Καθισμένος ανάμεσα στην θάλασσα και τα κτήρια
Χαιρόταν να ζωγραφίζει το πορτραίτο της θάλασσας.
Αλλά όπως τα παιδιά φαντάζονται ότι η προσευχή
Είναι απλώς σιωπή, έτσι κι αυτός περίμενε το θέμα του
Να βγει στην παραλία, και, αρπάζοντας ένα πινέλο,
Ν’ αποτυπώσει το πορτραίτο του στον καμβά.
Έτσι ο καμβάς του παρέμενε λευκός χωρίς χρώματα
Ώσπου οι άνθρωποι που ζούσαν στα κτήρια
Τον έβαλαν να δουλέψει: «Δοκίμασε να χρησιμοποιήσεις το πινέλο
Σαν μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Διάλεξε, για πορτραίτο,
Κάτι λιγότερο οργισμένο και ευρύ, που να σχετίζεται περισσότερο
Με τις διαθέσεις του ζωγράφου, ή, έστω, με την προσευχή.
Πώς μπορούσε να τους εξηγήσει ότι στην προσευχή του
Ζητούσε η φύση, όχι η τέχνη, να σφετεριστεί τον καμβά;
Επέλεξε για νέο θέμα τη γυναίκα του,
Κάνοντάς την πελώρια, σαν κατεστραμμένο κτήριο,
Λες, και ξεχνώντας τον εαυτό του, το πορτραίτο
Είχε αναπαραστήσει τον εαυτό του χωρίς πινέλο.
Με κάποια αυτοπεποίθηση βούτηξε το πινέλο του
Στη θάλασσα, ψιθυρίζοντας μια βαθιά προσευχή:
«Ψυχή μου, όταν ζωγραφίσω το επόμενο πορτραίτο
Εύχομαι να είσαι εσύ αυτή που θα καταστρέψει τον καμβά».
Τα νέα απλώθηκαν σαν άγρια φωτιά μέσα στα κτήρια:
Είχε επιστρέψει στη θάλασσα για να βρει το θέμα του.
Φανταστείτε έναν ζωγράφο σταυρωμένο από το ίδιο του το θέμα!
Μη μπορώντας από την εξουθένωση ούτε το πινέλο να σηκώσει,
Προκάλεσε τα κακόβουλα σχόλια καλλιτεχνών
Που έγερναν στις κουπαστές: «Δεν μπορούμε να προσευχηθούμε πια
Παρακαλώντας να μπει ο εαυτός μας στον καμβά
Ή να ποζάρει η θάλασσα για ένα πορτραίτο».
Άλλοι δήλωσαν ότι επρόκειτο για αυτοπροσωπογραφία.
Τέλος κάθε ένδειξη θέματος
Άρχισε να σβήνει, αφήνοντας τον καμβά
Εντελώς λευκό. Άφησε κάτω το πινέλο.
Με μιας ένα ουρλιαχτό, που ήταν επίσης και προσευχή,
Υψώθηκε από τα γεμάτα κόσμο κτήρια.
Τον πέταξαν, το πορτραίτο, από το πιο ψηλό κτήριο·
Και η θάλασσα καταβρόχθισε τον καμβά και το πινέλο
Λες και το θέμα του είχε αποφασίσει να παραμείνει προσευχή.
[Από τη συλλογή, Some Trees, 1956]