Άφησα το σπίτι ακατάστατο. Βρώμικο τ’ άφησα κι έφυγα. Φτερούγισα, πώς το λένε. Μια εικόνα έλαμψε: το κουβάρι η μάλλινη κλωστή καθώς κυλά κι αρχινά να ξετυλίσσεται σάμπως ιστορία που προσπαθεί ν’ αρθρωθεί… Βρώμικος ώς το κόκκαλο. Νεκρός, που όζει το σώμα του. Βρώμικος. Και ψυχή που φτερούγισε διάφανη. Καθαρή. Καθάρια. Κοιτώ από ψηλά ένα σπίτι ακατάστατο. Βρώμικο. Ένα σάπιο σώμα αφημένο στη βρωμιά. Είναι το σώμα το δικό μου. Αφημένο αυτού. Όζει και ζέχνει κι εγώ το κοιτώ. Από πάνω, ψηλά, το κοιτώ, σώμα δικό μου εισέτι, προεπαναστατικό. Σελήνιτσα, Αμπελάκι και Μπούρα! Μακριά απ' του ’21 τα διακόσια χρόνια!
Πώς θα ένοιωθε ένας Μυκηναίος όταν θα επρόφερε την λέξη «παράρτημα»;
Θα δίναμε σήμερα τον όρκο του Ρήγα ξανά;
Τι παράδειγμα έδωσε ο Μάρκος ο Μπότσαρης; Γιατί έσκισε τον διορισμό του;
Αυτός δεν ήτανε μέχρι τέλους ο αρχηγός; Έσκισε το χαρτί και πήγε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσει και χτυπήθηκε. Κι εκεί έπεσε. Ανδρείος. Ήρως. Φτερούγισε — πώς το λένε...
με το κοράσιο εκ Γαλλίας επιτάφιο να γέρνει γδυμνό πάνω στο μνήμα
κι εγώ με το βλέμμα στην άσφαλτο όπου ερ-
ριμμένος δίκην θησαυρός ζύθου καπακιών
αυγάζει
[ 25.12.2020, 13.6.2021 Έγραφα στον απόηχο των εορτασμών των διακοσίων ετών ]