Χάρτης 37 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-37/metafrash/to-keno-exoysias-h-to-aroro-twn-pygolampidwn
Σου απαγόρευσαν να λάμπεις / κι όμως εσύ λάμπεις.
ΠΑΖΟΛΙΝΙ
Οι πυγολαμπίδες, αυτά τα μικροσκοπικά θαύματα της φύσης που τρεμοφέγγουν στο σκοτάδι, ποτέ δεν έπαψαν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για ποιητές και πεζογράφους. Είναι έντομα κολεόπτερα της οικογένειας Λαμπυρίδες, που δεν ξεπερνούν το ένα με ενάμισι εκατοστό, και φωσφορίζουν χάρη στο ένζυμο λουσιφεράση που δρα πάνω στη λουσιφερίνη — παρουσία οξυγόνου — στο πίσω μέρος της ουράς τους: με αυτή τη βιοφωταύγεια οι πυγολαμπίδες καλούν, σε συνεύρεση ή χορό, τους ερωτικούς τους συντρόφους.
Οι πυγολαμπίδες αναδεικνύονται σε επαναλαμβανόμενο μοτίβο με συμβολική αξία σε όλο το συγγραφικό και κινηματογραφικό έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922 - 1975), από τα νεανικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του. Στα κείμενά του ο Παζολίνι ταυτίζει τον εαυτό του και την Αντίσταση με το παλλόμενο φως των πυγολαμπίδων: οι πυγολαμπίδες ανάγονται σταδιακά σε πολιτικό και ιστορικό ζητούμενο, μεταμορφώνονται σε αγνά και φωτοβόλα όντα που αντιστέκονται στην εξαθλίωση και το σκοτάδι που βυθίζει τη χώρα ο φασισμός.
Ο Παζολίνι δημοσιεύει την 1η Φεβρουαρίου 1975 στην εφημερίδα Corriere della Sera ένα αλληγορικό άρθρο «Το κενό εξουσίας» (Il vuoto del potere), που μιλά για τη μεταπολίτευση στην Ιταλία και τον πολιτικό και κοινωνικό ξεπεσμό της. Τον ίδιο χρόνο, το ίδιο άρθρο αλλά με τον τίτλο «Το άρθρο των πυγολαμπίδων» (L’articolo delle lucciole), θα συμπεριληφθεί στον τόμο με τον τίτλο Κουρσάρικα γραπτά (1975).[1] Λίγους μήνες αργότερα, τη νύχτα μεταξύ 1 και 2 Νοεμβρίου, ο Παζολίνι δολοφονείται.
Σε αυτό το άρθρο «Το κενό εξουσίας» ή «Το άρθρο των πυγολαμπίδων» ο Παζολίνι, χρησιμοποιώντας κατά τρόπο ποιητικό και μεταφορικό την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων λόγω της μόλυνσης του περιβάλλοντος και ειδικά των υγροτόπων της, επιχειρεί μια κοινωνιολογική-φιλοσοφική ανάλυση της κοινωνίας της δεκαετίας του ’70. Κάνει λόγο για τρεις διακριτές περιόδους της ιστορίας της Δημοκρατίας στην Ιταλία: α) Πριν την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων, β) Κατά τη διάρκεια της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων και γ) Μετά την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων.
Η περίοδος που προηγείται της εξαφάνισης συμπίπτει με την κυριαρχία του χριστιανοδημοκρατικού καθεστώτος που, κατά τον Παζολίνι, αποτελεί συνέχεια του Ιταλικού νεο-φασισμού, θεωρεί δε το χριστιανοδημοκρατικό καθεστώς υπεύθυνο για τη συντριβή του προλεταριάτου από την μπουρζουαζία, τον καταπιεστικό κρατικό κομφορμισμό: «Ο επαρχιωτισμός, η χοντροκοπιά και η άγνοια τόσο των “ελίτ” όσο και, σε διαφορετικό επίπεδο, των μαζών, ήταν οι κοινοί τόποι και κατά τη διάρκεια του φασισμού όσο και κατά την πρώτη φάση της χριστιανοδημοκρατικής κυριαρχίας».
Κατά τη διάρκεια της εξαφάνισης κανείς ―ούτε καν οι διανοούμενοι― δεν αντιλήφθηκε ότι οι πυγολαμπίδες αφανίζονταν λίγο λίγο, κανείς δεν αντιλήφθηκε την πολιτική και πολιτισμική «γενοκτονία», για την οποία μιλούσε στο «Μανιφέστο» του ο Μαρξ, και την επίπλαστη οικονομική ευρωστία που συγχεόταν με την ευημερία.
Και φτάνουμε στην περίοδο μετά την εξαφάνιση, που είναι η περίοδος του κενού. Ο Παζολίνι πρεσβεύει ότι το αδύναμο φως των πυγολαμπίδων εξαφανίζεται μέσα στο κενό εξουσίας των χριστιανοδημοκρατών, οι οποίοι «δεν υποψιάστηκαν καν πως η εξουσία, που εκείνοι ασκούσαν και έλεγχαν, δεν υπέστη απλώς μια “ομαλή” εξέλιξη, μα άλλαξε ριζικά τη φύση της». Ένα κενό που σχεδόν ψηλαφείται στα χαμογελαστά πρόσωπα των πολιτικών, στις πένθιμες μάσκες τους και στα κούφια λόγια των στερεότυπων υποσχέσεών τους. Όμως αυτό το κενό δεν είναι μόνο πολιτικό, αντανακλάται και στην κοινωνία και στη χώρα ολόκληρη, ανιχνεύεται στην υπονόμευση των παλαιών πραγματικών αξιών, στην ανεξέλεγκτη βιομηχανοποίηση και στον ψυχαναγκαστικό καταναλωτισμό που παραμορφώνει τη συνείδηση του λαού: «Κανένας φασιστικός συγκεντρωτισμός δεν κατάφερε να κάνει αυτό που έκανε ο συγκεντρωτισμός του καταναλωτικού πολιτισμού».
Ο φιλόσοφος και ιστορικός της τέχνης Georges Didi-Huberman, στο βιβλίο του Επιβίωση των Πυγολαμπίδων (2009),[2] με αφορμή το «άρθρο των πυγολαμπίδων», θεωρεί ότι οι πυγολαμπίδες του Παζολίνι δεν είναι παρά ένα σινιάλο μέσα στη νύχτα, είναι τρόπος άσκησης της πολιτικής. Υποστηρίζει ακόμη ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται από εμάς, γι’ αυτό μας καλεί να αναζητήσουμε τη λάμψη τους, «να τις κοιτάξουμε μέσα στο παρόν της επιβίωσής τους: πρέπει να τις δούμε να χορεύουν ζωντανές στην καρδιά της νύχτας, μια νύχτα την οποία ίσως σαρώνουν […] κάποιοι σκληροί προβολείς. Ακόμα κι αν τις δούμε για ελάχιστο χρόνο. Έστω κι αν είναι μικροσκοπικές για το μάτι: χρειάζονται περίπου πέντε χιλιάδες πυγολαμπίδες για να παραχθεί φως ίσο με μια λάμπα».
Και το άρθρο των πυγολαμπίδων ολοκληρώνεται με την ποιητική επίκληση του Παζολίνι: «εγώ, όσο πολυεθνικός κι αν είμαι, όλη τη Montedison θα έδινα για μια πυγολαμπίδα».
«Το κενό εξουσίας» ή «Το άρθρο των πυγολαμπίδων»
Corriere della Sera, 1 Φεβρουαρίου 1975
«Η διάκριση ανάμεσα στον όρο φασισμός ως επίθετο και στον όρο φασισμός ως ουσιαστικό ανάγεται ούτε λίγο ούτε πολύ στο περιοδικό Il Politecnico, δηλαδή στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο…». Έτσι αρχίζει το άρθρο τού Φράνκο Φορτίνι για τον φασισμό (L’Europeo, 26-12-1974): άρθρο το οποίο, όπως λένε, το προσυπογράφω πλήρως. Δεν συμμερίζομαι όμως τη μεροληπτική εισαγωγή. Πράγματι η διάκριση μεταξύ «φασισμών» που έγινε στις σελίδες του Politecnico δεν είναι ούτε κατάλληλη ούτε επίκαιρη. Μπορούσε να ισχύει μέχρι πριν δέκα χρόνια περίπου, όταν το χριστιανοδημοκρατικό καθεστώς ήταν ακόμα η καθαρή και απλή συνέχεια του φασιστικού καθεστώτος. Όμως πριν από μια δεκαετία, συνέβη «κάτι». «Κάτι» που δεν υπήρχε κι ούτε ήταν προβλέψιμο όχι μόνο την εποχή τού Politecnico, αλλά ούτε καν ένα χρόνο πριν συμβεί (και μάλιστα, όπως θα δούμε, ούτε ενώ συνέβαινε).
Η πραγματική σύγκριση μεταξύ «φασισμών» δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται «χρονολογικά», μεταξύ του φασιστικού φασισμού και του χριστιανοδημοκρατικού φασισμού, αλλά μεταξύ του φασιστικού φασισμού και του ριζικά, ολοκληρωτικά, απρόβλεπτα νέου φασισμού που γεννήθηκε από εκείνο το «κάτι» που συνέβη πριν από μια δεκαετία.
Αφού είμαι συγγραφέας, και γράφω ασκώντας κριτική, ή τουλάχιστον συζητώ, με άλλους συγγραφείς, επιτρέψτε μου να δώσω έναν ορισμό ποιητικο-λογοτεχνικού χαρακτήρα σε αυτό το φαινόμενο που συνέβη στην Ιταλία πριν από δέκα χρόνια. Κάτι τέτοιο θα απλουστεύσει και θα συντομεύσει τον λόγο μας (και πιθανότατα να συμβάλει σε μια καλύτερη κατανόηση).
Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κυρίως, στην ύπαιθρο και λόγω της μόλυνσης των νερών (των γαλάζιων ποταμών και των διάφανων καναλιών), οι πυγολαμπίδες άρχισαν να εξαφανίζονται. Το φαινόμενο ήταν αναπάντεχο και πρωτοφανές. Μέσα σε λίγα χρόνια οι πυγολαμπίδες δεν υπήρχαν πια. (Τώρα είναι ανάμνηση του παρελθόντος αρκετά σπαρακτική, κι ένας ηλικιωμένος που έχει τέτοιες αναμνήσεις, αδυνατεί να αναγνωρίσει στους σημερινούς νέους τον εαυτό του νέο, και γι’ αυτό δεν έχει πια νόημα η αναπόληση εκείνου του καιρού).
Αυτό το «κάτι» που συνέβη πριν από μια δεκαετία θα το ονομάσω «εξαφάνιση των πυγολαμπίδων».
Το χριστιανοδημοκρατικό καθεστώς είχε δύο απόλυτα διακριτές φάσεις, που όχι μόνο δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, δημιουργώντας μια κάποια συνέχεια, αλλά διαμορφώθηκαν εντελώς ασύμμετρα από ιστορική άποψη. Η πρώτη φάση αυτού του καθεστώτος (όπως πολύ σωστά επέμεναν πάντα να το αποκαλούν οι ριζοσπάστες) είναι αυτή που ξεκινάει από το τέλος του πολέμου και φτάνει ως την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων, η δεύτερη φάση είναι αυτή που ξεκινάει από την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων και φτάνει ως σήμερα. Ας τις εξετάσουμε μία μία.
Η συνέχεια μεταξύ φασιστικού φασισμού και χριστιανοδημοκρατικού φασισμού είναι ολοκληρωτική. Δεν θα αναφέρω εδώ όσα λέγονταν ακόμα και τότε σχετικά με αυτό, ίσως μάλιστα και στο ίδιο το Politecnico: η κάθαρση που δεν έγινε, η συνέχιση των κωδίκων, η αστυνομική βία, η περιφρόνηση του Συντάγματος. Θα επικεντρωθώ στο σημείο που αργότερα θα βάρυνε μια αναδρομική ιστορική εκτίμηση. Η δημοκρατία που οι χριστιανοδημοκράτες αντιφασίστες αντιπαρέθεταν στη φασιστική δικτατορία, ήταν ξεδιάντροπα τυπική.
Ιδρύθηκε με απόλυτη πλειοψηφία που αποκτήθηκε με τις ψήφους των τεράστιων μεσαίων τάξεων και των αγροτικών μαζών, υπό τη διαχείριση του Βατικανού. Αυτή η διαχείριση του Βατικανού ήταν εφικτή μόνο αν βασιζόταν σε ένα απόλυτα καταπιεστικό καθεστώς. Σε αυτόν τον κόσμο, οι «αξίες» που προβάλλονταν, ήταν οι ίδιες με αυτές του φασισμού: η Εκκλησία, η Πατρίδα, η οικογένεια, η υπακοή, η πειθαρχία, η τάξη, η αποταμίευση, η ηθική. Τέτοιες «αξίες» (όπως εξάλλου και κατά τη διάρκεια του φασισμού) ήταν επίσης «αξίες πραγματικές»: ανήκαν δηλαδή στους ιδιαίτερους και συγκεκριμένους πολιτισμούς που αποτελούσαν την παμπάλαιη αγροτική και παλαιοβιομηχανική Ιταλία. Αλλά από τη στιγμή που θεωρήθηκαν ως εθνικές «αξίες», δεν μπορούσαν παρά να χάσουν το νόημά τους και να μετατραπούν σε έναν σκληρό, ηλίθιο και καταπιεστικό κρατικό κομφορμισμό: ο κομφορμισμός της φασιστικής και χριστιανοδημοκρατικής εξουσίας. Ο επαρχιωτισμός, η χοντροκοπιά και η άγνοια τόσο των «ελίτ» όσο και, σε διαφορετικό επίπεδο, των μαζών, ήταν οι κοινοί τόποι και κατά τη διάρκεια του φασισμού όσο και κατά την πρώτη φάση της χριστιανοδημοκρατικής κυριαρχίας. Παραδείγματα αυτής της άγνοιας είναι ο πραγματισμός και ο φορμαλισμός του Βατικανού.
Όλα αυτά φαίνονται σήμερα σαφή και αναντίρρητα, τότε όμως, από την πλευρά των διανοουμένων και της αντιπολίτευσης, εξέτρεφαν παράλογες ελπίδες. Έλπιζαν ότι όλα αυτά δεν ήταν απόλυτα αληθινά και ότι ίσως αυτή η τυπική δημοκρατία τελικά να είχε κάποιο νόημα. Τώρα, πριν περάσουμε στη δεύτερη φάση, θα πρέπει να αφιερώσω δύο λέξεις στη στιγμή της μετάβασης.
Στην περίοδο αυτή, η διάκριση μεταξύ διαφορετικών μορφών φασισμού, για τις οποίες έγινε λόγος στις σελίδες του Politecnico, μπορούσε να λειτουργήσει. Πράγματι, τόσο η μεγάλη χώρα που σχηματιζόταν μέσα στη χώρα —δηλαδή η εργατική και αγροτική μάζα που οργανώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας— όσο και οι πιο προχωρημένοι διανοούμενοι και κριτικοί, δεν είχαν αντιληφθεί ότι «οι πυγολαμπίδες εξαφανίζονταν». Ήταν αρκετά καλά ενημερωμένοι από την κοινωνιολογία (που εκείνα τα χρόνια έθετε σε κρίση τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης), αλλά επρόκειτο για πληροφορίες που δεν υποστηρίζονταν ακόμη από την εμπειρία, τυποποιημένες στην ουσία. Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί την ιστορική πραγματικότητα που θα αποτελούσε το άμεσο μέλλον· ούτε να ταυτίσει αυτό που τότε ονομαζόταν «ευημερία» με την «ανάπτυξη» που θα επιφέρει για πρώτη φορά στην Ιταλία την ολοσχερή εκείνη «γενοκτονία» για την οποία μιλούσε στο «Μανιφέστο» ο Μαρξ.
Οι εθνικοποιημένες και συνεπώς παραποιημένες «αξίες» του παλιού αγροτικού και παλαιοκαπιταλιστικού κόσμου, ξαφνικά δεν μετρούν πια. Εκκλησία, πατρίδα, οικογένεια, υπακοή, τάξη, οικονομία, ηθική: τίποτα από αυτά δεν μετράει πια. Και δεν χρησιμεύουν ούτε ως υποκατάστατα. Επιβιώνουν σ’ έναν περιθωριοποιημένο κληρικο-φασισμό (ακόμη και το MSI ουσιαστικά τις απορρίπτει). Αντικαθίστανται από τις «αξίες» ενός νέου τύπου πολιτισμού, εντελώς «αλλιώτικου» σε σχέση με τον αγροτικό και παλαιοβιομηχανικό πολιτισμό. Την ίδια εμπειρία έχουν ήδη βιώσει και άλλα κράτη. Όμως στην Ιταλία είναι κάτι εντελώς ιδιαίτερο, γιατί πρόκειται για την πρώτη πραγματική «ενοποίηση» που υπέστη η χώρα μας, ενώ σε άλλες χώρες επιβλήθηκε είτε με μια ενιαία μοναρχία, είτε με μια μεταγενέστερη αστική και βιομηχανική ενοποίηση. Το ιταλικό τραύμα που προκάλεσε η επαφή μεταξύ της πλουραλιστικής «αρχαϊκότητας» και της βιομηχανικής ισοπέδωσης έχει ίσως μόνο ένα προηγούμενο: την προ του Χίτλερ Γερμανία. Και εδώ οι αξίες από τις ποικίλες διακριτές κουλτούρες καταστράφηκαν από τη βίαιη εξομοίωση της βιομηχανοποίησης, που έχει ως συνέπεια τον σχηματισμό εκείνων των τεράστιων μαζών, που δεν είναι πλέον πρωτογενείς (αγροτικές, βιοτεχνικές) και ούτε ακόμη σύγχρονες (αστικές), οι οποίες σχημάτισαν τον άγριο, βδελυρό, αστάθμητο κορμό των ναζιστικών ορδών.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Ιταλία και μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη βία, γιατί η βιομηχανοποίηση της δεκαετίας του ’70 αποτελεί μια καθοριστική «μεταβολή» ακόμη και σε σχέση με εκείνη της Γερμανίας πριν από πενήντα χρόνια. Δεν βρισκόμαστε πια μπροστά, όπως όλοι τώρα πια ξέρουν, σε «νέους καιρούς», αλλά σε μια νέα εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, εκείνης που οι περίοδοί της διαρκούν χιλιετίες. Ήταν αδύνατο να αντιδράσουν χειρότερα οι Ιταλοί σ’ ένα τέτοιο ιστορικό τραύμα. Μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν (ιδιαίτερα στο κέντρο και τον νότο) ένας λαός εκφυλισμένος, γελοίος, τερατώδης, εγκληματικός. Αρκεί μονάχα να βγει κανείς στον δρόμο για να το καταλάβει. Μα, βέβαια, για να καταλάβει αυτές τις αλλαγές, πρέπει να τον αγαπάει αυτόν τον κόσμο. Εγώ, δυστυχώς, αυτούς τους ανθρώπους της Ιταλίας τους αγάπησα: τόσο έξω από τα σχήματα της εξουσίας (και μάλιστα, σε απέλπιδα αντίθεση με αυτά), όσο και έξω από τα λαϊκίστικα και ανθρωπιστικά σχήματα. Ήταν μια αγάπη αληθινή, ριζωμένη μέσα στον τρόπο μου να υπάρχω. Είδα λοιπόν «με τις αισθήσεις μου» την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά της καταναλωτικής δύναμης να παραμορφώνει και να ξαναπλάθει τη συνείδηση του ιταλικού λαού, μέχρι του σημείου μιας υποβάθμισης χωρίς επιστροφή. Πράγμα που δεν είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του φασιστικού φασισμού, περίοδο κατά την οποία η συμπεριφορά αποσυνδέθηκε πλήρως από τη συνείδηση. Μάταια, η «ολοκληρωτική» εξουσία επαναλάμβανε ξανά και ξανά τις επιβολές της όσον αφορά τη συμπεριφορά: η συνείδηση δεν επηρεαζόταν. Τα φασιστικά «μοντέλα» δεν ήταν παρά μάσκες, που έπρεπε να τις βάζουμε και να τις βγάζουμε. Όταν ο φασιστικός φασισμός έπεσε, όλα επέστρεψαν όπως ήταν πριν. Αυτό το είδαμε και στην Πορτογαλία όπου, μετά από σαράντα χρόνια φασισμού, ο πορτογαλικός λαός γιόρτασε την Πρωτομαγιά λες και την είχε γιορτάσει και τον προηγούμενο χρόνο.
Είναι γελοίο επομένως που ο Φορτίνι χρονολογεί τη διάκριση μεταξύ φασισμού και φασισμού στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο: η διάκριση μεταξύ φασιστικού φασισμού και φασισμού αυτής της δεύτερης φάσης της χριστιανοδημοκρατικής εξουσίας όχι μόνο δεν έχει παρόμοιό της στην δική μας ιστορία, αλλά πιθανόν ούτε σε ολόκληρη την ιστορία.
Ωστόσο, δεν γράφω αυτό το άρθρο μόνο για να ασκήσω πολεμική σ’ αυτό το σημείο, αν και με ενδιαφέρει πολύ. Στην πραγματικότητα το άρθρο για τις πυγολαμπίδες, το γράφω για έναν πολύ διαφορετικό λόγο. Θα σας τον πω αμέσως.
Όλοι οι αναγνώστες μου σίγουρα θα έχουν αντιληφθεί την αλλαγή των χριστιανοδημοκρατών ηγετών: μέσα σε λίγους μήνες, έχουν μετατραπεί σε πένθιμες μάσκες. Είναι αλήθεια· συνεχίζουν να περιφέρονται με τα φωτεινά, απίστευτης ειλικρίνειας, χαμόγελά τους. Στις ίριδες των ματιών τους φωλιάζει το φως το ευλογημένο, το αληθινό, του καλού χιούμορ. Όταν δεν συσκοτίζεται από το απαστράπτον φως της πονηριάς και της πανουργίας. Κάτι που φαίνεται ν’ αρέσει στους ψηφοφόρους όσο και η πλήρης ευτυχία. Επιπλέον, οι ηγέτες μας συνεχίζουν αδιατάρακτα τις ακατανόητες ασυναρτησίες τους με τις οποίες επιπλέουν τα «flatus vocis», τα κούφια λόγια των συνηθισμένων στερεότυπων υποσχέσεων. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά μάσκες. Είμαι βέβαιος ότι αν σήκωνες αυτές τις μάσκες, δε θα έβρισκες ούτε μια στοίβα κόκαλα ή στάχτες, θα υπήρχε μόνο το τίποτα, το κενό. Η εξήγηση είναι απλή: σήμερα στην Ιταλία υπάρχει πράγματι ένα δραματικό κενό εξουσίας. Αυτό είναι το θέμα. Δεν είναι ένα κενό νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας, δεν πρόκειται για ένα κενό διοικητικής εξουσίας, ούτε, τέλος, πρόκειται για ένα κενό πολιτικής εξουσίας με οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια. Αλλά ένα αυτό καθαυτό κενό εξουσίας.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το κενό; Ή, μάλλον, «πώς μας φτάσανε οι άνθρωποι της εξουσίας σε αυτό το σημείο;».
Η εξήγηση, πάλι, είναι απλή: οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας πέρασαν από τη «φάση των πυγολαμπίδων» στη «φάση της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων» δίχως να το προσέξουν. Όσο κι αν αυτό φαίνεται σχεδόν εγκληματικό, η άγνοιά τους σε αυτό το σημείο ήταν απόλυτη· δεν υποψιάστηκαν καν πως η εξουσία, που εκείνοι ασκούσαν και έλεγχαν, δεν υπέστη απλώς μια «ομαλή» εξέλιξη, μα άλλαξε ριζικά τη φύση της.
Είχαν την ψευδαίσθηση ότι στο καθεστώς τους όλα θα παραμείνουν τα ίδια: ότι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν αιώνια να υπολογίζουν στο Βατικανό, δίχως να αντιλαμβάνονται ότι η εξουσία που οι ίδιοι συνέχιζαν να ασκούν, δεν ήξερε πια τι να κάνει με το Βατικανό που αντιπροσώπευε το κέντρο της φτωχής και οπισθοδρομικής αγροτικής ζωής. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν πάντα να βασίζονται σ’ έναν εθνικιστικό στρατό (όπως έκαναν και οι φασίστες προκάτοχοί τους), χωρίς να βλέπουν ότι η εξουσία που οι ίδιοι συνέχιζαν να ασκούν, ήδη ελισσόταν για να θέσει τις βάσεις για νέους υπερεθνικούς στρατούς, που μοιάζουν με τεχνοκρατικές αστυνομικές δυνάμεις. Το ίδιο φυσικά να λέγεται και για την οικογένεια, η οποία, μην έχοντας λύσεις για τη συνέχισή της στα χρόνια του φασισμού, αναγκάστηκε να εξαρτηθεί από την οικονομία και την ηθικότητα: τώρα η δύναμη του καταναλωτισμού τής επιβάλει ριζικές αλλαγές υπό το πρίσμα της εκσυγχρονισμού, μέχρι του σημείου να αποδεχτεί το διαζύγιο, και ενδεχομένως όλα τα υπόλοιπα, δίχως όρια (ή τουλάχιστον μέχρι τα όρια που επιτρέπει η ανοχή της νέας εξουσίας, που είναι χειρότερη και από τον φασισμό επειδή είναι βίαια ολοκληρωτική).
Οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας τα υπέστησαν όλα αυτά με την πεποίθηση ότι αυτοί διαχειρίστηκαν και, κυρίως, χειραγώγησαν όλες αυτές τις ανατροπές. Ποτέ δεν πρόσεξαν ότι επρόκειτο για κάτι «άλλο»: διαφορετικό όχι μόνο σε σχέση με αυτούς αλλά σε σχέση με μια ολόκληρη μορφή πολιτισμού. Όπως πάντα (δείτε τον Gramsci) μόνο στη γλώσσα μπορούσε κανείς να διαβάσει τα συμπτώματα. Στη μεταβατική φάση —δηλαδή «κατά τη διάρκεια» της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων— οι χριστιανοδημοκράτες της εξουσίας άλλαξαν σχεδόν απότομα τον τρόπο έκφρασής τους, υιοθετώντας μια γλώσσα εντελώς καινούρια (τόσο ακατανόητη όσο η λατινική), ιδίως στην περίπτωση του Aldo Moro, εκείνου δηλαδή που (κατά παράδοξο τρόπο) εμφανίζεται ότι είχε εμπλακεί λιγότερο απ’ όλους στα φριχτά γεγονότα που ενορχηστρώθηκαν από το ’69 ως τα σήμερα, σε μια προσπάθεια, μέχρι στιγμής μόνο κατ’ επίφαση επιτυχημένη, να παραμείνει παρά ταύτα στην εξουσία.
Λέω κατ’ επίφαση γιατί, επαναλαμβάνω, στην πραγματικότητα, οι χριστιανοδημοκράτες ηγέτες, με τους ελιγμούς τους και τα χαμόγελά τους, καλύπτουν το κενό. Η πραγματική εξουσία προχωρά χωρίς αυτά, και στα χέρια τους δεν έχουν παρά μόνο εκείνους τους άχρηστους μηχανισμούς, που καθιστούν πιο ρεαλιστική την εικόνα τους με τα πένθιμα σταυρωτά σακάκια.
Παρ’ όλα αυτά στην ιστορία το «κενό» δεν μπορεί να υπάρξει: μπορεί να κηρυχθεί μόνο αφηρημένα και παράλογα. Είναι πιθανόν, πράγματι, το «κενό» για το οποίο μιλώ να άρχισε ήδη να γεμίζει, μέσα από μια κρίση και μια αναδιάταξη που δεν μπορεί να μη συγκλονίσει ολόκληρο το έθνος. Ένδειξη αποτελεί, λόγου χάρη, η «νοσηρή» προσδοκία ενός πραξικοπήματος. Σχεδόν σαν να επρόκειτο απλώς και μόνο για την αντικατάσταση της ομάδας των ανθρώπων που τόσο τρομακτικά μας κυβερνάει εδώ και τριάντα χρόνια, οδηγώντας την Ιταλία σε οικονομική, οικολογική, πολεοδομική και ανθρωπολογική καταστροφή.
Στην πραγματικότητα, δεν ωφελεί σε τίποτα η υποκριτική αντικατάσταση αυτών των «ξύλινων κεφαλών» (με άλλες «ξύλινες κεφαλές», όχι λιγότερο, αντιθέτως πιο θλιβερά καρναβαλίστικες), να πραγματοποιείται μέσα από την τεχνητή ενίσχυση των παλαιών μηχανισμών της φασιστικής εξουσίας (κι ας γίνει σαφές ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι «ορδές» θα ήταν, ήδη από τη σύστασή τους, ναζιστικές). Η πραγματική εξουσία που εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια οι «ξύλινες κεφαλές» υπηρέτησαν χωρίς να συνειδητοποιούν την πραγματικότητά της: να κάτι που μπορεί να έχει αρχίσει να γεμίζει το «κενό» (καθιστώντας μάταιη κάθε πιθανή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της μεγάλης κομμουνιστικής χώρας που γεννήθηκε μαζί με την κατάρρευση της Ιταλίας: γιατί δεν πρόκειται για «διακυβέρνηση»).
Δεν έχουμε παρά μόνο αφηρημένες και τελικά αποκαλυπτικές εικόνες μιας τέτοιας «πραγματικής εξουσίας»: δεν μπορούμε να φανταστούμε ποια μορφή θα μπορούσε να είχε αν αναλάμβανε άμεσα την εξουσία από εκείνους που την εξέλαβαν ως έναν απλό τεχνικό «εκσυγχρονισμό». Όπως και να ’χουν τα πράγματα και όσον αφορά τον εαυτό μου (αν αυτό ενδιαφέρει κάποιον αναγνώστη) απλά δηλώνω ότι: εγώ, όσο πολυεθνικός κι αν είμαι, όλη τη Montedison* θα έδινα για μια πυγολαμπίδα.
* Η Montedison: Η μεγαλύτερη βιομηχανία χημικών στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και του ’70 που κατείχε, υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, το ενεργειακό μονοπώλιο [Σ.τ.Μ.]