Οι εθνικοποιημένες και συνεπώς παραποιημένες «αξίες» του παλιού αγροτικού και παλαιοκαπιταλιστικού κόσμου, ξαφνικά δεν μετρούν πια. Εκκλησία, πατρίδα, οικογένεια, υπακοή, τάξη, οικονομία, ηθική: τίποτα από αυτά δεν μετράει πια. Και δεν χρησιμεύουν ούτε ως υποκατάστατα. Επιβιώνουν σ’ έναν περιθωριοποιημένο κληρικο-φασισμό (ακόμη και το MSI ουσιαστικά τις απορρίπτει). Αντικαθίστανται από τις «αξίες» ενός νέου τύπου πολιτισμού, εντελώς «αλλιώτικου» σε σχέση με τον αγροτικό και παλαιοβιομηχανικό πολιτισμό. Την ίδια εμπειρία έχουν ήδη βιώσει και άλλα κράτη. Όμως στην Ιταλία είναι κάτι εντελώς ιδιαίτερο, γιατί πρόκειται για την πρώτη πραγματική «ενοποίηση» που υπέστη η χώρα μας, ενώ σε άλλες χώρες επιβλήθηκε είτε με μια ενιαία μοναρχία, είτε με μια μεταγενέστερη αστική και βιομηχανική ενοποίηση. Το ιταλικό τραύμα που προκάλεσε η επαφή μεταξύ της πλουραλιστικής «αρχαϊκότητας» και της βιομηχανικής ισοπέδωσης έχει ίσως μόνο ένα προηγούμενο: την προ του Χίτλερ Γερμανία. Και εδώ οι αξίες από τις ποικίλες διακριτές κουλτούρες καταστράφηκαν από τη βίαιη εξομοίωση της βιομηχανοποίησης, που έχει ως συνέπεια τον σχηματισμό εκείνων των τεράστιων μαζών, που δεν είναι πλέον πρωτογενείς (αγροτικές, βιοτεχνικές) και ούτε ακόμη σύγχρονες (αστικές), οι οποίες σχημάτισαν τον άγριο, βδελυρό, αστάθμητο κορμό των ναζιστικών ορδών.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Ιταλία και μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη βία, γιατί η βιομηχανοποίηση της δεκαετίας του ’70 αποτελεί μια καθοριστική «μεταβολή» ακόμη και σε σχέση με εκείνη της Γερμανίας πριν από πενήντα χρόνια. Δεν βρισκόμαστε πια μπροστά, όπως όλοι τώρα πια ξέρουν, σε «νέους καιρούς», αλλά σε μια νέα εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, εκείνης που οι περίοδοί της διαρκούν χιλιετίες. Ήταν αδύνατο να αντιδράσουν χειρότερα οι Ιταλοί σ’ ένα τέτοιο ιστορικό τραύμα. Μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν (ιδιαίτερα στο κέντρο και τον νότο) ένας λαός εκφυλισμένος, γελοίος, τερατώδης, εγκληματικός. Αρκεί μονάχα να βγει κανείς στον δρόμο για να το καταλάβει. Μα, βέβαια, για να καταλάβει αυτές τις αλλαγές, πρέπει να τον αγαπάει αυτόν τον κόσμο. Εγώ, δυστυχώς, αυτούς τους ανθρώπους της Ιταλίας τους αγάπησα: τόσο έξω από τα σχήματα της εξουσίας (και μάλιστα, σε απέλπιδα αντίθεση με αυτά), όσο και έξω από τα λαϊκίστικα και ανθρωπιστικά σχήματα. Ήταν μια αγάπη αληθινή, ριζωμένη μέσα στον τρόπο μου να υπάρχω. Είδα λοιπόν «με τις αισθήσεις μου» την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά της καταναλωτικής δύναμης να παραμορφώνει και να ξαναπλάθει τη συνείδηση του ιταλικού λαού, μέχρι του σημείου μιας υποβάθμισης χωρίς επιστροφή. Πράγμα που δεν είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του φασιστικού φασισμού, περίοδο κατά την οποία η συμπεριφορά αποσυνδέθηκε πλήρως από τη συνείδηση. Μάταια, η «ολοκληρωτική» εξουσία επαναλάμβανε ξανά και ξανά τις επιβολές της όσον αφορά τη συμπεριφορά: η συνείδηση δεν επηρεαζόταν. Τα φασιστικά «μοντέλα» δεν ήταν παρά μάσκες, που έπρεπε να τις βάζουμε και να τις βγάζουμε. Όταν ο φασιστικός φασισμός έπεσε, όλα επέστρεψαν όπως ήταν πριν. Αυτό το είδαμε και στην Πορτογαλία όπου, μετά από σαράντα χρόνια φασισμού, ο πορτογαλικός λαός γιόρτασε την Πρωτομαγιά λες και την είχε γιορτάσει και τον προηγούμενο χρόνο.
Είναι γελοίο επομένως που ο Φορτίνι χρονολογεί τη διάκριση μεταξύ φασισμού και φασισμού στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο: η διάκριση μεταξύ φασιστικού φασισμού και φασισμού αυτής της δεύτερης φάσης της χριστιανοδημοκρατικής εξουσίας όχι μόνο δεν έχει παρόμοιό της στην δική μας ιστορία, αλλά πιθανόν ούτε σε ολόκληρη την ιστορία.
Ωστόσο, δεν γράφω αυτό το άρθρο μόνο για να ασκήσω πολεμική σ’ αυτό το σημείο, αν και με ενδιαφέρει πολύ. Στην πραγματικότητα το άρθρο για τις πυγολαμπίδες, το γράφω για έναν πολύ διαφορετικό λόγο. Θα σας τον πω αμέσως.
Όλοι οι αναγνώστες μου σίγουρα θα έχουν αντιληφθεί την αλλαγή των χριστιανοδημοκρατών ηγετών: μέσα σε λίγους μήνες, έχουν μετατραπεί σε πένθιμες μάσκες. Είναι αλήθεια· συνεχίζουν να περιφέρονται με τα φωτεινά, απίστευτης ειλικρίνειας, χαμόγελά τους. Στις ίριδες των ματιών τους φωλιάζει το φως το ευλογημένο, το αληθινό, του καλού χιούμορ. Όταν δεν συσκοτίζεται από το απαστράπτον φως της πονηριάς και της πανουργίας. Κάτι που φαίνεται ν’ αρέσει στους ψηφοφόρους όσο και η πλήρης ευτυχία. Επιπλέον, οι ηγέτες μας συνεχίζουν αδιατάρακτα τις ακατανόητες ασυναρτησίες τους με τις οποίες επιπλέουν τα «flatus vocis», τα κούφια λόγια των συνηθισμένων στερεότυπων υποσχέσεων. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά μάσκες. Είμαι βέβαιος ότι αν σήκωνες αυτές τις μάσκες, δε θα έβρισκες ούτε μια στοίβα κόκαλα ή στάχτες, θα υπήρχε μόνο το τίποτα, το κενό. Η εξήγηση είναι απλή: σήμερα στην Ιταλία υπάρχει πράγματι ένα δραματικό κενό εξουσίας. Αυτό είναι το θέμα. Δεν είναι ένα κενό νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας, δεν πρόκειται για ένα κενό διοικητικής εξουσίας, ούτε, τέλος, πρόκειται για ένα κενό πολιτικής εξουσίας με οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια. Αλλά ένα αυτό καθαυτό κενό εξουσίας.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το κενό; Ή, μάλλον, «πώς μας φτάσανε οι άνθρωποι της εξουσίας σε αυτό το σημείο;».
Η εξήγηση, πάλι, είναι απλή: οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας πέρασαν από τη «φάση των πυγολαμπίδων» στη «φάση της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων» δίχως να το προσέξουν. Όσο κι αν αυτό φαίνεται σχεδόν εγκληματικό, η άγνοιά τους σε αυτό το σημείο ήταν απόλυτη· δεν υποψιάστηκαν καν πως η εξουσία, που εκείνοι ασκούσαν και έλεγχαν, δεν υπέστη απλώς μια «ομαλή» εξέλιξη, μα άλλαξε ριζικά τη φύση της.
Είχαν την ψευδαίσθηση ότι στο καθεστώς τους όλα θα παραμείνουν τα ίδια: ότι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν αιώνια να υπολογίζουν στο Βατικανό, δίχως να αντιλαμβάνονται ότι η εξουσία που οι ίδιοι συνέχιζαν να ασκούν, δεν ήξερε πια τι να κάνει με το Βατικανό που αντιπροσώπευε το κέντρο της φτωχής και οπισθοδρομικής αγροτικής ζωής. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν πάντα να βασίζονται σ’ έναν εθνικιστικό στρατό (όπως έκαναν και οι φασίστες προκάτοχοί τους), χωρίς να βλέπουν ότι η εξουσία που οι ίδιοι συνέχιζαν να ασκούν, ήδη ελισσόταν για να θέσει τις βάσεις για νέους υπερεθνικούς στρατούς, που μοιάζουν με τεχνοκρατικές αστυνομικές δυνάμεις. Το ίδιο φυσικά να λέγεται και για την οικογένεια, η οποία, μην έχοντας λύσεις για τη συνέχισή της στα χρόνια του φασισμού, αναγκάστηκε να εξαρτηθεί από την οικονομία και την ηθικότητα: τώρα η δύναμη του καταναλωτισμού τής επιβάλει ριζικές αλλαγές υπό το πρίσμα της εκσυγχρονισμού, μέχρι του σημείου να αποδεχτεί το διαζύγιο, και ενδεχομένως όλα τα υπόλοιπα, δίχως όρια (ή τουλάχιστον μέχρι τα όρια που επιτρέπει η ανοχή της νέας εξουσίας, που είναι χειρότερη και από τον φασισμό επειδή είναι βίαια ολοκληρωτική).
Οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας τα υπέστησαν όλα αυτά με την πεποίθηση ότι αυτοί διαχειρίστηκαν και, κυρίως, χειραγώγησαν όλες αυτές τις ανατροπές. Ποτέ δεν πρόσεξαν ότι επρόκειτο για κάτι «άλλο»: διαφορετικό όχι μόνο σε σχέση με αυτούς αλλά σε σχέση με μια ολόκληρη μορφή πολιτισμού. Όπως πάντα (δείτε τον Gramsci) μόνο στη γλώσσα μπορούσε κανείς να διαβάσει τα συμπτώματα. Στη μεταβατική φάση —δηλαδή «κατά τη διάρκεια» της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων— οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας άλλαξαν σχεδόν απότομα τον τρόπο έκφρασής τους, υιοθετώντας μια γλώσσα εντελώς καινούρια (τόσο ακατανόητη όσο η λατινική), ιδίως στην περίπτωση του Aldo Moro, εκείνου δηλαδή που (κατά παράδοξο τρόπο) εμφανίζεται ότι είχε εμπλακεί λιγότερο απ’ όλους στα φριχτά γεγονότα που ενορχηστρώθηκαν από το ’69 ως τα σήμερα, σε μια προσπάθεια, μέχρι στιγμής μόνο κατ’ επίφαση επιτυχημένη, να παραμείνει παρά ταύτα στην εξουσία.
Λέω κατ’ επίφαση γιατί, επαναλαμβάνω, στην πραγματικότητα, οι χριστιανοδημοκράτες ηγέτες, με τους ελιγμούς τους και τα χαμόγελά τους, καλύπτουν το κενό. Η πραγματική εξουσία προχωρά χωρίς αυτά, και στα χέρια τους δεν έχουν παρά μόνο εκείνους τους άχρηστους μηχανισμούς, που καθιστούν πιο ρεαλιστική την εικόνα τους με τα πένθιμα σταυρωτά σακάκια.
Παρ’ όλα αυτά στην ιστορία το «κενό» δεν μπορεί να υπάρξει: μπορεί να κηρυχθεί μόνο αφηρημένα και παράλογα. Είναι πιθανόν, πράγματι, το «κενό» για το οποίο μιλώ να άρχισε ήδη να γεμίζει, μέσα από μια κρίση και μια αναδιάταξη που δεν μπορεί να μη συγκλονίσει ολόκληρο το έθνος. Ένδειξη αποτελεί, λόγου χάρη, η «νοσηρή» προσδοκία ενός πραξικοπήματος. Σχεδόν σαν να επρόκειτο απλώς και μόνο για την αντικατάσταση της ομάδας των ανθρώπων που τόσο τρομακτικά μας κυβερνάει εδώ και τριάντα χρόνια, οδηγώντας την Ιταλία σε οικονομική, οικολογική, πολεοδομική και ανθρωπολογική καταστροφή.
Στην πραγματικότητα, δεν ωφελεί σε τίποτα η υποκριτική αντικατάσταση αυτών των «ξύλινων κεφαλών» (με άλλες «ξύλινες κεφαλές», όχι λιγότερο, αντιθέτως πιο θλιβερά καρναβαλίστικες), να πραγματοποιείται μέσα από την τεχνητή ενίσχυση των παλαιών μηχανισμών της φασιστικής εξουσίας (κι ας γίνει σαφές ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι «ορδές» θα ήταν, ήδη από τη σύστασή τους, ναζιστικές). Η πραγματική εξουσία που εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια οι «ξύλινες κεφαλές» υπηρέτησαν χωρίς να συνειδητοποιούν την πραγματικότητά της: να κάτι που μπορεί να έχει αρχίσει να γεμίζει το «κενό» (καθιστώντας μάταιη κάθε πιθανή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της μεγάλης κομμουνιστικής χώρας που γεννήθηκε μαζί με την κατάρρευση της Ιταλίας: γιατί δεν πρόκειται για «διακυβέρνηση»).
Δεν έχουμε παρά μόνο αφηρημένες και τελικά αποκαλυπτικές εικόνες μιας τέτοιας «πραγματικής εξουσίας»: δεν μπορούμε να φανταστούμε ποια μορφή θα μπορούσε να είχε αν αναλάμβανε άμεσα την εξουσία από εκείνους που την εξέλαβαν ως έναν απλό τεχνικό «εκσυγχρονισμό». Όπως και να ’χουν τα πράγματα και όσον αφορά τον εαυτό μου (αν αυτό ενδιαφέρει κάποιον αναγνώστη) απλά δηλώνω ότι: εγώ, όσο πολυεθνικός κι αν είμαι, όλη τη Montedison* θα έδινα για μια πυγολαμπίδα.
* Η Montedison: Η μεγαλύτερη βιομηχανία χημικών στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και του ’70 που κατείχε, υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, το ενεργειακό μονοπώλιο [Σ.τ.Μ.]