Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/afierwma/enteka-poiimata
Το σιντριβάνι είναι νεκρό.
Τα λιβάδια είναι κλειστά.
για λόγους που γνωρίζουν καλύτερα τα ίδια,
σε περίπτωση που ρωτάς.
Το ψυγείο στη βεράντα χάρηκε μ’ αυτό.
Το ίδιο και η κυρία Ρούσβελτ.
Όλοι ήταν τόσο υπέροχοι –
καλύτερη πρόσβαση, περισσότερες εμπειρίες.
Γεγονός: η Πολιτεία Badger[1] αποτελείται από φτέρες
και φτερά. Άγριο ρύζι φυτρώνει εκεί. Οι ιθαγενείς
το συλλέγουν σε βάρκες, χτυπώντας τους μίσχους με κοντάρια
ώστε να πέφτει και να καλύπτει το δάπεδο της βάρκας.
Μια στα τόσο λαμβάνουμε ένα μήνυμα
από φίλους που έχουμε καιρό να δούμε.
Μέλη της οικογένειας προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί μας,
να ρωτήσουν για παλιά ζητήματα. Τελικά, όλους μας
κάτι μας προβληματίζει.
Μπορώ ν’ ακούσω τα σημάδια να σπάνε.
Το να ’χεις μισο-ζήσει σε αερόστατο που πετάει για το Φρέσνο
είναι μια λύση, τουλάχιστον για τώρα. Είναι διαφορετικά...
στο σπίτι. Αφού έχουμε πάει στην πόλη για λίγες μέρες
και ίσως μετακομίσει, κάπου, αλλά σε κοντινή απόσταση,
αυτό είναι του φιλιού η μόνη επιφάνεια. Μεσημεριανή αναρρόφηση.
Είναι αλμυρό - ας το καταβροχθίσουμε,
ή ας κάνουμε κάτι γι’ αυτό, σκουριασμένο στον πάτο
προτού φτάσουμε σ’ αυτό το παρελθόν.
Ήταν μια στιγμή, τι να πω.
*(Domani, dopodomani: Ιταλ.: Αύριο, μεθαύριο.)
[Από τη συλλογή, Breezeway, 2015]
ήταν πάντα εκεί, η ύπαρξή του σπάνια
αμφισβητήθηκε ή θεωρήθηκε ύποπτη. Οι ποιητές του μέλλοντος
θα το απέφευγαν, όπως είχαμε κάνει κι εμείς. Ένα φανταστικό κιγκλίδωμα
χάθηκε στο δάσος. Εδώ ήταν που τα μέλη της παλιάς συμμορίας
συνήθιζαν να μαζεύονται και ν’ ανταλλάσσουν μεταξύ τους ιστορίες.
Ήταν σαν τον Αμαζόνιο, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα.
Αργότερα, όταν κάποιοι από εμάς εισβάλλαμε ορμητικά στον κόσμο
και μπορούσαμε να κάνουμε συγκρίσεις, η φασαρία αυτή μας φάνηκε εύλογη.
Οι ποιητές δεν συμφωνούσαν σε τίποτα μεταξύ τους, κι αυτό μας διασκέδαζε.
Έμοιαζε ωραίο, το πηκτό σκοτάδι που ερχόταν κάθε μέρα.
[Από τη συλλογή, Where Shall I Wonder, 2005]
Διαβάζαμε στους εαυτούς μας. Μερικές φορές σε άλλους.
Εγώ διάβαζα ήσυχα το περιθώριο
όταν έπεσαν τα περιστέρια, ο ουρανός ήταν βαθυγάλαζος
έξω. Ίσως σε μια στιγμή,
είπε. Η στιγμή δεν ήρθε ποτέ.
Διάβαζα κάτι άλλο τώρα,
δεν είχε σημασία. Ήρθαν μερικοί κι
άφησαν τα βιογραφικά τους. Δεν ήμουν νωθρός,
Κάποιος ήθελε ν’ αποχωρήσει
εντελώς, σ’ αυτή την εξωφρενική εποχή.
Το ξεχνάω. Έχω ακόμη
ξεχάσει ότι το έχω ξεχάσει.
Συνέχισε λοιπόν
με την ιστορία σου, αλλά πες την γρήγορα
αυτή τη φορά.
Λες και κάθε παραδοχή αποτελεί θεραπεία –
Μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις γι’ αυτό
στην πραγματικότητα μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις εις διπλούν γι’ αυτό.
Καλπάζαμε και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση,
κι αλήθεια, πόση αστυνόμευση είναι αναγκαία
για να τιμωρείς τον κόσμο όταν βραδιάσει;
Νύχτα, τα ζώα που κοιμούνται —
όλα μεταφέρονται μακριά
αργά ή γρήγορα. Η φλογέρα και το τύμπανο
ηχούν και πάλι. Εδώ είναι που η αφήγηση,
κατά τη δική μας έννοια, καταρρέει.
Η ξεφτισμένη ιστορία που αφέθηκε
στο υπόστεγο αρχίζει να φαντάζει καλύτερη, χρυσές
σκιές στις άκρες των ματιών.
Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να εμπιστευθούμε
τον αφηγητή. Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή.
Η ιστορία είναι πολύχρωμη, και τινάζεται
μπρος πίσω σαν την ουρά χαρταετού.
Αφού ήταν τόσο έξυπνος, πώς και εμείς δεν είμαστε πιο βλάκες;
Πώς γίνεται να μπορώ να δω στο επίκεντρο,
μια αστραφτερή μικρή σφαίρα από κρύο; Ωστόσο,
όταν έχει ολοκληρωθεί, είναι, σαν να ’χει ολοκληρωθεί.
Ο συνταγματάρχης ανέκτησε τις αισθήσεις του.
Δεν έχω χρόνιο βήχα.
Οι γάτες δεν με γεμίζουν με τα σάλια τους.
Δεν μπορείς ν’ ακούσεις την αλλαγή που παρακολουθείται.
Μπορείς μόνο να συμμετέχεις στη ζωή σου –
mutatis mutandis –
και τελικά τα κάνουν θάλασσα.
[Από τη συλλογή, Chinese Whispers, 2002]
Οι άνθρωποι κατανοούν φυσικά το ποτάμι της ζωής,
παρερμηνεύοντάς το, καθώς πλαταίνει και οι πόλεις του μεγαλώνουν
σκοτεινές και πυκνότερες, όλο και μακρύτερα.
Και φυσικά αυτή η απόμακρη πυκνότητα μας ταιριάζει
όπως τ’ αρνιά και το τριφύλλι
αν τα πράγματα είχαν φτιαχτεί διαφορετικά.
Αλλά αφού δεν κατανοώ τον εαυτό μου, μόνο μέρη
του εαυτού μου που παρανοούν το ένα το άλλο, δεν υπάρχει κανένας
λόγος να θέλεις εσύ, κανένας τρόπος που θα μπορούσες
ακόμα κι αν το θέλαμε και οι δύο. Υπάρχουν στ’ αλήθεια αυτοί οι πύργοι;
Πρέπει να το δούμε έτσι, σ’ αυτές τις γραμμές
ώστε η σκέψη να καταφέρει να ορθωθεί, όπως οι επάλξεις από κόντρα πλακέ.
[Από τη συλλογή, Can You Hear, Bird, 1995]
Αγαπητό φάντασμα, ποιο καταφύγιο
στο μεσημεριανό πλήθος; Θα γράψω
για μια ώρα, μετά θα διαβάσω
τι έχει γράψει κάποιος άλλος.
Δεν έχεις έπαυλη ώστε αυτό να συμβεί εκεί.
Οι περιπέτειές σου όμως μοιάζουν με ασφαλή σπίτια,
αφού γνωρίζεις πού να σταματήσεις μια περιπέτεια
μιας άλλης τάξης, σαν να αξιοποιείς τον καιρό.
Εμπλεκόμαστε κι εμείς σ’ αυτή τη σκηνή,
και όταν λέμε την ίδια φράση μαζί:
«Είχαμε κάποτε ένα από αυτά»,
έχει την ίδια σημασία όπως ένας πυροβολισμός στο σκοτάδι.
Ένας από εμάς παραμένει πίσω.
Ένας από εμάς προχωράει προς στη γέφυρα
σαν σε χαλί. Η ζωή – είναι υπέροχη –
ακολουθεί και μένει πίσω.
Ξαφνικά όλα είναι ήσυχα πάλι.
Θέλω να μιλήσω για κάτι.
Δεν είναι τόσο εύκολο. Μην δίνεις σημασία.
Κανένας βαθμός συντήρησης δεν επηρεάζει
τη ζαρωμένη κολοκύθα. Η στεγνή ακτή.
Μια μηχανή εσωτερικής καύσης
σημαίνει ότι δεν λειτουργεί.
Πράγμα του παρελθόντος,
εσύ στα όριά σου,
μεγαλώνοντας,
ο τόπος εργασίας μου.
Το συγκρότημα είναι έτοιμο.
Αν δεν υπήρχαν όμως οι αλλαγές,
πού θα πηγαίναμε; Και που έχουμε
απλώς την ψευδαίσθηση αρκεί.
Αλλά χρεώστε τους γι’ αυτό·
σερβίρετε αμέσως.
[Από τη συλλογή, Hotel Lautréamont, 1992]
Καθισμένος ανάμεσα στην θάλασσα και τα κτήρια
Χαιρόταν να ζωγραφίζει το πορτραίτο της θάλασσας.
Αλλά όπως τα παιδιά φαντάζονται ότι η προσευχή
Είναι απλώς σιωπή, έτσι κι αυτός περίμενε το θέμα του
Να βγει στην παραλία, και, αρπάζοντας ένα πινέλο,
Ν’ αποτυπώσει το πορτραίτο του στον καμβά.
Έτσι ο καμβάς του παρέμενε λευκός χωρίς χρώματα
Ώσπου οι άνθρωποι που ζούσαν στα κτήρια
Τον έβαλαν να δουλέψει: «Δοκίμασε να χρησιμοποιήσεις το πινέλο
Σαν μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Διάλεξε, για πορτραίτο,
Κάτι λιγότερο οργισμένο και ευρύ, που να σχετίζεται περισσότερο
Με τις διαθέσεις του ζωγράφου, ή, έστω, με την προσευχή.
Πώς μπορούσε να τους εξηγήσει ότι στην προσευχή του
Ζητούσε η φύση, όχι η τέχνη, να σφετεριστεί τον καμβά;
Επέλεξε για νέο θέμα τη γυναίκα του,
Κάνοντάς την πελώρια, σαν κατεστραμμένο κτήριο,
Λες, και ξεχνώντας τον εαυτό του, το πορτραίτο
Είχε αναπαραστήσει τον εαυτό του χωρίς πινέλο.
Με κάποια αυτοπεποίθηση βούτηξε το πινέλο του
Στη θάλασσα, ψιθυρίζοντας μια βαθιά προσευχή:
«Ψυχή μου, όταν ζωγραφίσω το επόμενο πορτραίτο
Εύχομαι να είσαι εσύ αυτή που θα καταστρέψει τον καμβά».
Τα νέα απλώθηκαν σαν άγρια φωτιά μέσα στα κτήρια:
Είχε επιστρέψει στη θάλασσα για να βρει το θέμα του.
Φανταστείτε έναν ζωγράφο σταυρωμένο από το ίδιο του το θέμα!
Μη μπορώντας από την εξουθένωση ούτε το πινέλο να σηκώσει,
Προκάλεσε τα κακόβουλα σχόλια καλλιτεχνών
Που έγερναν στις κουπαστές: «Δεν μπορούμε να προσευχηθούμε πια
Παρακαλώντας να μπει ο εαυτός μας στον καμβά
Ή να ποζάρει η θάλασσα για ένα πορτραίτο».
Άλλοι δήλωσαν ότι επρόκειτο για αυτοπροσωπογραφία.
Τέλος κάθε ένδειξη θέματος
Άρχισε να σβήνει, αφήνοντας τον καμβά
Εντελώς λευκό. Άφησε κάτω το πινέλο.
Με μιας ένα ουρλιαχτό, που ήταν επίσης και προσευχή,
Υψώθηκε από τα γεμάτα κόσμο κτήρια.
Τον πέταξαν, το πορτραίτο, από το πιο ψηλό κτήριο·
Και η θάλασσα καταβρόχθισε τον καμβά και το πινέλο
Λες και το θέμα του είχε αποφασίσει να παραμείνει προσευχή.
[Από τη συλλογή, Some Trees, 1956]
Υπάρχει αυτός ο ήχος σαν τον άνεμο –
ξεχνά στα κλαδιά ότι σημαίνει κάτι
που κανείς δεν μπορεί να μεταφράσει. Και υπάρχει το νηφάλιο «αργότερα»
όταν αναλογίζεσαι τι σήμαινε ένα πράγμα και το βάζεις στην άκρη.
Προς το παρόν έχει πολλή σκιά
που δύσκολα διακρίνεται, μοιρασμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου,
στα δέντρα ενός δάσους, όπως ακριβώς είναι μοιρασμένη η ζωή
ανάμεσα σε σένα και σε μένα, και σ’ όλους τους άλλους εκεί έξω.
Κι ακολουθεί η φάση της αραίωσης
η περίοδος του αναστοχασμού. Και ξαφνικά, το να πεθαίνεις
δεν είναι κάτι ασήμαντο ή κακό ή ευτελές,
μόνο εξουθενωτικό, η ζέστη αφόρητη,
και επίσης οι μικρές άσκοπες κατασκευές που εκμεταλλεύονται
τις φαντασιώσεις μας για το τι κάναμε: το καλοκαίρι, η μπάλα από πευκοβελόνες,
οι χαλαρές μοίρες που υπηρετούν τις πράξεις μας, με συμβολικά χαμόγελα,
εκτελώντας τις οδηγίες τους με τρομακτική ακρίβεια –
πολύ αργά για να τις ακυρώσουμε τώρα – κι ο χειμώνας, το τιτίβισμα
των κρύων αστεριών στο τζάμι, που περιγράφει με πλατιές χειρονομίες
αυτή την κατάσταση της ύπαρξης που τελικά δεν είναι και τόσο σημαντική.
Το καλοκαίρι συνεπάγεται να κατεβαίνεις, όπως μια απότομη σκάλα,
σ’ ένα στενό περβάζι πάνω απ’ το νερό. Αυτό είναι, λοιπόν,
Αυτή η σιδερένια άνεση, αυτά τα λογικά ταμπού,
ή το εννοούσες όταν σταμάτησες; Και το πρόσωπο
μοιάζει με το δικό σου, αυτό που αντανακλάται στο νερό.