Φύση πολύκλωνη

Αίγινα. Στο σπίτι του Καζαντζάκη © «Μονόγραμμα»
Αίγινα. Στο σπίτι του Καζαντζάκη © «Μονόγραμμα»

Η φύ­ση στην ποί­η­ση της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ συ­στή­νε­ται μέ­σα από ένα πλή­θος αν­θι­σμέ­νων κλω­να­ριών της. Προ­βάλ­λε­ται ως η ου­σία της ύπαρ­ξης, κα­θα­γιά­ζε­ται, συ­σχε­τί­ζε­ται με τη ζω­ι­κή έξα­ψη και τον έρω­τα, ενώ αξιο­ποιεί­ται με­τα­φο­ρι­κά ακό­μη και για να προ­βάλ­λει τη ση­μα­σία αφη­ρη­μέ­νων εν­νοιών, όπως ηθι­κών και ψυ­χι­κών αρε­τών. Η σχε­τι­κή πραγ­μά­τευ­ση, αν και διά­σπαρ­τη κι επα­νερ­χό­με­νη στις συλ­λο­γές της ποι­ή­τριας, βρί­σκει μια πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της εφαρ­μο­γή στο από­σπα­σμα V του συν­θε­τι­κού ποι­ή­μα­τος «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» από τη συλ­λο­γή Ποι­ή­μα­τα ’63-’69:

«Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα»

                V
Κυκλικά κινείται το περιβόλι
γύρω απ’ τον ύπνο·
η μαστιχιά και το πεύκο
αγγίζονται ερωτικά.
Η μάνα ξαναγίνεται
σάκος υγρός
βαδίζω πάλι στον Παράδεισο
και σφίγγομαι, σφίγγομαι
με το σώμα μου μαζί
σαν ποτισμένο χώμα.
Θα ονειρευτώ κι απόψε ίσως
το τέλος του κόσμου
την έκρηξη του ήλιου
ως το κουκούτσι.
Ξέρω τι θα πει
“Δεν υπάρχει ελπίδα”
πριν ξυπνήσω.
Ησυχία… τα σκυλιά…
Ο πατέρας την αμαρτία εκείνη
σαν έκοψε το κυπαρίσσι στην πείνα
την ξεχνάει
στις φυτείες του ουρανού.»

Το από­σπα­σμα συ­μπυ­κνώ­νει στο σώ­μα του την πε­ρί φύ­σης κο­σμο­θε­ω­ρία της ποι­ή­τριας. Οι πτυ­χές της φυ­σι­κής τού­της κο­σμο­θε­ω­ρί­ας απλώ­νο­νται στα­δια­κά σε όλη την έκτα­ση του ποι­ή­μα­τος, κι επι­βε­βαιώ­νο­νται από το υπό­λοι­πο έρ­γο της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Η κε­ντρι­κή θέ­ση της χλω­ρί­δας και των αρω­μά­των της ήδη εντο­πί­ζε­ται στους προ­λο­γι­κούς στί­χους του ποι­ή­μα­τος: «Κυ­κλι­κά κι­νεί­ται το πε­ρι­βό­λι/ γύ­ρω απ’ τον ύπνο». Πρό­κει­ται για ένα πε­ρι­βό­λι που ευω­διά­ζει, και πα­ρα­πέ­μπει στον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό και την γα­λά­ζια πε­τα­λού­δα του από το Β΄ Σχε­δί­α­σμα των Ελεύ­θε­ρων Πο­λιορ­κη­μέ­νων, η οποία «ευώ­δια­σε τον ύπνο της μέ­σα στον άγριο κρί­νο». Η ίδια χλω­ρί­δα δια­τρα­νώ­νει διαρ­κώς την πα­ρου­σία της: «Κλα­ρί λε­μο­ναν­θού άν­θι­ζ’ η κα­λο­σύ­νη/ στο περ­βό­λι σου» (ποί­η­μα «Η άρ­νη­ση της Ιφι­γέ­νειας», από τη συλ­λο­γή Λύ­κοι και σύν­νε­φα του 1963). Εδώ, μά­λι­στα, η κυ­ριαρ­χία της κα­λο­σύ­νης δη­λώ­νε­ται τό­σο με το ρή­μα «αν­θί­ζω», όσο και με το «περ­βό­λι» που ση­μα­το­δο­τεί ένα προ­σω­πι­κό αν­θρώ­πι­νο σύ­μπαν. Πλάι σε «αήτ­τη­τες συ­κιές» (ποί­η­μα «Επο­χή ονεί­ρων», από την ενό­τη­τα «Τρεις επο­χές» της προ­α­να­φερ­θεί­σας συλ­λο­γής), στα «λου­λού­δια με τη βα­ριά μυ­ρω­διά» που «σου ύγραι­ναν τα μά­τια» (ποί­η­μα «Εγώ, εσύ, ο επί­λο­γος», από τη συλ­λο­γή Ποι­ή­μα­τα ’63-’69 του 1971), στην πορ­το­κα­λιά και το για­σε­μί που, αν και «ώρες μα­κριά», «σου κό­βουν την ανά­σα» (ποί­η­μα «Το άλ­λο φως», από την ενό­τη­τα «Ποι­ή­μα­τα παύ­σης», της συλ­λο­γής Άδεια φύ­ση του 1993), η μυ­γδα­λιά εγ­γυά­ται την αι­σιο­δο­ξία του ονεί­ρου το οποίο, ση­μειω­τέ­ον, απο­κτά υπό­στα­ση ακρι­βώς στην κα­τά­στα­ση του ύπνου: «Αλ­λά να η αν­θι­σμέ­νη μυ­γδα­λιά/ με βά­ζει ξα­νά/ στα στοι­χή­μα­τα της φύ­σης/ […] Να ο κλώ­νος/ η οι­κειό­τη­τά του/ με τα εύ­θραυ­στα λου­λού­δια/ κι η κε­φα­λή μου/ εί­ναι ξα­νά αυ­τό το πα­ρά­ξε­νο φρού­το/ που ονει­ρεύ­ε­ται…» (ποί­η­μα «Το κε­φά­λι μου», από την ενό­τη­τα «Τα έντε­ρα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Οι ευω­διές της φύ­σης, της γα­ζί­ας και του πεύ­κου, συ­ναι­νούν σε μία «Ατμο­σφαι­ρι­κή ποί­η­ση», σύμ­φω­να με το ομό­τι­τλο ποί­η­μα της συλ­λο­γής Με­τα­φρά­ζο­ντας σε έρω­τα της ζω­ής το τέ­λος (2003): «Πό­σα ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα απου­σί­ας/ χρειά­ζε­ται ο αέ­ρας/ για ν’ αδειά­σει από τις εκ­πνο­ές/ του δέρ­μα­τός σου/ για να επι­κρα­τή­σει πά­λι/ η γα­ζία, το πεύ­κο/ όλες οι ωραί­ες ανα­θυ­μιά­σεις/ της απρό­σω­πης φύ­σης;». Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ αντι­στρέ­φει τη με­τα­φο­ρι­κή χρή­ση της συ­νεκ­φο­ράς «Ατμο­σφαι­ρι­κή ποί­η­ση» σε κυ­ριο­λε­κτι­κή, για να προ­τεί­νει πια ως ποι­η­τι­κό στοι­χείο όχι απλώς το ιδιαί­τε­ρο κλί­μα που υπο­βάλ­λουν οι στί­χοι, αλ­λά την κυ­ριο­λε­κτι­κή ατμό­σφαι­ρα του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο.
Η ποι­η­τι­κή κο­σμο­θε­ω­ρία της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ συ­νε­χί­ζει να συ­γκρο­τεί­ται στα­δια­κά στο ποί­η­μα ανα­φο­ράς «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» (από­σπα­σμα V), με τους στί­χους «η μα­στι­χιά και το πεύ­κο/ αγ­γί­ζο­νται ερω­τι­κά». Η μορ­φή του έρω­τα σω­μα­το­ποιεί­ται στα δέ­ντρα μα­στι­χιά και πεύ­κο. Τα δέ­ντρα «αγ­γί­ζο­νται ερω­τι­κά». Η ίδια σχέ­ση της φύ­σης με τον έρω­τα καλ­λιερ­γεί­ται από την ποι­ή­τρια με συ­νέ­πεια. «Αιω­νιό­τη­τα ο έρω­τας κι η τρυ­φε­ρό­της./ Μυ­γδα­λιές άν­θι­ζαν στα σταυ­ρο­δρό­μια/ μυ­ριά­δες τα κο­ρί­τσια/ υπό­σχο­νταν γιους κι αρ­ρα­βω­νιά­σμα­τα» (ποί­η­μα «Η επι­στρο­φή του Ρι­χάρ­δου του Λε­ο­ντό­καρ­δου», από τη συλ­λο­γή Λύ­κοι και σύν­νε­φα του 1963): η άν­θι­ση του έρω­τα, του σμι­ξί­μα­τος και της ανα­πα­ρα­γω­γής, πυ­ρο­δο­τεί­ται από την άν­θι­ση της αμυ­γδα­λιάς. Η σύν­δε­ση της φύ­σης με τον έρω­τα απο­δί­δε­ται γλα­φυ­ρά στην ει­κό­να των αντρών που «δέ­νουν σαν φρα­γκό­συ­κα» όταν γί­νο­νται απο­δέ­κτες της αγά­πης: «θυ­μά­μαι πό­σο αρέ­σει/ στους άντρες ν’ αγα­πιού­νται/ πώς δέ­νουν σαν φρα­γκό­συ­κα/ σφι­χτό χύ­νε­ται το μέ­λι/ απ’ τα αγκα­θά­κια/ και πέ­φτει η γύ­ρη σαν βρο­χή/ απ’ το πε­λώ­ριο κί­τρι­νο/ λου­λού­δι της αγά­πης» (ποί­η­μα «Ο έρω­τας κι ο κό­σμος», από τη συλ­λο­γή Οι μνη­στή­ρες του 1984). Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ επι­μέ­νει με ευ­θεί­ες απο­φάν­σεις. «Φως να βγαί­νει απ’ τις χλο­ε­ρές χα­ρα­μά­δες των φύλ­λων/ όπως πα­λιά απ’ τις ίρι­δες των ερα­στών./ Α! πό­τε η φυλ­λο­βό­λα ομορ­φιά/ θα μου επι­βλη­θεί τε­λειω­τι­κά/ πό­τε θα μά­θω ότι η φύ­ση όλη/ εί­ναι έρω­τας;» (ποί­η­μα «Το άν­θος δι­δά­σκει», από τη συλ­λο­γή Η ύλη μό­νη του 2001). Δεν συν­δέ­ο­νται, συ­νε­πώς, οι ερα­στές με τη φύ­ση μό­νο διά του φω­τός, αλ­λά η άμε­ση το­πο­θέ­τη­ση «η φύ­ση όλη/ εί­ναι έρω­τας» δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια αμ­φι­βο­λιών.
Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ οδη­γεί κά­πο­τε την ποι­η­τι­κή σχέ­ση φύ­σης-έρω­τα σε ιδιαί­τε­ρες πραγ­μα­τεύ­σεις, όπως εκεί­νη του ποι­ή­μα­τος «Η αν­θι­σμέ­νη μυ­γδα­λιά», από τη συλ­λο­γή Η ύλη μό­νη του 2001: «[…]/ Όμως, και­ρό πριν το ανώ­ρι­μο ζου­ζού­νι/ διαι­σθαν­θεί την άνοι­ξη/ η μυ­γδα­λιά βρί­σκε­τ’ εκεί/ πα­ρού­σα κι αν­θι­σμέ­νη/ με φό­ντο το κου­ρα­σμέ­νο χιό­νι·/ εί­ναι εκεί πε­ρι­ποι­η­μέ­νη, με τα κλω­να­ρά­κια της/ να σκύ­βουν κα­τα­δε­χτι­κά/ πρώ­τη αυ­τή με λου­λού­δια/ να πε­ρι­μέ­νει, να αντέ­χει/ το θαύ­μα./ Η δύ­να­μή της –έτσι έλ­κο­νται οι φτε­ρω­τοί–/ εί­ναι που σ’ έρω­τα ξέ­ρει να με­τα­φρά­ζει/ τα πα­γω­μέ­να δευ­τε­ρό­λε­πτα». Η μυ­γδα­λιά ξέ­ρει «να με­τα­φρά­ζει» σε έρω­τα την εκ­πνοή του χει­μώ­να και να προ­ε­τοι­μά­ζει τη γε­νι­κό­τε­ρη ανοι­ξιά­τι­κη άν­θι­ση. Πλάι όμως στον κε­ντρι­κό αυ­τό άξο­να, η ποι­ή­τρια ει­σά­γει αθό­ρυ­βα τους υπαι­νιγ­μούς της, κα­θώς τα φτε­ρω­τά ζου­ζού­νια που έλ­κο­νται από τα άν­θη του δέ­ντρου δεν εί­ναι οι μο­να­δι­κοί «φτε­ρω­τοί». Η ποι­ή­τρια υπο­νο­εί και τον φτε­ρω­τό θεό Έρω­τα, σε μια απαι­τη­τι­κή ποι­η­τι­κή της τε­χνι­κή.
Η πραγ­μά­τευ­ση του απο­σπά­σμα­τος V από το ποί­η­μα «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» συ­νε­χί­ζει με την πα­ρου­σί­α­ση της ανά­πτυ­ξης του αν­θρώ­που, σω­μα­τι­κής και ηθι­κής, ως βλά­στη­σης. Η βλά­στη­ση νο­εί­ται εδώ ως εξέ­λι­ξη, όμως η επι­λο­γή της ως όρου συν­δε­μέ­νου με τη φύ­ση δεν εί­ναι διό­λου τυ­χαία. «Η μά­να ξα­να­γί­νε­ται/ σά­κος υγρός/ βα­δί­ζω πά­λι στον Πα­ρά­δει­σο/ και σφίγ­γο­μαι, σφίγ­γο­μαι/ με το σώ­μα μου μα­ζί/ σαν πο­τι­σμέ­νο χώ­μα». Ο υπο­νο­ού­με­νος αμνια­κός σά­κος της μά­νας εί­ναι υγρός και ζω­ο­γο­νεί το σώ­μα «σαν πο­τι­σμέ­νο χώ­μα». Στην υγρα­σία αυ­τή ρι­ζώ­νει η βλά­στη­ση. Και η βλά­στη­ση τρο­φο­δο­τεί το φως, την ελευ­θε­ρία, την εσω­τε­ρι­κή αν­θρώ­πι­νη άν­θι­ση. Η έλ­ξη της φύ­σης εί­ναι ακα­τα­μά­χη­τη, ένα ξε­λό­για­σμα με την προσ­δο­κία της προ­ό­δου, του φω­τός που δεν εκ­πέ­μπε­ται από τον ήλιο πα­ρά από τα ηλιο­τρό­πια: «για­σε­μιά σε τρά­βη­ξαν ή μπι­γκό­νιες/ και φο­βά­σαι το βή­μα σου/ μη σε ξε­λο­γιά­σει στα χω­ρά­φια/ και φο­βά­σαι την πλά­τη σου/ μην τρε­λα­θεί κι ανα­λά­βει το βά­ρος του κό­σμου/ κι ανα­ρι­γάς/ πε­ρι­μέ­νεις τα ηλιο­τρό­πια να σου φέ­ξουν» (ποί­η­μα «Εκ­πα­τρι­σμός», από τη συλ­λο­γή Λύ­κοι και σύν­νε­φα του 1963). Η διεκ­δί­κη­ση της ελευ­θε­ρί­ας φέ­ρει ως δια­κρι­τι­κό της ζω­η­ρό­τη­τάς της τους λε­μο­ναν­θούς: «ήμου­να κά­πο­τε κι εγώ/ με λά­σπες στο κε­φά­λι/ λε­μο­ναν­θούς στ’ αυ­τιά/ φώ­να­ζα πα­θια­σμέ­να:/ “Λευ­τε­ρω­θεί­τ’ απ’ τα δε­σμά!”» (ποί­η­μα «Οι μνη­στή­ρες», από τη συλ­λο­γή Τα σκόρ­πια χαρ­τιά της Πη­νε­λό­πης του 1977). Η εσω­τε­ρι­κή άν­θι­ση, πά­λι, προ­ϋ­πο­θέ­τει την απο­δο­χή των αν­θρώ­πι­νων ατε­λειών, οι οποί­ες προ­σλαμ­βά­νο­νται ως αν­θι­σμέ­να ζου­μπού­λια: «κι οι ατέ­λειες της ζω­ής μας/ άν­θι­ζαν ζου­μπού­λια/ στον μέ­σα κή­πο» (ποί­η­μα «Ο σκί­ου­ρος» της ενό­τη­τας «Και τα άλ­λα», από τη συλ­λο­γή Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Το ποι­η­τι­κό σχέ­διο της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ οδη­γεί, συ­νε­πώς, στη συ­σχέ­τι­ση των ατε­λειών με τις λά­σπες και το στε­φά­νω­μά τους από λε­μο­ναν­θούς και ζου­μπού­λια.
Το επό­με­νο στά­διο στη δό­μη­ση του κομ­βι­κού απο­σπά­σμα­τος V από το ποί­η­μα «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» πε­ρι­λαμ­βά­νει τον προσ­διο­ρι­σμό της φύ­σης ως του βά­θους και της ου­σί­ας της ύπαρ­ξης. «Θα ονει­ρευ­τώ κι από­ψε ίσως/ το τέ­λος του κό­σμου/ την έκρη­ξη του ήλιου/ ως το κου­κού­τσι». Ο πυ­ρή­νας του κό­σμου δη­λώ­νε­ται με τον φυ­τι­κό όρο «κου­κού­τσι». Για τα συμ­βαί­νο­ντα στο με­δού­λι του σύ­μπα­ντος η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ επι­βε­βαιώ­νει: «πιο μέ­σα ακό­μα [σ.σ.: στον άν­θρω­πο] βρί­σκε­ται/ το φυ­τώ­ριο των φύλ­λων/ ενώ άγνω­στος πα­ρα­μέ­νει πά­ντα/ ο φυ­τευ­τής» (ποί­η­μα «Το πρό­σω­πο στον έρω­τα», από τη συλ­λο­γή Τα σκόρ­πια χαρ­τιά της Πη­νε­λό­πης του 1977). Κι αν το «φυ­τώ­ριο των φύλ­λων» ανα­κα­λεί ίσως και τα φυλ­λο­κάρ­δια, φύ­ση και καρ­διά απο­δί­δουν επί­σης καρ­πούς συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς. Και τού­το φαί­νε­ται ότι το επι­βε­βαιώ­νει και το φύλ­λω­μα της χα­ρου­πιάς: «Το φύλ­λω­μα της χα­ρου­πιάς/ κρύ­βει κά­τι τρε­μά­με­νο κι αό­ρα­το/ αι­σθη­τό μό­νο σ’ εκεί­νο το τρε­μά­με­νο κι αό­ρα­το/ που ’χου­με μέ­σα μας» (ποί­η­μα «Ο μύ­στης» της ενό­τη­τας «Προ­σω­πο­ποι­ή­σεις τέ­λους», από τη συλ­λο­γή Ωραία έρη­μος η σάρ­κα του 1996). Η ποι­ή­τρια θα επι­βε­βαιώ­σει ακό­μη εμ­φα­ντι­κό­τε­ρα την πε­ποί­θη­σή της πως η φύ­ση εί­ναι η ου­σία της ύπαρ­ξης, με ρη­τή το­πο­θέ­τη­ση στους στί­χους «Αν στε­ρε­ω­θεί το ον στη φύ­ση/ […] ο άγ­γε­λος θα ση­κώ­σει το κά­δρο ψη­λά/ κι η ει­κό­να θα χυ­θεί σαν χα­λί/ και θα μας συ­νε­πά­ρει» (από­σπα­σμα Χ από την ενό­τη­τα «Αγ­γε­λι­κά ποι­ή­μα­τα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Άλ­λω­στε χω­ρίς τη φύ­ση, χω­ρίς το πεύ­κο, απο­μέ­νει μό­νο το «τί­πο­τα»: «ανα­κα­λύ­πτω τον ου­ρα­νό· εί­ναι θο­λω­τός/ όπως τον ήξε­ρα/ μό­νο που κλεί­νει μέ­σα του το τί­πο­τα/ αντί για το πεύ­κο και τη φω­το­γρα­φία/ του κα­λο­και­ριού» (από­σπα­σμα Ι από την ενό­τη­τα «Αγ­γε­λι­κά ποι­ή­μα­τα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Κα­θώς το πεύ­κο αντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται στο τί­πο­τα, η φύ­ση ανά­γε­ται στο παν. Μά­λι­στα, η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ προ­ε­κτεί­νει τη θε­ώ­ρη­σή της στην ποι­η­τι­κή της, εντο­πί­ζο­ντας στη φύ­ση τα πη­γαία νά­μα­τα των λέ­ξε­ών της: «η λέ­ξη μό­νο βγαί­νει/ από τη λέ­ξη/ κι η ιδιο­συ­γκρα­σία της/ ανα­βλύ­ζει ολό­κλη­ρη/ σαν φύ­ση» (ποί­η­μα «Για την ποί­η­ση» της ενό­τη­τας «Και τα άλ­λα», από τη συλ­λο­γή Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978).
Σε συ­νέ­χεια των πα­ρα­πά­νω, η κα­τα­στρο­φή της φύ­σης λο­γί­ζε­ται ως αμαρ­τία. «Ο πα­τέ­ρας την αμαρ­τία εκεί­νη/ σαν έκο­ψε το κυ­πα­ρίσ­σι στην πεί­να […]» («Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα»). Η κο­πή του κυ­πα­ρισ­σιού συ­νι­στά για τον πα­τέ­ρα αμαρ­τία. Όταν η κα­τα­στρο­φή του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος παύ­ει να εί­ναι με­ρι­κή και προ­σλαμ­βά­νει δια­στά­σεις κα­θο­λι­κής επέμ­βα­σης, το πρό­βλη­μα επι­τεί­νε­ται. «Ολάν­θι­στοι ευ­κά­λυ­πτοι/ αρ­ρω­σταί­νουν το το­πίο·/ μυ­ρί­ζει χει­ρουρ­γείο/ τα φύλ­λα νυ­στέ­ρια μυ­τε­ρά/ δια­με­λί­ζουν το φως./ Πέ­νης η πο­λυάν­θρω­πη φύ­ση/ σε χόρ­τα και νε­ρά/ αντί για φω­λιές αε­τών/ ψη­λά στους βρά­χους/ τ’ ατσά­λι­να σπί­τια των αστών» (ποί­η­μα «Φαί­δρος ’81», από τη συλ­λο­γή Ενά­ντιος έρω­τας του 1982). Τα «ατσά­λι­να σπί­τια των αστών» έχουν, επο­μέ­νως, αντι­κα­τα­στή­σει το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με­τα­τρέ­πο­ντάς το σε αστι­κό το­πίο, κι εξο­ρί­ζο­ντας τις φω­λιές των αε­τών και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, της υπό­λοι­πης πα­νί­δας. Συ­νέ­πεια της εξέ­λι­ξης εί­ναι η πε­νία («Πέ­νης η πο­λυάν­θρω­πη φύ­ση»), για ένα το­πίο όπου ο άν­θρω­πος έχει κυ­ριαρ­χή­σει σε βά­ρος των υπό­λοι­πων πλα­σμά­των, εξω­θώ­ντας τα σε συρ­ρί­κνω­ση ή και σε αφα­νι­σμό. Μπρο­στά στην κα­τα­στρο­φή αυ­τή, η απά­ντη­ση της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ εί­ναι και πά­λι η φύ­ση. «Οι κα­τα­στρο­φές θα δεί­ξουν/ την άλ­λη τους όψη/ της σω­τη­ρί­ας/ και το επι­θα­νά­τιο χώ­μα θα χω­ρέ­σει/ ολό­κλη­ρο/ στη λέ­ξη ΦΥ­ΤΡΩ­ΝΩ» (από­σπα­σμα ΙΧ από την ενό­τη­τα «Αγ­γε­λι­κά ποι­ή­μα­τα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Αν, λοι­πόν, η κα­τα­στρο­φή κι ο θά­να­τος ση­μαί­νουν την τα­φή του πτώ­μα­τος, το «επι­θα­νά­τιο χώ­μα» εί­ναι ήδη φο­ρέ­ας ταυ­τό­χρο­να της ζω­ής, αφού απο­τε­λεί το υπό­στρω­μα όπου θα «φυ­τρώ­σει» εκ νέ­ου η ζωή. Τα κε­φα­λαία γράμ­μα­τα, εξάλ­λου, της ποι­ή­τριας το­νί­ζουν εμ­φα­ντι­κά ακρι­βώς την ανα­γέν­νη­ση.
Το από­σπα­σμα V του ποι­ή­μα­τος «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» ολο­κλη­ρώ­νε­ται με δύο ακό­μη στί­χους, συ­μπλη­ρω­μα­τι­κούς της πε­ριό­δου που πα­ρα­τέ­θη­κε νω­ρί­τε­ρα ημι­τε­λής. Η επι­λο­γι­κή πε­ρί­ο­δος στην πλή­ρη της ανά­πτυ­ξη: «Ο πα­τέ­ρας την αμαρ­τία εκεί­νη/ σαν έκο­ψε το κυ­πα­ρίσ­σι στην πεί­να/ την ξε­χνά­ει/ στις φυ­τεί­ες του ου­ρα­νού». Οι κα­τα­λη­κτι­κοί αυ­τοί στί­χοι εκ­φρά­ζουν μία από τις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρες ιδιό­τη­τες της φύ­σης, κα­τά την Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Ο ου­ρα­νός, ως σύμ­βο­λο της με­τα­θα­νά­τιας ζω­ής, φι­λο­ξε­νεί «φυ­τεί­ες». Ο πα­ρά­δει­σος, στην ου­σία, ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να με τη φι­λο­σο­φι­κή θε­ώ­ρη­ση της ποι­ή­τριας, με τη φύ­ση, τη βλά­στη­ση. Ή, αλ­λιώς, η φύ­ση κα­θα­γιά­ζε­ται με­τέ­χο­ντας στα θεία. Κι ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο: η φύ­ση εί­ναι το συ­στα­τι­κό στοι­χείο των θεί­ων. Έτσι, «οι άγ­γε­λοι εί­ναι μί­σχοι/ και τα φτε­ρά φύλ­λα μπι­γκό­νιας» (από­σπα­σμα V από την ενό­τη­τα «Αγ­γε­λι­κά ποι­ή­μα­τα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Η γιορ­τή της Ανά­στα­σης, το Πά­σχα, ορί­ζε­ται διά της χλω­ρί­δας ως «άν­θος του χρό­νου» (ποί­η­μα «Το εγώ δεν αντέ­χει στην ιδέα του θα­νά­του», από τη συλ­λο­γή Μα­γδα­λη­νή, το με­γά­λο θη­λα­στι­κό του 1974). Ο εσω­τε­ρι­κός κό­σμος ερ­μη­νεύ­ει το σύ­μπαν ως πλά­ση θεία, ταυ­τι­ζό­με­νη με τη φύ­ση: «Τα μά­τια αγα­πούν/ ν’ αφο­σιώ­νο­νται/ σ’ ελά­χι­στες πτυ­χές/ του ορα­τού κό­σμου/ ενώ μέ­σα το ερ­γα­στή­ρι/ ερ­μη­νεύ­ει τις ει­κό­νες/ σε αγ­γέ­λους/ ή σ’ απο­χαι­ρε­τι­στή­ριες/ κάρ­τες με πεύ­κα» (ποί­η­μα «Ιστο­ρί­ες μα­τιών» από την ενό­τη­τα «Τα έντε­ρα», της συλ­λο­γής Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας του 1978). Τα πεύ­κα ταυ­τί­ζο­νται με τους αγ­γέ­λους, κα­θο­σιώ­νο­νται, και μα­ζί τους κα­θο­σιώ­νο­νται τα ερε­θί­σμα­τα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος κό­σμου, τα κι­νη­τή­ρια εσω­τε­ρι­κών διερ­γα­σιών. Τα πεύ­κα επα­νέρ­χο­νται και διά του ρε­τσι­νιού: «Χρι­στέ μου/ τι όμορ­φος που εί­σαι/ κι έχεις ένα όνο­μα/ σκλη­ρό σαν το ρε­τσί­νι/ […]» (ποί­η­μα «Μα­γδα­λη­νή, το με­γά­λο θη­λα­στι­κό», από την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή τού 1974). Ενερ­γο­ποιώ­ντας τις αι­σθή­σεις, η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ δεν συν­θέ­τει μό­νο μια οπτι­κή ει­κό­να· υπο­νο­εί πα­ράλ­λη­λα ότι η ομορ­φιά ευω­διά­ζει άρω­μα ρε­τσι­νιού, κα­θι­στώ­ντας την ει­κό­να της και οσφρη­τι­κή, ενώ ο εξα­για­σμός της θεϊ­κής ομορ­φιάς συ­ντε­λεί­ται και σε απτι­κό επί­πε­δο, με την τρα­χιά υφή του στε­ρε­ο­ποι­η­μέ­νου ρε­τσι­νιού.
Η κο­σμο­θε­ω­ρία της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ για τη λει­τουρ­γία της φύ­σης, εί­τε συ­μπυ­κνω­μέ­νη στο από­σπα­σμα V του ποι­ή­μα­τος «Στον τό­πο αυ­τό ύπνος και ξη­με­ρώ­μα­τα» εί­τε ανα­πτυγ­μέ­νη στο σύ­νο­λο των συλ­λο­γών της, στοι­χειο­θε­τεί­ται ως ένα από τα κε­ντρι­κά στοι­χεία της ποι­η­τι­κής της, το οποίο δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ευ­και­ρια­κά σε διά­σπαρ­τους στί­χους αλ­λά καλ­λιερ­γεί­ται συ­στη­μα­τι­κά από την ποι­ή­τρια. Την ει­κό­να συ­μπλη­ρώ­νει ίσως, με τρό­πο επι­βε­βαιω­τι­κό κι ενι­σχυ­τι­κό, ο ση­μα­ντι­κός αριθ­μός ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ όπου η φύ­ση πρω­το­στα­τεί ήδη από τον τί­τλο τους: Λύ­κοι και σύν­νε­φα (1963), Επί­λο­γος αέ­ρας (1990), Άδεια φύ­ση (1993), Ωραία έρη­μος η σάρ­κα (1996), Στον ου­ρα­νό του τί­πο­τα με ελά­χι­στα (2005). Η εύ­φο­ρη καλ­λιέρ­γεια της ποι­ή­τριας απο­δει­κνύ­ε­ται συ­νει­δη­τή και συ­στη­μα­τι­κή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: