Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Ετοιμάζονται τα αφιερώματα


Τζον Άσμπερι
(επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)Μάρτιος 2022
Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Απρίλιος 2022
Γιώργος Ιωάννου
(επιμ. Έλενα Χουζούρη)Μάιος 2022
Τζέιμς Τζόις
(επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος) • Ιούνιος 2022

Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Έλλη Σκοπετέα
(επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
Χίλια ενιακόσια είκοσι δύο/2022
(επιμ. Χριστίνα Ντουνιά)
OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Μορίς Μπλανσό (Δημήτρης Δημητριάδης-Βασίλης Παπαγεωργίου)
Το Δημοτικό Τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
Αργύρης Χιόνης (επιμ. Κατερίνα Κωστίου)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
ΨΧ (επιμ. Γιάννης Ζέρβας)

Αλέκος Φασιανός (1935-2022)

«Ο αυτόχειρας», τέμπερα σε χαρτί 1972 (ιδιωτική συλλογή)


«Πρώτη φορά, βρήκε ο Φασιανός τον εαυτό του στα μπλε. Στα μπλε που κατάφερε να τα ηχήσει σ' όλες τις κλίμακες, να ενσταλάξει τον ένα τόνο μέσα στον άλλο, χωρίς η διαύγεια να χάσει τίποτε από την πυθμενική της μαγεία... Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ, Ανοιχτά Χαρτιά: «Ο Φασιανός που αγαπάμε».

Μνήμη Α.Φ.


Μάρτιος του 1986 στο 6ο Σαλόνι Βιβλίου του Παρισιού το περίπτερο του Εθνικού Τυπογραφείου της Γαλλίας προσφέρει μια επετειακή εκτύπωση του ποιήματος «Marine» [«Στόλος», από τη συλλογή Illuminations (Εκλάμψεις), 1886] του Arthur Rimbaud. Σε τραχύ χαρτί Arches 300 γραμμαρίων, στοιχειοθετημένο στο χέρι και τυπωμένο με τους ιστορικούς χαρακτήρες Charles X του χαράκτη Marcellin Legrand είναι ένας φόρος τιμής στη τεσσάρων αιώνων περιώνυμη χαρτοποιία της Λωρραίνης-Αλσατίας, στην πόλη Charleville της ίδιας περιοχής, γενέτειρας του μέγιστου λυρικού ποιητή, στα εκατό χρόνια της σπουδαίας συλλογής του και στους νέους, πιο «μοντέρνους» τυπογραφικούς χαρακτήρες των αρχών του 19ου αιώνα, που επί της βασιλείας του Καρόλου Ι΄ ανανεώνουν στο Εθνικό [Βασιλικό, τότε] Τυπογραφείο την πολυχρησιμοποιημένη σειρά Didot, της οικογένειας του φιλέλληνα (μαθητή του Κοραή και δωρητή του πρώτου τυπογραφείου στην επαναστατημένη Ελλάδα) Φιρμίνου Διδότου [Firmin Didot].
Το ίδιο απόγευμα στο café Le Pré aux Clercs, γωνία της οδού Bonaparte και Jacob, η σχετική με το ποίημα συζήτηση με τον Αλέκο Φασιανό έχει θέμα την οπτική αντίληψη, πως αλλάζει με το φως, τη θάλασσα, τη ρεμβαστική διάθεση. Εκείνη την εποχή στη μόνιμη ελληνική παρέα του παριζιάνικου καφέ συμμετείχε ο Βασίλης Σπεράντζας, ο Κώστας Αναγνωστόπουλος και όποιος άλλος παρεπιδημούσε για λίγο ή πολύ με καλλιτεχνικές αναζητήσεις, η νεαρή γλύπτρια Λυδία Βενιέρη και ο αρχιτέκτονας Κίμων Σκάσσης, η επιμελήτρια Βάσια Καρκαγιάννη, ο Κώστας Ταχτσής, ο Απόστολος Γαβράς. Επιφυλακτικός στην αρχή ο Αλέκος Φασιανός, μοναχικός, σεμνός, μετριόφρων αλλά με ιδιόμορφο, διαβρωτικό πολλές φορές, χιούμορ επιζητούσε πάντα την ουσιαστική, χωρίς έπαρση και υπερβολές, συντροφιά. Ο λόγος του απλός και εκζητημένα ανεπιτήδευτος, όπως και στα γραπτά του.
Το ποίημα του Ρεμπώ προκάλεσε ενδιαφέρον, μια γόνιμη κουβέντα που κράτησε εκείνο το βράδυ σε μάκρος, για τον οπτικό ιμπεσιονισμό των δύο εικόνων των πλοίων και των αρότρων που συμπλέκονται κάτω από τις αντανακλάσεις του ήλιου. Ως και οι στίχοι του Εμπειρίκου αναφέρθηκαν : « ηλιοχαρή παιχνίδια στις επιφάνειες παίζει » και « Ράγκα – παράγκα ρίγος βαθύ της γης / και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων / που εκσπούν εις τους αιγιαλούς… » από το ποίημα « Ράγκα – Παράγκα » [τώρα στη συλλογή: Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα 1984] που του πρόσφερε σαν ένα είδος «θούριου» για να πορευθεί στη ζωή και στη τέχνη, όταν, το 19…εξήντα τόσο, έφυγε κι εκείνος για σπουδές στο Παρίσι.
Στο τέλος πήρε ένα μολύβι από την μέσα τσέπη του μόνιμου σκουρόχρωμου επενδύτη του, που συγκρατούσε πάντα μια λεπτή δερμάτινη ζώνη, και σχεδίασε με ξεχωριστή αυτοσυγκέντρωση και σοβαρότητα στο πάνω αριστερό περιθώριο του φύλλου έναν αρματηλάτη. Στην κατατομή είναι ο ίδιος, κοιτάζει πίσω του καθώς οδηγεί τα δύο άλογα που φρουμάζουν, το μακρύ κασκόλ ανεμίζει πίσω …και η σκόνη πάνω από την υπογραφή.

Ανάμεσα στον «Παράφρονα κολυμβητή » και τον « Ρεμβάζοντα », τους ποδηλάτες, τους καπνιστές, τους νέους και τους ιππείς, είναι ο μόνος αρματοδρόμος.

Στόλος

Τα άρματα από ασήμι και χαλκό –
Οι πρώρες από χάλυβα και άργυρο –
Χτυπούν τον αφρό, –
Ξεπατώνουν τις ρίζες των θάμνων.
Οι ανεμοστρόβιλοι στα χέρσα
Και οι τεράστιες τροχιές στην άμπωτη
Τραβούν κυκλικά προς τ’ανατολικά,
Προς τους κορμούς του δάσους –
Προς τους στύλους της προκυμαίας,
Που η γωνία της χάνεται κάτω από τις
ακτίνες του φωτός.

[ Απόδοση ]

Συκοφαντίες

[ Ας είναι καλά η Πομπηία... ]




Δύσκολη εποχή για τα σύκα ο χειμώνας. Όμως καμία εποχή δεν είναι ακατάλληλη για φάντες και ρετσινόλαδο. Παντός καιρού, επομένως, το ζήτημα του πώς αντικρούονται όσοι επίφθονα προκαλούν, εκφέρουν ή διακινούν συκοφαντίες. Επιπλέον, παρ’ ολίγον λογογράφοι υπερβαίνουν σε εκδικητικότητα απορριφθέντες εραστές. Ασφαλώς οι νομικοί απευθύνονται στα δικαστήρια. Οι ψυχίατροι αναζητούν αντίστοιχες με τον κλάδο τους αιτιολογίες και αγωγή. Οι κοινωνιολόγοι αναλύουν μεταλλάξεις της κοινωνίας. Οι γλωσσομαθείς ερευνούν ετυμολογίες. Τι άλλο μπορεί να κάνει όποιος γράφει πέρα από το να γράφει; Οποιαδήποτε άλλη αντίδραση σε συκοφαντίες υποστασιοποιεί την διαβολή, ενώ αλγεινά ρυθμίζονται αλγόριθμοι εκφοβισμών σε μέσα δικτύωσης, όπου οι χρήστες εντέλει θα αλληλοεξοντωθούν.
Τι κρίμα που δεν είναι εύκολο να βρεθούν πιο ταλαντούχοι εχθροί, γιατί οι φίλοι προκύπτουν, ενώ εχθρούς οφείλεις να επιλέγεις. Με ευστροφία και υψηλό φρόνημα πρέπει να αντιμετωπίζονται κάθε είδους θηρία. Έτσι διδάσκουν τα παραμύθια, όπως παρατήρησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η ανανοηματοδότηση σε τσανακογλείφτη της λέξης sycophant στα αγγλικά προδίδει ότι μεγαλύτερος κόλακας από τον συκοφάντη μάλλον δεν υπάρχει. Η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων μπορεί να αποκαλύψει τους υπαίτιους, έστω μετά θάνατον, όπως άλλωστε φαίνεται να εντοπίστηκε ο καταδότης της Άννας Φρανκ. Όλα κυλούν, ακόμη και αν η γραφή, όπως λένε ορισμένοι, συκοφαντείται από την προφορικότητα, στον βαθμό που τα γραπτά μένουν. Σε ένα πεδίο ακατάσχετων εγγραφών γίνεται αδύνατον κάποιος να μη συκοφαντηθεί.

Καθώς το λεωφορείο ανέβαινε τις στροφές προς μια παράσταση στο Σέιχ Σου, όρθιος ένας μαθητής γυμνασίου άρχισε να γελά διαβάζοντας μικροσκοπικό εγχειρίδιο, με θέμα τη Στωική φιλοσοφία, στη σειρά «Τι πρέπει να ξέρω». Η ευθυμία προερχόταν από τον θάνατο ενός Στωικού. Είχε πεθάνει από τα γέλια κυριολεκτικά, λέγεται, μαθαίνοντας ότι γάιδαρος τα τίναξε τρώγοντας πολλά σύκα. Ό,τι μαθαίνεις είναι καλό, αλλά όχι πάντοτε. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από εκείνο το βράδυ, εκτός από την έκπληξη των επιβατών του λεωφορείου, που έβλεπαν ένα παιδί να γελά διαβάζοντας, αν και ακόμη δεν θα ήξερε πόσο αστείο είναι να μεγαλώνεις.


Σημ.: Ετυμολογικές υποθέσεις για τον Συκοφάντη – που κάνει την εμφάνισή του ως χαρακτήρας στον Αριστοφάνη – συνοψίζονται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: Ο συκοφάντης και τα σύκα «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» (wordpress.com)

Παρ’ ολίγον ατύχημα

Όταν το λυκαυγές διαδέχεται τη νύχτα, οι οδοί και οι λεωφόροι είναι σχεδόν έρημες. Μπορεί ένας άνεμος να λυγίζει τα ασθενικά δεντράκια ή μια δυνατή βροχή να ξεπλένει τη βρωμιά των πεζοδρομίων – όμως, ό, τι κι αν συμβαίνει, ο χρόνος μετεωρίζεται αναποφάσιστος από σεβασμό στην κυριαρχία της σιωπής. Αυτό το χρονικό σημείο επέλεγε ο κύριος Μίμης, εδώ και χρόνια, τελετουργικά και ακριβέστατα, για να κάνει έναν μεγάλο περίπατο απολαμβάνοντας το εύθραυστο κενό της σιγής. Ήξερε, ότι λίγο αργότερα, η απατηλή ακινησία χρόνου και εικόνας θα διαταρασσόταν από θορύβους τους οποίους ανέκαθεν απεχθανόταν: Κορναρίσματα αυτοκινήτων, ήχοι από στόρια που ανεβαίνουν, άτσαλα βήματα στο πλακόστρωτο. Οι εικόνες που του τραβούσαν την προσοχή, ήταν εξίσου απεχθείς: Τραβηγμένες από την κούραση της νύχτας φυσιογνωμίες, άστεγοι που προσπαθούσαν αδέξια να πιάσουν μπουκάλια λίγο παραδίπλα από τις κουβέρτες τους κι αυτά ξέφευγαν από τα παγωμένα δάχτυλά τους για να κυλήσουν ανέμελα έως ότου τα φρενάρει κάποιο εμπόδιο. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι βόλτες του κυρίου Μίμη είχαν όλο και λιγότερη διάρκεια – τα πόδια του είχαν βαρύνει, οι αντοχές του είχαν μειωθεί. Ωστόσο, βρήκε τη λύση. Θα έπαιρνε το αυτοκίνητο. Αποφάσισε πως έτσι ήταν ακόμα καλύτερα. Διέσχιζε φαρδείς δρόμους με ελάχιστη ακόμα κίνηση, αντίκριζε λιβάδια με την πάχνη ακόμα νωπή πάνω στα σπαρμένα. Οι υποφωτισμένοι οδοδείκτες άφηναν στο πέρασμά του χλωμές ουρές όπως οι μακρινοί κομήτες. Προστατευμένος από κάθε θόρυβο, μπορούσε, μετά την καθημερινή του διαδρομή, να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τον ερχομό μιας ακόμα σπαταλημένης μέρας.

Την Πρωτοχρονιά ξεκίνησε νωρίτερα από ό, τι συνήθιζε. Είχε παρκάρει σε μιαν απότομη ανηφόρα, ο δρόμος πίσω του ήταν ελεύθερος. Έκανε κρύο, η άσφαλτος ήταν γυάλινη από τον παγετό κι αυτός στάθηκε για λίγο περιμένοντας τους ιριδισμούς της ασθενικής αυγής να αντικατοπτρίζονται στο οδόστρωμα. Το φως αργούσε και ο κύριος Μίμης βαρέθηκε, μπήκε γρήγορα στο αμάξι του και άναψε το καλοριφέρ. Τα δάχτυλά του ήταν σχεδόν άκαμπτα όταν τα ακούμπησε στο τιμόνι. Το κλειδί δεν μπήκε εύκολα στη μίζα, τελικά τα κατάφερε και κατόπιν έλυσε το χειρόφρενο. Το αυτοκίνητο τσούλησε στον έρημο δρόμο με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, κι αυτός έψαχνε με ιλαρή σχεδόν διάθεση το φρένο. Καθ’ οδόν ξεκόλλησε δυο τρεις καθρέφτες από σταθμευμένα οχήματα, έγδαρε προφυλακτήρες, αλλά τίποτε δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει την ορμητική κάθοδο του μπλε κουπέ με τον μοναχικό οδηγό, τον κύριο Μίμη με την καρό τραγιάσκα του κατεβασμένη μέχρι τα αυτιά. Το λυκαυγές του νέου έτους διαπέρασε φευγαλέα το παρμπρίζ και ο κύριος Μίμης θυμήθηκε πως ό, τι σου συμβαίνει την πρώτη μέρα του χρόνου θα επαναλαμβάνεται και τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα τέσσερεις.
Άφησε το τιμόνι και τράβηξε τα πόδια του από συμπλέκτες και φρένα. Η ρουτίνα του δεν θα άλλαζε. Απλώς, επί έναν χρόνο, θα πέθαινε κάθε μέρα.

Καταστήματα

όμ*κρον


Είναι αναπόφευκτη η επικράτηση της παράλλαξης όμοκρον, πρόβλοψο μογγόλος γλοσσολόγος. Πόσο; Τόσο μοκρός χόρος. Τόσο μοτοδοτοκό νόσος. Μονόμορφος τόπος. Μονόδοξος τρόπος, όπος ο ολλονοκός. Στον Ολλόδο ολοκλορόνοτο το δοοθνός λογοτοχνοκό OLOPO. Βόλος, Πόρος, Ρόδος, Νόξος, Μόκονος, Τολό, Ορχομονός, Κολονός, Οκρόπολο. Γοογροφοκός προοροσμός. Μόκος και πλότος. Βονό και κόμπος, ξορό & θόλοσσο. Όρος, όρμος, όρθρος, κόρφος, πόλος. Νότος. Τόνος. Ομόκοντρος, ομόχονδρος. Πρόλογος. Μονόφθογγος. Θλοβορός, χορόμονος, πορομόνος, όνθροπος, ζόο, φοτό. Δόσκολο πρόοδος. Μόθοδος. Φθόνος, πόθος, δόλος, θόρρος, σκότος, ζόφος, φος, κοτοκλοσμός. Κρότος. Κρόνος, όγκος, πόνος, τρόμος, φόβος, ψόγος. Γόμος, γρόνθος, γόος, δοκός. Οπλοφόρος. Ψοχολογοκός πόλομος. Θόλος. Λόθος, λοβός, λολός. Λοξός δρόμος. Λόρος, λόχος, λόφος. Λοοφόρος. Βοσκός. Ρονόκορος, μολοσσός, όνος. Οοροπλόνο, σκόφος, οτοκόνοτο. Φόρτος. Κόστος. Ομόλογο, προτότοκο, προτόκολλο. Βροτός. Κορόμολο, ονονός, οβοκόντο, κορότο, λοτός, πρόσο, μοκορόνο, όρτος, σοκολότο. Ζογρόφος και ποζογρόφος. Φοτογρόφος. Θόοτρο. Οντός. Οκτός. Μότο, σόμβολο, τοτόμ. Μοσοργός, τονόρος, ογκολόγος, ορθοποδοκός, οστονόμος, τροχονόμος, λοστρόμος, λοτόμος, τόμος, οτορονολορογγολόγος, οντολόγος. Πρόσφορο. Ποδόσφορο. Φονορός, όμορος, μορός, ολότολος. Χολ, μονόκλ, όργκον μποξ, ον, όφσορ, σπόρος, σοπ, γκλομπ. Σκοπός, πρόσκοπος, κοτόσκοπος. Σόος, οθόος, όνοχος, όνορκος. Κλόνος, κλόδος, δόντρο. Ρόζος Ζορό. Ροζ. Δον οπόρχο όλλο διόξοδος. Το φονόμονο δον οποτό. Μόνο οδός. Μονόφονος. Μονοδοκό οποτόλοσμο. Λόγος. Μοτό; Οκολοθό το Κομορόν.