πια καμιά περιέργεια για τέτοια πράγματα.
Σήμερα ξαναγράφω δυο κουβέντες για τους 15 Εσπερινούς του Χατζιδάκι, όπως προσφάτως (20 Απριλίου 2022) τους ξανασυνάντησα έξω απ’ το Μουσείο της Ακρόπολης, παράξενα βαλμένους στο σωστό το μέρος τους για μας που παίζαμε, και που ακούγαμε απέναντι τον ιερό βράχο να συναινεί σε κάθε μας κουβέντα. Για λίγο, τότε, με βεβαιότητα ήξερα σε ποια πλευρά ήταν καθισμένος ο Χατζιδάκις όταν διάλεγε τούτα τα χρώματα για τις μουσικές του. Για λίγο —ας το πω— με συγκίνηση, κι ενώ αφουγκραζόμουνα τον ίδιο μου τον εαυτό να παίζει, να περπατά πάνω στους ήχους που άφησε παραγγελιά ο Χατζιδάκις, μου αποκαλύπτονταν το ότι αυτή η μουσική —εκτός από μουσική, δηλαδή παλίμψηστο ευχών αμετάφραστων— είναι σύναξη θεραπευτική φίλων παλιών και τροχιοδεικτικό για τις στιγμές που θα ‘χουμε χαθεί μες στην ακαθαρσία της συνήθειας. Το φως της Αττικής κι η πλανταγμένη από λουλούδια του Επιταφίου λατέρνα που ακόμα γρατζουνά την ψυχή του Χατζιδάκι, όπου κι αν βρίσκεται αυτή, είναι ένα και το αυτό πράγμα. Και τώρα, να που λες πως τίποτα δεν χάθηκε, μονάχα εσύ ήσουνα χαμένος, όλα και όλοι είναι εδώ, ξέγνοιαστοι/α, καθισμένοι/α με χέρια και με πόδια γύρω από τραπεζάκια καφενείου, κάτω απ’ τον ήλιο, κοιτώντας την Ακρόπολη και περιμένοντάς σε όλο αγάπη κι όλο πειράγματα μαζί τους να ξανακαθίσεις. Οι σύντροφοι στεριώνουν στο κενό του αέρα, όπως στεριώνει φωτογραφία polaroid τα χρώματά της μπροστά στο βλέμμα μικρού παιδιού. Κι εσύ κοιτάς χωρίς να ξέρεις, απέχοντας μόνο ένα σκαλοπατάκι απ’ την ευτυχία.