Όταν η Αθανασία έχει τους λόγους της

Έργο του Γιώργου Σταθόπουλου στο εξώφυλλο του δίσκου «Αθανασία»
Έργο του Γιώργου Σταθόπουλου στο εξώφυλλο του δίσκου «Αθανασία»


«Τι ζη­τάς, Αθα­να­σία, / στο κα­τώ­φλι μου μπρο­στά…»


Όταν ένας δη­μιουρ­γός περ­νά στην πε­ριο­χή των συμ­βό­λων, εί­ναι αδύ­να­το να ανα­κλη­θεί το όνο­μά του ανε­ξάρ­τη­τα από τα σύμ­βο­λα αυ­τά. Ακό­μη κι αν το ανα­κα­λεί μια κοι­νω­νία σχε­δόν συ­ντε­τριμ­μέ­νη σε μια επο­χή με δυ­σα­νε­ξία στα σύμ­βο­λα. Ο Νί­κος Γκά­τσος εί­ναι πά­ντα ο μύ­θος του. Μύ­θος που πά­ει μα­ζί μ’ εκεί­νον του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι και των δύο πά­λι μέ­σα στον ευ­ρύ­τε­ρο μύ­θο της ακ­μής (κά­πο­τε…) του ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού. Βέ­βαια η συλ­λο­γι­κή μνή­μη δύ­σκο­λα θα στρα­φεί στην Αμορ­γό του, αυ­τή την έκρη­ξη ει­κο­νο­πλα­στι­κής φα­ντα­σί­ας και ρυθ­μο­ποι­ί­ας του ελ­λη­νι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού. Πο­λύ εύ­κο­λα όμως —και με την αμε­σό­τη­τα που επα­να­κάμ­πτει και ανα­στα­τώ­νει ένα ισχυ­ρό προ­σω­πι­κό μας βί­ω­μα— θα στρα­φεί στα ανε­ξά­ντλη­τα απο­θέ­μα­τα της εμπνευ­σμέ­νης και συ­χνά υψη­λής στι­χουρ­γι­κής του. Αυ­τή πα­ρα­μέ­νει δρα­στι­κή εδώ και τώ­ρα. Η ικα­νό­τη­τά του να χτί­ζει μι­κρο­σκο­πι­κές πα­ρα­λο­γές —«Ο Γιάν­νης ο φο­νιάς»!— με το πρό­σθε­το, πλην αι­σθη­τό, άρω­μα τής ρε­μπέ­τι­κης θε­μα­το­λο­γί­ας θαυ­μα­στά αφο­μοιω­μέ­νης, συ­να­γω­νί­ζε­ται σε ευ­χέ­ρεια και συ­γκι­νη­σια­κή έντα­ση την ικα­νό­τη­τά του να ει­κο­νο­γρα­φεί εί­τε τη δυ­στο­πία ενός κό­σμου ρη­μαγ­μέ­νου κάλ­λους —«Ο εφιάλ­της της Περ­σε­φό­νης»!— εί­τε τα χα­ρι­τω­μέ­να παι­χνί­δια με ει­κό­νες Αι­γαί­ου και τη μα­νιέ­ρα των ερω­τι­κών δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών —«…πε­τάς κυ­πα­ρισ­σό­μη­λο/ κι εγώ πε­τάω μή­λο…»— προσ­δί­δο­ντας στην τέ­χνη του τον χα­ρα­κτή­ρα μιας ει­δι­κής έκ­φρα­σης γνή­σια ποι­η­τι­κής αλ­λά όχι ποι­η­τι­κί­ζου­σας. Όπως δη­λα­δή πρέ­πει να εί­ναι η στι­χουρ­γι­κή χω­ρίς κα­θό­λου να χρειά­ζε­ται να αντι­πα­ρα­βλη­θεί γι’ αυ­τό με την ποί­η­ση και να πι­στο­ποι­η­θεί έτσι δευ­τε­ρο­γε­νώς η αξιο­σύ­νη της.
Η στι­χουρ­γία του Γκά­τσου έχει πί­σω της τε­ρά­στια φι­λο­λο­γι­κή παι­δεία, όμως ο πη­γαί­ος τρό­πος με τον οποίο ανα­πλά­θε­ται η γνώ­ση, κα­τα­κτά­ται η κλη­ρο­νο­μιά και ξάφ­νου όλα αστρά­φτουν και­νού­ρια και εντε­λώς προ­σω­πι­κής αι­σθη­τι­κής έχει πί­σω του ίδιον μου­σι­κόν έν­στι­κτον, φυ­σι­κή αί­σθη­ση του ρυθ­μού, μου­σι­κο­ποι­η­τι­κή δη­λα­δή φύ­ση. Γι’ αυ­τό η διά βί­ου προ­σκόλ­λη­ση του δη­μιουρ­γού σ’ αυ­τήν δεν συ­νι­στά κά­ποια …προ­δο­σία της Αμορ­γού του ού­τε κά­ποιον πα­νι­κό μπρο­στά στις αξιώ­σεις της ποί­η­σης ή κά­ποια απο­καρ­δί­ω­ση υπαρ­ξια­κού χα­ρα­κτή­ρα, νο­μί­ζω. Συ­νι­στά αντα­πό­κρι­ση σε βα­θιά φυ­σι­κή κλί­ση. Αυ­τή η φόρ­μα του ταί­ρια­ζε.
Η σύ­ντο­μη, υπαι­νι­κτι­κή, υπο­βλη­τι­κή πλην ευ­κρι­νής και άμε­ση γλώσ­σα των στί­χων ενός τρα­γου­διού που δεν αρ­θρώ­νε­ται πλή­ρως πα­ρά με την άρ­ρη­κτη σύν­δε­σή της με τη μου­σι­κή. Κι επει­δή ακρι­βώς αυ­τή και όχι κά­ποια άλ­λη, συγ­γε­νι­κή της, ήταν, πι­στεύω, η φύ­ση του, γι’ αυ­τό ο Γκά­τσος δη­μιούρ­γη­σε τό­σο πλή­ρη και τό­σο επι­δρα­στι­κό κώ­δι­κα μέ­σων και τρό­πων του στι­χουρ­γείν και τε­λι­κά λει­τούρ­γη­σε ως μια συ­γκρο­τη­μέ­νη Ποι­η­τι­κή σχε­τι­κά με το εί­δος, που εί­ναι αδύ­να­το να προ­σπε­ρά­σει ακό­μη και σή­με­ρα οποιοσ­δή­πο­τε τρα­γου­δο­ποιός ή στι­χουρ­γός ψά­χνει το στίγ­μα του σε πε­ριο­χές που δεν αρ­νού­νται τη λυ­ρι­κή μας πα­ρά­δο­ση. Η σύν­δε­σή του με την ευ­ρύ­τε­ρη πα­ρα­κα­τα­θή­κη της γε­νιάς του ΄30 ισχυ­ρο­ποιεί το σή­μα της τέ­χνης του χω­ρίς να αμ­φι­σβη­τεί τον προ­σω­πι­κό της εντε­λώς ιδιαί­τε­ρο χώ­ρο.
Το ότι και το με­τα­φρα­στι­κό του έρ­γο πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς εμ­βλη­μα­τι­κό ενι­σχύ­ει την πε­ποί­θη­ση ότι ο Γκά­τσος σε ό,τι κα­τα­πιά­στη­κε ακο­λού­θη­σε πη­γαία, εντα­τι­κή και γό­νι­μη πα­ρόρ­μη­ση. Γι’ αυ­τό και το απο­τέ­λε­σμά του δεν μαρ­τυ­ρεί πα­ραί­τη­ση από κά­τι με­γά­λο αλ­λά εν­θου­σιώ­δη επι­λο­γή ενός δι­κού του κό­σμου. Στον οποίο εξα­κο­λου­θεί να δια­τη­ρεί έναν θρό­νο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: