Χάρτης 42 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-42/moysikh/oi-15-esperinoi-sto-moiseio-tis-akropolis
Το μετά
Περνάνε τα γεγονότα και αφήνουν ένα αποτύπωμα πλατύ, βαθύ, αδιάφορο, οριστικό, ένα πάντως αποτύπωμα που κάποιες φορές θέλεις να κρατήσεις λίγο παραπάνω στη μνήμη σου, εκείνη τη σωματική μνήμη του μουσικού που είναι κι η πιο νόστιμη, κάπως σαν να ξυπνάει μέσα σου απρόσμενα έρωτας παιδικός, κι εσύ δεν θέλεις να γυρίσεις πλευρό, μην τον πάρει ο αέρας της κίνησης και χαθεί. Κάπως έτσι θα μοιάζει κι ζωή στο τέλος της —ή μπορεί και στην αρχή της μα δεν το θυμάμαι— όνειρο που μπαίνεις με γυμνές πατούσες, σαν σε παραλία τον Αύγουστο, και περπατάς πάνω στα ίδια σου τα τρυφερά βήματα, με εμπιστοσύνη και με περιέργεια, να δεις μια τελευταία φορά τι ήταν εκείνο που σε είχε τότε συνεπάρει. Μπορεί η ζωή να τελειώνει μόνο όταν ξέρεις, όταν δεν σου ‘χει μείνει πια καμιά περιέργεια για τέτοια πράγματα.
Σήμερα ξαναγράφω δυο κουβέντες για τους 15 Εσπερινούς του Χατζιδάκι, όπως προσφάτως (20 Απριλίου 2022) τους ξανασυνάντησα έξω απ’ το Μουσείο της Ακρόπολης, παράξενα βαλμένους στο σωστό το μέρος τους για μας που παίζαμε, και που ακούγαμε απέναντι τον ιερό βράχο να συναινεί σε κάθε μας κουβέντα. Για λίγο, τότε, με βεβαιότητα ήξερα σε ποια πλευρά ήταν καθισμένος ο Χατζιδάκις όταν διάλεγε τούτα τα χρώματα για τις μουσικές του. Για λίγο —ας το πω— με συγκίνηση, κι ενώ αφουγκραζόμουνα τον ίδιο μου τον εαυτό να παίζει, να περπατά πάνω στους ήχους που άφησε παραγγελιά ο Χατζιδάκις, μου αποκαλύπτονταν το ότι αυτή η μουσική —εκτός από μουσική, δηλαδή παλίμψηστο ευχών αμετάφραστων— είναι σύναξη θεραπευτική φίλων παλιών και τροχιοδεικτικό για τις στιγμές που θα ‘χουμε χαθεί μες στην ακαθαρσία της συνήθειας. Το φως της Αττικής κι η πλανταγμένη από λουλούδια του Επιταφίου λατέρνα που ακόμα γρατζουνά την ψυχή του Χατζιδάκι, όπου κι αν βρίσκεται αυτή, είναι ένα και το αυτό πράγμα. Και τώρα, να που λες πως τίποτα δεν χάθηκε, μονάχα εσύ ήσουνα χαμένος, όλα και όλοι είναι εδώ, ξέγνοιαστοι/α, καθισμένοι/α με χέρια και με πόδια γύρω από τραπεζάκια καφενείου, κάτω απ’ τον ήλιο, κοιτώντας την Ακρόπολη και περιμένοντάς σε όλο αγάπη κι όλο πειράγματα μαζί τους να ξανακαθίσεις. Οι σύντροφοι στεριώνουν στο κενό του αέρα, όπως στεριώνει φωτογραφία polaroid τα χρώματά της μπροστά στο βλέμμα μικρού παιδιού. Κι εσύ κοιτάς χωρίς να ξέρεις, απέχοντας μόνο ένα σκαλοπατάκι απ’ την ευτυχία.
Το πριν
Αντιγράφω —περίπου— απ’ τη στιγμή την πριν απ’ τη συναυλία μας (για την οποία υπεύθυνη ήταν η Λυρική Σκηνή και το «1ο
Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής» της):
Μέσα στην εξαντλητική γιγάντωση των διαφημιστικών μεγεθών και την συνακόλουθη συρρίκνωση του νοήματος, οι πιο ψύχραιμοι από μας παρατηρούν την ταυτόχρονη και εκδικητική προς κάθε έλασσον μέγεθος γιγάντωση της Άνοιξης εκεί έξω. Μοιάζει πως όντως κάποτε «θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση», κατά πώς συλλάβιζε στο μέσα μας λεξικό ο Ελύτης. Και τότε οι έσχατοι θα βρεθούν πρώτοι, κάτι που οι πιο εμβριθείς των θεολόγων ισχυρίζονται πως έχει ήδη συντελεσθεί.
Κατ’ αρχάς, ας δώσουμε το ραντεβού: Την Μεγάλη Τετάρτη, στις 5 μμ. και στις 6 μμ, δυο φορές, έξω απ’ το Μουσείο της Ακρόπολης, μια ωραία παρέα μουσικών θα στήσουμε ξανά τους 15 Εσπερινούς του Χατζιδάκι. Την πρώτη ζωντανή εκτέλεση —παραδόξως— δεν την έκανε ο Χατζιδάκις, αλλά εμείς, το 2018, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με τον Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη στο πιάνο, την αφεντιά μου και τον Χάρη Κανελλίδη στις κιθάρες, την Γωγώ Ξαγαρά στην άρπα και τον Χρήστο Κομισόπουλο στο κοντραμπάσο. Στο σημερινό σχήμα, στο πιάνο θα είναι ο Θοδωρής Τζοβανάκης και στο κοντραμπάσο ο Νίκος Τσουκαλάς.
[ Αυτή η πρωτιά αμφισβητήθηκε προσφάτως απ’ τον κύριο Στάθη Γκότση, που με ενημέρωσε ότι ο κ. Σάκης Κοντονικόλας είχε διαπράξει μια αντιγραφή και ανάπλαση του έργου ήδη απ’ το 2011. Όμως εδώ μοιάζει διαφορετικοί εξερευνητές να πήγαν από διαφορετικά μέρη στις ίδιες νέες χώρες, κι αναρωτιέμαι σήμερα μήπως αυτή η πρωτιά ανήκει εξίσου σε όσους πάτησαν από παρθένο δρόμο στο ίδιο παρθένο έδαφος. Έτσι λέω πως είναι. ]
Το 2018, λοιπόν, είχα μιλήσει για το Χαμένο Κέντρο που ο Χατζιδάκις και οι σύντροφοί του φώτιζαν με τη ζωή τους. Σήμερα θα επιμείνω σ' αυτήν την ξεχωριστή λεπτομέρεια.
Όποιος μπορεί να ακούσει με τον τρόπο της προσευχής που οι στιγμές απαιτούν, ίσως συμφωνήσει πως οι Δεκαπέντε Εσπερινοί —που βαφτίστηκαν μ' αυτήν την φορτισμένη από Ελληνική Άνοιξη λέξη— εκφέρονται με τον τρόπο ανθοστόλιστης λατέρνας που περιδιαβαίνει τους δρόμους μιας άλλοτε πρωτεύουσας, εκείνης που χωρούσε παλιομοδίτικες μα παρηγορητικές κουβέντες που σου ζέσταιναν την καρδιά, κουβέντες όπως αρχοντιά και φιλότιμο. Τι σημαίνουν ακριβώς αυτές οι λέξεις είναι άσκοπο να ειπωθεί σε ανθρώπους που ουδέποτε φώτισαν τον χρόνο τους με το φωτοστέφανο τέτοιων νοημάτων, κι απ’ την άλλη, αυτοί που τον φώτισαν δεν χρειάζονται καμιά υπενθύμιση.
Στη σκιά της παραπάνω σκέψης λαγοκοιμάται το αυτονόητο: Η ενορχήστρωση στους Δεκαπέντε Εσπερινούς δεν στήνεται με όρους μουσικούς, μα με τον τρόπο λαϊκού ζωγράφου, που στις επιστρωματώσεις των χρωμάτων του δίνει προτεραιότητα στο κεντρικό νόημα μάλλον παρά στο αισθητικά επιτυχές.
[Ποτέ στον τόπο μας η διακόσμηση δεν κρατούσε τα κλειδιά του σπιτιού, και σ' αυτό νομίζω πως θα συμφωνούσε κι ο Πικιώνης.]
Αν τώρα μας κοιτάζει από κάπου η Ομορφιά αυτοπροσώπως, είναι που το Νόημα θα ξεχείλισε σε μια γωνιά και πότισε τους κήπους. Αυτός είναι ο λόγος που οι κιθάρες, επί παραδείγματι, μες στους Εσπερινούς δεν είναι μοιρασμένες με τον τρόπο ενός ντουέτου, μα με τον τρόπο που βάζει ο μάστορας το επίχρισμα κτιρίου υπό αέναη ανέγερση, σαν, φέρ’ ειπείν, να ξεφυλλίζεις τα Ευαγγέλια ή να διαβάζεις τον κόσμο ως παλίμψηστο συγκινήσεων και όχι ως πληροφορία αποθηκευμένη για να καταναλωθεί σε χρόνο μέλλοντα.
[Θα θυμηθώ ότι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και στο ζεστό ημίφως εκείνου του Χαμένου Κέντρου —Κέντρου που ήταν η πηγή της μίας μόνης Καταγωγής μας— η συγκίνηση δεν μεταχρονολογείται, η ζωή δεν λογαριάζεται κατάθεση.]
Αυτός τώρα είναι ο λόγος που στις τότε συναυλίες, αλλά και στις δύο της Μεγάλης Τετάρτης που πλησιάζει, οι κιθάρες δεν είναι μοιρασμένες με τον τρόπο των αιθουσών μα με τον κανόνα του δρόμου, ενός δρόμου που αναγνωρίζει τη ζωή ως θαύμα και που τη χαίρεται χωρίς πολλές κουβέντες.
[Να θυμίσω πως οι κιθάρες υπήρξαν ηχοχρωματικά σημαντικές στο έργο του Χατζιδάκι, εξού και τις είχαν αναλάβει τα δυο ιστορικά ονόματα της Ελληνικής σκηνής, ο Φάμπας και ο Μηλιαρέσης, πλάι στην άρπα της Αλίκης Κρίθαρη, τον αενάως στιβαρό Ανδρέα Ροδουσάκη, και ασφαλώς τον Χατζιδάκι, σε ένα πιάνο που λαμποκοπούσε μέσα απ' τις τρίλιες του σαν αιγαιοπελαγίτικο σαντούρι και σαν κανονάκι μόλις φερμένο απ' τη Μικρασία ανάμεσα σ' άλλα πολύτιμα μυρωδικά και μνήμες του Επιταφίου.]
Έτσι, σήμερα, ένας άξιος κιθαριστής επιφορτίζεται με το χρέος να κρατά ακόρντα σ’ αυτό το παλίμψηστο —πώς λέγαμε τα άγια τοις αγίοις;— όπως ο Φάμπας έκανε αντίστοιχα πριν από 58 χρόνια, παραχωρώντας στον Μηλιαρέση τον ρόλο του εσωτερικού σχολιασμού των θεμάτων.
Αυτό το παραπάνω, η ατυχής μοιρασιά, ήταν ασφαλώς μια επιλογή του Χατζιδάκι, και όχι ένα καπρίτσιο του τυχαίου, όπως κάποιοι θα ισχυριστούν — παρότι πιστεύω πως ακόμα και το τυχαίο είναι μια επιλογή στις πιο βαθιές περιπτώσεις, κι ο Χατζιδάκις υπήρξε τέτοια. Επιπροσθέτως, στην μυστηριακή οπτική του Χατζιδάκι προς τον τρόπο της μουσικής που τον συγκινούσε, η συνοδεία διατηρούσε το ίδιο εκτόπισμα με τη μελωδία, γιατί όλα εκπορεύονταν απ’ το ίδιο αμετακίνητο πλήρες του λυρικού μας σώματος —αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Κέντρο του Νοήματος—, όλα εκπορεύονταν από μιαν ενστικτώδη κατανόηση του από κει, στην φωτισμένη επικράτεια της οποίας Θεός και Άνθρωπος συμπορεύονται, και όχι από μια αποκαρδιωτική διανομή αλληλοσυγκρουόμενων εξουσιών που μεταλλάσσουν τον κόσμο μας στο αποπνευματοποιημένο τίποτα του παρόντος χρόνου.
Η έξοδος
Το πώς τώρα θα περάσουμε απ’ το Μάθημα των Δεκαπέντε Εσπερινών στην σημερινή αντίληψη για την εκτέλεση, παραμένει ένα διαρκές στοίχημα για κάθε μουσικό. Ο Χατζιδάκις είναι ο ίδιος ένα αίνιγμα, όσο και ένα μάθημα, κι αξίζει τον κόπο να αφουγκραστεί κανείς τη συγκίνηση με την οποία κεντούσε τους ρυθμούς και τις μελωδίες της Μικρής Λευκής Αχιβάδας του, όχι ως ένα έργο για πιάνο μα ως ένα οριστικό σκίτσο της μετουσιωμένης αλήθειας μιας ελληνικότητας για την οποία μόνο μια ζωγραφιά του Τσαρούχη, μια φιγούρα του Σπαθάρη, μια πενιά του Βαμβακάρη ή ένα συνεπαρμένο τεριρέμ θα μπορούσαν να μιλήσουν. Το να επιστρέψουμε σε αυτά, όπως θα ανοίγαμε το μυστικό τετράδιο αγαπημένου προγόνου, και όπως θα φυτεύαμε έναν βασιλικό στο εύφορο χώμα του ξεχασμένου μας Κέντρου, θα ήταν η πιο επαναστατική και προσοδοφόρα πράξη στο σήμερα.
Με κάθε μου ευχή, για να μεταλλαχθεί ετούτος ο προθάλαμος σε πολυβολείο της Άνοιξης, μήνυμα Αναστάσιμο που αποστρέφεται την ενοχή -ακαθαρσίες ξεστρατισμένων Εγώ που μείναν στο δρόμο ορφανά- και φέρνει του αγιοκλήματος την παρηγορητική μνήμη στις νύχτες της ζωής μας, νύχτες γιομάτες θάματα, νύχτες σπαρμένες μάγια, κατά πώς μας εύχονταν ο Σολωμός.
[Και να που πάλι σε πήρε στην ποδιά του ο λυρισμός, μα τι να κάνεις;]
Οι λεπτομέρειες, κι ας είναι και εκτός χρόνου (ή ίσως γι’ αυτό ακριβώς):