H επίδραση της λατινικής γραμματείας στο θεατρικό έργο του Σικελιανού

H επίδραση της λατινικής γραμματείας στο θεατρικό έργο του Σικελιανού

Από την «Αινειάδα» του Βιργιλίου στη «Σίβυλλα» του Σικελιανού

Ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός ήταν ένας από τους πε­ρισ­σό­τε­ρο αρ­χαιό­φι­λους ποι­η­τές μας. Εί­χε επη­ρε­α­στεί τό­σο από τους ορ­φι­κούς, όσο και από τους προ­σω­κρα­τι­κούς φι­λο­σό­φους, τους νε­ο­πλα­τω­νι­κούς αλ­λά και από τους πυ­θα­γό­ρειους. Όπως λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά η Φρά­γκου-Κι­κί­λια, ήταν «συ­στη­μα­τι­κός ερευ­νη­τής της φι­λο­σο­φί­ας, αλ­λά επί­σης και ακά­μα­τος με­λε­τη­τής, στο πρω­τό­τυ­πο, της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας».[1] Η έρευ­να έχει ασχο­λη­θεί με τη λει­τουρ­γι­κή χρή­ση τό­σο της αρ­χαιο­γνω­στι­κής όσο και της μυ­θο­λο­γι­κής γνώ­σης του ποι­η­τή. Ωστό­σο, υπάρ­χουν ακό­μα στοι­χεία που δεν έχουν ερευ­νη­θεί, όπως η σχέ­ση του με τη λα­τι­νι­κή γραμ­μα­τεία ή η στό­χευ­σή του με τη χρή­ση τέ­τοιων πη­γών στο έρ­γο του. Κα­τά μια έν­νοια, ο Σι­κε­λια­νός εν­δια­φέ­ρε­ται να απο­σπά­σει το μύ­θο από τα λο­γο­τε­χνι­κά του συμ­φρα­ζό­με­να, ανά­γο­ντάς τον σε αρ­χέ­τυ­πο. Του αρέ­σει να ανα­φέ­ρε­ται στο πα­ρόν και το κά­λε­σμά του να φλι­τρά­ρε­ται μέ­σα από αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κές, μυ­θι­κές και ιστο­ρι­κές ανα­φο­ρές.
Σύμ­φω­να με δι­ή­γη­ση της γυ­ναί­κας του, Άν­νας, ο Σι­κε­λια­νός έγρα­ψε τη Σί­βυλ­λα στο Αί­γιο μέ­σα σε τρεις εβδο­μά­δες, πα­ρα­μο­νές του ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κού πο­λέ­μου, «πε­ρι­μέ­νο­ντας την ανα­μέ­τρη­ση της μι­κρής Ελ­λη­νι­κής γης με τον όγκο της Ρώ­μης».[2] Δού­λε­ψε στη Φτέ­ρη την Ει­σα­γω­γή και στις 28 Οκτω­βρί­ου 1940 έτρε­ξε στο Γρα­φείο Τύ­που για να πά­ρει άδεια να τη δια­βά­σει. Το γρα­φείο Τύ­που αρ­νή­θη­κε και ο φί­λος του Πα­ντε­λής Πρε­βε­λά­κης του πα­ρα­χώ­ρη­σε τη Στέ­γη Γραμ­μά­των και Τε­χνών όπου τη διά­βα­σε στις 2 Νο­εμ­βρί­ου. Όταν ακού­στη­καν οι στί­χοι (1649-1650) :

Να 'ρ­τουν!
τους καρ­τε­ρού­με
.
[3]


ο κό­σμος ξέ­σπα­σε σε χει­ρο­κρο­τή­μα­τα. Την ξα­να­διά­βα­σε στις 12 Οκτω­βρί­ου σε φι­λι­κό κύ­κλο στο σπί­τι του Κων­στα­ντί­νου Σπα­νού­δη.
Μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στην Αι­νειά­δα του Βιρ­γι­λί­ου και τη Σί­βυλ­λα του Σι­κε­λια­νού, ιδιαί­τε­ρα στο πρώ­το, το έκτο και το όγδοο βι­βλίο του έρ­γου του Βιρ­γι­λί­ου. Το εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο που πα­ρα­τη­ρεί­ται στη σύ­γκρι­ση εί­ναι ότι η φι­γού­ρα της Σί­βυλ­λας εντο­πί­ζε­ται απ’ αρ­χής μό­νο στο λα­τι­νι­κό κεί­με­νο χω­ρίς τη δια­με­σο­λά­βη­ση αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής πη­γής.
Στο πρώ­το βι­βλίο της Αι­νειά­δας πε­ρι­γρά­φε­ται η προ­φη­τεία του Δία στην Αφρο­δί­τη για το μέλ­λον του Αι­νεία. Με αυ­τήν την προ­φη­τεία επί­σης δια­γρά­φε­ται το μέλ­λον του ρω­μαϊ­κού λα­ού. Ο Βιρ­γί­λιος θέ­λει να ενι­σχύ­σει την αυ­γού­στεια πο­λι­τι­κή και να επαι­νέ­σει το έρ­γο του Αυ­γού­στου. Το χω­ρίο εί­ναι το εξής:

parce metu, Cytherea, manent immota tuorum
Fata tibi; cernes urbem et promissa Lavini
moenia, sublimemque feres ad sidera caeli
Magnanimum Aenean; neque me sententia vertit.
Hic tibi (fabor enim, quando haec te cura remordet,
longius et volvens fatorum arcana movebo)
Bellum ingens geret Italia, populosque feroces
contundet, moresque viris et moenia ponet,
Tertiadum Latio regnantem viderit aestas,
Ternaque transierint Rutulis hiberna subactis.
at puer Ascanius, cui nunc cognomen Iulo
additur,—Ilus erat, dumresstetit Ilia regno,—
Triginta magnos volvendis mensibusorbis
Imperio explebit, regnumque ab sede Lavini
transferet, et longam multa vi muniet Albam.
Hic iam ter centum totos regnabit urannos
gente sub Hectorea, donec regina sacerdos,
Marte gravis, gemina partu dabit Ilia prolem.
Indel upaeful vonutricis tegmine laetus
Romulus excipiet gentem, et Mavortiac ondet
moenia, Romanosque suo de nomine dicet.

Μη φο­βά­σαι, Κυ­θέ­ρεια: Η μοί­ρα των δι­κών σου πα­ρα­μέ­νει απα­ράλ­λα­χτη:
Θα δεις την πό­λη του Λα­βί­νιου και τα τεί­χη που σου υπο­σχέ­θη­κα
και θα υψώ­σεις στα άστρα του ου­ρα­νού τον με­γα­λό­ψυ­χο Αι­νεία.
Κα­μία σκέ­ψη δεν έχει αλ­λά­ξει την από­φα­σή μου.
Αυ­τός, ο γιος σου, (για­τί θα μι­λή­σω, αφού αυ­τή η έγνοια σε κα­τα­τρώ­ει,
Και θα κι­νή­σω ξε­δι­πλώ­νο­ντας τα μυ­στι­κά της μοί­ρας
Θα κά­νει τε­ρά­στιο πό­λε­μο στην Ιτα­λία και θα συ­ντρί­ψει άγριους λα­ούς
Και θα εγκα­θι­δρύ­σει νό­μους και τεί­χη για τους άντρες του,
Κα­θώς θα τον δουν να βα­σι­λεύ­ει στο Λά­τιο τρία κα­λο­καί­ρια
Και κα­θώς θα πε­ρά­σουν τρεις χει­μώ­νες, αφό­του θα έχει κα­τα­νι­κή­σει τους Ρού­του­λους.
Όμως το αγό­ρι, ο Ασκά­νιος, ο οποί­ος τώ­ρα ονο­μά­ζε­ται Ίου­λος
(ήταν Ίου­λος όσο υπήρ­χε ακό­μα το βα­σί­λειο στο Ίλιο),
Θα ολο­κλη­ρώ­σει στην εξου­σία τριά­ντα με­γά­λους κύ­κλους των μη­νών που γυ­ρί­ζουν
Και θα με­τα­φέ­ρει το θρό­νο του από τη θέ­ση του στο Λα­βί­νιο
Και δυ­να­τός στην εξου­σία θα οχυ­ρώ­σει με τεί­χη την Άλ­μπα Λόνκ­γα.
[4]

(στ. 223-296).

Edward Burne Jones, «Δελ­φι­κή Σί­βυλ­λα», 1868. Πι­να­κο­θή­κη Μάν­τσε­στερ

Στη Σί­βυλ­λα του Σι­κε­λια­νού, αυ­τήν την προ­μα­ντεία τη δί­νει η ίδια η Σί­βυλ­λα πια και όχι ο Δί­ας. Πρό­κει­ται για μια μα­ντι­κή προ­φη­τεία που δεν αφο­ρά το μέλ­λον του Αι­νεία- Αυ­γού­στου, όπως στην Αι­νειά­δα, αλ­λά το μέλ­λον του Νέ­ρω­να που, ως άλ­λος Αι­νεί­ας, θε­ω­ρεί ότι έχει την εξου­σία δο­σμέ­νη εκ Θε­ού, αλ­λά επι­θυ­μεί την έγκρι­ση και του μα­ντεί­ου των Δελ­φών. Η Σί­βυλ­λα όμως, που δεν υπα­κού­ει σε αν­θρώ­πι­νους αλ­λά σε θεϊ­κούς νό­μους, τη δί­νει στο φτω­χό ξω­μά­χο και όχι στο Νέ­ρω­να, όπως ο ίδιος θα ήθε­λε.
Για την ίδια προ­φη­τεία η Σί­βυλ­λα ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα εξής:

Στο χώ­μα
πιά­νουν τα χόρ­τα ρί­ζα και κρα­τιώ­νται.
Κι Εσύ, τη γης ολο­ζω­ίς που ορ­γώ­νεις,
ρί­ζα στη γης δεν έπια­σες! Στου Άδμη­του
κα­τέ­βη ωστό­σο ο Φοί­βος τα χω­ρά­φια,
δού­λος ανά­με­σα στους δού­λους, κι εί­πε :
«Τα πε­ρα­σμέ­να εί­ναι τα πε­ρα­σμέ­να…
Γη κι ου­ρα­νός εί­ν’ ένα. Κι ένας να ΄ναι
εδώ και πέ­ρα ο μό­χτος Σας. Σκω­θή­τε,
πλά­σμα­τα νέα, στο νέο π’ αστρά­φτει Λό­γο!
Τι η Γη για Σας να σμί­ξει με τ’ αστέ­ρια
μπο­ρεί,
ως βα­θύ χω­ρά­φι με χω­ρά­φι,
στά­χυα να θρέ­ψει κι ο ου­ρα­νός…”  Δι­κός σου
θα να 'ναι ο κό­σμος κά­πο­τε, ξω­μά­χε!»

(στίχοι 291-305).[5]

Βλέ­που­με στο ση­μείο αυ­τό ότι ο Σι­κε­λια­νός χρη­σι­μο­ποιεί μεν τη λα­τι­νι­κή πη­γή, αλ­λά λει­τουρ­γεί με τον ακρι­βώς αντί­θε­το τρό­πο. Στην Αι­νειά­δα ο Βιρ­γί­λιος με την προ­φη­τεία προ­ε­ξο­φλεί τη συ­νέ­χι­ση της δια­κυ­βέρ­νη­σης της Ρώ­μης από τον Αύ­γου­στο Καί­σα­ρα. Αντί­θε­τα στο Σι­κε­λια­νό, η προ­φη­τεία, που τε­λι­κά δεν δί­νε­ται στον ανα­με­νό­με­νο απο­δέ­κτη (δη­λα­δή τον Νέ­ρω­να, που θε­ω­ρεί ότι εί­ναι ίσος με τον Αύ­γου­στο Καί­σα­ρα και με το Θεό), αλ­λά στον φτω­χό ξω­μά­χο, εί­ναι η αρ­χή του τέ­λους της δια­κυ­βέρ­νη­σης του Νέ­ρω­να.

Το έκτο βι­βλίο της Αι­νειά­δας εί­ναι το βα­σι­κό­τε­ρο βι­βλίο του έρ­γου του Βιρ­γι­λί­ου. Ήδη από την αρ­χή του βι­βλί­ου ο Βιρ­γί­λιος προσ­διο­ρί­ζει ότι ο Αι­νεί­ας, ως άλ­λος Οδυσ­σέ­ας, φτά­νει στις ακτές της Κύ­μης Ευ­βοί­ας. Εκεί, σύμ­φω­να με τον μύ­θο, βρί­σκε­ται μια από τις ει­σό­δους στον Άδη και στο ση­μείο αυ­τό συ­να­ντά τη Σί­βυλ­λα:

Sic fatur lacrimans, classique immittit habenas
et tandem Euboicis Cumarum ad labitur oris.
Obventunt pelage prorastum dente tenaci
Ancora fundabat navis et litora curvae
praetex unt puppes. Iuvenum manus emicat ardens
litus in Hesperium, quearit pars semina flammae
abstrusa in venis
silicis, pars densa ferarum
tecta rapit silvas inventaquae flumina monstrat.
at pius Aeneas arces quibus altus Appolo
praesidet horrendae que procul secreta Sibyllae,
antrum immane, petit, magnam cui mentem animumque
Delius inspirat vates aperit futura.[6]

Έτσι λέ­ει και δα­κρύ­ζει και χα­λα­ρώ­νει τα ηνία
και προ­σορ­μί­ζε­ται στις ακτές της Ευ­βοϊ­κής Κύ­μης.
Οι Τρώ­ες στρέ­φουν προς το πέ­λα­γος τις πλώ­ρες∙ τό­τε η άγκυ­ρα στε­ρε­ώ­νει τα πλοία και πλη­σιά­ζουν την ακτή οι γερ­μέ­νες πρύ­μνες.
Μια ομά­δα από νέ­ους πη­δά, ενώ το πλοίο καί­γε­ται στη δυ­τι­κή ακτή,
άλ­λοι ανα­ζη­τούν πυ­ρι­τό­λι­θο στις στά­χτες, άλ­λοι προ­χω­ρούν προς τα δά­ση και αναγ­γέλ­λουν ως ση­μείο άφι­ξής τους, τους πο­τα­μούς.
Αλ­λά ο ευ­σε­βής Αι­νεί­ας, κα­τευ­θύ­νε­ται προς τα υψώ­μα­τα, τα οποία προ­στα­τεύ­ει ο υψη­λός Απόλ­λων και προς την τε­ρά­στια σπη­λιά,
το κα­τα­φύ­γιο για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα της σε­βα­στής Σί­βυλ­λας
της οποί­ας εμπνέ­ει το νου και την καρ­διά ο Δή­λιος μά­ντης και της απο­κα­λύ­πτει τα μελ­λού­με­να.

(στίχοι 1-12).


Φαί­νε­ται λοι­πόν ότι ο Απόλ­λω­νας εί­ναι αυ­τός που εμ­φυ­σά τη μα­ντι­κή ικα­νό­τη­τα στη Σί­βυλ­λα τό­σο στο Σι­κε­λια­νό όσο και στο Βιρ­γί­λιο.
Ανα­φο­ρά στη Σί­βυλ­λα υπάρ­χει και σε άλ­λους στί­χους της Αι­νειά­δας, ας δού­με για πα­ρά­δειγ­μα, τους ακό­λου­θους :

Excisum Euboicae latus ingens rupis in antrum,
quo lati ducunt aditus centum, ostia centum,
Unde ruunt totidem voces, response Sibyllae.
ventum erat ad limen, cum virgo ‘poscere fata
tempus’ ait, ‘dues ecce dues!’ cui talia fanti
ante fores subito, non vultus, non color unus,
non comptae mansere comae sed pectus anhelum,
et rabie fera corda tument, maiorque videri
nec mortale sonans, adflata est numine quando
Iam propiere dei. ‘cesas in vota presque,
Tros ait Aenea? cessas? Neque enim ante dehiscent
attonitae manga ora domus.

Η με­γά­λη όψη του ευ­βοϊ­κού βρά­χου σπά­ει σε μια χα­ρά­δρα,
ή οδη­γεί σε χί­λια στό­μα­τα, χί­λιες πύ­λες,
τα οποία φω­νά­ζουν
σαν χί­λιες φω­νές τις απα­ντή­σεις της Σί­βυλ­λας. Ώρα να ρω­τή­σω τις αστρα­πές, το Θεό. Όσο μι­λού­σε,
μπρο­στά στις πόρ­τες, κα­νέ­να χρώ­μα δεν ήταν ίδιο,
ού­τε έμε­ναν στέ­ρε­ες οι τρέ­σες που εί­χε στα μαλ­λιά της,
το κε­φά­λι της βα­ραί­νει, η καρ­διά της πάλ­λε­ται με άγρια δύ­να­μη και εί­ναι ψη­λό­τε­ρη για να κρα­τη­θεί, ού­τε η φω­νή της έχει πέν­θι­μο τό­νο,
αφού τώ­ρα αι­σθά­νε­ται την ανά­σα του Θε­ού. Φω­νά­ζει:
“Τώ­ρα πρέ­πει να ορ­κι­στώ και να προ­σευ­χη­θώ για τον τρω­ι­κό Αι­νεία; Τα στό­μα­τα δεν έχουν ακό­μα ανοί­ξει”.
[7]

(στ. 42-48)

Francesco Ubertini, «Σί­βυλ­λα», περ. 1525. Μου­σείο Ιστο­ρί­ας της Τέ­χνης, Βιέν­νη

Η Σί­βυλ­λα, στο ση­μείο αυ­τό, βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση προ­φη­τι­κής μα­νί­ας, που της εμ­φύ­ση­σε ο θε­ός Απόλ­λω­νας και την οποία ο Βιρ­γί­λιος πε­ρι­γρά­φει με τρό­πο γλα­φυ­ρό. Ανα­φέ­ρει ότι μπρο­στά στις πόρ­τες όπου βρί­σκο­νταν κα­νέ­να χρώ­μα δεν ήταν το ίδιο. Οι τρέ­σες που εί­χε στα μαλ­λιά της έχουν φύ­γει από τη θέ­ση τους, το κε­φά­λι της βα­ραί­νει, η καρ­διά της πάλ­λε­ται με άγρια δύ­να­μη και η φω­νή της δεν έχει πέν­θι­μο τό­νο, αφού αι­σθά­νε­ται την ανά­σα του Θε­ού. 
Στην ίδια κα­τά­στα­ση προ­φη­τι­κής μα­νί­ας βρί­σκε­ται και η Σί­βυλ­λα του Σι­κε­λια­νού:

Α!... α!...
Μη μ’ αφή­νεις, μη!...
Μην παίρ­νεις από μέ­σα μου το φως Σου
και με γιο­μί­ζεις όπως το σκο­τά­δι
γιο­μί­ζει έναν τυ­φλό!...[8]

(στίχοι 1153-1156)

κα­θώς επί­σης και στους στί­χους 1203-1233. Τους πα­ρα­θέ­τω:

Α!... πώς αστρά­φτεις μες στη συ­γνε­φιά μου,
πως μου ξε­σκείς σα με σπα­θιές τα φρέ­να,
Απόλ­λω­να, για μια στιγ­μή να βλέ­πω,
κι έπει­τα πά­λι να βυ­θί­ζω ακέ­ρια
μες στα σκο­τά­δια!
                    Όπου με πας πη­γαί­νω…
Μα τ’ εί­ν’ εδώ; ... ποιος πο­τα­μός; ... ποιο ρέ­μα; ...
Λά­σπη δεν εί­ναι κ’ αί­μα που κυ­λά­ει
βου­βά ολο­έ­να; ...
                        Όπου με πας, πη­γαί­νω!
Από ποιες πύ­λες μπαι­νο­βγαί­νουν έτσι
ποια πλή­θη; Εί­ναι γιορ­τά­σι, ή εί­ναι ξό­δι;
Να βρέ­χει δεν αρ­χί­ζει; Ακώ στα χέ­ρια
τις στά­λες
και, σε φέ­ρε­τρο βαμ­μέ­νο
πρό­σω­πο νέο κοι­τά­ζω, που ξε­βά­φει
από φτια­σί­δι που γλι­στρά ολο­έ­να
στα χλω­μια­σμέ­να μά­γου­λα σα δά­κρυο
πη­χτό-πη­χτό...
                        Όπου με πας, πη­γαί­νω! ...
Μα άστρα­ψε ακό­μα να δια­βώ, τι τρέ­μω
βα­θιά μου!... Κι άλ­λο ξό­δι… Κι άλ­λο ξό­δι! ...
Χλω­μή γυ­ναί­κα τώ­ρα προ­σπερ­νά­νε,
και τό­ση έχει γα­λή­νη στη θω­ριά της
π’ ως και το πνεύ­μα ακό­μα γα­λη­νεύ­ει
του ίδιου του φο­νιά...
                        Όπου με πας, πη­γαί­νω!...
Μα αλί, με στρέ­φεις τώ­ρα, της Μυ­κή­νας
να ιδώ τα ερεί­πια τά­χα, και του Ορέ­στη
να βρω τ’ αχνά­ρια, Απόλ­λω­να, μπρο­στά μου;
Τι αυ­τή η κραυ­γή, λέ­αι­νας κι αν εί­ναι ή τί­γρης,
φω­νή εί­ν’ ακό­μα μά­νας!... «Χτύ­πα, χτύ­πα
μες στην κοι­λιά, και να μπει το μα­χαί­ρι
βα­θιά κι ώσμε το κό­κα­λο, να σκί­σει
τη μή­τρα το πι­κρό θε­ριό που εγέν­να! [...][9]

(στίχοι 1203- 1233).

Ας επι­ση­μά­νου­με εδώ ότι στο ση­μείο αυ­τό υπάρ­χει δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη πη­γή. Πρό­κει­ται για στί­χους από την Ηλέ­κτρα του Σο­φο­κλή. Τό­σο τα «ερεί­πια των Μυ­κη­νών» όσο και τα «αχνά­ρια του Ορέ­στη» πα­ρα­πέ­μπουν στην αρ­χή του αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κού κει­μέ­νου και στους εξής στί­χους:

                αὕτη δ᾽, Ὀρέ­στα, τοῦ λυ­κο­κτό­νου θεοῦ
                ἀγορὰ Λύ­κειος· οὑξ ἀρι­στερᾶς δ᾽ ὅδε
                Ἥρας ὁ κλεινὸς να­ός· οἷ δ᾽ ἱκά­νο­μεν,
                φά­σκειν Μυ­κή­νας τὰς πο­λυ­χρύ­σους ὁρᾶν,
                πο­λύ­φθο­ρόν τε δῶμα Πε­λο­πιδῶν τό­δε
.[10]

(στίχοι 1-5)

Eπί­σης ο στί­χος «σε φέ­ρε­τρο βαμ­μέ­νο πρό­σω­πο νέο κοι­τά­ζω» θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­πέ­μπει στις Βάκ­χες του Ευ­ρι­πί­δη και στην ιδιό­τη­τα του θε­ού Διο­νύ­σου να ξα­να­νιώ­νει τους γέ­ρους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ο Κά­δμος και ο Τει­ρε­σί­ας που, αν και ηλι­κιω­μέ­νοι, υπό την επή­ρεια του θε­ού ση­κώ­νο­νται να χο­ρέ­ψουν:

                ποῖ δεῖ χο­ρεύ­ειν, ποῖ κα­θι­στά­ναι πό­δα
185          καὶ κρᾶτα σεῖσαι πο­λιόν; ἐξη­γοῦ σύ μοι
                γέ­ρων γέ­ρο­ντι, Τει­ρε­σία· σὺ γὰρ σο­φός
.[11]
                

                Πώς πρέ­πει να χο­ρέ­ψω, πού να βά­λω το πό­δι μου
                και να σεί­σω το άσπρο μου κε­φά­λι;
                Εξή­γη­σέ το μου εσύ γέ­ρος σε γέ­ρο­ντα Τει­ρε­σία για­τί εσύ εί­σαι σο­φός.

(στίχοι 184-186)

Στην Αι­νειά­δα του Βιρ­γί­λιου στο στί­χο 85 η Σί­βυλ­λα ξα­να­μι­λά:

Cerno bella, horida bella,
et Thybrim multo spumantem sanguine cerno.
Non defuerint tibi Simois nec Xanthus ne Dorica castra.
Alius Achilles partusiam Latio,

et ipse natus dea, nec aberitus quam Juno addita Teucris,
cum tu supplex in egenis rebus qua surbes non ora veris!
Causa tanti mali Teucris
Externique iterum thalami.
Tu nec cede malis, sed contra ito
audentior, que te sinet Fortuna tua.
Prima via salus (quod minimereris), pande turbat Graiaurbe.[12]

(στίχοι 85-94)

Δια­κρί­νω πο­λέ­μους, φρι­κώ­δεις πο­λέ­μους
και τον Θρύμ­βιον να αφρί­ζει από το πο­λύ το αί­μα.
Δε θα σου λεί­ψουν ο Σι­μό­εις ού­τε ο Ξάν­θος ού­τε το Δω­ρι­κόν στρα­τό­πε­δον.
Άλ­λος Αχιλ­λεύς εγεν­νή­θη πλέ­ον εις το Λά­τιον, και αυ­τός υιός θε­άς∙
δεν θα απου­σιά­ζει από κα­νέ­να μέ­ρος η Ήρα μα­νιω­δώς επι­τι­θέ­με­νη ενα­ντί­ον των Τρώ­ων,
όταν συ ως ικέ­της εις την απο­ρί­αν σου ποια έθνη των Ιτα­λών ή ποιας πό­λεις δεν θα πα­ρα­κα­λέ­σεις!
Αι­τία δια το τό­σον μέ­γα κα­κόν εις τους Τρώ­ας (θα εί­ναι) σύ­ζυ­γος ξέ­νη και πά­λιν ξέ­νοι θά­λα­μοι.
Συ να μην υπο­χω­ρή­σεις εις την κα­κο­δαι­μο­νί­αν, αλ­λά αντι­θέ­τως να πο­ρευ­θείς τολ­μη­ρό­τε­ρος, όπου σου επι­τρέ­πει η τύ­χη σου.
Η πρώ­τη οδός της σω­τη­ρί­ας (πράγ­μα το οποί­ον ελά­χι­στα πι­στεύ­εις) θα σου ανοι­χθεί από Ελ­λη­νι­κήν πό­λιν.

Η αι­τία για όλες αυ­τές τις συμ­φο­ρές εί­ναι μια ξέ­νη νύ­φη. Η Λα­βί­νια που την επι­θύ­μη­σε ο Τύρ­νος αλ­λά πα­ντρεύ­τη­κε τον Αι­νεία εί­ναι η δεύ­τε­ρη Ελέ­νη. Στο ση­μείο αυ­τό να ση­μειώ­σου­με ότι πρό­κει­ται, ακό­μη μια φο­ρά, για δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη πη­γή του Σι­κε­λια­νού. Ο Σι­κε­λια­νός επη­ρε­ά­ζε­ται όχι μό­νο από την Αι­νειά­δα του Βιρ­γι­λί­ου, αλ­λά και από τον Όμη­ρο, από τον οποίο έχει ήδη επη­ρε­α­στεί ο Βιρ­γί­λιος. Άρα εν­δε­χο­μέ­νως πρό­κει­ται για τρι­πλή αρ­χαιο­γνω­σία του Σι­κε­λια­νού.

Όσον αφο­ρά το ζή­τη­μα της προ­φη­τεί­ας ο Νέ­ρω­νας δεν δι­καιού­ται το χρη­σμό από το μα­ντείο (εδώ γί­νε­ται μια έμ­με­ση ανα­φο­ρά στον Ηρα­κλή που απο­φά­σι­σε να ζη­τή­σει συμ­βου­λή από το μα­ντείο των Δελ­φών. Ο χρη­σμός της Πυ­θί­ας έλε­γε πως για να εξα­γνι­στεί για το φό­νο των παι­διών του, έπρε­πε να πά­ει στο Άρ­γος, να μπει στην υπη­ρε­σία του ξα­δελ­φού του, βα­σι­λιά Ευ­ρυ­σθέα, για δώ­δε­κα χρό­νια και με εντο­λή του να εκτε­λέ­σει τους άθλους που θα του χά­ρι­ζαν την αθα­να­σία και την εί­σο­δό του στον Όλυ­μπο).
Όπως ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στους στί­χους 309-313 :

                        «Η προ­μα­ντεία,
που τη ζη­τού­σε ο Νέ­ρω­νας εδό­θη
στης μά­νας γης το σκλά­βο. Αν θέ­λει τώ­ρα
κι ο Νέ­ρω­νας, σει­ρά του εί­ναι να πά­ρει
κι αυ­τός χρη­σμό..[13]

Αντί­θε­τα, στην Αι­νειά­δα του Βιρ­γί­λιου ο Αι­νεί­ας που ζη­τά από τη Σί­βυλ­λα να του απο­κα­λύ­ψει την προ­σω­πι­κή του μοί­ρα, δι­καιού­ται το χρη­σμό και τον παίρ­νει. Ανα­φέ­ρει ότι δεν ζη­τά αφη­ρη­μέ­νο χρη­σμό, αλ­λά τη μοί­ρα του, ότι οι Τεύ­κροι πρέ­πει να μεί­νουν στο Λά­τιο με τους θε­ούς και τις δυ­νά­μεις τους από την Τροία. Τό­τε θα χτί­σει ναό στον Απόλ­λω­να. Όσον αφο­ρά τη δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη γραμ­μα­τεία που υπάρ­χει στο χω­ρίο φαί­νε­ται ότι οι αρ­χαί­ες πη­γές έχουν επη­ρε­ά­σει τις με­τα­γε­νέ­στε­ρες λα­τι­νι­κές και στη συ­νέ­χεια έχει δια­μορ­φω­θεί το νε­ο­ελ­λη­νι­κό δρά­μα του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού.
Ιστο­ρι­κά στοι­χεία για το Νέ­ρω­να πα­ρου­σιά­ζο­νται και στη Σί­βυλ­λα του Σι­κε­λια­νού με πα­ραλ­λαγ­μέ­νο ή έμ­με­σο τρό­πο. Πολ­λά στοι­χεία για τη ζωή του μας πα­ρέ­χει ο Σου­η­τώ­νιος στο έρ­γο του Η ζωή των Και­σά­ρων. Τα στοι­χεία αυ­τά ενι­σχύ­ουν το επι­χεί­ρη­μα της γνώ­σης της λα­τι­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας από πλευ­ράς του Σι­κε­λια­νού κα­θώς πα­ρου­σιά­ζο­νται κα­τευ­θεί­αν από τη λα­τι­νι­κή πη­γή, χω­ρίς την πα­ρεμ­βο­λή αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού κει­μέ­νου - προ­τύ­που.
Ο Σου­η­τώ­νιος γρά­φει ότι ο Νέ­ρω­νας «γεν­νή­θη­κε κι έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια σε ένα κύ­κλο ακό­λα­στων, διε­φθαρ­μέ­νων και αδί­στα­κτα εγκλη­μα­τι­κών αν­θρώ­πων, που κα­τεί­χαν τα ανώ­τα­τα αξιώ­μα­τα στην αυ­το­κρα­το­ρία. Ο ίδιος εί­ναι γό­νος της Κλαυ­δί­ας Γε­νε­άς, που έδω­σε πραγ­μα­τι­κά τέ­ρα­τα δια­φθο­ράς, κυ­νι­κό­τη­τας και εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας».[14] Με τον ίδιο τρό­πο τον πε­ρι­γρά­φει και ο Σι­κε­λια­νός στη Σί­βυλ­λα και μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως υβρι­στι­κή τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του.
Το μο­τί­βο ύβρις-άτ­τις-τί­σις-κά­θαρ­σις εί­ναι γνω­στό από την αρ­χαία Ελ­λά­δα και το υιο­θε­τεί στο ση­μείο αυ­τό και ο Σι­κε­λια­νός. Πα­ρα­θέ­τω:

                        Και ποιος άλ­λος
στον κό­σμο μέ­σα λα­ός, απά­νω απ’ όλους,
απ’ των Ελ­λή­νων, τά­χα, να το νιώ­σει

θα να μπο­ρού­σε αυ­τό; Η μια κα­τό­πιν
από την άλ­λη οι πο­λι­τεί­ες όλες
του πα­ρα­δί­νο­νται άσω­τα. Σε χί­λια
κι άλ­λα οχτα­κό­σια, σή­με­ρα με­τριού­νται
του τρα­γου­διού τ’ ατί­μη­τα στε­φά­νια
που στην Ελ­λά­δα εκέρ­δι­σε.[15]

(στίχοι 695-701)

H άτ­τις βρί­σκε­ται στους στί­χους που ο Νέ­ρω­νας λέ­ει ότι θα εφαρ­μό­σει την τι­μω­ρία του:

Με δί­κο­πο μα­χαί­ρι θα χω­ρί­σουν
σε λί­γο τα κε­φά­λια από τους ώμους
αυ­τών, της προ­μα­ντεί­ας πό­χεις χα­ρί­σει,
Σί­βυλ­λα το προ­νό­μιο!
                        Και με τού­τα
Τα δια­λε­χτά κε­φά­λια τους θα κλεί­σει,
Το στό­μιο του Μα­ντεί­ου, ώσπου να λιώ­σουν
Και να ‘μπει μέ­σα η βρώ­μα τους... Και τ’ άλ­λα
που θ’ απο­μεί­νου­νε κορ­μιά, στους γύ­πες
Θα να ρι­χτού­νε ολό­γυ­ρα.
                        Ει­ν’ ο πρώ­τος
Χρη­σμός μου ετού­τος... μα ακλου­θά­νε κι άλ­λοι!
Του Απόλ­λω­νά Σας τώ­ρα εί­ναι τα βέ­λη
μες στη δι­κή μου τη φα­ρέ­τρα.
                         Ακού­τε
το δεύ­τε­ρο χρη­σμό:
                        Τ’ αγάλ­μα­τα όλα
τα πιο λα­μπρά, που στό­λι­ζαν ως τώ­ρα
το Δελ­φι­κό Ιε­ρό, θα να κο­πού­νε
από το χώ­μα αυ­τό που τα κρα­τού­σε
σα δέ­ντρα από τη ρί­ζα τους, κι αμέ­σως

θ
α να στα­λούν στη Ρώ­μη.
                        Ετού­τος εί­ναι
ο δεύ­τε­ρος χρη­σμός...
                                                Μα έχω και τρί­τον
Για Σας, παι­διά μου αγα­πη­τά... Την Κίρ­ρα,
Την ώρ’ αυ­τή, Σας τη χα­ρί­ζω ακέ­ρια
Με τα όσα κλει –φα­γιά, κρα­σιά, γυ­ναί­κες–
Να τη γλε­ντή­σε­τε διά­πλα­τα![16]

(στίχοι 1263- 1286)

Η κά­θαρ­σις βρί­σκε­ται στην εκ­δί­κη­ση που θα πά­ρει ο λα­ός μα­ζί με τους οσί­ους στο στί­χο 1650:

Να 'ρ­τουν
τους καρ­τε­ρού­με... Να 'ρ­τουν! Να 'ρ­τουν! Να 'ρ­τουν![17]

και στους πα­ρα­κά­τω στί­χους :

Σκίρ­τα! Χτύ­πα!
                        Χτύ­πα! Σκίρ­τα!
Ως να λυ­θεί του Πύ­θω­να ένας- ένας
κι ο τε­λευ­ταί­ος αρ­μός, και να σφα­δά­ξει,
ω, Χο­ρευ­τή, στα πό­δια Σου απο­κά­του,
Σαν την οχιά στου χρυ­σαϊ­τού τα νύ­χια,
Που, αφού την άδρα­ξε γορ­γά απ’ το χώ­μα,
Πά­λι στον αέ­ρα τα πλα­τιά φτε­ρά του
Χτυ­πά­ει και πλα­τα­γεί, και κά­του­θέ του
γορ­γο­λυ­γά­ει και δέρ­νε­ται στον αέ­ρα,
ψυ­χο­μα­χώ­ντας, το ερ­πε­τό! Ση­κώ­σου,
ω Εξα­γνι­στή, ω Απόλ­λω­να, ω Παιά­να...![18]

(στίχοι 1678-1683)

Σύμ­φω­να με τη δι­ή­γη­ση του Σου­η­τώ­νιου, η Αγριπ­πί­να η νε­ό­τε­ρη έχει κά­νει ήδη δυο γά­μους. Με το Δο­μί­τιο Αι­νο­βάρ­βα­ρο εί­χε απο­κτή­σει το Νέ­ρω­να. Αμέ­σως με­τά το θά­να­τό του πα­ντρεύ­τη­κε τον Κρί­σπο Πασ­ση­ι­νό. Ο Πασ­ση­ι­νός υιο­θέ­τη­σε τον γιό της Αγριπ­πί­νας, τον Νέ­ρω­να. Με­τά από αυ­τό, η Αγριπ­πί­να τον δο­λο­φό­νη­σε με δη­λη­τή­ριο. Εν­δε­χο­μέ­νως, η Κάλ­βια Κρι­σπι­λί­να, την οποία ανα­φέ­ρει ο Σι­κε­λια­νός στη Σί­βυλ­λα να εί­ναι ένας τρό­πος να σα­τι­ρί­σει έμ­με­σα αυ­τό το ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο.

                        Κι ακό­μα,
αυ­τό θα να 'λεα, Κάλ­βια Κρι­σπι­λί­να,
σ’ εσέ­να… Όσο μπο­ρέ­σεις, να πα­σκί­σεις–
ξέ­ρεις τον τρό­πο-όσες στο­λές υπάρ­χουν
ξε­χω­ρι­στές σε τέ­χνη και σε πλού­το
μες στο Ιε­ρόν αυ­τό, να τις μα­ζέ­ψεις
για τον κα­λό μου Σπό­ρο...[19]

(στίχοι 1377-1382)

Επι­πλέ­ον, το φί­δι που ανα­φέ­ρει η Σί­βυλ­λα στους στί­χους 1250-1253:

πριν έρ­τει η μέ­ρα
του κα­θαρ­μού, που Εσύ την έχεις τά­ξει
προ­αιώ­νια και π’ ολά­κε­ρο ως θα ζώ­σει
το φο­βε­ρό ερ­πε­τό, θα τ’ ανα­γκά­σει
να δα­γκω­θεί με τα ίδια του τα δό­ντια
και να χα­θεί απ’ το ίδιο του φαρ­μά­κι![20]

(στίχοι 1247-1253),

φαί­νε­ται ότι αντα­πο­κρί­νε­ται σε ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να.

Ο Σου­η­τώ­νιος ανα­φέ­ρει ότι ο Νέ­ρω­νας εί­χε με­γά­λη επιρ­ροή. Έτσι η Μεσ­σα­λί­να, η γυ­ναί­κα του Κλαύ­διου, εί­χε βά­λει αν­θρώ­πους να τον στραγ­γα­λί­σουν κα­τά τον με­ση­με­ρια­νό του ύπνο, θε­ω­ρώ­ντας τον αντί­πα­λο του Βρε­τα­νι­κού. Οι μέλ­λο­ντες δο­λο­φό­νοι τρο­μο­κρα­τή­θη­καν τη στιγ­μή που πή­γαι­ναν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν την εντο­λή της Μεσ­σα­λί­νας από ένα φί­δι που πε­τά­χτη­κε από το μα­ξι­λά­ρι του Νέ­ρω­να. Κά­τω απ’ το μα­ξι­λά­ρι του Νέ­ρω­να υπήρ­χε ένα φι­δο­τό­μα­ρο από εκεί­να που απο­βάλ­λουν τα φί­δια. Το φί­δι, λοι­πόν, που δεν σκό­τω­σε τό­τε το Νέ­ρω­να, θα σκο­τώ­σει στη δι­ή­γη­ση του Σι­κε­λια­νού τον Νέ­ρω­να που συμ­βο­λί­ζει πι­θα­νό­τα­τα το φα­σι­σμό και θα υπάρ­ξει κά­θαρ­ση μέ­σω της εκ­δί­κη­σης που θα πά­ρει η Σί­βυλ­λα και ο λα­ός. Φαί­νε­ται, λοι­πόν, ότι ο Σι­κε­λια­νός χρη­σι­μο­ποιεί τον μύ­θο προ­σαρ­μό­ζο­ντάς τον, προσ­δί­δο­ντάς του συ­νά­φεια με την σύγ­χρο­νή του επο­χή.

Επι­πρό­σθε­τα ο Όσιος Αρ­γί­λα­ος λέ­ει τα εξής:

                        Κι ήρ­τε στην ακοή μας
η λευ­τε­ριά πό­χεις πλα­τιά χα­ρί­σει
στην Αχα­ΐα, και τ’ άθλα που λο­γιά­ζεις
να αθλή­σεις, δρό­μο ανοί­γο­ντας, ως να 'σουν
ο Αλέ­ξα­ντρος οπό­κο­ψε με μια του
σπα­θιά το γόρ­διο, τα βου­νά που απο­κά­του
Που κλεί­νου­νε το Ιό­νιο απ’ το ρέ­μα
του φω­τει­νού Σα­ρω­νι­κού,
κα­ρά­βια
να πλέν σε λί­γο ελεύ­τε­ρα από το ’να
μες στ’ άλ­λο πέ­λαο...[21]

(στίχοι 1090-1098).

Οι στί­χοι αντι­στοι­χούν επί­σης σε ιστο­ρι­κά στοι­χεία αφού ο Σου­η­τώ­νιος ανα­φέ­ρει ότι ο Νέ­ρω­νας σχε­διά­ζει να επε­κτεί­νει τα τεί­χη της Ρώ­μης ως την Ώστια και να ενώ­σει τη Ρώ­μη με τη θά­λασ­σα με κα­νά­λι. Επί­σης ο Σου­η­τώ­νιος ανα­φέ­ρε­ται στη σύ­γκρι­σή του με τον ήλιο. Ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα εξής: « Κα­θώς όλοι τον συ­γκρί­να­νε με τον Απόλ­λω­να στο τρα­γού­δι και με τον Ήλιο στις αρ­μα­το­δρο­μί­ες επι­δό­θη­κε και σε αγω­νί­σμα­τα τέ­τοια, που να συ­γκρι­θεί με τον Ηρα­κλή».[22] Στη σύ­γκρι­ση του Νέ­ρω­να με τον Ήλιο ανα­φέ­ρε­ται και ο Σι­κε­λια­νός κα­θώς στους στί­χους 1072-1077 τον προ­σφω­νεί με το ου­σια­στι­κό Ήλιε τέσ­σε­ρεις φο­ρές:

— Λευ­τε­ρω­τή!
                — Πα­τέ­ρα!
                                — Νέ­ρω­να Ήλιε!
Νε­ό­τα­τε Ήλιε!
                — Αθά­να­τε Ήλιε!
                                — Ανί­κη­τε Ήλιε![23]

(στίχοι 1072-1077)

Ο Νέ­ρω­νας εί­χε διε­στραμ­μέ­νη σε­ξουα­λι­κή ζωή. Γρά­φει ο Σου­η­τώ­νιος: «Πέ­ρα από αυ­τά βί­α­ζε αγό­ρια ελεύ­θε­ρων οι­κο­γε­νειών και απο­πλα­νού­σε πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες. Διέ­φθει­ρε ακό­μα και την Εστιά­δα Παρ­θέ­νο Ρου­βρία. Με το Νό­μο για τις Ελεύ­θε­ρες Γυ­ναί­κες, έκα­νε σχε­δόν νό­μι­μη σύ­ζυ­γό του την απε­λεύ­θε­ρη Ακτή, αφού δω­ρο­δό­κη­σε με­ρι­κούς αν­θύ­πα­τους να ψευ­δορ­κί­σουν βε­βαιώ­νο­ντας ότι εί­χε βα­σι­λι­κή κα­τα­γω­γή. Ευ­νού­χι­σε το παι­δί Σπό­ρο και απο­φά­σι­σε να τον κά­νει γυ­ναί­κα του. Τέ­λε­σε μα­ζί του, με όλες τις τυ­πι­κό­τη­τες γά­μο, με προί­κα και νυ­φι­κά πέ­πλα και τον εγκα­τέ­στη­σε στο σπί­τι του. Και συ­μπε­ρι­φέρ­θη­κε απέ­να­ντί του σαν να ήταν σύ­ζυ­γός του. [...] Τον Σπό­ρο, που στο­λί­ζο­νταν σαν αυ­το­κρά­τει­ρα και εί­χε δι­κό του φο­ρείο, τον έπαιρ­νε μα­ζί του στα δι­κα­στή­ρια, στις ελ­λη­νι­κές αγο­ρές και αρ­γό­τε­ρα και στην ίδια τη Ρώ­μη, φι­λώ­ντας τον τρυ­φε­ρά, ανοι­χτά στους δρό­μους».[24]

Σε όλες αυ­τές τις δρα­στη­ριό­τη­τες του Νέ­ρω­να ανα­φέ­ρε­ται καυ­στι­κά ο Σι­κε­λια­νός, στη Σί­βυλ­λα:

                        από τους άλ­λους πρώ­τα
τον Τι­γελ­λί­νο που, όπως λέ­νε, του ’ναι
κου­ρέ­ας και σύμ­βου­λος μα­ζί∙ και πλάι,
σε χω­ρι­στά δω­μά­τια, από κεί­θε
τον Πυ­θα­γό­ρα, που άντρας του λο­γιέ­ται,

κι από δώ­θε τον Σπό­ρον, όπου νύ­φη
με πέ­πλο νυ­φι­κό τον έχει στή­σει
στο πλευ­ρό του, γυ­ναί­κα του.[25]

(στίχοι 625-632).

Επο­μέ­νως, ο Σι­κε­λια­νός βα­σί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να, χρη­σι­μο­ποιεί όμως την αρ­χαιο­γνω­σία για να εκ­φρά­σει συ­γκα­λυμ­μέ­να την πο­λι­τι­κή του το­πο­θέ­τη­ση για την πο­λι­τι­κή ασυ­δο­σία του Νέ­ρω­να. Αν και συ­γκα­λυμ­μέ­να, βέ­βαια ο έμπει­ρος ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να κα­τα­νο­ή­σει τις κρυμ­μέ­νες αντι­στοι­χί­ες με τα πραγ­μα­τι­κά ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα και να εξά­γει συ­μπε­ρά­σμα­τα για τη μομ­φή που επι­θυ­μεί να εκ­φρά­σει ο Σι­κε­λια­νός τό­σο στο ανε­λεύ­θε­ρο κα­θε­στώς του Νέ­ρω­να, όσο και στο ανε­λεύ­θε­ρο κα­θε­στώς της επο­χής του. Στο να­ζι­σμό, δη­λα­δή, που βρί­σκε­ται προ των πυ­λών στην Ελ­λά­δα.
Ο Σου­η­τώ­νιος ανα­φέ­ρει επί­σης ότι ο Νέ­ρω­νας «στα γιου­βε­νά­λιά του έδω­σε αρ­μα­το­δρο­μί­ες στον ιπ­πό­δρο­μο, θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση και μο­νο­μα­χί­ες. […] όρι­σε θε­α­τρι­κούς αγώ­νες για να τι­μή­σει την αιω­νιό­τη­τα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας που με δι­κή του δια­τα­γή ονο­μά­στη­καν “με­γά­λοι αγώ­νες”, ενώ τις θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις τις πα­ρα­κο­λου­θού­σε από την κο­ρυ­φή του προ­σκη­νί­ου».[26] Όλα τα πα­ρα­πά­νω τα πε­ρι­γρά­φει και ο Σι­κε­λια­νός στη Σί­βυλ­λα:

το άρ­μα του Νέ­ρω­να περ­νού­σε, κι ο ίδιος,
μ’ ολό­χρυ­ση στο­λή και με γα­λά­ζια
χλαί­να αστρο­κέ­ντη­τη, όρ­θιος και κρα­τώ­ντας
τα ηνία με το’ να χέ­ρι και με τ’ άλ­λο
ένα μι­κρό τρια­ντα­φυλ­λί μα­ντί­λι
στο στό­μα του μπρο­στά.[27]

(στίχοι 761-766)

Στο στί­χο 783 ανα­φέ­ρει ότι στά­θη­κε «στης Κρίσ­σας τον ιπ­πό­δρο­μο»,[28] ενώ στους στί­χους 654-656 ότι:

αν τα ση­μά­δια εί­ναι κα­λά σαν πά­ρει
την προ­μα­ντεία, στο Θέ­α­τρο θα ν’ ανέ­βει
το Δελ­φι­κό, να τρα­γου­δή­σει...[29]

Οι στί­χοι αυ­τοί του Σι­κε­λια­νού αντα­πο­κρί­νο­νται και πά­λι σε ιστο­ρι­κά στοι­χεία κα­θώς, σύμ­φω­να με το Σου­η­τώ­νιο, ο Νέ­ρω­νας ήθε­λε να καλ­λιερ­γή­σει τη φω­νή του και να τρα­γου­δή­σει. Για το συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα εξής: «Αφού απέ­κτη­σε μια κά­ποια γνώ­ση μου­σι­κής, πέ­ρα από όσα εί­χε μά­θει στην πρώ­τη του εκ­παί­δευ­ση, αμέ­σως με­τά την ανα­κή­ρυ­ξή του σε αυ­το­κρά­το­ρα έστει­λε κι έφε­ρε τον Τέρ­πνο, το με­γα­λύ­τε­ρο δά­σκα­λο λύ­ρας του και­ρού του, και αφού τον άκου­σε να τρα­γου­δά­ει με­τά το δεί­πνο πολ­λές φο­ρές τη νύ­χτα, άρ­χι­σε και ο ίδιος να παί­ζει και να τρα­γου­δά­ει χω­ρίς να πα­ρα­λεί­πει κα­μία από τις ασκή­σεις που έκα­ναν εκεί­νοι που ήθε­λαν να γί­νουν καλ­λι­τέ­χνες του εί­δους για να ενι­σχύ­σουν τη φω­νή τους [..] Έκα­νε το ντε­μπού­το του στη Νά­πο­λη. Άρ­χι­σε να τρα­γου­δά­ει και δεν στα­μα­τού­σε αν δεν τε­λεί­ω­νε το νού­με­ρο που εί­χε αρ­χί­σει, πα­ρό­λο που το θέ­α­τρο τα­ρα­κου­νή­θη­κε ολό­κλη­ρο από σει­σμό».[30]
Τέ­λος, ο Κλού­βιος Ρού­φος που ανα­φέ­ρει ο Σι­κε­λια­νός στη Σί­βυλ­λα ήταν επί­σης ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο. Ο Σι­κε­λια­νός τον πα­ρου­σιά­ζει ως σύμ­βου­λο του Νέ­ρω­να :

                        Αλ­λά κά­πο­τε, ως να ξύ­πνα’
απ’ τ’ ολό­γυ­ρά του όνει­ρο, την όψη
στον Κλού­βιο Ρού­φο σκύ­βο­ντας, εστά­θη
σαν κά­τι να τον ρώ­τη­σε∙ κι ως πή­ρε
σε τού­το απά­ντη­ση, άξαφ­να, σαν όλος
ν’ ανα­τα­ρά­χτει, εχλώ­μια­νε.[31]

(στίχοι 1003-1007)


Και ο Σου­η­τώ­νιος ανα­φέ­ρει ότι ο Κλού­βιος Ρού­φος ήταν έμπι­στο πρό­σω­πο του Νέ­ρω­να «Αφού [ο Νέ­ρω­νας] πή­ρε τη θέ­ση του και τε­λεί­ω­σε την προ­κα­ταρ­τι­κή του ομι­λία, ανάγ­γει­λε δια­μέ­σου του αν­θύ­πα­του Κλού­βιου Ρού­φου ότι θα τρα­γου­δού­σε Νιό­βη».[32]

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι ο Σι­κε­λια­νός, όπως και ο Πίν­δα­ρος από τον οποίο επη­ρε­ά­στη­κε, πί­στευε ότι ο «μύ­θος απο­τε­λεί σα­φές και θε­τι­κό στοι­χείο για την κα­τα­νό­η­ση των αλη­θι­νών δυ­νά­με­ων της ψυ­χής».[33] Γρά­φει στον πα­νη­γυ­ρι­κό της Απε­λευ­θέ­ρω­σης (ότι ζη­τά) «ου­σια­στι­κή ολο­κλή­ρω­ση της έν­νοιας της Ελευ­θε­ρί­ας και για μας τους ίδιους και για ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Από τη νέα λαϊ­κή μας θέ­λη­ση, από την νέα πραγ­μα­το­ποί­η­ση ισό­τη­τας και δι­καιο­σύ­νης και από την υπέρ­τα­τη κα­το­χύ­ρω­σή τους σε έρ­γα ανώ­τε­ρης πνευ­μα­τι­κής πνο­ής και δη­μιουρ­γί­ας ας επω­μι­σθού­με τού­τη την υπό­σχε­ση να της προσ­δώ­σου­με αυ­τό το ανώ­τε­ρο, το τέ­λειο, το κα­θο­λι­κό ανά­στη­μά της».[34] Τον εν­δια­φέ­ρει η με­τα­τρο­πή του μύ­θου και η χρή­ση του ως φο­ρέα των ιδε­ών του, ενώ «ένιω­θε μό­νο κο­ντά στο φυ­σι­κό και το με­τα­φυ­σι­κό κό­σμο, για­τί επί­στευε πως η μοί­ρα της Ελ­λά­δας ήτα­νε το Πνεύ­μα».[35]
Ο Σι­κε­λια­νός έπαι­ξε το ρό­λο του ποι­η­τή προ­φή­τη μέ­σω του μύ­θου. Όπως έχει ει­πω­θεί, «άντλη­σε από ποι­κί­λες πη­γές της αρ­χαιό­τη­τας για να δια­μορ­φώ­σει μια προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία».[36] Δεν άλ­λα­ξε η στά­ση του αφού υπη­ρέ­τη­σε τους αγώ­νες της Ελ­λά­δας για Ελευ­θε­ρία. Σύμ­φω­να με την Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου «ο ιδιό­τυ­πος με­τα­φυ­σι­κός ορα­μα­τι­σμός του, η ερ­μη­τι­κό­τη­τα και η μαιαν­δρι­κή σύ­ντα­ξη με­γά­λου μέ­ρους της ποί­η­σής του την εμπό­δι­σαν να φτά­σει πράγ­μα­τι στο λαό».[37] Βέ­βαια, τα τε­λευ­ταία χρό­νια ενα­πέ­θε­σε τις ελ­πί­δες του στην ποι­η­τι­κή τρα­γω­δία. Πί­στευε ότι ήταν το μό­νο μέ­σο που θα έφερ­νε την ποί­η­ση στο ευ­ρύ κοι­νό για­τί οι ιστο­ρι­κές συν­θή­κες του Β Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου ήταν αντί­στοι­χες με εκεί­νες της γέν­νη­σης της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας. Ωστό­σο τα με­τεμ­φυ­λια­κά χρό­νια, ήταν μια «βα­θιά δι­χα­στι­κή επο­χή, που έφε­ρε ακό­μη νω­πά τα τραύ­μα­τα του εμ­φυ­λί­ου».[38] Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο Αση­μά­κης Παν­σέ­λη­νος ανα­φέ­ρει στην εφη­με­ρί­δα Μά­χη ότι η κη­δεία του δεν ήταν θριαμ­βευ­τι­κή όπως εκεί­νη του Πα­λα­μά, αλ­λά βα­ρύ­θυ­μη και με­λαγ­χο­λι­κή, λό­γω του ψυ­χρο­πο­λε­μι­κού κλί­μα­τος του εμ­φυ­λί­ου και αντί για το «ηχή­στε οι σάλ­πιγ­γες», στην κη­δεία του Σι­κε­λια­νού ακού­στη­κε το σι­γα­νό κλά­μα της συ­ντρό­φου του. Με­τά το τέ­λος του εμ­φυ­λί­ου, η ταύ­τι­σή του με την αρι­στε­ρά τον κα­τέ­στη­σε έναν ποι­η­τή «απο­διο­πο­μπαίο από τη με­τεμ­φυ­λια­κή Ελ­λά­δα».[39] Πα­ρό­λα αυ­τά κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής του κα­τόρ­θω­σε τό­σο να ανα­δει­χθεί σε σύμ­βο­λο της αντί­στα­σης όσο και να το­νώ­σει το δη­μο­κρα­τι­κό φρό­νη­μα του λα­ού με το έρ­γο του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρ­χείο Άγ­γε­λου και Εύ­ας Σι­κε­λια­νού, Φά­κε­λος 6, υπο­φά­κε­λος 6.1, Ομι­λί­ες στο ρα­διό­φω­νο, 14.10. 1944, ΕΛΙΑ.
Βο­για­τζό­γλου Αθη­νά, Η γέ­νε­ση των πα­τέ­ρων. Ο Σι­κε­λια­νός ως διά­δο­χος των εθνι­κών ποι­η­τών, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη, 2005.
Κή­λυ Έντμουντ, Μύ­θος και φω­νή στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, μτ­φρ. Σπύ­ρος Τσα­κνιάς, Στιγ­μή, 1987, σ. 18.
Λα­δο­γιάν­νη Γε­ωρ­γία, «Μύ­θος και Ιστο­ρία στην ανα­νέ­ω­ση της τρα­γω­δί­ας», Δω­δώ­νη, Επι­στη­μο­νι­κή Επε­τη­ρί­δα τμή­μα­τος Φι­λο­λο­γί­ας Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ιω­αν­νί­νων, 2001.
Μύ­ρης K.X, Σο­φο­κλής Ηλέ­κτρα, Κά­κτος 1992.
Σι­κε­λια­νού Άγ­γε­λου, Θυ­μέ­λη, Φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια Γ.Π. Σαβ­βί­δης, τό­μος Α, Ίκα­ρος, 2003.
Σι­κε­λια­νού Άν­να, Η ζωή μου με τον Άγ­γε­λο, Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας», Αθή­να, χ.χ.
Σου­η­τώ­νιος, Η ζωή των Και­σά­ρων. Νέ­ρων, Ει­σα­γω­γή-με­τά­φρα­ση Πε­ρι­κλής Ρο­δά­κης, Πα­ρα­σκή­νιο, 1993.
Φυ­λα­κτού Αντρέ­ας, Ο μύ­θος και η λύ­ρα. Ο αρ­χαί­ος ελ­λη­νι­κός μύ­θος στο λυ­ρι­κό βίο. Συμ­βο­λή στη με­λέ­τη των πη­γών και της ποι­η­τι­κή του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2002.
Φρά­γκου-Κι­κί­λια Ρί­τσα, Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός. Βαθ­μί­δες μύ­η­σης, Εκ­δο­σεις Πα­τά­κη 2002.
R. D. Williams, The Aineiad of Virgil,Books 1-6, Macmillan ST. Martin’s Press, Oξ­φόρ­δη 1977.

E.R. Dodds, Ευ­ρι­πί­δου Βάκ­χαι, Με­τά­φρα­ση Γ.Υ. Πε­τρί­δου-Δ.Γ. Σπα­θά­ρας, Φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια Νί­κος Μπε­ζε­ντά­κος, εκδ. Καρ­δα­μί­τσα, 2004.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: