Η καλ­λι­τέ­χνις (φωτ. Rory Van Milligen) και το έρ­γο της στην Πλα­τεία Τρα­φάλ­γκαρ (φωτ. Χ. Πα­νου­τσο­πού­λου)


Ένα τέ­λος μπο­ρεί να εί­ναι επί­σης μια αρ­χή

Heather Phillipson

Στην καρ­διά του Λον­δί­νου στη πλα­τεία Tρα­φάλ­γκαρ, ένα τε­ρά­στιο λα­χτα­ρι­στό πα­γω­τό με ένα κα­τα­κόκ­κι­νο κε­ρα­σά­κι επι­σφα­λώς το­πο­θε­τη­μέ­νο στην κο­ρυ­φή του απλώ­νε­ται ελι­κοει­δώς επά­νω στην τέ­ταρ­τη πλίν­θο.
Δί­νει την εντύ­πω­ση ότι εί­ναι στα πρό­θυ­ρα της διά­λυ­σης έτοι­μο να λιώ­σει, να πε­ρι­χύ­σει με λευ­κή κρέ­μα τον τό­πο και τους πε­ρα­στι­κούς γύ­ρω του.
Φτιαγ­μέ­νο από πο­λυ­στυ­ρέ­νιο και χά­λυ­βα το προ­κλη­τι­κό πα­γω­τό, δη­μό­σιο γλυ­πτό μί­νι­μαλ αρτ της Heather Phillipson με τον εξ ίσου προ­κλη­τι­κό τί­τλο «The end», ξε­πη­δά απρό­βλε­πτα με παι­γνιώ­δη το­νι­κό­τη­τα, στο αχα­νές σε­νά­ριο της πό­λης.
Βλέ­πο­ντάς το, με την πρώ­τη μα­τιά δεν μπο­ρείς να μην χα­μο­γε­λά­σεις, το μπα­νάλ κα­τα­να­λω­τι­κό αγα­θό σού κλεί­νει το μά­τι τσαχ­πί­νι­κα, μι­λά­ει ευ­θέ­ως για γιορ­τή, για δια­σκέ­δα­ση, στιγ­μιαία ανε­με­λιά και από­σπα­ση, έκτρο­πη από το πραγ­μα­τι­κό.
Πα­ρου­σιά­ζε­ται εκεί σαν τρό­παιο ευ­η­με­ρί­ας, ως ση­μαί­νον επι­θυ­μί­ας και σαν παι­διά­στι­κη μυ­θο­πλα­σία μας πα­λιν­δρο­μεί σε μια παι­δι­κό­τη­τα. Ο χιου­μο­ρι­στι­κός του κώ­δι­κας με δια­κρι­τι­κές αλ­λη­γο­ρι­κές ανα­φο­ρές πα­ρά­γει έναν δια­δρα­στι­κό χώ­ρο γύ­ρω του, διε­γεί­ρει έναν ποπ μα­ζι­κό ηδο­νι­σμό, απε­λευ­θε­ρώ­νει τον πό­θο και τη νο­σταλ­γία για το χα­μέ­νο αντι­κεί­με­νο.
Όλοι επι­θυ­μού­με και αγα­πά­με το πα­γω­τό, που έστω στιγ­μιαία με μια διάρ­κεια ρευ­στή σαν την κρέ­μα του, απα­λύ­νει τις άκαμ­πτες κα­τα­να­γκα­στι­κές δο­μές και με καρ­να­βα­λι­κή ευ­φο­ρία, μας κά­νει να ξε­χνά­με. Σή­με­ρα ει­δι­κά που το επι­λή­σμον σύ­μπαν της συ­ντρι­πτι­κής πα­ρου­σί­ας του κο­ρο­νοϊ­ού ενο­χο­ποιεί και εξο­στρα­κί­ζει την επι­θυ­μία.
Και ξάφ­νου με μια δεύ­τε­ρη μα­τιά συμ­βαί­νει κά­τι τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό. Μια πα­ρά­δο­ξη απει­λή, μια υπό­νοια ανα­σφά­λειας διεμ­βο­λί­ζε­ται από το γλυ­πτό και ξε­σπά επά­νω μας. Νιώ­θου­με ένα κρου­στι­κό πα­νούρ­γο φλας και αμ­φι­τα­λα­ντευό­μα­στε.
Μια με­γά­λη μαύ­ρη μύ­γα κολ­λη­μέ­νη στο πλάι της απο­λαυ­στι­κής κρέ­μας μο­λύ­νει την λευ­κό­τη­τα της, μας κοι­τά­ζει ει­ρω­νι­κά και μας θυ­μί­ζει τι μας πε­ρι­μέ­νει. Η ανα­πά­ντε­χη πα­ρου­σία της δρα με τρο­χια­κό άλ­μα ευ­θέ­ως στο νευ­ρι­κό μας σύ­στη­μα, μας ηλε­κτρί­ζει και μας αιφ­νι­διά­ζει.
Πρό­κει­ται για μια ει­κό­να που δη­μιουρ­γεί δυο πα­ράλ­λη­λους κό­σμους που μας γοη­τεύ­ουν, μας αη­διά­ζουν και μας τρο­μο­κρα­τούν συγ­χρό­νως· εδώ ευ­ρί­σκε­ται το δια­κύ­βευ­μα.
Το όρα­μα της καλ­λι­τέ­χνι­δας με την δυι­κό­τη­τα του, σκαν­δα­λί­ζει, αντι­φά­σκει, πα­ρει­σφρέ­ει μέ­σα μας σαν δι­φο­ρού­με­νο κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νο μή­νυ­μα, σαν ανα­βλύ­ζου­σα ενόρ­μη­ση, σαν έδα­φος απο­στα­θε­ρο­ποί­η­σης.
Αυ­τή η πε­λώ­ρια, κα­τά­μαυ­ρη μια­ρή μύ­γα, προ­κα­λεί ένα συμ­βάν μέ­σα στο μυα­λό, μια αμη­χα­νία, μια σκό­πι­μη δυ­στο­πι­κή γεύ­ση όπως πα­ρα­δέ­χε­ται η H. Phillipson. Πυ­ρο­δο­τεί αμ­φι­θυ­μία ή και απο­στρο­φή που φέ­ρει όμως και αυ­τή την σφρα­γί­δα της επι­θυ­μί­ας, ανή­κει στην τά­ξη της. Χα­ρο­ποιεί και θλί­βει ταυ­τό­χρο­να με­τα­τρέ­πο­ντας το χα­μό­γε­λο σε πι­κρό μορ­φα­σμό ενός μι­σά­νοι­χτου άκαμ­πτου στό­μα­τος, λες και όλα εδώ κά­τω εί­ναι ένα σκάν­δα­λο, μια φάρ­σα, μια τρα­γι­κή σά­τι­ρα. Ο θε­α­τής ιντρι­γκά­ρε­ται έτσι να αντι­δρά­σει, να εκ­φρά­σει μορ­φή δια­μαρ­τυ­ρί­ας για αυ­τό που ανέ­κα­θεν δια­σα­λεύ­ει την τά­ξη του κό­σμου. Για την εντρο­πία του πραγ­μα­τι­κού, την πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, την ανι­κα­νο­ποί­η­τη επι­θυ­μία, την βία του επεί­γο­ντος, την αστά­θεια, το πε­πρω­μέ­νο απώ­λειας που κυ­ριαρ­χεί.
Το δια­χρο­νι­κό γλυ­πτό γί­νε­ται τό­σο μάρ­τυ­ρας της αντα­γω­νι­στι­κής συ­νύ­παρ­ξης - σύ­ντμη­σης όλων αυ­τών όσο και μάρ­τυ­ρας της επο­χής μας, η ει­κα­στι­κή του δυ­νη­τι­κό­τη­τα ολι­σθαί­νει στο ση­με­ρι­νό γί­γνε­σθαι, στο συ­νε­χές και απρό­βλε­πτο πα­ρόν που ζού­με. Μο­λο­νό­τι η H. Phillipson συ­νέ­λα­βε την ιδέα του γλυ­πτού τέσ­σε­ρα χρό­νια προ της παν­δη­μί­ας ο προ­φη­τι­κός λό­γος κα­τάρ­ρευ­σης και απώ­λειας έλεγ­χου που εκ­φρά­ζει απο­τε­λεί με­τω­νυ­μία της υπο­κεί­με­νης κα­κου­χί­ας του πο­λι­τι­σμού όπως και της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής σκη­νής που ψυ­χορ­ρα­γεί.
Δί­νο­ντας έμ­φα­ση στο φλέ­γον θέ­μα της ασώ­μα­της επι­κοι­νω­νί­ας μας, στην πα­ρου­σία-εξα­φά­νι­σή μας μέ­σα στα δί­κτυα και την επα­γό­με­νη συρ­ρί­κνω­ση τού δη­μό­σιου χώ­ρου, η Phillipson με­τα­μορ­φώ­νει τα πράγ­μα­τα, μέ­νο­ντας ανοι­χτή στις δε­λε­α­στι­κές προ­κλή­σεις της τε­χνο­λο­γί­ας. Ανα­ρω­τιέ­ται αν το ψη­φια­κό σύ­μπαν εξα­σθε­νί­ζει τον αν­θρω­πι­σμό ή εμπε­ριέ­χει επί­σης δυ­να­τό­τη­τες χει­ρα­φέ­τη­σης μας. Πει­ρα­μα­τί­ζε­ται και το­πο­θε­τεί στην κο­ρυ­φή του αι­νιγ­μα­τι­κού γλυ­πτού ένα μη­χα­νι­κό μά­τι –κά­με­ρα [drone] με­τα­μορ­φώ­νο­ντας το ει­κα­στι­κό θέ­μα σε κα­θρέ­φτη μας. Πρό­κει­ται για παι­χνί­δι ανταλ­λα­γής, συ­νε­νο­χής αλ­λά και δι­χα­σμού. Ενώ το κοι­τά­ζου­με μας κοι­τά­ζει και εκεί­νο, πε­ριε­λισ­σό­μα­στε ελι­κοει­δώς ο εις πέ­ριξ του άλ­λου. Η κά­με­ρα μας πα­ρα­κο­λου­θεί και μας κα­τα­γρά­φει ενώ εμείς δε βλέ­που­με ότι μας βλέ­πουν, ότι μας βλέ­πει αυ­τό που βλέ­που­με. Γι­νό­μα­στε το ορα­τό υπο­κεί­με­νο και αυ­τό εί­ναι ο αό­ρα­τος άλ­λος που μας επο­πτεύ­ει σαν να εί­μα­στε εμείς οι πρω­τα­γω­νι­στές του καλ­λι­τε­χνι­κού γε­γο­νό­τος.
Το έρ­γο κα­τε­βαί­νει στους δρό­μους σαν το­πό­ση­μο, πο­λι­τι­κή πρά­ξη και δή­λω­ση το­νί­ζο­ντας ιδιαί­τε­ρα το εύ­ρος νο­ή­μα­τος του δη­μό­σιου χώ­ρου, εκεί όπου ανέ­κα­θεν εκτυ­λίσ­σε­ται η τε­λε­τουρ­γία, το θέ­α­μα, το παι­χνί­δι, le discours.
Διεκ­δι­κεί μια θέ­ση στην δη­μό­σια σφαί­ρα σα­τι­ρί­ζο­ντας δια­κρι­τι­κά την αντί­θε­ση «σο­βα­ρού – μη σο­βα­ρού» έρ­γου τέ­χνης, ενώ με­τα­τρέ­πει τον χώ­ρο της πλα­τεί­ας Tρα­φάλ­γκαρ σε genius loci, ση­μείο αγκί­στρω­σης, ένα way finding στους νοη­τι­κούς μας χάρ­τες. Δεν υπό­σχε­ται κα­τα­νό­η­ση, ού­τε συ­ναί­νε­ση, ού­τε σω­τη­ρία, εί­ναι μα­χη­τι­κό και «διε­στραμ­μέ­νο».
Έτοι­μο για λή­θη και εκ­μη­δέ­νι­ση το πα­γω­τό της H. Phillipson μας κοι­τά­ζει και λιώ­νει.
Αλή­θεια, σας αρέ­σουν τα πα­γω­τά;