Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/fysi-polykloni
Η φύση στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ συστήνεται μέσα από ένα πλήθος ανθισμένων κλωναριών της. Προβάλλεται ως η ουσία της ύπαρξης, καθαγιάζεται, συσχετίζεται με τη ζωική έξαψη και τον έρωτα, ενώ αξιοποιείται μεταφορικά ακόμη και για να προβάλλει τη σημασία αφηρημένων εννοιών, όπως ηθικών και ψυχικών αρετών. Η σχετική πραγμάτευση, αν και διάσπαρτη κι επανερχόμενη στις συλλογές της ποιήτριας, βρίσκει μια πολύ χαρακτηριστική της εφαρμογή στο απόσπασμα V του συνθετικού ποιήματος «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» από τη συλλογή Ποιήματα ’63-’69:
«Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα»
V
Κυκλικά κινείται το περιβόλι
γύρω απ’ τον ύπνο·
η μαστιχιά και το πεύκο
αγγίζονται ερωτικά.
Η μάνα ξαναγίνεται
σάκος υγρός
βαδίζω πάλι στον Παράδεισο
και σφίγγομαι, σφίγγομαι
με το σώμα μου μαζί
σαν ποτισμένο χώμα.
Θα ονειρευτώ κι απόψε ίσως
το τέλος του κόσμου
την έκρηξη του ήλιου
ως το κουκούτσι.
Ξέρω τι θα πει
“Δεν υπάρχει ελπίδα”
πριν ξυπνήσω.
Ησυχία… τα σκυλιά…
Ο πατέρας την αμαρτία εκείνη
σαν έκοψε το κυπαρίσσι στην πείνα
την ξεχνάει
στις φυτείες του ουρανού.»
Το απόσπασμα συμπυκνώνει στο σώμα του την περί φύσης κοσμοθεωρία της ποιήτριας. Οι πτυχές της φυσικής τούτης κοσμοθεωρίας απλώνονται σταδιακά σε όλη την έκταση του ποιήματος, κι επιβεβαιώνονται από το υπόλοιπο έργο της Αγγελάκη-Ρουκ. Η κεντρική θέση της χλωρίδας και των αρωμάτων της ήδη εντοπίζεται στους προλογικούς στίχους του ποιήματος: «Κυκλικά κινείται το περιβόλι/ γύρω απ’ τον ύπνο». Πρόκειται για ένα περιβόλι που ευωδιάζει, και παραπέμπει στον Διονύσιο Σολωμό και την γαλάζια πεταλούδα του από το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, η οποία «ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο». Η ίδια χλωρίδα διατρανώνει διαρκώς την παρουσία της: «Κλαρί λεμονανθού άνθιζ’ η καλοσύνη/ στο περβόλι σου» (ποίημα «Η άρνηση της Ιφιγένειας», από τη συλλογή Λύκοι και σύννεφα του 1963). Εδώ, μάλιστα, η κυριαρχία της καλοσύνης δηλώνεται τόσο με το ρήμα «ανθίζω», όσο και με το «περβόλι» που σηματοδοτεί ένα προσωπικό ανθρώπινο σύμπαν. Πλάι σε «αήττητες συκιές» (ποίημα «Εποχή ονείρων», από την ενότητα «Τρεις εποχές» της προαναφερθείσας συλλογής), στα «λουλούδια με τη βαριά μυρωδιά» που «σου ύγραιναν τα μάτια» (ποίημα «Εγώ, εσύ, ο επίλογος», από τη συλλογή Ποιήματα ’63-’69 του 1971), στην πορτοκαλιά και το γιασεμί που, αν και «ώρες μακριά», «σου κόβουν την ανάσα» (ποίημα «Το άλλο φως», από την ενότητα «Ποιήματα παύσης», της συλλογής Άδεια φύση του 1993), η μυγδαλιά εγγυάται την αισιοδοξία του ονείρου το οποίο, σημειωτέον, αποκτά υπόσταση ακριβώς στην κατάσταση του ύπνου: «Αλλά να η ανθισμένη μυγδαλιά/ με βάζει ξανά/ στα στοιχήματα της φύσης/ […] Να ο κλώνος/ η οικειότητά του/ με τα εύθραυστα λουλούδια/ κι η κεφαλή μου/ είναι ξανά αυτό το παράξενο φρούτο/ που ονειρεύεται…» (ποίημα «Το κεφάλι μου», από την ενότητα «Τα έντερα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Οι ευωδιές της φύσης, της γαζίας και του πεύκου, συναινούν σε μία «Ατμοσφαιρική ποίηση», σύμφωνα με το ομότιτλο ποίημα της συλλογής Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003): «Πόσα εικοσιτετράωρα απουσίας/ χρειάζεται ο αέρας/ για ν’ αδειάσει από τις εκπνοές/ του δέρματός σου/ για να επικρατήσει πάλι/ η γαζία, το πεύκο/ όλες οι ωραίες αναθυμιάσεις/ της απρόσωπης φύσης;». Η Αγγελάκη-Ρουκ αντιστρέφει τη μεταφορική χρήση της συνεκφοράς «Ατμοσφαιρική ποίηση» σε κυριολεκτική, για να προτείνει πια ως ποιητικό στοιχείο όχι απλώς το ιδιαίτερο κλίμα που υποβάλλουν οι στίχοι, αλλά την κυριολεκτική ατμόσφαιρα του φυσικού περιβάλλοντος στο ποιητικό της έργο.
Η ποιητική κοσμοθεωρία της Αγγελάκη-Ρουκ συνεχίζει να συγκροτείται σταδιακά στο ποίημα αναφοράς «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» (απόσπασμα V), με τους στίχους «η μαστιχιά και το πεύκο/ αγγίζονται ερωτικά». Η μορφή του έρωτα σωματοποιείται στα δέντρα μαστιχιά και πεύκο. Τα δέντρα «αγγίζονται ερωτικά». Η ίδια σχέση της φύσης με τον έρωτα καλλιεργείται από την ποιήτρια με συνέπεια. «Αιωνιότητα ο έρωτας κι η τρυφερότης./ Μυγδαλιές άνθιζαν στα σταυροδρόμια/ μυριάδες τα κορίτσια/ υπόσχονταν γιους κι αρραβωνιάσματα» (ποίημα «Η επιστροφή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου», από τη συλλογή Λύκοι και σύννεφα του 1963): η άνθιση του έρωτα, του σμιξίματος και της αναπαραγωγής, πυροδοτείται από την άνθιση της αμυγδαλιάς. Η σύνδεση της φύσης με τον έρωτα αποδίδεται γλαφυρά στην εικόνα των αντρών που «δένουν σαν φραγκόσυκα» όταν γίνονται αποδέκτες της αγάπης: «θυμάμαι πόσο αρέσει/ στους άντρες ν’ αγαπιούνται/ πώς δένουν σαν φραγκόσυκα/ σφιχτό χύνεται το μέλι/ απ’ τα αγκαθάκια/ και πέφτει η γύρη σαν βροχή/ απ’ το πελώριο κίτρινο/ λουλούδι της αγάπης» (ποίημα «Ο έρωτας κι ο κόσμος», από τη συλλογή Οι μνηστήρες του 1984). Η Αγγελάκη-Ρουκ επιμένει με ευθείες αποφάνσεις. «Φως να βγαίνει απ’ τις χλοερές χαραμάδες των φύλλων/ όπως παλιά απ’ τις ίριδες των εραστών./ Α! πότε η φυλλοβόλα ομορφιά/ θα μου επιβληθεί τελειωτικά/ πότε θα μάθω ότι η φύση όλη/ είναι έρωτας;» (ποίημα «Το άνθος διδάσκει», από τη συλλογή Η ύλη μόνη του 2001). Δεν συνδέονται, συνεπώς, οι εραστές με τη φύση μόνο διά του φωτός, αλλά η άμεση τοποθέτηση «η φύση όλη/ είναι έρωτας» δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών.
Η Αγγελάκη-Ρουκ οδηγεί κάποτε την ποιητική σχέση φύσης-έρωτα σε ιδιαίτερες πραγματεύσεις, όπως εκείνη του ποιήματος «Η ανθισμένη μυγδαλιά», από τη συλλογή Η ύλη μόνη του 2001: «[…]/ Όμως, καιρό πριν το ανώριμο ζουζούνι/ διαισθανθεί την άνοιξη/ η μυγδαλιά βρίσκετ’ εκεί/ παρούσα κι ανθισμένη/ με φόντο το κουρασμένο χιόνι·/ είναι εκεί περιποιημένη, με τα κλωναράκια της/ να σκύβουν καταδεχτικά/ πρώτη αυτή με λουλούδια/ να περιμένει, να αντέχει/ το θαύμα./ Η δύναμή της –έτσι έλκονται οι φτερωτοί–/ είναι που σ’ έρωτα ξέρει να μεταφράζει/ τα παγωμένα δευτερόλεπτα». Η μυγδαλιά ξέρει «να μεταφράζει» σε έρωτα την εκπνοή του χειμώνα και να προετοιμάζει τη γενικότερη ανοιξιάτικη άνθιση. Πλάι όμως στον κεντρικό αυτό άξονα, η ποιήτρια εισάγει αθόρυβα τους υπαινιγμούς της, καθώς τα φτερωτά ζουζούνια που έλκονται από τα άνθη του δέντρου δεν είναι οι μοναδικοί «φτερωτοί». Η ποιήτρια υπονοεί και τον φτερωτό θεό Έρωτα, σε μια απαιτητική ποιητική της τεχνική.
Η πραγμάτευση του αποσπάσματος V από το ποίημα «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» συνεχίζει με την παρουσίαση της ανάπτυξης του ανθρώπου, σωματικής και ηθικής, ως βλάστησης. Η βλάστηση νοείται εδώ ως εξέλιξη, όμως η επιλογή της ως όρου συνδεμένου με τη φύση δεν είναι διόλου τυχαία. «Η μάνα ξαναγίνεται/ σάκος υγρός/ βαδίζω πάλι στον Παράδεισο/ και σφίγγομαι, σφίγγομαι/ με το σώμα μου μαζί/ σαν ποτισμένο χώμα». Ο υπονοούμενος αμνιακός σάκος της μάνας είναι υγρός και ζωογονεί το σώμα «σαν ποτισμένο χώμα». Στην υγρασία αυτή ριζώνει η βλάστηση. Και η βλάστηση τροφοδοτεί το φως, την ελευθερία, την εσωτερική ανθρώπινη άνθιση. Η έλξη της φύσης είναι ακαταμάχητη, ένα ξελόγιασμα με την προσδοκία της προόδου, του φωτός που δεν εκπέμπεται από τον ήλιο παρά από τα ηλιοτρόπια: «γιασεμιά σε τράβηξαν ή μπιγκόνιες/ και φοβάσαι το βήμα σου/ μη σε ξελογιάσει στα χωράφια/ και φοβάσαι την πλάτη σου/ μην τρελαθεί κι αναλάβει το βάρος του κόσμου/ κι αναριγάς/ περιμένεις τα ηλιοτρόπια να σου φέξουν» (ποίημα «Εκπατρισμός», από τη συλλογή Λύκοι και σύννεφα του 1963). Η διεκδίκηση της ελευθερίας φέρει ως διακριτικό της ζωηρότητάς της τους λεμονανθούς: «ήμουνα κάποτε κι εγώ/ με λάσπες στο κεφάλι/ λεμονανθούς στ’ αυτιά/ φώναζα παθιασμένα:/ “Λευτερωθείτ’ απ’ τα δεσμά!”» (ποίημα «Οι μνηστήρες», από τη συλλογή Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης του 1977). Η εσωτερική άνθιση, πάλι, προϋποθέτει την αποδοχή των ανθρώπινων ατελειών, οι οποίες προσλαμβάνονται ως ανθισμένα ζουμπούλια: «κι οι ατέλειες της ζωής μας/ άνθιζαν ζουμπούλια/ στον μέσα κήπο» (ποίημα «Ο σκίουρος» της ενότητας «Και τα άλλα», από τη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Το ποιητικό σχέδιο της Αγγελάκη-Ρουκ οδηγεί, συνεπώς, στη συσχέτιση των ατελειών με τις λάσπες και το στεφάνωμά τους από λεμονανθούς και ζουμπούλια.
Το επόμενο στάδιο στη δόμηση του κομβικού αποσπάσματος V από το ποίημα «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» περιλαμβάνει τον προσδιορισμό της φύσης ως του βάθους και της ουσίας της ύπαρξης. «Θα ονειρευτώ κι απόψε ίσως/ το τέλος του κόσμου/ την έκρηξη του ήλιου/ ως το κουκούτσι». Ο πυρήνας του κόσμου δηλώνεται με τον φυτικό όρο «κουκούτσι». Για τα συμβαίνοντα στο μεδούλι του σύμπαντος η Αγγελάκη-Ρουκ επιβεβαιώνει: «πιο μέσα ακόμα [σ.σ.: στον άνθρωπο] βρίσκεται/ το φυτώριο των φύλλων/ ενώ άγνωστος παραμένει πάντα/ ο φυτευτής» (ποίημα «Το πρόσωπο στον έρωτα», από τη συλλογή Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης του 1977). Κι αν το «φυτώριο των φύλλων» ανακαλεί ίσως και τα φυλλοκάρδια, φύση και καρδιά αποδίδουν επίσης καρπούς συναισθηματικούς. Και τούτο φαίνεται ότι το επιβεβαιώνει και το φύλλωμα της χαρουπιάς: «Το φύλλωμα της χαρουπιάς/ κρύβει κάτι τρεμάμενο κι αόρατο/ αισθητό μόνο σ’ εκείνο το τρεμάμενο κι αόρατο/ που ’χουμε μέσα μας» (ποίημα «Ο μύστης» της ενότητας «Προσωποποιήσεις τέλους», από τη συλλογή Ωραία έρημος η σάρκα του 1996). Η ποιήτρια θα επιβεβαιώσει ακόμη εμφαντικότερα την πεποίθησή της πως η φύση είναι η ουσία της ύπαρξης, με ρητή τοποθέτηση στους στίχους «Αν στερεωθεί το ον στη φύση/ […] ο άγγελος θα σηκώσει το κάδρο ψηλά/ κι η εικόνα θα χυθεί σαν χαλί/ και θα μας συνεπάρει» (απόσπασμα Χ από την ενότητα «Αγγελικά ποιήματα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Άλλωστε χωρίς τη φύση, χωρίς το πεύκο, απομένει μόνο το «τίποτα»: «ανακαλύπτω τον ουρανό· είναι θολωτός/ όπως τον ήξερα/ μόνο που κλείνει μέσα του το τίποτα/ αντί για το πεύκο και τη φωτογραφία/ του καλοκαιριού» (απόσπασμα Ι από την ενότητα «Αγγελικά ποιήματα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Καθώς το πεύκο αντιπαραβάλλεται στο τίποτα, η φύση ανάγεται στο παν. Μάλιστα, η Αγγελάκη-Ρουκ προεκτείνει τη θεώρησή της στην ποιητική της, εντοπίζοντας στη φύση τα πηγαία νάματα των λέξεών της: «η λέξη μόνο βγαίνει/ από τη λέξη/ κι η ιδιοσυγκρασία της/ αναβλύζει ολόκληρη/ σαν φύση» (ποίημα «Για την ποίηση» της ενότητας «Και τα άλλα», από τη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978).
Σε συνέχεια των παραπάνω, η καταστροφή της φύσης λογίζεται ως αμαρτία. «Ο πατέρας την αμαρτία εκείνη/ σαν έκοψε το κυπαρίσσι στην πείνα […]» («Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα»). Η κοπή του κυπαρισσιού συνιστά για τον πατέρα αμαρτία. Όταν η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος παύει να είναι μερική και προσλαμβάνει διαστάσεις καθολικής επέμβασης, το πρόβλημα επιτείνεται. «Ολάνθιστοι ευκάλυπτοι/ αρρωσταίνουν το τοπίο·/ μυρίζει χειρουργείο/ τα φύλλα νυστέρια μυτερά/ διαμελίζουν το φως./ Πένης η πολυάνθρωπη φύση/ σε χόρτα και νερά/ αντί για φωλιές αετών/ ψηλά στους βράχους/ τ’ ατσάλινα σπίτια των αστών» (ποίημα «Φαίδρος ’81», από τη συλλογή Ενάντιος έρωτας του 1982). Τα «ατσάλινα σπίτια των αστών» έχουν, επομένως, αντικαταστήσει το φυσικό περιβάλλον, μετατρέποντάς το σε αστικό τοπίο, κι εξορίζοντας τις φωλιές των αετών και, κατ’ επέκταση, της υπόλοιπης πανίδας. Συνέπεια της εξέλιξης είναι η πενία («Πένης η πολυάνθρωπη φύση»), για ένα τοπίο όπου ο άνθρωπος έχει κυριαρχήσει σε βάρος των υπόλοιπων πλασμάτων, εξωθώντας τα σε συρρίκνωση ή και σε αφανισμό. Μπροστά στην καταστροφή αυτή, η απάντηση της Αγγελάκη-Ρουκ είναι και πάλι η φύση. «Οι καταστροφές θα δείξουν/ την άλλη τους όψη/ της σωτηρίας/ και το επιθανάτιο χώμα θα χωρέσει/ ολόκληρο/ στη λέξη ΦΥΤΡΩΝΩ» (απόσπασμα ΙΧ από την ενότητα «Αγγελικά ποιήματα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Αν, λοιπόν, η καταστροφή κι ο θάνατος σημαίνουν την ταφή του πτώματος, το «επιθανάτιο χώμα» είναι ήδη φορέας ταυτόχρονα της ζωής, αφού αποτελεί το υπόστρωμα όπου θα «φυτρώσει» εκ νέου η ζωή. Τα κεφαλαία γράμματα, εξάλλου, της ποιήτριας τονίζουν εμφαντικά ακριβώς την αναγέννηση.
Το απόσπασμα V του ποιήματος «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» ολοκληρώνεται με δύο ακόμη στίχους, συμπληρωματικούς της περιόδου που παρατέθηκε νωρίτερα ημιτελής. Η επιλογική περίοδος στην πλήρη της ανάπτυξη: «Ο πατέρας την αμαρτία εκείνη/ σαν έκοψε το κυπαρίσσι στην πείνα/ την ξεχνάει/ στις φυτείες του ουρανού». Οι καταληκτικοί αυτοί στίχοι εκφράζουν μία από τις χαρακτηριστικότερες ιδιότητες της φύσης, κατά την Αγγελάκη-Ρουκ. Ο ουρανός, ως σύμβολο της μεταθανάτιας ζωής, φιλοξενεί «φυτείες». Ο παράδεισος, στην ουσία, ταυτίζεται, σύμφωνα με τη φιλοσοφική θεώρηση της ποιήτριας, με τη φύση, τη βλάστηση. Ή, αλλιώς, η φύση καθαγιάζεται μετέχοντας στα θεία. Κι ακόμη περισσότερο: η φύση είναι το συστατικό στοιχείο των θείων. Έτσι, «οι άγγελοι είναι μίσχοι/ και τα φτερά φύλλα μπιγκόνιας» (απόσπασμα V από την ενότητα «Αγγελικά ποιήματα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Η γιορτή της Ανάστασης, το Πάσχα, ορίζεται διά της χλωρίδας ως «άνθος του χρόνου» (ποίημα «Το εγώ δεν αντέχει στην ιδέα του θανάτου», από τη συλλογή Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό του 1974). Ο εσωτερικός κόσμος ερμηνεύει το σύμπαν ως πλάση θεία, ταυτιζόμενη με τη φύση: «Τα μάτια αγαπούν/ ν’ αφοσιώνονται/ σ’ ελάχιστες πτυχές/ του ορατού κόσμου/ ενώ μέσα το εργαστήρι/ ερμηνεύει τις εικόνες/ σε αγγέλους/ ή σ’ αποχαιρετιστήριες/ κάρτες με πεύκα» (ποίημα «Ιστορίες ματιών» από την ενότητα «Τα έντερα», της συλλογής Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας του 1978). Τα πεύκα ταυτίζονται με τους αγγέλους, καθοσιώνονται, και μαζί τους καθοσιώνονται τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος κόσμου, τα κινητήρια εσωτερικών διεργασιών. Τα πεύκα επανέρχονται και διά του ρετσινιού: «Χριστέ μου/ τι όμορφος που είσαι/ κι έχεις ένα όνομα/ σκληρό σαν το ρετσίνι/ […]» (ποίημα «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό», από την ομώνυμη συλλογή τού 1974). Ενεργοποιώντας τις αισθήσεις, η Αγγελάκη-Ρουκ δεν συνθέτει μόνο μια οπτική εικόνα· υπονοεί παράλληλα ότι η ομορφιά ευωδιάζει άρωμα ρετσινιού, καθιστώντας την εικόνα της και οσφρητική, ενώ ο εξαγιασμός της θεϊκής ομορφιάς συντελείται και σε απτικό επίπεδο, με την τραχιά υφή του στερεοποιημένου ρετσινιού.
Η κοσμοθεωρία της Αγγελάκη-Ρουκ για τη λειτουργία της φύσης, είτε συμπυκνωμένη στο απόσπασμα V του ποιήματος «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα» είτε αναπτυγμένη στο σύνολο των συλλογών της, στοιχειοθετείται ως ένα από τα κεντρικά στοιχεία της ποιητικής της, το οποίο δεν εμφανίζεται ευκαιριακά σε διάσπαρτους στίχους αλλά καλλιεργείται συστηματικά από την ποιήτρια. Την εικόνα συμπληρώνει ίσως, με τρόπο επιβεβαιωτικό κι ενισχυτικό, ο σημαντικός αριθμός ποιητικών συλλογών της Αγγελάκη-Ρουκ όπου η φύση πρωτοστατεί ήδη από τον τίτλο τους: Λύκοι και σύννεφα (1963), Επίλογος αέρας (1990), Άδεια φύση (1993), Ωραία έρημος η σάρκα (1996), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005). Η εύφορη καλλιέργεια της ποιήτριας αποδεικνύεται συνειδητή και συστηματική.