Ο πολιτισμός του ελάχιστου

Πέντε μέ­ρες εγκλει­σμού εντός της Μο­νής Αγ. Διο­νυ­σί­ου του Αγί­ου Όρους, με μιαν υπο­βλη­τι­κή, βυ­ζα­ντι­νή ει­κο­νο­γρά­φη­ση Απο­κά­λυ­ψης του Ιω­άν­νη να πρω­το­στα­τεί, κύ­λι­σαν σαν τις μέ­ρες εξοι­κεί­ω­σης ενός δό­κι­μου αγιο­γρά­φου κα­τά την παρ­θε­νι­κή επα­φή του με το χρω­στή­ρα. Ή ακό­μα σαν τις μέ­ρες προ­σαρ­μο­γής ενός δό­κι­μου προ­σκυ­νη­τή κα­τά την παρ­θε­νι­κή εί­σο­δό του στον κοι­νο­βια­κό κό­σμο του μο­να­χι­σμού. Το σί­γου­ρο πά­ντως στην όλη εμπει­ρία, ο βα­θύς, σχε­δόν πα­ρα­λυ­τι­κός, ύπνος των πρώ­των ημε­ρών υπο­δο­χής, που με βύ­θι­ζε αμα­χη­τί, λες και τον εί­χα στε­ρη­θεί κι εγώ δεν ξέ­ρω για πό­σο. Από την άλ­λη, το δε­δο­μέ­νο υψό­με­τρο της μα­κε­δο­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής κτί­σης ογδό­ντα μέ­τρων από την επι­φά­νεια της θά­λασ­σας, το ίδιο κα­τα­λυ­τι­κό στη γρή­γο­ρη υπο­τα­γή μου σ’ ένα χου­ζού­ρι­κο να­νού­ρι­σμα, στο οποίο συ­νέ­βα­λε και μια γει­το­νεύ­ου­σα ερ­γα­σιο­μα­νής υδρο­γεν­νή­τρια, που επέ­βα­λε με τη σει­ρά της σ’ έναν υπό ανά­πλα­ση πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρο να­νου­ρι­στι­κή ηχορ­ρύ­παν­ση, πα­ρα­δί­δο­ντάς με πολ­λές φο­ρές στα χέ­ρια του Μορ­φέα ανε­πι­στρε­πτί.

My Apocalypsis, 20.5 x 13.5 εκ., παστέλ σε χαρτί, Απρίλιος 2019
My Apocalypsis, 20.5 x 13.5 εκ., παστέλ σε χαρτί, Απρίλιος 2019

Για την ανά­βα­ση, πε­ζή, μέ­σω ενός σιγ­μοει­δούς, λι­θό­χτι­στου μο­νο­πα­τιού, εγώ προ­τί­μη­σα την πιο φι­λή­συ­χη αναρ­ρί­χη­ση, κι­νού­με­νος επί του πα­ρα­καμ­πτή­ριου απεί­ρα­χτου δρο­μί­σκου, μέ­χρι να προ­σεγ­γί­σω την κα­μα­ρο­σκέ­πα­στη πύ­λη ει­σό­δου της Μο­νής. Ο σχε­δόν μη­δα­μι­νός κρα­δα­σμός των μα­λα­κών πα­τη­μα­σιών επί του ανοι­χτό­καρ­δου τό­που, διό­λου δε θύ­μι­ζε τον αντί­στοι­χα νευ­ρώ­δη βη­μα­τι­σμό κα­τά­βα­σης, στο επτα­κο­σί­ων χρό­νων αλα­τω­ρυ­χείο της πό­λης Βιέ­λι­τσκα της Κρα­κο­βί­ας. Μιας σα­λι­γκα­ροει­δούς δια­δρο­μής ιλίγ­γου, διά μέ­σου κλει­στο­φο­βι­κής σκά­λας από ξύ­λο λεύ­κας, ικα­νής να πα­ρα­λά­βει τον κυ­κλο­φο­ρια­κό μα­ζί κι ηχη­τι­κό φόρ­το ενός συ­ντε­λε­σμέ­νου ορυ­μα­γδού υπο­δη­μα­τι­κών ιχνών, ταυ­τό­χρο­να κι ενός εκ­θε­τι­κά πολ­λα­πλα­σια­ζό­με­νου αντί­λα­λου. Τό­ση αί­σθη­ση κά­ναν τα βή­μα­τά μας!

Ambivalence, 180 x 150  εκ., ακρυλικά σε χαρτί Φαμπριάνο, (2015)
Ambivalence, 180 x 150  εκ., ακρυλικά σε χαρτί Φαμπριάνο, (2015)

Οι κα­λο­δια­τη­ρη­μέ­νες νω­πο­γρα­φί­ες του 16ου αι., που δια­κο­σμού­σαν την ημι­υ­παί­θρια στοά του Αρ­χο­ντα­ρι­κί­ου, μου θύ­μι­σαν έντο­να συμ­μα­ζε­μέ­νο κουρ­νια­χτό αλ­λο­τι­νών κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών πλα­τό. Όπως τό­τε με τα ξύ­λι­να Αγ­γε­λο­που­λι­κά πασ­σα­λό­μπη­χτα κου­κλό­σπι­τα εν μέ­σω της Λί­μνης Κερ­κί­νης, που στέ­καν για και­ρό, άθι­κτα. Ή ακό­μη τα σύγ­χρο­να ιβά­ρια ψα­ρά­δων της λι­μνο­θά­λασ­σας του Με­σο­λογ­γί­ου, της πε­ρι­καλ­λέ­ας λί­μνης, όπως την ονό­μα­ζε ο Όμη­ρος. Σαν έτοι­μων από και­ρό να υπο­δε­χτούν κο­πά­δια κε­φά­λου, σε αφθο­νία.
Η σύγ­χρο­νη θέα μού έφερ­νε στο νου τα Χο­λυ­γου­ντια­νά άχρο­να σκη­νι­κά από την επο­χή γυ­ρι­σμά­των της ται­νί­ας Το Μα­ντο­λί­νο του Λο­χα­γού Κο­ρέ­λι, όσα άξαφ­να εί­χα προ­σπε­λά­σει κα­τά την παρ­θε­νι­κή μου επί­σκε­ψη στο νη­σί του Ιο­νί­ου πε­λά­γους, επί της μι­σε­ρής δια­δρο­μής Σά­μης – πα­ρα­λί­ας Αντί­σα­μου.

Wandering in the pathless woods I, II”, 80 x 65 εκ., ψηφ. εκτύπ. σε καμβά & κολάζ (ξύλο, σίτα), 2014
Wandering in the pathless woods I, II”, 80 x 65 εκ., ψηφ. εκτύπ. σε καμβά & κολάζ (ξύλο, σίτα), 2014

Ανά­λο­γα τα συ­ναι­σθή­μα­τα έκ­πλη­ξης από την υπό­γεια εμπει­ρία στο γοη­τευ­τι­κό αλα­τω­ρυ­χείο του εκτο­πι­σμέ­νου 15 χλμ. ΝΑ της Κρα­κο­βί­ας. Μο­να­δι­κού επί­σης στην ιστο­ρία των ορυ­χεί­ων προ­στα­τευό­με­νου κει­μη­λί­ου από την UNESCO. Οι ανά­γλυ­φες σκα­λι­στές εκ­κλη­σιές από αλά­τι, που αντί­κρυ­σα εν εί­δει μιας υπερ­κό­σμιας Απο­κά­λυ­ψης, αφού ακο­λού­θη­σα αλ­λε­πάλ­λη­λες υπό­γειες στο­ές, πα­ρα­κι­νούν αν­θρώ­πους απ΄ όλο τον κό­σμο να θαυ­μά­σουν το μο­να­δι­κό έρ­γο τέ­χνης.

Aλατωρυχείο Κρακοβίας
Aλατωρυχείο Κρακοβίας

Μια ολι­γο­ή­με­ρη δια­φυ­γή από την εγκό­σμια ζωή, ει­δι­κά απροϊ­δέ­α­στη, απρο­ε­τοί­μα­στη, όπως η δι­κή μου, μπο­ρού­σε να συ­να­πο­δει­χθεί μια απρό­σμε­νη, απροσ­δό­κη­τη εμπει­ρία. Το βα­ρυ­σή­μα­ντο της οποί­ας ενέ­τει­νε η χρο­νι­κή συ­γκυ­ρία της Μεγ. Εβδο­μά­δας, όπου τα πράγ­μα­τα εί­ναι εκ των πραγ­μά­των πε­ριο­ρι­στι­κά, σχε­δόν σφα­λι­στά, ελ­λι­πών εξη­γή­σε­ων. Από τη μια οι κυ­λιό­με­νες Θεί­ες Ακο­λου­θί­ες σε προ­α­να­κοι­νω­θεί­σα session δεν άφη­ναν πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια απο­προ­σα­να­το­λι­σμού, μή­τε κα­τά­στρω­σης εναλ­λα­κτι­κού σχε­δί­ου απα­σχό­λη­σης. Εκτός κι αν επέ­λε­γες ν’ απέ­χεις απ’ την κα­θιε­ρω­μέ­νη χρη­στή πα­τε­ρι­κή ατζέ­ντα, χά­ριν ανει­λημ­μέ­νου κα­θή­κο­ντος προς όφε­λος της Μο­νής, λ.χ. προ­ε­τοι­μα­σί­ας της Τρά­πε­ζας, κα­θα­ρι­σμού των κε­λιών, τα­κτο­ποί­η­σης των νε­οει­σερ­χο­μέ­νων προ­σκυ­νη­τών κ.ο.κ. Όμως για μέ­να δεν έπαι­ζε τέ­τοιο σε­νά­ριο. 
Συ­νει­δη­τά βρέ­θη­κα Με­γά­λη Τε­τάρ­τη εδώ πά­νω. Να συ­μπα­ρα­συρ­θώ με το κύ­μα άλ­λων προ­σκυ­νη­τών στην κα­τα­νυ­κτι­κή δύ­νη μιας ορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης. Και δεν έπε­σα διό­λου έξω απ’ τις ασπού­δα­στες υπο­ψί­ες μου. Το θερ­μά κα­τα­δε­χτι­κό κλί­μα με­τα­ξύ πρό­θυ­μων μο­να­χών της Μο­νής και μου­σα­φι­ραί­ων δια­μο­νη­τών, επί­σης κα­τα­λυ­τι­κό στο να με ρί­ξει στο φι­λό­τι­μο μιας εν Χρι­στώ συ­στρά­τευ­σης. Το δε εξο­μο­λο­γη­τι­κό μου κα­θή­κον, με το «κα­λώς ήρ­θες», πρό­λα­βε ο δεύ­τε­ρος τη τά­ξει ηγού­με­νος της Μο­νής, πα­τέ­ρας Παύ­λος.

Απόδοση ονομαστικών ευχών, παστέλ σε χαρτόνι, 2018. Το αντίδωρον, 42 x 29.7 εκ,, παστέλ σε χαρτί, 2018
Απόδοση ονομαστικών ευχών, παστέλ σε χαρτόνι, 2018. Το αντίδωρον, 42 x 29.7 εκ,, παστέλ σε χαρτί, 2018

Εί­χα προϊ­δε­α­στεί σχε­τι­κά από ψα­ρω­τι­κό κου­βε­ντο­λόι με το συ­νέ­νοι­κο στο κε­λί, έναν τε­μέ­τε­ρον, ονό­μα­τι Διο­νύ­ση, εκ Θεσ­σα­λο­νί­κης, με τον οποίο εί­χα ανταλ­λά­ξει τις απα­ραί­τη­τες κομ­βι­κές συ­στά­σεις, προ­τού αφε­θώ στα χέ­ρια του υπο­ψή­φιου, νέ­ου Πνευ­μα­τι­κού μου. Όπως κι έπρα­ξα, λί­γες ώρες κα­τό­πι. Κι ας εί­χα πα­ρα­βεί το μυ­στη­ρια­κό πρω­τό­κο­λο, ξε­στο­μί­ζο­ντας προ­σω­πι­κά δε­δο­μέ­να ενώ­πιον ενός κοι­νού συ­ναν­θρώ­που, θέ­το­ντας σε κίν­δυ­νο τη χα­ρι­ζό­με­νη συγ­χω­ρη­τι­κή ευ­χή ενός, διο­ρι­σμέ­νου για το σκο­πό, Πρε­σβύ­τε­ρου, την οποία έσπευ­σα να ζη­τή­σω εκού­σια, χα­μη­λώ­νο­ντας συμ­βι­βα­στι­κά το κε­φά­λι κά­τω απ’ το κα­θαρ­τι­κό του πε­τρα­χή­λι.

Embarrassment, 42 x 29.7 εκ, παστέλ σε χαρτί, 2017
Embarrassment, 42 x 29.7 εκ, παστέλ σε χαρτί, 2017

Οι ώρες βέ­βαια που ακο­λού­θη­σαν, μιας ελα­φρά τη καρ­δία με­τα­με­λη­τι­κής πρά­ξης, γρή­γο­ρα με επα­νέ­φε­ραν σε πρό­τε­ρες, αμαρ­τω­λές ανα­λα­μπές. Αφού βρέ­θη­κα ξα­νά ζω­σμέ­νος με τα φί­δια του πει­ρα­σμού, που με πε­ριέ­λα­βε πε­ρι­παι­χτι­κά, τσι­γκλί­ζο­ντάς με να ανα­κα­λέ­σω —με την ίδια ελα­φριά καρ­διά— την πει­θή­νια δέ­σμευ­ση πε­ρί ολι­κής μου επα­να­φο­ράς. Ακυ­ρώ­νο­ντας εν τέ­λει την ευ­χή που απλό­χε­ρα εί­χα λά­βει από τον συ­μπο­λυ­τε­χνί­τη ηγού­με­νο.
Αυ­τά συ­νέ­βη­σαν την πρώ­τη ημέ­ρα πα­ρα­μο­νής μου στη Μο­νή Αγ. Διο­νυ­σί­ου. Και το μυα­λό μου, το σώ­μα μου, την ψυ­χή μου τα­λά­νι­ζαν σκέ­ψεις αμ­φι­βο­λί­ας, πνευ­μα­τι­κής αρ­ρυθ­μί­ας για το αν εί­χα πρά­ξει σο­φά. Στο ψυ­χο­λο­γι­κό προ­σκή­νιο ανα­δύ­ο­νταν μα­ζί η ελ­λειμ­μα­τι­κό­τη­τα μιας δυ­σα­νά­λο­γης ηλι­κια­κά όσο και πνευ­μα­τι­κά προ­σω­πι­κό­τη­τας με μιαν άσκο­πη, κο­σμι­κή πα­νο­πλία, που κου­βα­λού­σα στις απο­σκευ­ές μου. Οι πρώ­τες βιω­μέ­νες ώρες ενός συ­γκα­τα­βα­τι­κού εξα­γνι­σμού ανα­λώ­θη­καν εν μέ­σω πα­λιν­δρoμού­ντoς, εκού­σιου αυ­το­ε­γκλει­σμού, συ­νο­δεία των πιο ανα­πα­ρα­στα­τι­κών ηδο­νι­κών πα­ρα­στρα­τη­μά­των ενός πρό­σφα­τα ομο­λο­γη­μέ­νου βί­ου. Και τα ερω­τή­μα­τα πε­ρί ει­λι­κρι­νούς με­τα­μέ­λειας, βα­θιάς πί­στης, ώρι­μης προ­α­νά­λη­ψης της νέ­ας ευ­θύ­νης, συ­μπα­ρό­ντα, δια­κα­ώς προ­κρι­νό­με­να. Πολ­λές οι πα­λιν­δρο­μή­σεις, που ήσαν κι η αι­τία της κα­θυ­στε­ρη­μέ­νης συμ­μόρ­φω­σής μου με το πρό­γραμ­μα των Θεί­ων Ακο­λου­θιών της Μο­νής, από το κα­τα­νυ­κτι­κό νό­η­μα των οποί­ων απεί­χα πα­ρα­σάγ­γας. Κι αντί των αλ­λε­πάλ­λη­λων λει­τουρ­γιών στο κα­θο­λι­κό της Μο­νής, εγώ ανα­ζη­τού­σα πε­ρι­πα­τη­τι­κό διέ­ξο­δο στα δύ­σβα­τα μο­νο­πά­τια του από­το­μου Αγιο­ρεί­τι­κου βρά­χου, τα οποία την ένω­ναν από δυ­σμάς με την Μο­νή Οσί­ου Γρη­γο­ρί­ου κι ακό­μη πιο πέ­ρα, με την Ιε­ρά Μο­νή Σί­μω­νος Πέ­τρας, κι εξ ανα­το­λάς με τη Μο­νή Αγί­ου Παύ­λου και τη Σκή­τη της Αγί­ας Άν­νης.
Μη συ­ναι­σθα­νό­με­νος την ελα­φρό­τη­τα μιας άκαι­ρης για την κα­τα­θλι­πτι­κή πε­ρί­στα­ση πε­ρι­πε­τειώ­δους διά­θε­σης για σω­μα­τι­κή άθλη­ση, δια­βο­λι­κά αρ­νιό­μουν αμί­λη­τα να στο­χα­στώ την ανα­βί­ω­ση του θεί­ου δρά­μα­τος που εκτυ­λισ­σό­ταν πλάι μου, αλα­ζο­νι­κά κλο­τσώ­ντας την προ­σφε­ρό­με­νη ευ­και­ρία ανα­βα­πτι­σμού μου ως Χρι­στια­νού. Κι ως άλ­λος άπι­στος Θω­μάς, με­τα­μορ­φω­μέ­νος, πε­ρι­φε­ρό­μουν εν ώρα λει­τουρ­γί­ας στους δια­δρό­μους της Μο­νής, ανα­ζη­τώ­ντας πε­ρισ­σές δι­καιο­λο­γί­ες να συ­γκα­λύ­ψω την ατα­λά­ντευ­τη απρο­θυ­μία μου να εναρ­μο­νι­στώ με το με­τρη­μέ­νο άυ­πνο κλί­μα, μέ­σω μιας μη­χα­νι­κά κα­μω­μέ­νης σώ­φρο­νος κι­νη­σιο­λο­γί­ας. Ένας συ­ναι­σθη­μα­τι­κά ευά­λω­τος άν­θρω­πος δε λει­τουρ­γεί στον αυ­τό­μα­το, ως ρο­μπότ, αλ­λά­ζο­ντας κα­τεύ­θυν­ση άπαξ και του πα­τή­σει κά­ποιος το reset. Ο εσω­στρε­φής, πολ­λά­κις τα­ρα­κου­νη­μέ­νος άν­θρω­πος, εμπο­τι­σμέ­νος από τις εμπει­ρί­ες ενός κα­λο­ζω­ι­σμέ­νου πα­ρελ­θό­ντος, δεν το κου­νά­ει ρού­πι έτσι εύ­κο­λα, αν το ξε­κα­θά­ρι­σμα με τού­το δεν έχει ρη­τά απο­φα­σι­στεί.

Εξα­κο­λου­θού­σα να άγο­μαι ως ένα αμή­χα­νο, αταί­ρια­στο σώ­μα μέ­σα σε κο­πά­δι, πα­ρα­μέ­νο­ντας μα­κριά απ’ τον κοι­νο­βια­κό συγ­χρω­τι­σμό, ως του πλέ­ον optimum κα­τα­λύ­μα­τος, εγ­γυώ­με­νου τη θε­ρα­πευ­τι­κή μου στρο­φή. Πί­στευα δε πως άπαξ κι επέ­στρε­φα στη δι­κή μου κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, οι γνω­στοί άγνω­στοι δαί­μο­νες θα ήταν πα­ρό­ντες και πά­λι, δυ­να­μι­τί­ζο­ντας μια πρό­σκαι­ρη, οι­κειο­θε­λή ψυ­χι­κή ανά­παυ­λα. Μια παύ­ση που πε­ριεί­χε πα­ράλ­λη­λα μη­νύ­μα­τα. Του­να­ντί­ον, κά­ποιοι άλ­λοι δό­κι­μοι με­τα­νοη­τές δί­πλα μου έδει­χναν να βα­δί­ζουν ήδη στον ίσιο δρό­μο, με­τά από μια αντί­στοι­χη με μέ­να δο­κι­μα­σία. Ο συ­γκά­τοι­κος Διο­νύ­σης μού φά­νη­κε εξ αρ­χής πρό­σφο­ρο πα­ρά­δειγ­μα, αυ­το­συ­στη­μέ­νου ως πρώ­ην βα­ρέ­ος πε­ρι­στα­τι­κού μιας κα­θ’ ομο­λο­γί­αν του ιδί­ου, απο­κλί­νου­σας συ­μπε­ρι­φο­ράς απ’ τα χρη­στά ήθη, πλέ­ον ενός συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νου με­τα­νοη­τή, τα­κτι­κού δια­μoνη­τή της Μο­νής, πα­ρα­δο­μέ­νου στη χρη­στή ζωή, που τον ήθε­λε ν’ αφιε­ρώ­νει έως και με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα ζώ­ντας δί­πλα στους Αγιο­ρεί­τες γέ­ρο­ντες.

«Ψάλτες στο Νιχώρι», 29.7 x 42 εκ, παστέλ σε χαρτί, 2017
«Ψάλτες στο Νιχώρι», 29.7 x 42 εκ, παστέλ σε χαρτί, 2017


Ο ίδιος θέ­λη­σε να με προ­σα­να­το­λί­σει στο ίδιο φω­τει­νό μο­νο­πά­τι ζω­ής ενός χρι­στια­νι­κού ιδε­ώ­δους, που τον ίδιο εί­χε αιχ­μα­λω­τί­σει, φω­τί­ζο­ντας έκτο­τε το δρό­μο του επί γης, χω­ρίς πε­ριτ­τές αμ­φι­τα­λα­ντεύ­σεις, ού­τε πα­λιν­δρο­μή­σεις πε­ρί του ωρί­μου μιας από­φα­σης, η οποία πε­ρι­λάμ­βα­νε την ευ­λα­βι­κή με­το­χι­κό­τη­τά του στα θεία μυ­στή­ρια, όπο­τε κι αν λάμ­βα­ναν αυ­τά χώ­ρα. Ως τα­πει­νός μο­να­χός λάμ­βα­νε εγκαί­ρως θέ­ση στο δια­κρι­τι­κό στα­σί­δι εντός του κα­θο­λι­κού. Στο ανα­γεν­νη­σια­κό πρό­σταγ­μα εγώ προ­τί­μη­σα να μεί­νω κα­χύ­πο­πτος πα­ρα­τη­ρη­τής, ενί­ο­τε δύ­σπι­στος, ανα­πο­φά­σι­στος. Ακού­σια πα­ρα­δο­μέ­νος σε αδια­σα­φή­νι­στης προ­έ­λευ­σης σει­ρή­νες που προ­σπα­θού­σαν να με γλι­τώ­σουν από μια μη­χα­νορ­ρα­φού­με­νη υπο­τρο­πή την ύστα­τη στιγ­μή. Προ­τί­μη­σα να εν­σκύ­ψω στην αμαρ­τία, σ’ έναν αγώ­να εναρ­μο­νι­σμού με το λό­γο του Χρι­στού, ακό­μη κι ως σκέ­ψη, πέ­ραν της χρι­στια­νι­κής, της απηλ­λαγ­μέ­νης πο­νη­ρί­ας, συ­γκου­βα­λώ­ντας μια ζωή δο­μη­μέ­νη πά­νω σε πο­νη­ρές σκέ­ψεις, ενί­ο­τε και πρά­ξεις, φέ­ρο­ντας μα­ζί μου ει­κό­νες σκαν­δα­λι­στι­κές. Οι άν­θρω­ποι εί­ναι επιρ­ρε­πείς όσο κι ηθι­κοί αυ­τουρ­γοί ενερ­γειών που υπο­θάλ­πτουν την πα­ρά­βα­ση του θεί­ου νό­μου, θέ­το­ντας σε κίν­δυ­νο την ιδα­νι­κή σχέ­ση με­τα­ξύ ατό­μου κι ενός Θε­ού. Έτσι δεν εί­ναι;

Στην παρ­θε­νι­κή επί­σκε­ψή μου στο Αγ. Όρος βρέ­θη­κα δι­πλά αθω­ρά­κι­στος, πνευ­μα­τι­κά κι ηθι­κά, ως άν­θρω­πος ανή­μπο­ρος να αντι­κρού­σω το πο­νη­ρό, απ’ όπου κι αν προ­έρ­χο­νταν. Συ­νά­μα υπήρ­ξα ευά­λω­τος στα κε­λεύ­σμα­τα της αμαρ­τί­ας. Μή­πως ήταν η έλ­λει­ψη μιας έμπι­στης θαλ­πω­ρής η αι­τία για την τρω­τό­τη­τά μου αυ­τή; Και χρεια­ζό­μουν άμε­σα την οχύ­ρω­ση μέ­σω ενός Πνευ­μα­τι­κού, για να αντι­κρού­σω τους πει­ρα­σμούς στη ζωή μου; Ομο­λο­γου­μέ­νως η χρό­νια ανο­χύ­ρω­τη κα­τά­στα­σή μου εν πολ­λοίς οφει­λό­ταν στην έλ­λει­ψη μιας πνευ­μα­τι­κής, μέ­χρι πρό­τι­νος, αγκά­λης. Η αυ­το­κρι­τι­κή δρι­μεία, κα­τα­πελ­τι­κή...
Κά­πως έτσι κυ­λού­σαν τα πρώ­τα ανή­συ­χα βρά­δια στο κε­λί, ενώ με συ­νέ­παιρ­νε το ρο­χα­λη­τό του φί­λου Διο­νύ­ση που ’πε­φτε από νω­ρίς για ύπνο, άθε­λα δια­τα­ράσ­σο­ντας το δι­κό μου. Όμως δε δια­μαρ­τυ­ρό­μουν επ’ αυ­τού. Επα­να­στα­τού­σα για το ελ­λι­πές του χα­ρα­κτή­ρα μου, και της τρω­τής προ­σω­πι­κό­τη­τάς μου, που εί­χα επι­τρέ­ψει να κο­λά­ζε­ται, πα­λιν­δρο­μώ­ντας με­τα­ξύ μιας πε­πα­τη­μέ­νης κι αχαρ­το­γρά­φη­των εδα­φών. Υπό νορ­μάλ συν­θή­κες δε θα δυ­σκο­λευό­μουν να ανα­πτύ­ξω μια πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή, ανα­λυ­τι­κή σκέ­ψη, την οποία θα εν­στάλ­λα­ζα ως πε­δίο έρευ­νας, μα­θές, στην τέ­χνη μου. Και θα με­λε­τού­σα την ιδιαί­τε­ρη οπτι­κή που διέ­θε­τα, ψυ­χο­γρα­φώ­ντας εκ­παι­δευό­με­νους στην τέ­χνη, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με τη δι­κή τους συ­μπε­ρι­φο­ρι­κή στά­ση.
Του­να­ντί­ον, συ­χνά με­τε­ω­ρι­ζό­μουν σ’ ένα σύ­μπαν αβε­βαιό­τη­τας, μια κα­τά­στα­ση στα­σι­μό­τη­τας κι ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τας, αφού μια ψυ­χα­να­γκα­στι­κή εσω­στρέ­φεια με κρα­τού­σε αιχ­μά­λω­το. Με βα­σά­νι­ζε η χρό­νια ανω­ρι­μό­τη­τα να ταυ­τί­ζω το ανο­λο­κλή­ρω­το εί­ναι μου με το φτιαγ­μέ­νο εί­ναι των άλ­λων, το οποίο υπο­συ­νεί­δη­τα υπέ­κλε­πτα. Αβα­σά­νι­στα εν­στερ­νι­ζό­μουν πε­τυ­χη­μέ­να πρό­τυ­πα, πα­θη­τι­κά τα εν­δυό­μουν. Έτσι καλ­λιέρ­γη­σα μια κα­κώς εν­νο­ού­με­νη πε­ριέρ­γεια, θέ­λο­ντας να ικα­νο­ποι­ή­σω επι­θυ­μί­ες, ορ­μώ­με­νος από ζω­τι­κά απω­θη­μέ­να, τα οποία συ­χνά αντέ­κρουαν την προ­σκόλ­λη­σή μου σε πι­στεύω κι αξί­ες, που με κρα­τού­σαν μα­χη­τή στη ζωή, με τα κά­τω και τα πά­νω της.
Στη φε­τι­νή εν Χρι­στώ Ανά­στα­ση συμ­με­τεί­χα ως δό­κι­μος με­τα­νοη­τής, θέ­το­ντας την πί­στη μου σε ερω­τη­μα­τι­κό απέ­να­ντι στον έναν ως τώ­ρα μνη­μο­νευ­μέ­νο Θεό μου. Προ­τού απο­φα­σί­σω να τα­χθώ σε νέο δρό­μο εφε­ξής, όφει­λα να βρω τις απα­ντή­σεις που δε φρό­ντι­σα ως τώ­ρα, αφού χά­ρα­ξα τη ζωή μου τυ­χαία, ανα­λώ­νο­ντας χρό­νο να γί­νω κά­ποιος που δεν επι­θυ­μού­σα, συ­χνά ανα­θε­ω­ρώ­ντας πε­ποι­θή­σεις. Πολ­λές φο­ρές ενα­ντιώ­θη­κα με το μέ­σα και το έξω μου, αμ­φι­σβη­τώ­ντας φι­λο­σο­φί­ες που δεν ήταν επαρ­κείς.
Στο μο­να­στή­ρι του Αγ. Διο­νυ­σί­ου, στο οποίο τι­μά­ται ο Ιω­άν­νης Πρό­δρο­μος ο Βα­πτι­στής, έδω­σα μια τε­λευ­ταία ευ­και­ρία συμ­μόρ­φω­σης της κλο­νι­σμέ­νης μου πί­στης, θε­ω­ρώ­ντας πιο έντι­μο να αμ­φι­σβη­τή­σω κά­τι το οποίο δεν εί­χα με­λε­τή­σει ακό­μη, για­τί υπήρ­ξα απα­σχο­λη­μέ­νος με χί­λιες άλ­λες δυο σα­βού­ρες, αντί να επι­δεί­ξω με­μιάς ιδιο­τε­λή υπο­τα­γή, ωσάν να ήμουν νέ­ος οπα­δός σε κόμ­μα, σε μια ιδε­ο­λο­γία. Η άγνοια όσο κι η δου­λι­κό­τη­τα σκο­τώ­νει, κι εγώ έχω βιώ­σει πολ­λές φο­ρές τον κίν­δυ­νο της άγνοιας. Μα δεν έχω αφα­νι­στεί, όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς.

Στα 45 μου χρό­νια κι ενώ βά­δι­ζα αι­σί­ως προς 46, εί­χα ενα­πο­θέ­σει τις ελ­πί­δες μου σε μια νέα Απο­κά­λυ­ψη...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: