Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/adeia-fysi-me-tria-ena-poiimata-tis-kardias
Στην Λιάνα Σακελλίου που ξέρει
να διαβάζει πίσω απ’ τις λέξεις και τις… φωτογραφίες
Η γλώσσα κι εδώ δεν ντρέπεται: Δηλώνει μεγάλες ιδέες τις οποίες συγχρόνως σαμποτάρει. Είναι πάλι η Αγγελάκη που ξέρουμε! Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι, ναι, η ποίησή της, ήταν και είναι ερωτική, αν μ’ αυτό εννοούμε τη φωνή του σώματος ή το σώμα που αποκτά φωνή. Και συγχρόνως ήταν και —πολύ περισσότερο τώρα— είναι οραματική, αφού το σώμα είναι και μάτι και τοπίο. Συγχρόνως το σώμα δεν έχει άλλη γλώσσα από τον εαυτό του. Η Αγγελάκη πλησίασε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε ποιητή που ξέρω, στο να κάνει το σώμα να μιλάει μια αναγνωρίσιμη γλώσσα.[1]
Με αυτά τα λόγια υποδεχόταν το 1998 την αγγλική έκδοση του Επίλογου αέρα —ως From Purple into Night— της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ο επιφανής Βρετανός ποιητής και συνιδρυτής —με τον Ted Hughes— του έγκριτου περιοδικού Modern Poetry in Translation, Daniel Weissbort.[2] Το κείμενό του, σε μετάφραση της ίδιας από τα αγγλικά, συμπεριλήφθηκε, στο Αφιέρωμα του περιοδικού Ελίτροχος για την ποιήτρια, και παραμένει ώς σήμερα ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα για την ποίησή της, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος διαβάζει με το ανάλογο δέος, μία ομότεχνή του, Ευρωπαία ποιήτρια, όπως αναμφίβολα η ίδια είναι.
Φυσικά το «κι εδώ», στην αρχή του κειμένου του Weissbort, αφορά στα ποιήματα του Επίλογου αέρα, ένα βιβλίο που επικυρώνει πως ήδη από καιρό είχε μεταβεί στην ωριμότητά της. Σε αυτό, άλλωστε, περιέχεται η εμβληματική «Ουλή» της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, την οποία η ηλεκτρονική έκδοση του Αφιερώματος στον διαδικτυακό πλέον Χάρτη, μου επιτρέπει να την παραθέσω ολόκληρη, χωρίς τον περιορισμό δηλαδή που θα μου επιβαλλόταν για ένα κείμενο προοριζόμενο σε κάποια έντυπη περιοδική έκδοση:
Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο άπηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στ’ ανοιχτά μου μάτια,
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτρια της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή
να ’μαι ευγνώμων θα ’πρεπε για το πετσοκομμένο δώρο
της ύπαρξης ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ώς το τέλος;
Έζησα κι άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου
από κομμένα φιγουρίνια· Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου
η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύβους γνωστούς
σπιτικές φωνές: «Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;»
Η κουζίνα και η χάρτινή μου φαντασία —
τόσο νωρίς λοιπόν χαράσσονται οι πόλοι;[3]
Εξαιρετικό ποίημα, από τα αντιπροσωπευτικότερα της Κατερίνας, και δίχως αμφιβολία ένα από τα εμβληματικότερα μεταπολεμικά. Εντούτοις, τι είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει, δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω. Ξέρω μόνον να πω ότι το αγάπησα, όπως αγάπησα δεκάδες άλλα της. Συνήθως έτσι συμβαίνει: δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό που στην τέχνη μάς συγκινεί. Αν αρχίσεις να το ερευνάς περισσότερο, ενδέχεται να καταλήξεις κάπου, αλλά το πιθανότερο είναι να χαθείς στον λαβύρινθο με τους γρίφους, που σαν σε λάκκο λεόντων, μπορούν να σε κατασπαράξουν.
Έτσι και για την ποίηση της Κατερίνας τόσα και τόσα θα μπορούσαν —έχουν άλλωστε ήδη— να γραφτούν για την αξιοποίηση των —αληθινών ή όχι;— βιωματικών εμπειριών από το ποιητικό υποκείμενο· την αμεσότητα/προφορικότητα του αφηγηματικού μονολόγου· την ευρηματικότητα στην χρήση των συμβόλων —ή/και καλύτερα, ψευδοσυμβόλων— καθώς και για την ευφάνταστη σκηνοθεσία, διά της οποίας η εκάστοτε «ουλή» κάθεται πλέον στο τιμόνι των λέξεων, για να μετουσιωθεί σε αστέρι που λάμπει ώς Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα.
Αναμφίβολα, μία πολύ σημαντική πτυχή της ποιητικής της Αγγελάκη-Ρουκ, έχει να κάνει με τον πρωτεύοντα ρόλο που παίζει στο έργο της η γλώσσα αυτή του σώματος, την οποία η ποιήτρια δεν διστάζει να διαχειριστεί και με το παραπάνω, αξιοποιώντας την εντέλει σε μία ποίηση «οραματική, αφού το σώμα είναι και μάτι και τοπίο», όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Weissbort, ένας από τους δεκάδες θαυμαστές του έργου της.
Ειδικά στον Επίλογο αέρα, επιχειρείται ένας ενδιαφέρον βιογραφικός/ποιητικός απολογισμός, που ανάγεται σε κοινό τόπο και σε ύστερα βιβλία της Αγγελάκη-Ρουκ. Γενικά, είναι άξιο θαυμασμού ότι ουδέποτε επαναπαύεται σε μία πεπατημένη, αλλά είναι ανοιχτή στον πειραματισμό, εξ ου και παραμένει ως και στα τελευταία της έργα, μία διακριτή μεν φωνή, χωρίς όμως, ουδόλως να αυτομιμείται. Θεωρώ ότι ο συνδυασμός αυτός συνιστά μία από τις μεγαλύτερες αρετές της, και στην πράξη κάθε άλλο παρά εύκολος είναι. Απεναντίας, απαιτεί μαστοριά, ευφυία, η οποία να μην ξεπέφτει στην επίδειξη ευρηματικότητας, και πάνω απ’ όλα, χρειάζεται ένα εφαλτήριο που να την νομιμοποιεί συγκινησιακά. Και η Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα, συνδυάζοντας την άρτια οικονομημένη ποιητική αφήγηση, με ένα εκ των έσω απόθεμα ψυχής.
Υπό αυτούς τους όρους, όταν μεταθανάτια μιλάμε για μία τόσο σημαντική, και συγχρόνως δημοφιλή ποιήτρια, σαν την Ρουκ, δεν ξέρω πόσο νόημα θα είχε να καταθέσω ένα ακόμη φιλολογικό κείμενο που να αξιώνεται να κείται, στο παρόν Αφιέρωμα, πλάι στις κορυφογραμμές της σύγχρονης λογοτεχνικής μας κριτικής, τις οποίες δεν μπορεί με τίποτα να φτάσει, η ορειβατική μου ικανότητα.
Και ούτε θεωρώ ότι θα είχα, κι εγώ απ’ τη μεριά μου, να προσφέρω κάτι ουσιώδες στην απόπειρά μου, να ανιχνεύσω τι είναι αυτό που κι εμένα με κυριεύει σε αυτήν την βουλιμική και συγχρόνως ανόρεκτη της ύπαρξης φωνή. Ίσως το μόνο που θα προσυπέγραφα είναι ότι, πίσω από αυτό που αρκετοί αντιλαμβάνονται ως καθαρά «σωματική» γραφή, εγώ αφουγκράζομαι μία έως θανάτου «ερωτική» φωνή, εξ ου και βρίσκω την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, υπαρξιακή, κατά βάση.
Το σίγουρο είναι ότι, ήδη από πολύ νωρίς, απ’ τους Λύκους και σύννεφα, και τα Ποιήματα ’63-’69, η ποιήτρια είχε διακριθεί «για τη βεβαιότητα μιας κατακτημένης γλώσσας», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε σε βιβλιοκρισία του, τον Νοέμβριο του 1970, ο επίσης νέος τότε, Βασίλης Στεριάδης, μιλώντας ενθουσιωδώς για «μία σκηνοθεσία έρωτος» ή μάλλον για «συντέλεια του έρωτος και μια μυρωδιά θανάτου»: πρώιμη λοιπόν, καίρια επισήμανση του υπαρξιακού χαρακτήρα της γραφής της, από έναν κριτικό που επτά χρόνια αργότερα, θα επιδοκιμάσει τον τρόπο που η ποιήτρια χειρίζεται, μεταξύ άλλων, την ανθρώπινη απουσία.[4]
Γενικά, η αποτίμηση ακόμη και της πρώιμης περιόδου της Αγγελάκη-Ρουκ είναι, κατά το πλείστον, θετική, ενώ τονίζεται ιδιαιτέρως και η διακειμενικότητά της με σημαντικούς προγόνους. Έτσι, ο Τάσος Λιγνάδης αναφέρεται, λ.χ., στην «“μπολιβαρική” ερμηνεία του “κατακτητή” της ουσίας των πραγμάτων ή του “τίποτα”», αναφερόμενος στην επίδρασή της από τον Νίκο Εγγονόπουλο. Αλλού, χαρακτηρίζει την Αγγελάκη-Ρουκ «σεφερική», ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεση της ενότητας «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα»· ή μιλά για το «ελυτικό ψιθύρισμα» και για τον «φιλτραρισμένο καβαφισμό» της.[5]
Όταν λοιπόν, από τις πρώτες της εμφανίσεις, η ποιήτρια είχε λάβει τέτοιες κριτικές, δεν μπαίνω καν στον πειρασμό να παραστήσω κι εγώ μία ακόμη κριτικό του έργου της. Δεν μου μένει παρά να καταθέσω ότι πραγματικά αισθάνομαι τυχερή, που μου δόθηκε η ευκαιρία να την διαβάσω σχετικά νωρίς, ως άλλη Πηνελόπη που δεν ύφαινε ούτε έπλεκε· ως άλλη Μαγδαληνή θηλαστικό· ως άλλη Ιφιγένεια που αρνήθηκε· και τέλος, ως ύστερη φίλη, της κοινής μας φίλης, Μαρίας Σερβάκη, μέσω της οποίας, πολύ αργότερα γνώρισα την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Αν και στενές φίλες δεν γίναμε ποτέ, μπορώ να πω ότι ευθύς εξαρχής την αισθάνθηκα οικεία. Είναι άλλωστε γνωστά, εκτός από την εξαιρετική της ποίηση, που όλοι αγαπήσαμε, η αμεσότητα του χαρακτήρα της, το καυστικό της χιούμορ, και η τρυφερότητα με την οποία αγκάλιαζε τους συναδέλφους της, ιδιαίτερα τους νέους, τρυφερότητα την οποία, κυρίως τα τελευταία χρόνια, είχα την τύχη κι εγώ να καρπωθώ, και μάλιστα εμπράκτως, για ίδια οφέλη, εξ ου και γι’ αυτά δεν δικαιούμαι να ομιλώ. Όμως, το να αναφερθώ γενικά, στην γενναιοδωρία της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ προς τους συναδέλφους της, νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον. Επέλεξα, για την ακρίβεια, να επικεντρωθώ στην μεγαλοψυχία της προς τις γυναίκες της ποίησης, εστιάζοντας σε «Τρία ποιήματα της καρδιάς», που αποτίουν φόρο τιμής προς τρεις σημαντικές σύγχρονές της.
Ξεκινώ αντίστροφα, από το τρίτο ποίημα «Γιατί στην καρδιά καμιά φορά τα ζώα…», που είναι αφιερωμένο «Στη Μαρία Σερβάκη»:
Γιατί στη καρδιά καμιά φορά τα ζώα
μιλούν λαχανιαστά,
μιλούν με την αφοσίωση και την ασυδοσία τους
πιο πολύ σε στιγμές παύσης για τον άνθρωπο
όταν έχει πια οχυρωθεί ο έρωτας πίσω απ’ το παρελθόν;
Γρυλίζει, κυνηγάει, θωπεύει
μέσα στον ύπνο του το ζώο
κι όταν ξυπνά ξέρει να εκτιμά ό,τι του δόθηκε
αλλά και να παραπονεύεται για ένα αβέβαιο μέλλον.
Η μέρα του αρχίζει με τεντώματα του σώματος
για να καταλάβει όλο το φως
ενώ είναι έτοιμο κάθε στιγμή
ν’ ακολουθήσει τη μύτη και τα μηνύματα.
Σύννεφα κι έπειτα ψιχάλα αραχνοΰφαντη·
λίγο μόλις βράχηκε το τρίχωμα…
Τη συνήθεια και την έκπληξη
μπρος στις αλλαγές της φύσης,
μόνο τα ζώα ξέρουν να συνδυάζουν.
Κι εμείς τί περιμένουμε από δαύτα
έξω από μια τρυφερότητα
και την ευγνωμοσύνη που τους χρωστάμε
γιατί δε ρωτάνε τι την κάναμε τη ζωή μας
αλλά με το μουσούδι στο γόνατό μας
μας περιμένουν ακόμη ν’ ανθίσουμε;
Πέρασε και τούτη η μέρα
με φαγητά και βόλτες
και κείνα τα αβάσταχτα νέα
δεν του τα ’πα· δεν θα πίστευε ποτέ
πως πεθαίνουν αθόρυβα σαν τα κουτάβια
πλάσματα που είχαν μπει στη ζωή μας
μ’ εκρήξεις λάμψης.
Θα κοιμηθείς έξω ή μέσα απόψε,
ζώο καλό που δε λογαριάζεις
κανένα συναίσθημα για υπερβολή;
Θα ’σαι έξω με την ουρά ψηλά
να φυλάς ένα μικρό πάρτι
από φόβους που γίνεται μέσα
ή στο χαλί κουλουριασμένο
στο στημένο σκηνικό του δωματίου
θα υποκρίνεσαι και συ σαν κι εμάς
πως δεν έχει παρόν ο θάνατος;
Αλλά αέρας σηκώθηκε ξαφνικός·
σκορπάει φύλλα, σύννεφα…
Η άμαξα που περνάει
—Ποτέ σου δεν το χώνεψες
αυτό το ψωροπερήφανο άλογο—
σε τραβάει στο περιβόλι.
Στέκεσαι στην αυλόπορτα δισταχτικό·
από δω αρχίζουν όλα τα δικά της
σκέφτεσαι.[6]
Είναι γνωστή σε όλους η αγάπη της Σερβάκη για τα ζώα, και ειδικά για τις γάτες, όπως και ότι, καθ’ όλη τη ζωή της, η ίδια συμβίωνε με έναν ικανό αριθμό —από τριάντα ώς εκατό— κατοικίδιων, χώρια τις περιφερόμενες στη γειτονιά που τις τάιζε σε καθημερινή βάση. Η λατρεία στις γάτες και στην ποίηση, υπήρξε ένα από τα κύρια θέματα στις συζητήσεις τους με την Κατερίνα, με την οποία συνδέονταν με φιλία και αμοιβαία εκτίμηση. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τον αλληλοθαυμασμό τους, τον εξέφραζαν, με κάθε ευκαιρία, περισσότερο δημόσια, παρά ιδιωτικά η μία στην άλλη. Ειδικά η Κατερίνα, δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει ότι στη Σερβάκη χρωστάει ό,τι μπόρεσε ποτέ να συλλάβει από την ουσία της ποίησης, ομολογία ανέλπιστα γενναιόδωρη προς συνάδελφο.[7]
Στην Άδεια φύση, μια συλλογή ευρύτερου υπαρξιακού προβληματισμού, που αγγίζει τα όρια της πολιτικής ηθικής, η Αγγελάκη-Ρουκ τής αφιερώνει λοιπόν, αυτό το τρυφερό ποίημα, που θα μπορούσε να διαβαστεί ως πραγματεία γύρω από τη μεταφυσική του τέλους. Είναι σαν να συμπληρώνεται το αίσθημα της απώλειας του θανάτου, από τα μάτια των υπόλοιπων πλασμάτων αυτού του κόσμου: των κατοικίδιων που «στην καρδιά καμιά φορά […] μιλούν λαχανιαστά», κι εντέλει χαράζουν την μοίρα των ανθρώπων, περισσότερο απ’ όσο οι ίδιοι γνωρίζουν. Κανείς άλλωστε δεν ξέρει εάν… και γιατί… και ποιος: άνθρωπος/γάτα/Εσύ «με την ουρά ψηλά […] θα υποκρίνεσαι και συ σαν και μας / πως δεν έχει παρόν ο θάνατος;». Κανείς δεν ξέρει εάν είναι στον χαρακτήρα του ζώου το βάθος της λύπης και η ικανότητά του να την εκφράσει ή/και να την υποκριθεί.
Παρεμπιπτόντως, τρία χρόνια αργότερα, η ίδια σχολιάζοντας τη συλλογή της Λυπιού, καταθέτει πως: «Για να πολιτογραφηθεί κανείς στη Λυπιού δεν φτάνει να ’ναι λυπημένος». Χρειάζεται η θλίψη του να έχει ορισμένο «ύφος και υφή, να υπάρχει μια εσωτερική γνώση για το περιεχόμενό της», και η ίδια αποδείχτηκε, δίχως αμφιβολία, μαιτρ στη διήγηση της λύπης, ανθρώπων, και λοιπών πλασμάτων. Κι εν προκειμένω, δεόντως η Ρουκ εμβάθυνε στο αίσθημα πιθανόν και της γάτας της Σερβάκη, που, δεν μπορεί… κάποια στιγμή, θα βρέθηκε κι εκείνη στην Λυπιού.[8]
Το δεύτερο της ενότητας «Τρία ποιήματα της καρδιάς» έχει τίτλο «Ο τόπος της καρδιάς» και είναι αφιερωμένο «στη Μαρία Κυρτζάκη»:
Ο Ντον Τζιοβάνι τέντωσε την επιθυμία…
Ώς πού φτάνει; Ώς πού φτάνει;
Ώσπου με κάθε νέο έρωτα, η στέρηση του έρωτα
να γίνει η μόνη γνώση.
Γλυκός! Γλυκός! εφώναζα
όπως άλλοι Άξιος! Άξιος!
ενώ αυτός μεθυσμένος από τα τόσα
και τόσα σχήματα
που είχε αγκαλιάσει
με καρφίτσωνε στη συλλογή του.
Για το κενό του ήμουν κενό
για το σώμα του σώμα
πότε έβγαζε αλαφιασμένες φωνές
πότε με τύλιγαν μαλαχτικές οι σιωπές του
και παραδινόμουνα σε νοσταλγίες κρυφές
για τον τόπο της καταγωγής του έρωτα.
Γιατί, αν όπως λένε,
οι επιθυμίες μας από μόνες τους
βεβαιώνουν το μαγικό χώρο
της εκπλήρωσής τους
τότε ο Επιθυμητός
είναι η μόνη απόδειξη
πως θράφηκε ο έρωτας
απ’ τα εντόσθιά μου κάποτε
σαν ύαινα ή σαν ιεροφάντης
πως βρέθηκε μια ανοιχτή στιγμή
που άνθρωπος ετόλμησε
να ονειρευτεί πως χάνει.
Χάνει το πρόσωπό του στο παρόν
για νά ’μπει σαν ρέμα,
σαν δηλητήριο, σαν αεράκι,
σαν αίμα μέσα στον άλλον
και να χαθεί, χωρίς να χάσει
ή να κερδίσει τίποτα.
Ερωτική βέβαια ποιήτρια και η Κυρτζάκη, έναν χρόνο πριν την έκδοση της Άδειας φύσης της Ρουκ, είχε εκδώσει τη Σχιστή οδό (1992), μία συλλογή που θα μπορούσε να διαβαστεί ως αντεγχειρίδιο υπαρξιακής φιλοσοφίας· ή άλλως, ως μελέτη θανάτου. Παρεμπιπτόντως, σε αυτήν, περιέχεται και ο εμβληματικός στίχος: Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί. Η Ρουκ λοιπόν τής αφιερώνει τον «Τόπο της καρδιάς», συγκατανεύοντας, με τον δικό της τρόπο —όχι χωρίς να παραπέμπει κάποτε σε λέξεις που επικαλούνται ανοιχτά την γλώσσα της Κυρτζάκη, όπως λ.χ. οι βιβλικής ή/και σολωμικής καταγωγής αρχαϊκές αυξήσεις «εφώναζα», «ετόλμησε»— στο άλυτο αυτό μυστήριο της ύπαρξης, το αενάως επανερχόμενο στο ίδιο αδιέξοδο, του έρωτα και του αρνητικού του, κάθε που ένας νέος κύκλος έκλεισε:
Ώσπου με κάθε νέο έρωτα, η στέρηση του έρωτα
να γίνει η μόνη γνώση.
Και πράγματι, και στις δύο ερωτικές αυτές ποιήτριες, εκτός από μία δωρικότητα στην αφήγηση, που υποφώσκει ακόμα και στις καθαρά γήινες εστιάσεις τους στο σεξουαλικό πάθος, δεν λείπει, τις περισσότερες φορές, και μία μετρημένη δόση πικρίας για το ανεκπλήρωτο της ζωής. Εάν έχει ημερομηνία λήξης η ζωή, που είναι τα πάντα, φαντάσου πόσο φθαρτός είναι ο έρωτας, και πόσο αξεδίψαστος αφήνεται και πάλι εξαίσια κουρασμένος, να ξανακουραστεί ο άνθρωπος που ετόλμησε να ονειρευτεί πως χάνει. Και μάλλον, το θηλυκό ποιητικό υποκείμενο δεν πολιτογραφείται αποκλειστικά και μόνο υπήκοο στην Λυπιού. «Ο τόπος της καρδιάς» διαβάζεται μισός μεν ελεγεία, αφού ο/η Επιθυμητός/Επιθυμούσα χάνει το πρόσωπό του/[της] στο παρόν· αλλά και μισός δοξαστικό, διότι όποιος μπει σαν αίμα μες στον άλλον, θα ’χει στην τελική χαθεί, χωρίς να χάσει ή να κερδίσει τίποτα.
Και περνούμε στους «Πόνους της καρδιάς», το πρώτο από τα «Τρία ποιήματα της καρδιάς», αφιερωμένο «Στην Κική Δημουλά». Το παραθέτω, με εικαστική επένδυση μια ευφρόσυνη φωτογραφία, που θα παρακαλέσω τους επιμελητές του αφιερώματος να μην μου της αλλάξουν θέση, ούτε σε αυτήν, ούτε στο σχετικό της υστερόγραφο:
Οι πόνοι της καρδιάς
υψώνουν το οικοδόμημα της εσωτερικής ερημίας
με πέτρες ασήκωτες πεθαμένου πάθους
αγκωνάρια πένθους
κι όλα τα ύπουλα υλικά του λιθοξόου χρόνου.
Ένας ένας πόνος
ενηλικιώνεται, μεγαλώνει
ώς να πλησιάσει δειλά το διπλανό του
και μαζί να χτίσουν τα ανάκτορα της οδύνης
με παράθυρα που βλέπουν σ’ όλα τα παλαιά τοπία
ώς και στο δέντρο π’ αναθρέφει τα πουλιά του
με σιωπές και φλόγες.
Οι πόνοι της καρδιάς
όταν φτιάχνουν τη φυλακή του φευγαλέου έρωτα
το ενυδρείο της ηλικίας
τον προμαχώνα του αλλόφρονα φόβου
είναι ιεραρχημένοι μεταξύ τους·
δουλεύουν υπακούοντας τον εργοδότη-θάνατο
και το τσιράκι-αρρώστια.
Και να που, κοντεύουν το έργο να τελειώσουν!
Εκκενώθηκε η αποθήκη των πόθων
ληστεύτηκε η τράπεζα των λογισμών
ρημάχτηκε το θησαυροφυλάκιο της τρελής ελπίδας…
Ακούγεται ακόμη το σούρσιμο
της τελευταίας επαφής
και η σφυριά πάνω στο ύστατο καρφί
πριν έτοιμο παραδοθεί στον ιδιοκτήτη του
το παλάτσο της μίζερης επιβίωσης
που με τόση σύμπνοια και μαστοριά
περάτωσαν όλοι μαζί
οι πόνοι της καρδιάς.
«Οι πόνοι της καρδιάς» με τον τρόπο της Κατερίνας, που απευθυνόμενοι στην Κική, ίσως τώρα, σφυρηλατούν λίγο πιο μεταφορικά το ορυχείο απ’ τις λέξεις του τίποτα, καθώς δουλεύουν υπακούοντας τον εργοδότη-θάνατο / και το τσιράκι αρρώστια. Είναι μία ακόμη εκδοχή τής υπαρξιακής Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που κάθε φορά και με άλλον τρόπο, μας συνεπαίρνει, μεταβάλλοντας την ερωτική της κλίση σε εναγώνια αναζήτηση του άπιαστου. Είναι η Κατερίνα της Κικής, της Μαρίας και της άλλης Μαρίας. Η δική μας Κατερίνα, Στον ουρανό τού τίποτα με την καλύτερη παρέα.
ΥΓ: Η Κατερίνα με την Κική, αλλά εδώ, εν Αθήναις, και ουχί στο Κολούμπια, όπως αμέσως μετά τον θάνατό τους, που συνέπεσε να είναι με απόσταση μόλις ολίγων ημερών, δήλωσε η εκεί Νεοελληνίστρια, ότι πήγαν μαζί. Εν Αθήναις, με χαμόγελα, τσιγάρα, και Coca-Cola Zero…