Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/pyxides/o-politismos-toi-elakhistoi
Πέντε μέρες εγκλεισμού εντός της Μονής Αγ. Διονυσίου του Αγίου Όρους, με μιαν υποβλητική, βυζαντινή εικονογράφηση Αποκάλυψης του Ιωάννη να πρωτοστατεί, κύλισαν σαν τις μέρες εξοικείωσης ενός δόκιμου αγιογράφου κατά την παρθενική επαφή του με το χρωστήρα. Ή ακόμα σαν τις μέρες προσαρμογής ενός δόκιμου προσκυνητή κατά την παρθενική είσοδό του στον κοινοβιακό κόσμο του μοναχισμού. Το σίγουρο πάντως στην όλη εμπειρία, ο βαθύς, σχεδόν παραλυτικός, ύπνος των πρώτων ημερών υποδοχής, που με βύθιζε αμαχητί, λες και τον είχα στερηθεί κι εγώ δεν ξέρω για πόσο. Από την άλλη, το δεδομένο υψόμετρο της μακεδονικής αρχιτεκτονικής κτίσης ογδόντα μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, το ίδιο καταλυτικό στη γρήγορη υποταγή μου σ’ ένα χουζούρικο νανούρισμα, στο οποίο συνέβαλε και μια γειτονεύουσα εργασιομανής υδρογεννήτρια, που επέβαλε με τη σειρά της σ’ έναν υπό ανάπλαση περιβάλλοντα χώρο νανουριστική ηχορρύπανση, παραδίδοντάς με πολλές φορές στα χέρια του Μορφέα ανεπιστρεπτί.
Για την ανάβαση, πεζή, μέσω ενός σιγμοειδούς, λιθόχτιστου μονοπατιού, εγώ προτίμησα την πιο φιλήσυχη αναρρίχηση, κινούμενος επί του παρακαμπτήριου απείραχτου δρομίσκου, μέχρι να προσεγγίσω την καμαροσκέπαστη πύλη εισόδου της Μονής. Ο σχεδόν μηδαμινός κραδασμός των μαλακών πατημασιών επί του ανοιχτόκαρδου τόπου, διόλου δε θύμιζε τον αντίστοιχα νευρώδη βηματισμό κατάβασης, στο επτακοσίων χρόνων αλατωρυχείο της πόλης Βιέλιτσκα της Κρακοβίας. Μιας σαλιγκαροειδούς διαδρομής ιλίγγου, διά μέσου κλειστοφοβικής σκάλας από ξύλο λεύκας, ικανής να παραλάβει τον κυκλοφοριακό μαζί κι ηχητικό φόρτο ενός συντελεσμένου ορυμαγδού υποδηματικών ιχνών, ταυτόχρονα κι ενός εκθετικά πολλαπλασιαζόμενου αντίλαλου. Τόση αίσθηση κάναν τα βήματά μας!
Οι καλοδιατηρημένες νωπογραφίες του 16ου
αι., που διακοσμούσαν την ημιυπαίθρια στοά του Αρχονταρικίου, μου θύμισαν έντονα συμμαζεμένο κουρνιαχτό αλλοτινών κινηματογραφικών πλατό. Όπως τότε με τα ξύλινα Αγγελοπουλικά πασσαλόμπηχτα κουκλόσπιτα εν μέσω της Λίμνης Κερκίνης, που στέκαν για καιρό, άθικτα. Ή ακόμη τα σύγχρονα ιβάρια ψαράδων της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, της περικαλλέας λίμνης, όπως την ονόμαζε ο Όμηρος. Σαν έτοιμων από καιρό να υποδεχτούν κοπάδια κεφάλου, σε αφθονία.
Η σύγχρονη θέα μού έφερνε στο νου τα Χολυγουντιανά άχρονα σκηνικά από την εποχή γυρισμάτων της ταινίας Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι, όσα άξαφνα είχα προσπελάσει κατά την παρθενική μου επίσκεψη στο νησί του Ιονίου πελάγους, επί της μισερής διαδρομής Σάμης – παραλίας Αντίσαμου.
Ανάλογα τα συναισθήματα έκπληξης από την υπόγεια εμπειρία στο γοητευτικό αλατωρυχείο του εκτοπισμένου 15 χλμ. ΝΑ της Κρακοβίας. Μοναδικού επίσης στην ιστορία των ορυχείων προστατευόμενου κειμηλίου από την UNESCO. Οι ανάγλυφες σκαλιστές εκκλησιές από αλάτι, που αντίκρυσα εν είδει μιας υπερκόσμιας Αποκάλυψης, αφού ακολούθησα αλλεπάλληλες υπόγειες στοές, παρακινούν ανθρώπους απ΄ όλο τον κόσμο να θαυμάσουν το μοναδικό έργο τέχνης.
Μια ολιγοήμερη διαφυγή από την εγκόσμια ζωή, ειδικά απροϊδέαστη, απροετοίμαστη, όπως η δική μου, μπορούσε να συναποδειχθεί μια απρόσμενη, απροσδόκητη εμπειρία. Το βαρυσήμαντο της οποίας ενέτεινε η χρονική συγκυρία της Μεγ. Εβδομάδας, όπου τα πράγματα είναι εκ των πραγμάτων περιοριστικά, σχεδόν σφαλιστά, ελλιπών εξηγήσεων. Από τη μια οι κυλιόμενες Θείες Ακολουθίες σε προανακοινωθείσα session δεν άφηναν πολλά περιθώρια αποπροσανατολισμού, μήτε κατάστρωσης εναλλακτικού σχεδίου απασχόλησης. Εκτός κι αν επέλεγες ν’ απέχεις απ’ την καθιερωμένη χρηστή πατερική ατζέντα, χάριν ανειλημμένου καθήκοντος προς όφελος της Μονής, λ.χ. προετοιμασίας της Τράπεζας, καθαρισμού των κελιών, τακτοποίησης των νεοεισερχομένων προσκυνητών κ.ο.κ. Όμως για μένα δεν έπαιζε τέτοιο σενάριο.
Συνειδητά βρέθηκα Μεγάλη Τετάρτη εδώ πάνω. Να συμπαρασυρθώ με το κύμα άλλων προσκυνητών στην κατανυκτική δύνη μιας ορθόδοξης παράδοσης. Και δεν έπεσα διόλου έξω απ’ τις ασπούδαστες υποψίες μου. Το θερμά καταδεχτικό κλίμα μεταξύ πρόθυμων μοναχών της Μονής και μουσαφιραίων διαμονητών, επίσης καταλυτικό στο να με ρίξει στο φιλότιμο μιας εν Χριστώ συστράτευσης. Το δε εξομολογητικό μου καθήκον, με το «καλώς ήρθες», πρόλαβε ο δεύτερος τη τάξει ηγούμενος της Μονής, πατέρας Παύλος.
Είχα προϊδεαστεί σχετικά από ψαρωτικό κουβεντολόι με το συνένοικο στο κελί, έναν τεμέτερον, ονόματι Διονύση, εκ Θεσσαλονίκης, με τον οποίο είχα ανταλλάξει τις απαραίτητες κομβικές συστάσεις, προτού αφεθώ στα χέρια του υποψήφιου, νέου Πνευματικού μου. Όπως κι έπραξα, λίγες ώρες κατόπι. Κι ας είχα παραβεί το μυστηριακό πρωτόκολο, ξεστομίζοντας προσωπικά δεδομένα ενώπιον ενός κοινού συνανθρώπου, θέτοντας σε κίνδυνο τη χαριζόμενη συγχωρητική ευχή ενός, διορισμένου για το σκοπό, Πρεσβύτερου, την οποία έσπευσα να ζητήσω εκούσια, χαμηλώνοντας συμβιβαστικά το κεφάλι κάτω απ’ το καθαρτικό του πετραχήλι.
Οι ώρες βέβαια που ακολούθησαν, μιας ελαφρά τη καρδία μεταμελητικής πράξης, γρήγορα με επανέφεραν σε πρότερες, αμαρτωλές αναλαμπές. Αφού βρέθηκα ξανά ζωσμένος με τα φίδια του πειρασμού, που με περιέλαβε περιπαιχτικά, τσιγκλίζοντάς με να ανακαλέσω —με την ίδια ελαφριά καρδιά— την πειθήνια δέσμευση περί ολικής μου επαναφοράς. Ακυρώνοντας εν τέλει την ευχή που απλόχερα είχα λάβει από τον συμπολυτεχνίτη ηγούμενο.
Αυτά συνέβησαν την πρώτη ημέρα παραμονής μου στη Μονή Αγ. Διονυσίου. Και το μυαλό μου, το σώμα μου, την ψυχή μου ταλάνιζαν σκέψεις αμφιβολίας, πνευματικής αρρυθμίας για το αν είχα πράξει σοφά. Στο ψυχολογικό προσκήνιο αναδύονταν μαζί η ελλειμματικότητα μιας δυσανάλογης ηλικιακά όσο και πνευματικά προσωπικότητας με μιαν άσκοπη, κοσμική πανοπλία, που κουβαλούσα στις αποσκευές μου. Οι πρώτες βιωμένες ώρες ενός συγκαταβατικού εξαγνισμού αναλώθηκαν εν μέσω παλινδρoμούντoς, εκούσιου αυτοεγκλεισμού, συνοδεία των πιο αναπαραστατικών ηδονικών παραστρατημάτων ενός πρόσφατα ομολογημένου βίου. Και τα ερωτήματα περί ειλικρινούς μεταμέλειας, βαθιάς πίστης, ώριμης προανάληψης της νέας ευθύνης, συμπαρόντα, διακαώς προκρινόμενα. Πολλές οι παλινδρομήσεις, που ήσαν κι η αιτία της καθυστερημένης συμμόρφωσής μου με το πρόγραμμα των Θείων Ακολουθιών της Μονής, από το κατανυκτικό νόημα των οποίων απείχα παρασάγγας. Κι αντί των αλλεπάλληλων λειτουργιών στο καθολικό της Μονής, εγώ αναζητούσα περιπατητικό διέξοδο στα δύσβατα μονοπάτια του απότομου Αγιορείτικου βράχου, τα οποία την ένωναν από δυσμάς με την Μονή Οσίου Γρηγορίου κι ακόμη πιο πέρα, με την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, κι εξ ανατολάς με τη Μονή Αγίου Παύλου και τη Σκήτη της Αγίας Άννης.
Μη συναισθανόμενος την ελαφρότητα μιας άκαιρης για την καταθλιπτική περίσταση περιπετειώδους διάθεσης για σωματική άθληση, διαβολικά αρνιόμουν αμίλητα να στοχαστώ την αναβίωση του θείου δράματος που εκτυλισσόταν πλάι μου, αλαζονικά κλοτσώντας την προσφερόμενη ευκαιρία αναβαπτισμού μου ως Χριστιανού. Κι ως άλλος άπιστος Θωμάς, μεταμορφωμένος, περιφερόμουν εν ώρα λειτουργίας στους διαδρόμους της Μονής, αναζητώντας περισσές δικαιολογίες να συγκαλύψω την αταλάντευτη απροθυμία μου να εναρμονιστώ με το μετρημένο άυπνο κλίμα, μέσω μιας μηχανικά καμωμένης σώφρονος κινησιολογίας. Ένας συναισθηματικά ευάλωτος άνθρωπος δε λειτουργεί στον αυτόματο, ως ρομπότ, αλλάζοντας κατεύθυνση άπαξ και του πατήσει κάποιος το reset. Ο εσωστρεφής, πολλάκις ταρακουνημένος άνθρωπος, εμποτισμένος από τις εμπειρίες ενός καλοζωισμένου παρελθόντος, δεν το κουνάει ρούπι έτσι εύκολα, αν το ξεκαθάρισμα με τούτο δεν έχει ρητά αποφασιστεί.
Εξακολουθούσα να άγομαι ως ένα αμήχανο, αταίριαστο σώμα μέσα σε κοπάδι, παραμένοντας μακριά απ’ τον κοινοβιακό συγχρωτισμό, ως του πλέον optimum καταλύματος, εγγυώμενου τη θεραπευτική μου στροφή. Πίστευα δε πως άπαξ κι επέστρεφα στη δική μου καθημερινότητα, οι γνωστοί άγνωστοι δαίμονες θα ήταν παρόντες και πάλι, δυναμιτίζοντας μια πρόσκαιρη, οικειοθελή ψυχική ανάπαυλα. Μια παύση που περιείχε παράλληλα μηνύματα. Τουναντίον, κάποιοι άλλοι δόκιμοι μετανοητές δίπλα μου έδειχναν να βαδίζουν ήδη στον ίσιο δρόμο, μετά από μια αντίστοιχη με μένα δοκιμασία. Ο συγκάτοικος Διονύσης μού φάνηκε εξ αρχής πρόσφορο παράδειγμα, αυτοσυστημένου ως πρώην βαρέος περιστατικού μιας καθ’ ομολογίαν του ιδίου, αποκλίνουσας συμπεριφοράς απ’ τα χρηστά ήθη, πλέον ενός συνειδητοποιημένου μετανοητή, τακτικού διαμoνητή της Μονής, παραδομένου στη χρηστή ζωή, που τον ήθελε ν’ αφιερώνει έως και μεγάλα χρονικά διαστήματα ζώντας δίπλα στους Αγιορείτες γέροντες.
Ο ίδιος θέλησε να με προσανατολίσει στο ίδιο φωτεινό μονοπάτι ζωής ενός χριστιανικού ιδεώδους, που τον ίδιο είχε αιχμαλωτίσει, φωτίζοντας έκτοτε το δρόμο του επί γης, χωρίς περιττές αμφιταλαντεύσεις, ούτε παλινδρομήσεις περί του ωρίμου μιας απόφασης, η οποία περιλάμβανε την ευλαβική μετοχικότητά του στα θεία μυστήρια, όποτε κι αν λάμβαναν αυτά χώρα. Ως ταπεινός μοναχός λάμβανε εγκαίρως θέση στο διακριτικό στασίδι εντός του καθολικού. Στο αναγεννησιακό πρόσταγμα εγώ προτίμησα να μείνω καχύποπτος παρατηρητής, ενίοτε δύσπιστος, αναποφάσιστος. Ακούσια παραδομένος σε αδιασαφήνιστης προέλευσης σειρήνες που προσπαθούσαν να με γλιτώσουν από μια μηχανορραφούμενη υποτροπή την ύστατη στιγμή. Προτίμησα να ενσκύψω στην αμαρτία, σ’ έναν αγώνα εναρμονισμού με το λόγο του Χριστού, ακόμη κι ως σκέψη, πέραν της χριστιανικής, της απηλλαγμένης πονηρίας, συγκουβαλώντας μια ζωή δομημένη πάνω σε πονηρές σκέψεις, ενίοτε και πράξεις, φέροντας μαζί μου εικόνες σκανδαλιστικές. Οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς όσο κι ηθικοί αυτουργοί ενεργειών που υποθάλπτουν την παράβαση του θείου νόμου, θέτοντας σε κίνδυνο την ιδανική σχέση μεταξύ ατόμου κι ενός Θεού. Έτσι δεν είναι;
Στην παρθενική επίσκεψή μου στο Αγ. Όρος βρέθηκα διπλά αθωράκιστος, πνευματικά κι ηθικά, ως άνθρωπος ανήμπορος να αντικρούσω το πονηρό, απ’ όπου κι αν προέρχονταν. Συνάμα υπήρξα ευάλωτος στα κελεύσματα της αμαρτίας. Μήπως ήταν η έλλειψη μιας έμπιστης θαλπωρής η αιτία για την τρωτότητά μου αυτή; Και χρειαζόμουν άμεσα την οχύρωση μέσω ενός Πνευματικού, για να αντικρούσω τους πειρασμούς στη ζωή μου; Ομολογουμένως η χρόνια ανοχύρωτη κατάστασή μου εν πολλοίς οφειλόταν στην έλλειψη μιας πνευματικής, μέχρι πρότινος, αγκάλης. Η αυτοκριτική δριμεία, καταπελτική...
Κάπως έτσι κυλούσαν τα πρώτα ανήσυχα βράδια στο κελί, ενώ με συνέπαιρνε το ροχαλητό του φίλου Διονύση που ’πεφτε από νωρίς για ύπνο, άθελα διαταράσσοντας το δικό μου. Όμως δε διαμαρτυρόμουν επ’ αυτού. Επαναστατούσα για το ελλιπές του χαρακτήρα μου, και της τρωτής προσωπικότητάς μου, που είχα επιτρέψει να κολάζεται, παλινδρομώντας μεταξύ μιας πεπατημένης κι αχαρτογράφητων εδαφών. Υπό νορμάλ συνθήκες δε θα δυσκολευόμουν να αναπτύξω μια πολυπρισματική, αναλυτική σκέψη, την οποία θα ενστάλλαζα ως πεδίο έρευνας, μαθές, στην τέχνη μου. Και θα μελετούσα την ιδιαίτερη οπτική που διέθετα, ψυχογραφώντας εκπαιδευόμενους στην τέχνη, πειραματιζόμενος με τη δική τους συμπεριφορική στάση.
Τουναντίον, συχνά μετεωριζόμουν σ’ ένα σύμπαν αβεβαιότητας, μια κατάσταση στασιμότητας κι αναποφασιστικότητας, αφού μια ψυχαναγκαστική εσωστρέφεια με κρατούσε αιχμάλωτο. Με βασάνιζε η χρόνια ανωριμότητα να ταυτίζω το ανολοκλήρωτο είναι μου με το φτιαγμένο είναι των άλλων, το οποίο υποσυνείδητα υπέκλεπτα. Αβασάνιστα ενστερνιζόμουν πετυχημένα πρότυπα, παθητικά τα ενδυόμουν. Έτσι καλλιέργησα μια κακώς εννοούμενη περιέργεια, θέλοντας να ικανοποιήσω επιθυμίες, ορμώμενος από ζωτικά απωθημένα, τα οποία συχνά αντέκρουαν την προσκόλλησή μου σε πιστεύω κι αξίες, που με κρατούσαν μαχητή στη ζωή, με τα κάτω και τα πάνω της.
Στη φετινή εν Χριστώ Ανάσταση συμμετείχα ως δόκιμος μετανοητής, θέτοντας την πίστη μου σε ερωτηματικό απέναντι στον έναν ως τώρα μνημονευμένο Θεό μου. Προτού αποφασίσω να ταχθώ σε νέο δρόμο εφεξής, όφειλα να βρω τις απαντήσεις που δε φρόντισα ως τώρα, αφού χάραξα τη ζωή μου τυχαία, αναλώνοντας χρόνο να γίνω κάποιος που δεν επιθυμούσα, συχνά αναθεωρώντας πεποιθήσεις. Πολλές φορές εναντιώθηκα με το μέσα και το έξω μου, αμφισβητώντας φιλοσοφίες που δεν ήταν επαρκείς.
Στο μοναστήρι του Αγ. Διονυσίου, στο οποίο τιμάται ο Ιωάννης Πρόδρομος ο Βαπτιστής, έδωσα μια τελευταία ευκαιρία συμμόρφωσης της κλονισμένης μου πίστης, θεωρώντας πιο έντιμο να αμφισβητήσω κάτι το οποίο δεν είχα μελετήσει ακόμη, γιατί υπήρξα απασχολημένος με χίλιες άλλες δυο σαβούρες, αντί να επιδείξω μεμιάς ιδιοτελή υποταγή, ωσάν να ήμουν νέος οπαδός σε κόμμα, σε μια ιδεολογία. Η άγνοια όσο κι η δουλικότητα σκοτώνει, κι εγώ έχω βιώσει πολλές φορές τον κίνδυνο της άγνοιας. Μα δεν έχω αφανιστεί, όπως θα περίμενε κανείς.
Στα 45 μου χρόνια κι ενώ βάδιζα αισίως προς 46, είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου σε μια νέα Αποκάλυψη...