≈ Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν ≈


Πάσχα στη φυλακή του Ιφ

Το Μοντεκρίστο είναι ένα ακατοίκητο νησάκι του Τυρρηνικού πελάγους, ανάμεσα στην Τοσκάνη και την Κορσική, η αρχαία Ωγλάσσα). Από εδώ εμπνεύστηκε ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας) το ψευδώνυμο του κεντρικού του μυθιστορηματικού ήρωα και το ξαναθυμηθήκαμε με την πρόσφατη μνημειώδη επανέκδοσή του από την «Εστία» (Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, Α' και Β' τόμοι, μτφρ. Σοφία Αυγερινού). «Montecristo» ονομάζεται η πιο γνωστή μάρκα κουβανέζικων πούρων. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1935. Το όνομά της προέρχεται, βεβαίως, από το μυθιστόρημα του Δουμά, το οποίο διάβαζε κάποιος σε συνέχειες, φωναχτά, στους εργάτες (εργάτριες, κυρίως, για να ακριβολογούμε), του εργοστασίου όσο δούλευαν τυλίγοντας πούρα (η πρακτική ανάγνωσης στις εργαζόμενες δεν ήταν άγνωστη και στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα). Βέβαια, ο ήρωας διανύει το μεγαλύτερο τμήμα του μυθιστορήματος σ ένα άλλο νησάκι, στο Φρούριο Ιφ (Chateau dIf ). Συμπτωματικά βρήκαμε ένα σχετικό άρθρο του Μίμη Σουλιώτη [του ετοιμάζουμε αφιέρωμα], δημοσιευμένο στην εφημερίδα Το Βήμα προ ικανών ετών (29.4.2000):

Το φρούριο-φυλακή του Ιφ το ζήσαμε κατά διάνοιαν, όσοι διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά· η ασήμαντη ιστορική λεπτομέρεια που έρχεται να προστεθεί είναι ότι στο κάτεργο εκείνο (καθώς και σε άλλες φυλακές της Γαλλίας στη συνέχεια) είχαν μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη και είχαν εγκλεισθεί μεταξύ άλλων και 26 Έλληνες κάτοικοι της Κορυτσάς, ως γερμανόφιλοι πολιτικοί κρατούμενοι της Αντάντ, στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στις γαλλικές φυλακές πέρασαν λοιπόν το Πάσχα του έτους 1917, κι έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα ανέκδοτα σωζόμενα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά εδώ, να ελέγξουμε τη διατροφή τους. Στη Μασσαλία οι συλληφθέντες φθάνουν μετά από οκταήμερο ταξίδι με το πλοίο «Δούναβης» και από εκεί μεταφέρονται στον περιβόητο Πύργο του Ιφ· στό ημερολόγιο πού κρατούσε ένας από τους κορυτσιώτες πολιτικούς κρατουμένους διαβάζουμε:

«[...] Μας παρέδωσαν εις ένα χωροφύλακα Γάλλον και δύο στρατιώτας Κινέζους και εις την πόρτα της φυλακής μας έδωσαν και από δύο μερίδια ψωμί δια δύο φοράς συσσίτιον. Και μας οδήγησαν εις ένα παμποράκι όπου μας επερίμενεν εις την σκάλαν και εμβήκαμεν όλοι μέσα και μας οδήγησεν το παμποράκι εις το απέναντι νησίον απέχον είκοσι λεπτά της ώρας, το οποίον oνομάζεται Πύργος του Iφ, όπου είναι φυλακαί αρχαίαι με ποτρούμια, όπου ετιμωρούσαν τον αρχαίον καιρόν τους καταδίκους, εκεί μας έβγαλεν και εμάς. Και ανεβήκαμεν όλοι από τες σκάλες τες πέτρινες, εξήντα βαθμίδας, και εκεί μας επερίλαβεν ο αρχιφύλαξ των φυλακών και μας εφώναξε τα ονόματα και αμέσως μας επαρήγγειλεν διά μέσου του διερμηνέως Έλληνος να του παραδώσουμε ό,τι μαχαίρια έχομεν επάνω μας και ψαλίδια και ξοράφια, όπου και τα παρεδώσαμε, ύστερα μας λέγει ότι εδώ απαγορεύεται να τραγουδάτε και να μαλλώνετε διότι όποιος το κάμει θα τιμωρηθεί με 15 ημέρας βαριά φυλακή εις τα ποτρούμια κάτω με τους καταδίκους και μας εβάλανε μέσα εις ένα δωμάτιον και τους είκοσι έξι και μας δώσανε και από μια κουβέρτα και από ένα στρώμα γεμάτο άχυρο και σανίδια διά κάτω διότι κάτω ήταν θόλος και έτσι ετοποθετήθημεν όλοι». [...] «Tην επομένην ξημερώματα εσυννέφιασεν ο καιρός και άρχισεν να βρέξει, την επομένην δε έκαμε πάλιν ωραίος καιρός δροσερός [...]».
Στο ερώτημα πώς δικαιολογείται να συμπιέζονται σημαντικότατα συμβάντα, με την απερίγραπτη αυτή φλεγματικότητα, σαν τριτεύοντα μέσα στις σχοινοτενέστατες περιγραφές του καιρού – του οποίου τις αλλαγές παρακολουθούμε, εν τούτοις, από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα, η πιθανώς ορθή απάντηση είναι ότι έτσι τα συμβάντα εντοπίζονται δυσκολότερα μέσα στο ημερολογιακό κείμενο και, κατά δεύτερον, αποφεύγονται οι κίνδυνοι του σχολιασμού, που θα επιβάρυναν τη θέση των γερμανοφρόνων κρατουμένων, σε περίπτωση που το ημερολόγιο θα ελεγχόταν από τη διεύθυνση των γαλλικών φυλακών. [...] Να δούμε πώς διαιτώνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι κατ’ εκείνη την πασχαλινή περίοδο: Στις 7 π.μ. έπαιρναν «ένα φλιτζάνι μεγάλο καφέ χωρίς ζάχαρι, μόνον ολίγη ζάχαρι όσο μετρίαζε την πίκραν του»· ο ημερολογητής μας ειδικότερα δηλώνει τον πολιτισμό του: «δεν ημπορούσα να πάρω τον καφέ άνιφτος σαν ζώον».
Το μενού ήταν: Κυριακή: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας σούπα μακαρόνια· Δευτέρα: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, ρύζι σούπα με ολίγον πατάτα· Τρίτη: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας μακαρόνια σούπα· Τετάρτη: λάχανα σούπα με ολίγον πατάτα, πατάτα σούπα με ολίγον δάφκες (=καρότα)· Πέμπτη: φασόλια σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας με ρύζι σούπα· Παρασκευή: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, μακαρόνια σούπα με ολίγον πατάτα· Σάββατο: ό,τι την Τετάρτη. Το ψωμί διανέμεται «165 δράμια την ημέραν».
Σχόλια για την ποιότητα: το τσάι δεν πίνεται, το κρέας περιφρονείται ως «νερόπλυμα με λάχανα», τα λάχανα ως από «αυτά που πετάμε ημείς», το αλεύρι «από αραβόσιτον κουρκούτι»· «και όλα αυτά τα εμαγείρευαν με νερό και ολίγον ξίγκι νερόπλυμα». Γιά τήν καθαριότητα, τέλος, παρέχεται «κάθε Κυριακή ένα κομματάκι σαπούνι διά τα ρούχα πλύσιν και διά νίψιμο το πρόσωπον».
Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1918. Από τη Μασσαλία αναχωρούν με πλοίο που είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση «δωρεάν εις τρίτην θέσιν» και μετά από τεσσάρων ημερών ταξίδι αποβιβάζονται στον Πειραιά, στις 23 Δεκεμβρίου.

1792. Μοντεβιδέο. Διήγηση ναύτη


Προ πενήντα ετών εφύγαμεν από Βαρζελώνα με κρασί, το οποίον εφορτώσαμεν εις Βίλλα-Νόβα με το καράβι «Σκουμπρή», με ναύλο 28 χιλιάδες κολονάτα. Εφύγαμεν τον Αύγουστον. Είμεθα σαράντα και εδιαλεχτήκαμε καλύτερα και εμείναμεν έως είκοσι πέντε. Επήραμε δύο πιλότους, εβγαίνοντας από την Τζιπεράλτα. Ετραβήξαμεν και επέσαμεν εις τα Κανάρια νησιά. Ετραβήξαμεν εις την Λίναιαν και μας ερχότανε ο αέρας το ένα μέρος και το άλλο. Εμείναμεν εις αυτό το μέρος της Λίναιας έως τρεις ημέρες. Τότε ετραβήξαμεν όλο πρίμα και δεν εβλέπαμεν παρά Θεό και θάλασσα. Αφού αρμενίσαμεν σαράντα πέντε ημέρες εφοβηθήκαμεν οι συντρόφοι και άρχισαν να φωνάζουν ότι επέσαμεν εις νερά χαμένα. Τότε ο πιλότος και ο Σκουζές, όπου είχεν πράξιν, τους είπαν ότι εις τρεις ή τέσσερες ημέρες θα φθάσουν. Και πάλιν φόβος μέγας εις τους συντρόφους, αφού πέρασαν οι τέσσερες ημέρες. Με πολλές υποσχέσεις, τέλος πάντων, εξακολούθησαν το ταξίδι και εις άλλες τέσσερες ημέρες είδαμεν ένα σύγνεφον. Έστειλε ο Σκουζές έναν άνθρωπο εις το κατάρτι ψηλά να παρατηρήσουν αν είναι στεριά ή σύγνεφον, αλλά δεν ημπόρεσαν να διακρίνουν. Ο καιρός πρίμος, ετραβήξαμεν, και την νύχτα μάς εφάνη μυρουδιά της στεριάς και το πρωί είδαμεν την στεριάν. Επήγαμεν κατευθείαν εις τον λιμένα Μόντε-βιδέο, όπου εβρήκαμεν πολλά πλοία. Επήγαμεν διά πενήντα τέσσερες ημέρες τρία καράβια: το ένα του Δημήτρη Χριστοφόρου εις το οποίον ήτον ο Σκουζές. Ήτον το καράβι Τσαμαδού, πλοίαρχος Αντώνης Σερφιώτης, το άλλο καράβι ήτον του Ζιάκα. Εκάμαμεν εις το Μόντε-βιδέο είκοσι πέντε ημέρες, εφορτώσαμεν παστά και πετσιά και επιστρέψαμεν και τα τρία μαζί. Εμείς ήλθαμεν, τα άλλα δύο καράβια τα έπιασαν οι Εγγλέζοι εις το στενόν απ’ έξω. Ήλθαμεν εμείς εις την Βαρζελώνα δια πενήντα μίαν ημέρα.

Ντίνος Κονόμος, Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1984, σ. 557.
Παναγή Σκουζέ Απομνημονεύματα, επιμέλεια-σχόλια Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, εκδόσεις Κέδρος, 1975.



Το ταξίδι στο Μοντεβιδέο έγινε το 1797 και είναι το πρώτο που έχει καταγραφεί. Το καράβι του Δημήτρη Χριστοφόρου, στο οποίο επέβαινε ο Σκουζές, ονομαζόταν «Παναγία Τουρλιανή», με χωρητικότητα 250 καταλωνικούς τόνους, που αντιστοιχούν σε περίπου 220 μετρικούς τόνους. Στο λιμάνι του Μοντεβιδέο είχαν καταπλεύσει τα καράβια του Χατζή Κανελάκη (Ζιάκα) και του Δημήτρη Μιχάλη Τσαμαδού, τα οποία είχαν το ίδιο όνομα, «Παναγία της ΄Υδρας», και την ίδια χωρητικότητα, δηλαδή 350 καταλωνικούς τόνους ή 330 μετρικούς. Φορτωτής ήταν ο Juan Bautista Cabanyes, πρόξενος της Ολλανδίας στη Βαρκελώνη. Και τα τρία καράβια ήταν πολάκες, φορτηγά ιστιοφόρα που έκαναν την εμφάνισή τους στη Μεσόγειο στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Το όνομα «πολάκα» προέρχεται από το ιταλικό ιστίο polaccone, στηριγμένο στο πλωριό κατάρτι, το οποίο είχε έντονη μπροστινή κλίση και ήταν τοποθετημένο σχεδόν στην πλώρη.

Τζελίνα Χαρλαύτη & Κατερίνα Παπακωνσταντίνου, Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821, εκδόσεις Κέδρος και Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2013, σσ. 272-273 και 517.

Με τον τρόπο του Γκαλεάνο


«Οι Μαντίνγκο σπάνια φτάνουν σε βαθειά γεράματα. Στα σαράντα τους, τα μαλλιά των περισσότερων γκριζάρουν και τα πρόσωπά τους γεμίζουν ρυτίδες. Ελάχιστοι ξεπερνούν τα πενήντα ή τα εξήντα. Υπολογίζουν την ηλικία τους με βάση τις περιόδους των βροχών. Σε κάθε τέτοια περίοδο αντιστοιχεί μια χρονιά, η οποία παίρνει το όνομα του κυριότερου γεγονότος που συνέβη κατά τη διάρκειά της. Έτσι, άκουσα να μιλούν για τη χρονιά του πολέμου της Φαρμπάνα, για τη χρονιά του πολέμου της Καάρτα, για τη χρονιά της λεηλασίας του Γκάντου κ.τ.λ. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σε πολλά μέρη το 1796 θα ονομαστεί Τομπάουμπο τάμπι σανγκ (η χρονιά που πέρασε ο λευκός) και θα σημάνει μια νέα εποχή για την ιστορία τους».

Mungo Park, Ταξίδι στo εσωτερικό της Αφρικής, (1799), μετ. Χ. Παπαϊωάννου, Αίολος 1993.

Μπέρδευε το μελάνι με την αρετή


«Μαμά έγραψα αυτό» είπε ο γιος της κυρίας Φι και της έδειξε το ποίημα. Ηταν άνευρο και ανιαρό, πλαδαρό, δίχως έκπληξη και ρυθμό. Η κυρία Φι λυπήθηκε. Βαθιά. Ο γιος της δεν θα γινόταν ποτέ ποιητής. Μπέρδευε το μελάνι με την αρετή. Οι θλιμμένοι έχουν ένα μειονέκτημα που επιμένουν να αγνοούν: Δεν αρκεί η θλίψη. Το ποίημα είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά ή πιο πίσω.
Η κυρία Φι αγκάλιασε με στοργή το γιο της. Και για μια ακόμα φορά η καρδιά της απομακρύνθηκε από αυτό που λέμε «ποίηση».

*

Συμβουλή της κυρίας Φι στον γιο της


Αν σπάσει ο καθρέφτης σου να κοιτάξεις μέσα σε ήρεμα νερά, αλλά πρόσεξε μην πέσεις μέσα

Aπό τις Παράξενες Ιστορίες της κυρίας Φι (υπό έκδοση)

Τεχνολογία της λογοτεχνίας

ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ

Εκατό χρόνια από την ίδρυση στη Βαϊμάρη της πρώτης σχολής του Μπαουχάους, καλλιτεχνικός και βιομηχανικός σχεδιασμός συνεχίζουν να έλκονται και να απωθούνται. Πρόκειται για μαγνητισμό, μια ιστορία ατελείωτου έρωτα μεταξύ «καλών» ή ανεφάρμοστων και εφαρμοσμένων ή – ας ειπωθεί επιτέλους – «κακών» τεχνών, έστω και αν ο έρωτας προέκυψε έπειτα από συνοικέσιο που επέβαλε η ανάδειξη της μανιφατούρας ως συστηματικής χειροτεχνίας στους νεότερους χρόνους. Τέχνες & χειροτεχνίες (arts & crafts), όπως πρέσβευε ο Ουίλιαμ Μόρις, υπήρξαν πρόδρομος άλλωστε της κατά κάποιον τρόπο συγχώνευσης, από τον Βάλτερ Γκρόπιους, της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και της Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών στη Βαϊμάρη, με σημαία μια αντεστραμμένη «οικοδόμηση» (από Hausbau σε Bauhaus, δηλαδή).
Καθώς η τέχνη είναι πάντοτε μια χειροτεχνία, όσα τεχνολογικά εργαλεία και αν χρησιμοποιεί, ενώ η χειροτεχνία είναι πάντοτε –χωρίς όμως να θεωρείται ότι ισοδυναμεί– τέχνη, η διάκριση τάξεως ή ταξική διαφορά αυτή δημιουργεί δυσκολίες στον γάμο «καλών» και «κακών» τεχνών. Αλλά ποιος γάμος είναι εύκολος, όταν εξαρχής συμπλέκει ανεφάρμοστους και εφαρμοσμένους; Πώς να μην επηρεάζονται από αλλότρια μαγνητικά πεδία οι πυξίδες της κριτικής, όσο και αν διατείνεται ότι προς κάποιο Βόρειο ή Μάρκο Πόλο διαρκώς τείνουν;
Στην ιστορία του μαγνητισμού, συχνά αναδεικνύεται το γεγονός ότι καλλιτεχνικές ιδέες παρασύρουν τεχνολογικές εφαρμογές, ενώ εξίσου χρήσιμο, αλλά και ωραίο, θα ήταν να αναγνωρίζεται το πώς οι τεχνολογίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις κάθε τέχνης. Δεν φτάνει να βλέπει κάποιος ότι χωρίς φωτομηχανές δεν θα μπορούσαν εν συνεχεία να τεθούν σε κίνηση φωτογραφίες που οδηγούν στον κινηματογράφο. Χρειάζεται επίσης να φαντάζεται ότι χωρίς την τεχνολογία της γραφής δεν θα υπήρχε λογοτεχνία.
Επιστρέφοντας στο πεδίο του βιομηχανικού σχεδιασμού (ντιζάιν), αναζητώ κάποια λαμπρή ιδέα που θα φώτιζε το μπαλονάκι της σκέψης ενός εφευρέτη σε κωμωδιογραφίες, όπως επίσης θα μπορούσαν να αποκαλούνται τα κόμικς. Και ιδού η αιωρούμενη λάμπα (The Levitating Lightbulb) του Αμερικανού Σάιμον Μόρις (Simon Morris), που ζει στη Στοκχόλμη. Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να πειραματίζεται με μαγνήτες, θέλοντας να κατασκευάσει ένα αιωρούμενο όχημα (hoverboard). Τα κατάφερε μετά από δεκαπέντε χρόνια, έστω και αν δεν μπορούσε να το ιππεύσει ο ίδιος. Έχοντας εμπνευστεί, όπως λέει, από μαγικά χαλιά της παιδικής ηλικίας και πειράματα με ασύρματη ενέργεια του Νίκολα Τέσλα, συνέχισε, με αποτέλεσμα συνάδελφοι του να τον αποκαλούν Magneto. Τα υλικά της αιωρούμενης λάμπας (διαστάσεις σε ίντσες της βάσης: 5" μ. x 5" πλ. x 1,2" ύψ., ενώ της λάμπας: 5.5" μ. x 2,25" πλ. x 1.8" διαμ.) είναι σίδηρος, σιλικόνη, μαγνήτες και ξύλο βελανιδιάς. Για εσωτερική χρήση μόνο, μακριά από υγρασία, ενώ πρέπει να διατηρείται σε απόσταση από μαγνητισμένα αντικείμενα, όπως οι πιστωτικές κάρτες, καθώς βέβαια δεν είναι φτηνή.

Ο Χορός των Αβγών

Pieter Brueghel ο Νεότερος,«Ο Χορός των Αβγών» (περ. 1620)


Ο Χορός των Αβγών ήταν ένα αγροτικό πασχαλινό παιχνίδι της Βόρειας Ευρώπης. Τα αβγά σκορπίζονταν στο έδαφος (ή στο πάτωμα) και οι χορευτές στροβιλίζονταν ανάμεσά τους προσπαθώντας να σπάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Σε μια παραλλαγή (όπως φαίνεται σε μερικές από τις εικόνες που παραθέτουμε) ο χορευτής στεκόταν στο ένα πόδι, σ’ έναν κύκλο σχεδιασμένο στο έδαφος με κιμωλία, και προσπαθούσε να βγάλει ένα αβγό από ένα μπολ και να αναποδογυρίσει κατόπιν το μπολ από πάνω του.

«Ο Χορός των Αβγών» (περ. 1645), χαρακτικό του Jan Galle, από σχέδιο του Maerten de Vos


Παρόλο που, όπως φαίνεται σε πολλές καλλιτεχνικές απεικονίσεις, αυτού του είδους η διασκέδαση συνηθιζόταν σε χωριά, τον 16ο και τον 17ο αιώνα, μια από τις πρώτες αναφορές του Χορού των Αβγών έχει σχέση με τον γάμο της Μαργαρίτας της Αυστρίας (των Βουρβώνων) με τον Φιλιβέρτο της Σαβοΐας, τη Δευτέρα του Πάσχα του 1498. Το γεγονός περιγράφεται στο Αμερικανικό Περιοδικό (American Magazine) του 1895: «Όταν άρχισε ο μεγάλος Χορός των Αβγών, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, καμιά εκατοστή αβγά ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί σκεπασμένα με άμμο, κι ένα νεαρό ζευγάρι άρχισε να χορεύει χέρι με χέρι. Αν ολοκλήρωναν τον χορό χωρίς να σπάσουν ούτε ένα, τότε αρραβωνιάζονταν και κανένας γονιός δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον γάμο. Μετά από τρία ζευγάρια που απέτυχαν μέσα στα γέλια και τις κοροϊδίες των θεατών, ο Φιλιβέρτος της Σαβοΐας, γονατίζοντας μπροστά στη Μαργαρίτα, την παρακαλεί να χορέψουν μαζί, υπό τις επευφημίες του κόσμου που φώναζε ’’Σαβοΐα και Αυστρία!’’ Όταν τελείωσε ο χορός χωρίς να σπάσει κανένα αβγό, ο ενθουσιασμός ήταν ασυγκράτητος». […]

Ο χορός των αβγών με δεμένα τα μάτια ήταν μια παραλλαγή που αναφέρεται και στο μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια της μαθητείας [ή της περιπλάνησης] του Βίλχελμ Μάιστερ (1745, ελλ. μτφρ. Άγγ. Παρθένη, Ίδρυμα Ουράνη, Α´ και Β´ τόμ. 1995 και μετ. Τούλας Σιετά, εκδ. Κανάκη 1997). Ο Βίλχελμ αγοράζει την ανήλικη Μινιόν από έναν περιοδεύοντα θίασο, έχοντας δει να τη δέρνουν επειδή αρνήθηκε να χορέψει το Χορό των Αβγών και η οποία, για να τον ευχαριστήσει που την έσωσε από την σκλαβιά, χορεύει αποκλειστικά για χάρη του (σκηνή που βλέπουμε στον πίνακα του Τζον Κόλιερ). H σχέση του Χορού των Αβγών με επικίνδυνες καταστάσεις εμφανίστηκε πολλές φορές σε πολιτικές γελοιογραφίες του 19ου αιώνα σε σχέση με διάφορα πολιτικά πρόσωπα, από τον Βίσμαρκ ως τον Ντισραέλι, υπονοώντας ότι προσπαθούσαν να διασχίσουν έναν δρόμο στρωμένο με πιθανούς κινδύνους.

John Collier «Ο χορός των αβγών της Μινιόν» (από το μυθιστόρημα του Γκαίτε)
Ο Βίσμαρκ ως μπαλαρίνα χορεύει τον χορό των πολιτικών αβγών (Νόμος, Σύνταγμα, Εκλογές κλπ.)


Πηγή: The Public Domain Review

Απόδοση:

Αναφορές

Μιχαήλ Μήτρας, ποιητής (1944-2019)

Τα μοντερνιστικά κινήματα του 20ού αιώνα μεταξύ άλλων συνέβαλαν και στη «διασταύρωση» των επιμέρους τεχνών, κυρίως της λογοτεχνίας και των εικαστικών (φουτουρισμός, νταντά, υπερρεαλισμός, λετρισμός).
Στη δεκαετία του 1960 η ταυτοποίηση αυτή συστηματοποιείται με την εμφάνιση του ρεύματος της «Οπτικής Ποίησης».
Το 1987 συγκροτείται και στην Ελλάδα «Ομάδα Οπτικής Ποίησης», με οργάνωση ατομικών και ομαδικών εκθέσεων. Τα έργα των μελών της Ομάδας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μέσων, όπως κείμενα, ζωγραφική, κολάζ, φωτογραφία, βίντεο εγκαταστάσεις, μέχρι performances.
Στα δικά μου οπτικά ποιήματα η σχέση τους με την ζωγραφική έκφραση παραμένει σταθερή: μαύρη μελάνη σε λευκό χαρτί. Κάτι που τα καθιστά και «δυσανάγνωστα»

Μ. Μ.


Πάνος Κουτρουμπούσης, συγγραφέας, σκιτσογράφος (1937-2019)

Για τη σχέση γραπτού και εικόνας

Ο πρώτος «γραμμένος» λόγος είναι η εικόνα στα βράχια και στις σπηλιές. Όταν έβλεπαν εικόνες στις σπηλιές τα μυαλά διάβαζαν ευχές. «Οι θεοί να μας έχουν καλό κυνήγι» και παρόμοια. Μετά έρχονται ιδεογράμματα και ιερογλυφικά (ακριβείς εικόνες που είναι συγκεκριμμένες λέξεις). Σύντομα αναπτύσσονται αλφάβητα και παρουσιάζεται ο γραπτός λόγος.
Ο συγγραφέας έχει εικόνες στο μυαλό του και προσπαθεί –ειδικά στην λογοτεχνία– να τις μεταδώσει στον αναγνώστη. Μπορεί να είναι μια σύντομη γραπτή εικόνα ή εκτενής, χιλιοσέλιδη σειρά ιδεατών εικόνων. Το ίδιο κάνει κι ο εικονοποιός. Οι εικόνες του είναι ιστορίες, δηλαδή λόγος, που μπορεί να καταγράψουν μια στιγμή ιστορίας γνωστής ή και ολόκληρη ιστορία σε μια εικόνα. Η γραφή, λοιπόν, μπορεί να κάνει και χωρίς την ορατή εικόνα (αφού δημιουργεί εικόνες με τις λέξεις) αλλά και η εικόνα μπορεί να κάνει χωρίς λέξεις (γιατί με το σχέδιο προσφέρει νόημα, άρα λόγο). Δηλαδή, υπογείως και τα δύο περιέχουν το ένα τ’ άλλο.
Συγγραφέας όμως που βλέπει ότι οι λέξεις, όσο δυνατές κι αν είναι, δεν έχουν τρόπο να αγγίξουν οράματα και νοήματα πέρα από ένα σημείο σχεδόν μεταφυσικό, και μόνο εικόνες μπορούν να εισχωρήσουν σε μυστήρια που ούτε ο συγγραφέας δεν μπορεί να μεταδώσει με το γραπτό, μπαίνει στα χωράφια της εικόνας. Επίσης, εικονοποιοί που τους αρέσει και το σκληρό παιχνίδι με τις λέξεις μπαίνουν στο μέγαρο του γραπτού.
Για μένα, πρώτα αναπτύχθηκε η εικόνα, με πρόχειρα σχέδια στην παιδική ηλικία και, με τα χρόνια, καλλιεργήθηκε. Το γράψιμο άρχισε να αναπτύσσεται γύρω στα 22 μου και επίσης ενηλικιώθηκε με τα χρόνια. Οι εικόνες μου –ηθελημένα– παρουσιάζονται σαν μια στιγμή από κάποια πλοκή ιστορίας, σαν να βλέπεις μέσα, περνώντας έξω από κάποιο παράθυρο. Ο θεατής στήνει ελεύθερα στην φαντασία του τα πριν και τα μετά της στιγμής της εικόνας.Τα διηγήματα που γράφω ήταν απ’ την αρχή της μισής ή μιας σελίδας και μόνο 3-4 την ξεπερνάνε. Μου αρέσει να δίνω με στεγνό πνεύμα τα κύρια στοιχεία της ιδέας αφήνοντας στον αναγνώστη χώρο να χρωματίσει μόνος του χαρακτήρες και νοήματα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν –ελπίζω– πολλαπλές ερμηνείες. Τελικά, οι εικόνες μου οδηγούν στην πλάση ιστοριών και, αντίστροφα, τα γραπτά οδηγούν στην πλάση εικόνων.

Π. K


Στέργιος Δελιαλής, γκράφικερ (1944-2019)


Αποκαλύψεις

Άντρας και όχι γυναίκα αποδείχθηκε τελικά ο Πάπας Ιωάννης, παραδέχεται ο Εμμανουήλ Ροϊδης σε χειρόγραφο που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ [άρθρο-βόμβα του Σωκράτη Τιτούρη] /#/ 99 και όχι 100 ήταν τα χρόνια της μοναξιάς, ομολογεί σε άγνωστη μέχρι τώρα επιστολή του ο Γκαρσία Μάρκες [ρεπορτάζ της Κλαίτης Σωτηριάδου από την Μπογκοτά] /#/ Για «αμάρτημα του πατρός» και όχι «της μητρός του» επρόκειτο, σύμφωνα με (δισ)έγγονο νοσηλευτή του Βιζυηνού στο Δρομοκαϊτειο, ισχυρίζεται ο Μισέλ Φάις. Διετάχθη ΕΔΕ /#/ Τροφή και όχι Στροφή ήταν ο αρχικός τίτλος του πρώτου βιβλίου του Γιώργου Σεφέρη. Ο Δ. Δασκαλόπουλος αποδεικνύει ότι ο τίτλος προέκυψε από απλό τυπογραφικό λάθος που διατηρήθηκε για λόγους οικονομίας στο χαρτί, όπως παραδέχεται σε καρτποστάλ προς την αδελφή του Ιωάννα ο ποιητής /#/ «Ο Παπαδιαμάντης έγραφε κρυφά στη δημοτική», δήλωσε περίλυπος στον ανταποκριτή μας στη Χαλκίδα ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος /#/ «Απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών της Βαυαρίας ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ», αποκαλύπτει ο Χάρης Καμπουρίδης (επισυνάπτοντας φωτοτυπία του πτυχίου του) /#/ Ο ίδιος Θεός έγραψε τις ιερές γραφές όλων των θρησκειών, διαπιστώνει Νορβηγός γραφολόγος. Σάλος στο Υπουργείο. Άνοιξε για λίγο και έκλεισε ξανά η «Τράπεζα του Αγίου Πνεύματος» /#/ Μήνυμα του Συλλόγου Εκδοτών: «Προσοχή! Οι τιμοκατάλογοι πολλών εστιατορίων διακινούν κρυπτογραφημένα μυθιστορήματα». [ Η συνέχεια επί της οθόνης ]

Μόνο στον Χάρτη (1.4.19)

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Για τα αμέσως επόμενα τεύχη του Χάρτη (μεταξύ άλλων) ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Μίμης Σουλιώτης, Τάσος Δενέγρης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Πάτσας, Έλλη Σκοπετέα, Θανάσης Χαρμάνης κ.ά.
Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, θα ανεβαίνει ψηφιοποιημένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*

Το τεύχος 5 θα αναρτηθεί την Πρωτομαγιά
μαζί με το ιστορικό διπλό τεύχος 5/6 (αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη) της έντυπης περιόδου