Ένα τέλος μπορεί να είναι επίσης μια αρχή
Heather Phillipson
Στην καρδιά του Λονδίνου στη πλατεία Tραφάλγκαρ, ένα τεράστιο λαχταριστό παγωτό με ένα κατακόκκινο κερασάκι επισφαλώς τοποθετημένο στην κορυφή του απλώνεται ελικοειδώς επάνω στην τέταρτη πλίνθο.
Δίνει την εντύπωση ότι είναι στα πρόθυρα της διάλυσης έτοιμο να λιώσει, να περιχύσει με λευκή κρέμα τον τόπο και τους περαστικούς γύρω του.
Φτιαγμένο από πολυστυρένιο και χάλυβα το προκλητικό παγωτό, δημόσιο γλυπτό μίνιμαλ αρτ της Heather Phillipson με τον εξ ίσου προκλητικό τίτλο «The end», ξεπηδά απρόβλεπτα με παιγνιώδη τονικότητα, στο αχανές σενάριο της πόλης.
Βλέποντάς το, με την πρώτη ματιά δεν μπορείς να μην χαμογελάσεις, το μπανάλ καταναλωτικό αγαθό σού κλείνει το μάτι τσαχπίνικα, μιλάει ευθέως για γιορτή, για διασκέδαση, στιγμιαία ανεμελιά και απόσπαση, έκτροπη από το πραγματικό.
Παρουσιάζεται εκεί σαν τρόπαιο ευημερίας, ως σημαίνον επιθυμίας και σαν παιδιάστικη μυθοπλασία μας παλινδρομεί σε μια παιδικότητα. Ο χιουμοριστικός του κώδικας με διακριτικές αλληγορικές αναφορές παράγει έναν διαδραστικό χώρο γύρω του, διεγείρει έναν ποπ μαζικό ηδονισμό, απελευθερώνει τον πόθο και τη νοσταλγία για το χαμένο αντικείμενο.
Όλοι επιθυμούμε και αγαπάμε το παγωτό, που έστω στιγμιαία με μια διάρκεια ρευστή σαν την κρέμα του, απαλύνει τις άκαμπτες καταναγκαστικές δομές και με καρναβαλική ευφορία, μας κάνει να ξεχνάμε. Σήμερα ειδικά που το επιλήσμον σύμπαν της συντριπτικής παρουσίας του κορονοϊού ενοχοποιεί και εξοστρακίζει την επιθυμία.
Και ξάφνου με μια δεύτερη ματιά συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Μια παράδοξη απειλή, μια υπόνοια ανασφάλειας διεμβολίζεται από το γλυπτό και ξεσπά επάνω μας. Νιώθουμε ένα κρουστικό πανούργο φλας και αμφιταλαντευόμαστε.
Μια μεγάλη μαύρη μύγα κολλημένη στο πλάι της απολαυστικής κρέμας μολύνει την λευκότητα της, μας κοιτάζει ειρωνικά και μας θυμίζει τι μας περιμένει. Η αναπάντεχη παρουσία της δρα με τροχιακό άλμα ευθέως στο νευρικό μας σύστημα, μας ηλεκτρίζει και μας αιφνιδιάζει.
Πρόκειται για μια εικόνα που δημιουργεί δυο παράλληλους κόσμους που μας γοητεύουν, μας αηδιάζουν και μας τρομοκρατούν συγχρόνως· εδώ ευρίσκεται το διακύβευμα.
Το όραμα της καλλιτέχνιδας με την δυικότητα του, σκανδαλίζει, αντιφάσκει, παρεισφρέει μέσα μας σαν διφορούμενο κρυπτογραφημένο μήνυμα, σαν αναβλύζουσα ενόρμηση, σαν έδαφος αποσταθεροποίησης.
Αυτή η πελώρια, κατάμαυρη μιαρή μύγα, προκαλεί ένα συμβάν μέσα στο μυαλό, μια αμηχανία, μια σκόπιμη δυστοπική γεύση όπως παραδέχεται η H. Phillipson. Πυροδοτεί αμφιθυμία ή και αποστροφή που φέρει όμως και αυτή την σφραγίδα της επιθυμίας, ανήκει στην τάξη της. Χαροποιεί και θλίβει ταυτόχρονα μετατρέποντας το χαμόγελο σε πικρό μορφασμό ενός μισάνοιχτου άκαμπτου στόματος, λες και όλα εδώ κάτω είναι ένα σκάνδαλο, μια φάρσα, μια τραγική σάτιρα. Ο θεατής ιντριγκάρεται έτσι να αντιδράσει, να εκφράσει μορφή διαμαρτυρίας για αυτό που ανέκαθεν διασαλεύει την τάξη του κόσμου. Για την εντροπία του πραγματικού, την παραδοξότητα, την ανικανοποίητη επιθυμία, την βία του επείγοντος, την αστάθεια, το πεπρωμένο απώλειας που κυριαρχεί.
Το διαχρονικό γλυπτό γίνεται τόσο μάρτυρας της ανταγωνιστικής συνύπαρξης - σύντμησης όλων αυτών όσο και μάρτυρας της εποχής μας, η εικαστική του δυνητικότητα ολισθαίνει στο σημερινό γίγνεσθαι, στο συνεχές και απρόβλεπτο παρόν που ζούμε. Μολονότι η H. Phillipson συνέλαβε την ιδέα του γλυπτού τέσσερα χρόνια προ της πανδημίας ο προφητικός λόγος κατάρρευσης και απώλειας έλεγχου που εκφράζει αποτελεί μετωνυμία της υποκείμενης κακουχίας του πολιτισμού όπως και της σύγχρονης κοινωνικής σκηνής που ψυχορραγεί.
Δίνοντας έμφαση στο φλέγον θέμα της ασώματης επικοινωνίας μας, στην παρουσία-εξαφάνισή μας μέσα στα δίκτυα και την επαγόμενη συρρίκνωση τού δημόσιου χώρου, η Phillipson μεταμορφώνει τα πράγματα, μένοντας ανοιχτή στις δελεαστικές προκλήσεις της τεχνολογίας. Αναρωτιέται αν το ψηφιακό σύμπαν εξασθενίζει τον ανθρωπισμό ή εμπεριέχει επίσης δυνατότητες χειραφέτησης μας. Πειραματίζεται και τοποθετεί στην κορυφή του αινιγματικού γλυπτού ένα μηχανικό μάτι –κάμερα [drone] μεταμορφώνοντας το εικαστικό θέμα σε καθρέφτη μας. Πρόκειται για παιχνίδι ανταλλαγής, συνενοχής αλλά και διχασμού. Ενώ το κοιτάζουμε μας κοιτάζει και εκείνο, περιελισσόμαστε ελικοειδώς ο εις πέριξ του άλλου. Η κάμερα μας παρακολουθεί και μας καταγράφει ενώ εμείς δε βλέπουμε ότι μας βλέπουν, ότι μας βλέπει αυτό που βλέπουμε. Γινόμαστε το ορατό υποκείμενο και αυτό είναι ο αόρατος άλλος που μας εποπτεύει σαν να είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές του καλλιτεχνικού γεγονότος.
Το έργο κατεβαίνει στους δρόμους σαν τοπόσημο, πολιτική πράξη και δήλωση τονίζοντας ιδιαίτερα το εύρος νοήματος του δημόσιου χώρου, εκεί όπου ανέκαθεν εκτυλίσσεται η τελετουργία, το θέαμα, το παιχνίδι, le discours.
Διεκδικεί μια θέση στην δημόσια σφαίρα σατιρίζοντας διακριτικά την αντίθεση «σοβαρού – μη σοβαρού» έργου τέχνης, ενώ μετατρέπει τον χώρο της πλατείας Tραφάλγκαρ σε genius loci, σημείο αγκίστρωσης, ένα way finding στους νοητικούς μας χάρτες. Δεν υπόσχεται κατανόηση, ούτε συναίνεση, ούτε σωτηρία, είναι μαχητικό και «διεστραμμένο».
Έτοιμο για λήθη και εκμηδένιση το παγωτό της H. Phillipson μας κοιτάζει και λιώνει.
Αλήθεια, σας αρέσουν τα παγωτά;