Πως ένας χώρος με χτίσματα και με νερά μ' έμαθε κάμποσα πράγματα για τη ζωή και για τους φίλους μου

Πως ένας χώρος με χτίσματα και με νερά μ' έμαθε κάμποσα πράγματα για τη ζωή και για τους φίλους μου

Στα νό­τια της Αί­γι­νας –σε μια βρα­χώ­δη πλα­γιά, που βλέ­πει από ψη­λά, το ψα­ρο­χώ­ρι της Πέρ­δι­κας, την από­κρη­μνη πλευ­ρά της νή­σου Μο­νής και την απε­ρα­ντο­σύ­νη της θά­λασ­σας, που φτά­νει ως τις ακτές της Πε­λο­πον­νή­σου– βρί­σκε­ται το μα­γι­κό σπί­τι των φί­λων μου: του Γιάν­νη Μαυ­ρα­κά­κη και της γυ­ναί­κας του της Βαρ­βά­ρας που εξα­κο­λου­θούν να πι­στεύ­ουν στα πα­ρα­μύ­θια.
Το σπί­τι αυ­τό, το σχε­δί­α­σαν και το 'χτι­σαν η Σου­ζά­να κι ο Δη­μή­τρης Αντω­να­κά­κης, που πί­στε­ψαν πως το πα­ρα­μύ­θι εί­ναι υπό­θε­ση ζω­ής και γί­νε­ται από ύλη. Έτσι, λοι­πόν, φτιά­χτη­κε το σπί­τι αυ­τό για το οποίο σας μι­λώ. Το 'δα να χτί­ζε­ται, το 'ζη­σα και τε­λειω­μέ­νο. Περ­πά­τη­σα τους πα­ραι­σθη­τι­κούς του χώ­ρους, πε­ρι­πλα­νή­θη­κα στα δαι­δα­λώ­δη δώ­μα­τα με τις ανα­πά­ντε­χες λε­πτο­μέ­ρειες και ανα­κά­λυ­ψα χι­λιά­δες μυ­στι­κά. Κοι­μή­θη­κα στο μπλε κτί­σμα-κα­ρά­βι, με την τέ­ντα πά­νω απ' τη γέ­φυ­ρα, να χτυ­πά­ει όλη τη νύ­χτα και να με τα­ξι­δεύ­ει, κι έφα­γα πολ­λές φο­ρές –με τούς φί­λους μου– στο θερ­μό μαρ­μά­ρι­νο τρα­πέ­ζι, έξω στο κιό­σκι-πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο. Βού­τη­ξα, από αλ­λε­πάλ­λη­λες με­ριές, στα γα­λα­νά νε­ρά που κα­θρε­φτί­ζουν τα απε­ρί­γρα­πτα κτί­σμα­τα, το φοι­νι­κά­κι της «πλα­τεί­ας» και τις με­τα­φυ­σι­κές της κλί­μα­κες –που πα­ρα­πέ­μπου­νε στη Βα­βυ­λώ­να– κι αφέ­θη­κα να με τυ­λί­ξει η μα­γεία αυ­τού του χώ­ρου.

Πως ένας χώρος με χτίσματα και με νερά μ' έμαθε κάμποσα πράγματα για τη ζωή και για τους φίλους μου

Ζώ­ντας στο σπί­τι του Γιάν­νη Μαυ­ρα­κά­κη έκα­να με­ρι­κές σκέ­ψεις –με αφορ­μή αυ­τό – για τούς φί­λους μου: Τον Δη­μή­τρη και τη Σου­ζά­να. Σκέ­φτη­κα, λοι­πόν, πώς πριν απ' όλα, ξέ­ρουν κα­λά ότι ένας χώ­ρος πριν γί­νει σπί­τι, εί­ναι, ήδη, ένας χώ­ρος κα­τοι­κή­σι­μος, σε άλ­λη κλί­μα­κα, κι από πα­λιά. Τό­πος κα­τοι­κη­μέ­νος από όντα μι­κρό­τε­ρα που ξέ­ρου­νε κα­λά το μέ­ρος. Γι’ αυ­τό και λέω πώς η Σου­ζά­να κι ο Δη­μή­τρης Αντω­να­κά­κης πρέ­πει να έχουν δια­τε­λέ­σει κα­τά και­ρούς –έστω και για λί­γο–: μυρ­μή­γκια, χε­λώ­νες, φί­δια ή ζου­ζού­νια και να έχουν πα­ρα­τη­ρή­σει απ' το δι­κό τους ύψος: το φως και το νε­ρό να δια­τρέ­χουν τις πα­ρα­μι­κρές επι­φά­νειες. Να έχουν δει κα­λά, τα πα­ραι­σθη­τι­κά επί­πε­δα του εδά­φους και τα χρώ­μα­τα από κο­ντά. Τα επι­κλι­νή φυ­τά, τις γούρ­νες και τις πλά­γιες όψεις κά­ποιου βρά­χου. Τα κλει­στά ση­μεία της πέ­τρας, που προ­στα­τεύ­ουν απ’ τον άνε­μο, ή τ’ ανοι­κτά πλα­τώ­μα­τα που αφή­νουν χώ­ρο ελεύ­θε­ρο για δρά­ση. Σκέ­φτη­κα ακό­μα πώς δεν ξέ­ρουν μό­νο τον μι­κρό­κο­σμο. Γνω­ρί­ζουν και την Ελ­λά­δα: τα σπί­τια της, ψη­λά, από την Ήπει­ρο ώς κά­τω, στα νη­σιά. Από μέ­σα κι απ’ έξω. Ξέ­ρουν κα­λά τα χρώ­μα­τα: τις ώχρες, τα λου­λά­κια, το χο­ντρο­κόκ­κι­νο τον τρό­πο που συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται στο φως. Κι ακό­μα: Έχουν χα­θεί, κα­τά και­ρούς, στις πε­ρι­πέ­τειες των βι­βλί­ων. Κι όχι μό­νο της Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής. Έχουν τα­ξι­δέ­ψει, μ’ αυ­τόν τον τρό­πο, κι έχουν ζή­σει από κο­ντά τις λε­πτο­μέ­ρειες σε τό­πους κα­τοι­κή­σι­μους: Στη Δύ­ση, στην Εγ­γύς ή και στην Άπω Ανα­το­λή. Έχουν με­λε­τή­σει τα κτί­σμα­τα της ζω­γρα­φι­κής, απ’ την αρ­χαία Ελ­λά­δα ώς τον Ντε Κί­ρι­κο αλ­λά και βόλ­τες έχουν κά­νει στις αγο­ρές: Εδώ στον τό­πο μας ή και αλ­λού. Έχουν δει, προ­σε­κτι­κά, τα ερ­γα­στή­ρια και τις απο­θή­κες: αυ­τούς τους αι­νιγ­μα­τι­κούς χώ­ρους κι όταν χρεια­στεί, τους θυ­μού­νται. Η μνή­μη, λοι­πόν, κα­τα­κλυ­σμέ­νη από χι­λιά­δες αι­σθή­σεις, πα­ρού­σα, κά­θε φο­ρά, που χρειά­ζε­ται να στη­θεί, πρώ­τα μέ­σα στο μυα­λό, ο χώ­ρος που ορα­μα­τί­ζο­νται. Κι αμέ­σως ύστε­ρα – στη δαι­δα­λώ­δη πο­ρεία προς το συ­γκε­κρι­μέ­νο– μοιά­ζουν σα να ξε­χνούν τα πά­ντα και το παι­χνί­δι αρ­χί­ζει απ’ την αρ­χή. Προ­σεγ­γί­ζουν, με αθω­ό­τη­τα, τις ιδιο­μορ­φί­ες του χώ­ρου και των υλι­κών τους αν­θρώ­πους που θα κα­τοι­κή­σου­νε το σπί­τι: τις ανά­γκες και τον χα­ρα­κτή­ρα τους. Παί­ζουν, μα­ζί τους, χτί­ζο­ντας, και ανα­τρέ­πουν κά­θε φο­ρά τα δε­δο­μέ­να. Ανα­δι­πλώ­νο­νται σχο­λα­στι­κά μέ­σα απ' τις λε­πτο­μέ­ρειες ενός κό­σμου από­λυ­τα υλι­κού και κα­τα­φέρ­νουν, στο τέ­λος, να με­τα­τρέ­ψουν ένα χώ­ρο χρη­στι­κό σε χώ­ρο μα­γεί­ας και πα­ρα­μυ­θιού. Και να, λοι­πόν, το σπί­τι έτοι­μο! Ένα σπί­τι γε­μά­το εκ­πλή­ξεις και μυ­στι­κά. Ένας χώ­ρος για με­γά­λους που δεν ξε­χνούν πως εί­ναι παι­διά. Ένα πε­δίο πα­ραι­σθη­τι­κό αλ­λά και στορ­γι­κά οι­κείο. Το σπί­τι του Γ. Μαυ­ρα­κά­κη με τους κή­πους και τα νε­ρά. Η με­τα­φο­ρά ενός υγιει­νό­τα­του εφιάλ­τη σε υλι­κό.

Πως ένας χώρος με χτίσματα και με νερά μ' έμαθε κάμποσα πράγματα για τη ζωή και για τους φίλους μου

Ζώ­ντας σ' αυ­τό το σπί­τι, έμα­θα κά­μπο­σα πράγ­μα­τα για τη Σου­ζά­να και το Δη­μή­τρη Αντω­να­κά­κη που το ’χτι­σαν, αλ­λά, την ίδια στιγ­μή, κα­τά­λα­βα πως δεν ξέ­ρω ακό­μα τί­πο­τε γι’ αυ­τούς.

(Φεβρ. 1988)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: