Εξαιρετικό ποίημα, από τα αντιπροσωπευτικότερα της Κατερίνας, και δίχως αμφιβολία ένα από τα εμβληματικότερα μεταπολεμικά. Εντούτοις, τι είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει, δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω. Ξέρω μόνον να πω ότι το αγάπησα, όπως αγάπησα δεκάδες άλλα της. Συνήθως έτσι συμβαίνει: δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό που στην τέχνη μάς συγκινεί. Αν αρχίσεις να το ερευνάς περισσότερο, ενδέχεται να καταλήξεις κάπου, αλλά το πιθανότερο είναι να χαθείς στον λαβύρινθο με τους γρίφους, που σαν σε λάκκο λεόντων, μπορούν να σε κατασπαράξουν.
Έτσι και για την ποίηση της Κατερίνας τόσα και τόσα θα μπορούσαν —έχουν άλλωστε ήδη— να γραφτούν για την αξιοποίηση των —αληθινών ή όχι;— βιωματικών εμπειριών από το ποιητικό υποκείμενο· την αμεσότητα/προφορικότητα του αφηγηματικού μονολόγου· την ευρηματικότητα στην χρήση των συμβόλων —ή/και καλύτερα, ψευδοσυμβόλων— καθώς και για την ευφάνταστη σκηνοθεσία, διά της οποίας η εκάστοτε «ουλή» κάθεται πλέον στο τιμόνι των λέξεων, για να μετουσιωθεί σε αστέρι που λάμπει ώς Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα.
Αναμφίβολα, μία πολύ σημαντική πτυχή της ποιητικής της Αγγελάκη-Ρουκ, έχει να κάνει με τον πρωτεύοντα ρόλο που παίζει στο έργο της η γλώσσα αυτή του σώματος, την οποία η ποιήτρια δεν διστάζει να διαχειριστεί και με το παραπάνω, αξιοποιώντας την εντέλει σε μία ποίηση «οραματική, αφού το σώμα είναι και μάτι και τοπίο», όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Weissbort, ένας από τους δεκάδες θαυμαστές του έργου της.
Ειδικά στον Επίλογο αέρα, επιχειρείται ένας ενδιαφέρον βιογραφικός/ποιητικός απολογισμός, που ανάγεται σε κοινό τόπο και σε ύστερα βιβλία της Αγγελάκη-Ρουκ. Γενικά, είναι άξιο θαυμασμού ότι ουδέποτε επαναπαύεται σε μία πεπατημένη, αλλά είναι ανοιχτή στον πειραματισμό, εξ ου και παραμένει ως και στα τελευταία της έργα, μία διακριτή μεν φωνή, χωρίς όμως, ουδόλως να αυτομιμείται. Θεωρώ ότι ο συνδυασμός αυτός συνιστά μία από τις μεγαλύτερες αρετές της, και στην πράξη κάθε άλλο παρά εύκολος είναι. Απεναντίας, απαιτεί μαστοριά, ευφυία, η οποία να μην ξεπέφτει στην επίδειξη ευρηματικότητας, και πάνω απ’ όλα, χρειάζεται ένα εφαλτήριο που να την νομιμοποιεί συγκινησιακά. Και η Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα, συνδυάζοντας την άρτια οικονομημένη ποιητική αφήγηση, με ένα εκ των έσω απόθεμα ψυχής.
Υπό αυτούς τους όρους, όταν μεταθανάτια μιλάμε για μία τόσο σημαντική, και συγχρόνως δημοφιλή ποιήτρια, σαν την Ρουκ, δεν ξέρω πόσο νόημα θα είχε να καταθέσω ένα ακόμη φιλολογικό κείμενο που να αξιώνεται να κείται, στο παρόν Αφιέρωμα, πλάι στις κορυφογραμμές της σύγχρονης λογοτεχνικής μας κριτικής, τις οποίες δεν μπορεί με τίποτα να φτάσει, η ορειβατική μου ικανότητα.
Και ούτε θεωρώ ότι θα είχα, κι εγώ απ’ τη μεριά μου, να προσφέρω κάτι ουσιώδες στην απόπειρά μου, να ανιχνεύσω τι είναι αυτό που κι εμένα με κυριεύει σε αυτήν την βουλιμική και συγχρόνως ανόρεκτη της ύπαρξης φωνή. Ίσως το μόνο που θα προσυπέγραφα είναι ότι, πίσω από αυτό που αρκετοί αντιλαμβάνονται ως καθαρά «σωματική» γραφή, εγώ αφουγκράζομαι μία έως θανάτου «ερωτική» φωνή, εξ ου και βρίσκω την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, υπαρξιακή, κατά βάση.
Το σίγουρο είναι ότι, ήδη από πολύ νωρίς, απ’ τους Λύκους και σύννεφα, και τα Ποιήματα ’63-’69, η ποιήτρια είχε διακριθεί «για τη βεβαιότητα μιας κατακτημένης γλώσσας», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε σε βιβλιοκρισία του, τον Νοέμβριο του 1970, ο επίσης νέος τότε, Βασίλης Στεριάδης, μιλώντας ενθουσιωδώς για «μία σκηνοθεσία έρωτος» ή μάλλον για «συντέλεια του έρωτος και μια μυρωδιά θανάτου»: πρώιμη λοιπόν, καίρια επισήμανση του υπαρξιακού χαρακτήρα της γραφής της, από έναν κριτικό που επτά χρόνια αργότερα, θα επιδοκιμάσει τον τρόπο που η ποιήτρια χειρίζεται, μεταξύ άλλων, την ανθρώπινη απουσία.[4]
Γενικά, η αποτίμηση ακόμη και της πρώιμης περιόδου της Αγγελάκη-Ρουκ είναι, κατά το πλείστον, θετική, ενώ τονίζεται ιδιαιτέρως και η διακειμενικότητά της με σημαντικούς προγόνους. Έτσι, ο Τάσος Λιγνάδης αναφέρεται, λ.χ., στην «“μπολιβαρική” ερμηνεία του “κατακτητή” της ουσίας των πραγμάτων ή του “τίποτα”», αναφερόμενος στην επίδρασή της από τον Νίκο Εγγονόπουλο. Αλλού, χαρακτηρίζει την Αγγελάκη-Ρουκ «σεφερική», ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεση της ενότητας «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα»· ή μιλά για το «ελυτικό ψιθύρισμα» και για τον «φιλτραρισμένο καβαφισμό» της.[5]
Όταν λοιπόν, από τις πρώτες της εμφανίσεις, η ποιήτρια είχε λάβει τέτοιες κριτικές, δεν μπαίνω καν στον πειρασμό να παραστήσω κι εγώ μία ακόμη κριτικό του έργου της. Δεν μου μένει παρά να καταθέσω ότι πραγματικά αισθάνομαι τυχερή, που μου δόθηκε η ευκαιρία να την διαβάσω σχετικά νωρίς, ως άλλη Πηνελόπη που δεν ύφαινε ούτε έπλεκε· ως άλλη Μαγδαληνή θηλαστικό· ως άλλη Ιφιγένεια που αρνήθηκε· και τέλος, ως ύστερη φίλη, της κοινής μας φίλης, Μαρίας Σερβάκη, μέσω της οποίας, πολύ αργότερα γνώρισα την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Αν και στενές φίλες δεν γίναμε ποτέ, μπορώ να πω ότι ευθύς εξαρχής την αισθάνθηκα οικεία. Είναι άλλωστε γνωστά, εκτός από την εξαιρετική της ποίηση, που όλοι αγαπήσαμε, η αμεσότητα του χαρακτήρα της, το καυστικό της χιούμορ, και η τρυφερότητα με την οποία αγκάλιαζε τους συναδέλφους της, ιδιαίτερα τους νέους, τρυφερότητα την οποία, κυρίως τα τελευταία χρόνια, είχα την τύχη κι εγώ να καρπωθώ, και μάλιστα εμπράκτως, για ίδια οφέλη, εξ ου και γι’ αυτά δεν δικαιούμαι να ομιλώ. Όμως, το να αναφερθώ γενικά, στην γενναιοδωρία της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ προς τους συναδέλφους της, νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον. Επέλεξα, για την ακρίβεια, να επικεντρωθώ στην μεγαλοψυχία της προς τις γυναίκες της ποίησης, εστιάζοντας σε «Τρία ποιήματα της καρδιάς», που αποτίουν φόρο τιμής προς τρεις σημαντικές σύγχρονές της.
Ξεκινώ αντίστροφα, από το τρίτο ποίημα «Γιατί στην καρδιά καμιά φορά τα ζώα…», που είναι αφιερωμένο «Στη Μαρία Σερβάκη»: