Αγαμέμνων

Αγαμέμνων


Πρέ­πει να κρύ­ψω τα χέ­ρια μου από το πλή­θος. Τα το­πο­θε­τώ βια­στι­κά πί­σω από την πλά­τη μου. Κα­νείς όμως, δεν κοι­τά­ζει εμέ­να. Τα βλέμ­μα­τα όλα εί­ναι στραμ­μέ­να στην οπτα­σία με τα πέ­πλα. Κα­νείς δεν υπο­ψιά­ζε­ται ότι θα έπρε­πε να ήταν μά­υ­ρα, σαν τα δά­κρυα που λέ­κια­ζαν το μα­ξι­λά­ρι μου την προη­γού­με­νη νύ­χτα.
Η Ιφι­γέ­νειά μου στο­λι­σμέ­νη με κο­σμή­μα­τα και με μαλ­λιά πλεγ­μέ­να τό­σο ψη­λά ώστε να φτά­νουν τον Όλυ­μπο και να την δει η Άρ­τε­μις. Να! Αυ­τή εί­ναι! Δεν εί­ναι πα­νέ­μορ­φη; Βο­ή­θα με. Το χα­μό­γε­λό της, όμως, εί­ναι πιο λα­μπε­ρό από τα δια­μά­ντια και τον χρυ­σό που την έχουν λού­σει όταν αντι­κρί­ζει τον Αχιλ­λέα. Η προ­σο­χή της καρ­φω­μέ­νη στα κα­τά­ξαν­θα μαλ­λιά του κα­θώς με πλη­σιά­ζει, και εγώ πα­σχί­ζω να υπο­λο­γί­σω τα βή­μα­τα που θα κά­νει μέ­χρι να ξα­πλώ­σει στην πέ­τρα. Πό­σα να εί­ναι, άρα­γε; 30; 5;
Με αγκα­λιά­ζει και η υπεν­θύ­μι­ση της τε­λευ­ταί­ας φο­ράς πνί­γει την καρ­διά μου στα Τάρ­τα­ρα. Να μεί­νει εδώ για πά­ντα. Ο χρό­νος να πα­γώ­σει και ο Αί­ο­λος να πα­γι­δεύ­σει τον αέ­ρα στο μπου­κά­λι του. Μυ­ρί­ζο­ντας τα μαλ­λιά της- κε­ρά­σι μυ­ρί­ζει- κλεί­νω το στό­μα μου μή­πως δρα­πε­τεύ­σει το άρω­μα του κρα­σιού και μια κραυ­γή «Φύ­γε!». Όμως τα κα­τα­φέρ­νει και σπά­ει τις αλυ­σί­δες των χε­ριών μου. Το μι­κρό της σώ­μα απο­τυ­πω­μέ­νο για πά­ντα στο δι­κό μου, θυ­μί­ζο­ντας την πρώ­τη φο­ρά που την κρά­τη­σα στην αγκα­λιά μου και έγι­να πα­τέ­ρας. Τί ψέ­μα, Δία, πα­τέ­ρα των Θε­ών.
Πέ­φτει όμως σε άλ­λες αλυ­σί­δες. Κραυ­γές αντη­χούν και το γέ­λιο κό­βε­ται. «Στα­μα­τή­στε! Την πο­νά­τε!» λέ­νε τα μά­τια μου, μα το χέ­ρι μου αρ­πά­ζει το μα­χαί­ρι. Η Ιφι­γέ­νεια δεν πρό­λα­βε να κά­νει πά­νω από 3 βή­μα­τα. Την σή­κω­σαν και την προ­σγεί­ω­σαν με δύ­να­μη τό­ση σαν να επρό­κει­το για εχθρό. 12 βή­μα­τα προς τον βω­μό κά­νω εγώ και ο χτύ­πος της καρ­διάς μου βρί­σκε­ται στα αυ­τιά μου. Το μα­χαί­ρι προ­σγειώ­νε­ται στον λαι­μό του παι­διού μου. Ο ήχος απο­κρου­στι­κός. Νό­μι­ζα ότι ακού­γε­ται μό­νο στα σφα­γεία πριν από συ­μπό­σια και γιορ­τές. Γα­μή­λιες.
Το αί­μα της, το αί­μα μου, με τυ­φλώ­νει με ορ­μή μά­χης και απλώ­νε­ται στα χέ­ρια μου, στο στό­μα μου, στα ρού­χα του βα­σι­λιά. Τα λό­για της κολ­λη­μέ­να στα μά­τια της. Θα ανοί­ξουν ξα­νά για να δουν τις Πύ­λες του Άδη. Και όταν φτά­σω εγώ κα­λύ­τε­ρα να εί­μαι τυ­φλός.

Σιω­πή. Το τρα­γού­δι του Αιό­λου ξε­κι­νά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: