Κοινοτοπίες περί ονείρων ή Σπουδή στην αυτό-υπονόμευση.

Κοινοτοπίες περί ονείρων ή Σπουδή στην αυτό-υπονόμευση.


Κα­λέ μου φί­λε, εύ­χο­μαι να εί­σαι κα­λά. Το κεί­με­νο που θα δια­βά­σεις δεν βα­σί­ζε­ται σε μυ­θο­πλα­σία. Το όνει­ρο που πε­ρι­γρά­φω εί­ναι αλη­θι­νό. Το βί­ω­σα την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα. Με συ­γκί­νη­σε. Θέ­λη­σα να το κρα­τή­σω, προ­τού το ρου­φή­ξει το υπο­συ­νεί­δη­τό μου και μεί­νουν μό­νο μι­κρά —απα­τη­λά— υπο­λείμ­μα­τά του. Έπρε­πε να το μοι­ρα­στώ μα­ζί σου.

——— ≈ ———

Εί­δα τον Κο­μνη­νό στον ύπνο μου χθες βρά­δυ. Ήταν από­γευ­μα. Το το­πίο μού ήταν οι­κείο∙ εί­ναι άσχη­μη η δια­τύ­πω­σή μου. Ψυ­χρή και άψυ­χη. Μην την λά­βεις υπό­ψιν. Εί­χα βρε­θεί εκεί ή το εί­χα φα­ντα­στεί; Εί­ναι πά­ντα δύ­σκο­λο να ξε­χω­ρί­σεις το νό­η­μα των δυο ρη­μά­των. Πού αρ­χί­ζει η ζωή και πού τε­λειώ­νει η φα­ντα­σία; Κε­νο­λο­γί­ες.

Το σί­γου­ρο εί­ναι πως αι­σθά­νε­σαι ότι επι­στρέ­φεις. Έχεις συ­νεί­δη­ση της υπό­στα­σής σου; Πολ­λοί συμ­φω­νούν για το αστρι­κό σώ­μα του ονει­ρευο­μέ­νου∙ πολ­λοί το συν­δέ­ουν με την άχρο­νη προ­βο­λή του∙ εί­σαι νέ­ος, ενή­λι­κας και γέ­ρος μα­ζί. Τέ­τοιες με­λέ­τες εί­ναι για τα σκου­πί­δια. Θα έπρε­πε να επι­νο­ή­σου­με μια νέα γλώσ­σα για να προ­σεγ­γί­σου­με το γί­γνε­σθαι των ονεί­ρων. Και εξη­γού­μαι: πρώ­τον στην ονει­ρι­κή κα­τά­στα­ση όλα γί­νο­νται αμέ­σως εμπει­ρί­ες∙ ελεύ­θε­ρα, χω­ρίς το βά­ρος των σκέ­ψε­ων∙ βί­ω­μα πρω­το­γε­νές∙ συ­ναί­σθη­μα ως ση­μαί­νον∙ ση­μαί­νον ως ση­μαι­νό­με­νο∙ ανό­θευ­το, απα­στρά­πτον σαν μου­σι­κή∙ χω­ρίς πριν ού­τε με­τά∙ μό­νο τώ­ρα∙ όλα στην επι­τέ­λε­ση∙ μια πα­ρο­ντι­κή ζε­στή κραυ­γή∙ ένας άλο­γος τό­νος.

ΕΛΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!!!

Μια ευ­χά­ρι­στα πα­ρά­το­νη συγ­χορ­δία:

Κοινοτοπίες περί ονείρων ή Σπουδή στην αυτό-υπονόμευση.


Οι ει­κό­νες δια­δέ­χο­νται η μια την άλ­λη. Συ­γκρο­τεί­ται έτσι η μο­νά­δα, «ο φο­ρέ­ας του νο­ή­μα­τος», στην ονει­ρι­κή κα­τά­στα­ση: Ει­κό­να και Συ­ναί­σθη­μα εφά­πτο­νται. Εί­ναι με­γέ­θη ισο­δύ­να­μα, ταυ­τι­ζό­με­να.

Πα­ρά­δειγ­μα:
(βλ. τις πα­ρα­πά­νω ηχη­τι­κές μο­νά­δες∙ δο­κί­μα­σε να τις εκ­φω­νή­σεις δυ­να­τά, π.χ. σε ένα άδειο δω­μά­τιο. Στο δευ­τε­ρό­λε­πτο που εκ­φώ­νη­σες τον ήχο, η προ­σο­χή σου εν­στι­κτω­δώς απα­γκι­στρώ­θη­κε από τη σκέ­ψη∙ τό­τε, η ει­κό­να με τον ήχο —στιγ­μιαία— συ­νε­πλά­κη­σαν σε συ­ναί­σθη­μα, απο­βάλ­λο­ντας κά­θε εί­δους έλ­λο­γο συ­νειρ­μό. Δεν μπο­ρείς να το συλ­λά­βεις, να το με­τρή­σεις λο­γι­κά∙ η πρά­ξη όμως αντή­χη­σε στο υπο­συ­νεί­δη­τό σου.)

——— ≈ ———

Η εκτύ­λι­ξη των συ­ναι­σθη­μά­των-ει­κό­νων πα­ρου­σιά­ζει αξιο­ση­μεί­ω­τη ελ­λει­πτι­κό­τη­τα. Ο Λ.Ν. στο πε­ριώ­νυ­μο βι­βλίο του Η Ονει­ρι­κή Δυ­να­μι­κή (εκδ. 2030) γρά­φει σχε­τι­κά: «Σε κά­θε άνω τε­λεία έρ­χε­ται ένας από­η­χος… Σαν τον ξαφ­νι­κό πα­φλα­σμό του κύ­μα­τος στην άμ­μο και κα­τό­πιν το αρ­γό μά­ζε­μά του πί­σω, στην θά­λασ­σα του ασύ­νει­δου…» Δεν εί­ναι τυ­χαία η πα­ρο­μοί­ω­ση με τον φλοί­σβο των κυ­μά­των. Όπως δια­πι­στώ­νε­ται, υπάρ­χει ρυθ­μι­κή ορ­γά­νω­ση του ονει­ρι­κού γί­γνε­σθαι[1]. Η ορ­γά­νω­ση αυ­τή, όπως όλες οι ανα­φε­ρό­με­νες δια­δι­κα­σί­ες, βιώ­νο­νται από το άτο­μο, δεν ερ­μη­νεύ­ο­νται. Ας μην το επα­να­λαμ­βά­νου­με συ­νε­χώς.

——— ≈ ———

Σαν ξυ­πνάς, σε υπο­δέ­χε­ται η νο­σταλ­γία. Κρα­τά τις σπί­θες των συ­ναι­σθη­μά­των μο­λύ­νο­ντάς τες με νό­η­μα. Και πιο πο­λύ και πιο πο­λύ… Όλα βα­φτί­ζο­νται με έναν στό­χο, μια πλο­κή. Λο­γι­κή -τι απαί­σιος οδο­στρω­τή­ρας… Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο, πλά­θε­ται η ανά­μνη­ση του ονεί­ρου -η πιο ύπου­λη φε­νά­κη.

Τί­πο­τα δεν μέ­νει .

(Πε­τά­ει το στυ­λό και σκί­ζει το χαρ­τί)

——— ≈ ———

Τέ­λος πά­ντων.

Ήμα­σταν με τα κο­ντο­μά­νι­κά μας∙ πρέ­πει να ‘ταν κα­λο­καί­ρι. Περ­πα­τού­σε αμέ­ρι­μνος μπρο­στά μου. Τον στα­μά­τη­σα. Τον ρώ­τη­σα:

— Κο­μνη­νέ! Πού εί­σαι, αγό­ρι μου;

Δεν εί­χες αυ­το­κτο­νή­σει;
Χα­μο­γε­λα­στός αμέ­σως μού απά­ντη­σε:

— Όχι, όχι! Κά­νεις λά­θος!
— Μα δεν έγι­νε και η κη­δεία σου;
— Όχι, εκεί δε με χά­σα­τε; Δεν με ξα­να­εί­δα­τε από τό­τε. Ε, λοι­πόν, συ­νήλ­θα από τον θά­να­το! Τώ­ρα ψά­χνω να δω τα μα­θή­μα­τα που χρω­στάω να τε­λειώ­σω τη σχο­λή! Εσύ, Πα­ντε­λή, πού εί­σαι;
— Τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταία, φί­λε, για πτυ­χίο! Έλα, θα σε βοη­θή­σω να επι­λέ­ξεις τα σω­στά.
— Θέ­λω να επα­νέλ­θω∙ να βρω αυ­τά που έχα­σα…
— Δεν έχα­σες τί­πο­τα, φί­λε μου.

Πε­ρά­σα­με τα χέ­ρια ο ένας στους ώμους του άλ­λου. Νύ­χτω­νε. Μα­κριά στον ορί­ζο­ντα ο ήλιος έδυε. Τώ­ρα μέ­ναν τα αστέ­ρια στο κα­θα­ρό, βα­θυ­γά­λα­νο φό­ντο τους. Τα κτί­σμα­τα που συ­να­ντού­σα­με θύ­μι­ζαν πί­να­κα του Ντα­λί ή το εξώ­φυλ­λο του live δί­σκου των King Crimson, το Epitaph. Κομ­μέ­να μάρ­μα­ρα, πε­ρι­στύ­λια —μό­νο προ­σό­ψεις—, αψί­δες… Όλα∙ ένα χλω­μό μάρ­μα­ρο. Έρη­μα. Αρ­χί­σα­με να συ­ζη­τά­με σαν να ήταν σύγ­χρο­νοι μας ο Πε­ρι­κλής και άλ­λοι αρ­χαί­οι — δεν ξέ­ρω αν το εν­νο­ού­σα­με ή αν ήταν κά­ποιο συ­γκρα­τη­μέ­νο χιού­μορ… Μια συ­νεν­νοη­μέ­νη φάρ­σα; Πα­τού­σα­με χω­ρίς να κι­νού­με τα πό­δια∙ μι­λού­σα­με ή απλά ο ένας διά­βα­ζε τις σκέ­ψεις του άλ­λου; Κι οι μορ­φα­σμοί; Δεν μπο­ρώ να το συλ­λά­βω… Πρέ­πει να τα συν­δέ­σω∙ τί­πο­τα- τί­πο­τα- τί­πο­τα.

Τιπ…

Αδύ­να­τον.

Να τα συν­δέ­σω…

Έστω και απο­τυγ­χά­νο­ντας.

——— ≈ ———

Υστε­ρό­γρα­φο.

Μί­λη­σα με τον για­τρό Χού­μνο. Τε­λι­κά εί­χες δί­κιο. Η κρυ­σταλ­λι­κή θυ­μό­λη μπο­ρεί να επι­δρά­σει στους νευ­ρώ­νες. Μου μί­λη­σε για το σύν­δρο­μο «Cut-up», όπου σπο­ρα­δι­κά δια­κό­πτε­ται η πρό­σλη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας από μια εκτε­τα­μέ­νη τά­ση φα­ντα­σιο­πλη­ξί­ας και φλυα­ρί­ας — ανυ­πό­στα­τες κε­νο­λο­γί­ες με μι­κρή νοη­μα­τι­κή σύν­δε­ση, «σαν πο­λύ ήπια λο­γόρ­ροια». Πα­ρό­τι χρη­σι­μο­ποί­η­σα την ου­σία αρ­κε­τά στο με­λίσ­σι μου, δεν πι­στεύω ότι με έβλα­ψε.

Σέρρες, 17/5/2035

[1] Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη έρευ­να του Κι­νε­ζι­κού Ιν­στι­τού­του Ύπνου (中國睡眠研究所), τέσ­σε­ρις Θι­βε­τια­νοί μο­να­χοί, κά­τοι­κοι του όρους Πο­τα­λά­κα της επαρ­χί­ας Λχά­σα, ισχυ­ρί­σθη­καν πως «κα­θώς εξε­τυ­λίσ­σε­το ο ονει­ρι­κός τους πλους» πα­ρα­τή­ρη­σαν τον υπό­κω­φο ήχο «ενός με­τρι­κού βα­δί­σμα­τος». Απέ­φυ­γαν επί­μο­να να τον προ­σι­διά­σουν με τον χτύ­πο κά­ποιου εί­δους με­τρο­νό­μου. Ένας εξ αυ­τών χα­ρα­κτή­ρι­σε την αί­σθη­ση ως «εναλ­λα­γή κο­φτού τό­νου, σαν χτυ­πή­μα­τος, με έναν πιο μα­κρό­συρ­το και ανα­δυό­με­νο∙ ακρι­βώς όπως ένα απα­λό χτύ­πη­μα του γκονγκ.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: