Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
«Ζωολογικός Κήπος»
Από τον Ιανουάριο, μια νέα σελίδα στον «Χάρτη» με πολλαπλά
κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσεις) για ζώα κάθε είδους (πραγματικά ή
φανταστικά)
——— ≈ ———
Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας) • Δεκέμβριος 2021
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα) • Ιανουάριος 2022
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης) • Φεβρουάριος 2022
Άγγελος Σικελιανός (επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου) • Μάρτιος 2022
Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού-Έλενα Χουζούρη)
Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
Έλλη Σκοπετέα (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
Τζον Άσμπερι (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
OuLiPo (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Μορίς Μπλανσό (Δημήτρης Δημητριάδης-Βασίλης Παπαγεωργίου)
Το Δημοτικό Τραγούδι (επιμ. Παντελής Μπουκάλας)
Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
Μιλάω σε χάρτες
«Μιλάω σε χάρτες. Και μερικές φορές μου απαντούν κάτι. Αυτό δεν είναι τόσο παράξενο όσο ακούγεται, ούτε είναι κάτι ανήκουστο. Πριν από τους χάρτες, ο κόσμος ήταν απεριόριστος. Οι χάρτες ήταν αυτοί που του έδωσαν σχήμα και τον έκαναν να μοιάζει με έδαφος, με κάτι που μπορούσε να γίνει κτήμα μας και όχι απλώς να το αχρηστεύσουμε και να το λεηλατήσουμε. Οι χάρτες έκαναν τους τόπους που βρίσκονταν στα όρια της φαντασίας να φαίνονται προσπελάσιμοι και να αποκτούν μια θέση στην πραγματικότητα»
Aπό το μυθιστόρημα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα By the Sea. Μτφρ. Τέλης Σαμαντάς
Γιάννης Πάνου
Φωτογραφία του Γιάννη Πάνου στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιοθήκη» (1980). Στον οβάλ καθρέφτη ο Σάκης Παπαδημητρίου.
Κυριάκος Κατζουράκης (1944 - 2021)
Οι τρυφεροί θα σώσουν τον κόσμο επειδή είναι οι πιο δυνατοί... Σαν κι εσένα Κάκο μου που τόσο ωραία συνταίριαξες τα χοντροκόκκινα και εκείνα τα βιολέ να μπλεδίζουν πάνω στην ψυχρή ώχρα σ' αυτό τον πίνακα. Κι έπειτα ο καθρέφτης που διπλασιάζει τον χώρο, το εύρημα του «Las Meninas» που το απογείωσες σε μια σειρά έργων και το έκανες δικό μας. Βάζοντας την ιθαγενή μας ζωγραφική, τους νεκρούς και τους βασανισμένους του Εμφυλίου, δίπλα στις ανάλογα τυραννισμένες φιγούρες του Kitaj και του Bacon. Ευρωπαίος επειδή Έλληνας.
Σωστά το είπε η Κάτια ότι γύρευες την ομορφιά παντού. Και πάντως εκεί που δεν την ψάχνουμε συνήθως οι υπόλοιποι και που διαφέρει από την εύκολη, την πρόστυχη ομορφιά των πολλών. Στις γωνιές του εργαστηρίου σου στην οδό Βατάτζη, εμπρός σε μια κούπα μαύρου καφέ ή ένα ποτήρι ρακή, την ψηλαφούσα την ομορφιά σου ... συχνά περίτρομη, ανήσυχη, έτοιμη να φωλιάσει στους δυστοπικούς καμβάδες σου. Επειδή μόνο εκεί ένιωθε καλά.
Ξέρω φίλε μου ακριβέ, Κυριάκο μας, πως κι απόψε θα 'ρθεις στο ατελιέ, θα κατέβεις με το εσωτερικό ασανσέρ που διευκόλυνε τη μέση σου, από το ρετιρέ του ουρανού στο υπόγειο, θα ανάψεις τη λάμπα με το έντονο, ψυχρό φως, θα βγάλεις τα πινέλα από το νέφτι και θα ψάξεις πάλι εκείνο το γυμνό κορίτσι που κρυώνει και που κάποτε μάς είχε αγαπήσει. Ή, ίσως, τον πεινασμένο άντρα με τα δεμένα μάτια που βασανίζουν ακόμη σε κάποια από τις φυλακές του κόσμου. Κι ενώ εσύ, Άκο, ήθελες μόνο να ζωγραφίζεις τον έρωτα και την επιθυμία και την αγάπη και το φως της αγάπης, η φωνή της συνείδησης σου επέμενε πως έπρεπε να ανοιχτείς και στη νύχτα και στο σκοτάδι και στα φαντάσματα τους. Στο σκότος του ερέβους αν πρέπει να πεις την αλήθεια με την τίμια, τη σιγανή φωνή σου.
Έπρεπε, επίσης, δίπλα στα εγκαταλειμμένα κορίτσια να βάζεις πάντα κι ένα σκυλί που λουφάζει. Άλλοτε σαν απειλή κι άλλοτε σαν φόβος. Κι αυτό έκανες πάντα. Συνδύαζες αυτά που όλοι οι άλλοι αδυνατούσαν να συμφιλιώσουν. Γι' αυτό κι η τέχνη σου είναι τόσο γλυκόπικρη. Επειδή είναι τόσο αληθινή. Ώστε να μην χωράει στις εφήμερες πολιτικές και τα νιτερέσα των εκάστοτε αχθοφόρων της εξουσίας.
Σκέφτομαι, αλήθεια, πόσο σινεμά κρύβουν οι ζωγραφισμένες ιστορίες σου και πόση, ανάλογα, ζωγραφική τα εξαντλητικά σχεδιασμένα καρέ των ταινιών σου. Πόση έντεχνη παιδικότητα. Αφού πάντα ήσουν ένα μεγάλο παιδί. Κι αυτό αγάπησε περισσότερο επάνω σου η Κάτια. Έφυγες αλλά είσαι παρών περισσότερο από ποτέ. Δίνεις γενναία τη μάχη των τρυφερών για να σώσουν τον κόσμο. Επειδή είναι οι πιο δυνατοί...
3 x 7 Σωκρατικοί Διάλογοι
————
Μετάφραση: Aχιλλέας Κυριακίδης
————
Μαθητής: Κύριε, χάλασε η καφετιέρα. Τι κάνουμε; Κύριε...;
Δάσκαλος: Ζζζζζζζ.
Δάσκαλος: Ο άνθρωπος που μιμείται τον άνθρωπο είναι πίθηκος.
Μαθητής: Ναι, αλλά και ο πίθηκος που μιμείται τον άνθρωπο είναι πίθηκος.
Δάσκαλος: Μου σπας τα νεύρα.
Μαθητής: Ό,τι πετάει δεν είναι πτηνό, ό,τι είναι πτηνό δεν πετάει. Γιατί, κύριε;
Δάσκαλος: Για τον ίδιο λόγο που και όλοι οι μαθητές μου δεν είναι ηλίθιοι, αλλά και, ευτυχώς, όλοι οι ηλίθιοι δεν είναι μαθητές μου.
Μαθητής: Η μνήμη είναι, όπως λέει ο Βαλερύ, το μέλλον του παρελθόντος;
Δάσκαλος: Ναι, αλλά το ίδιο ισχύει και για τη λήθη.
Μαθητής: Πονάω τόσο πολύ, κύριε, που μου ’ρχεται να ουρλιάξω.
Δάσκαλος: Να εισπνεύσεις ήλιον.
Μαθητής: Θα πονάω λιγότερο;
Δάσκαλος: Όχι, αλλά όταν ουρλιάξεις θα ’χει πλάκα.
Μαθητής: Δάγκωσα ένα μήλο κι έφαγα ένα σκουλήκι.
Δάσκαλος: Καμιά φορά, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται προκαταβολικά.
Μαθητής: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ καλλιεργημένου και ευφυούς;
Δάσκαλος: Ο μεν καλλιεργημένος ξέρει ότι η ντομάτα είναι φρούτο, ο δε ευφυής ότι αυτό δεν είναι λόγος να τη βάζουμε στη φρουτοσαλάτα.
Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [ Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014) ]
Έντυσον & Έγδυσον
Όλοι γνωρίζουν τον Έντυσον, εφευρέτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα. Ο έμπιστος αυτός Θωμάς φώτισε τον κόσμο. Ο Λένιν έφτασε να εξισώνει τον κομμουνισμό με συνδυασμό Σοβιέτ και ηλεκτρισμού, λέξης καλωδιωμένης μέσω ελληνικών εγκεφάλων.
Ποιος όμως γνωρίζει τον δίδυμο αδελφό του, τον Έγδυσον, που ξεγύμνωσε το σκοτάδι;
Πόσοι και με τι κέρδος τον αναπωλούν σβήνοντας το φως για να επιδοθούν σε περιπτύξεις με το όνειρο, αμερικανικής ή άλλης κατασκευής, που δεν φωτίζει τη ζωή τους, αλλά σκοτίζει το προσδόκιμο των προσδοκιών, που μεγάλες είχε ονομάσει ένας Κάρολος άλλος από τον Μαρξ και τέκνο της βρετανικής αυτοκρατορίας του λόγου, που παραμένει γλώσσα με φιλοσοφικά γερμανική προέλευση, όπου παρεισφρέουν γαλλικές ουτοπίες;
Και αν τόσα λέμε για τον Ντίκενς, τι να πούμε για έναν Κάρολο όπως ο Δαρβίνος, οι συσχετισμοί του οποίου άντεξαν στη μάχη της επιβίωσης των ιδεών και δεν έμειναν στον πάγκο των νήσων Γκαλαπάγκος ή Ενκαντάδας, όπως τις αποκαλούσε ο μουσουργός φαλαινοθήρας Μέλβιλ, συνεπώνυμος Γάλλου σκηνοθέτη ταινιών νουάρ, στο υπόκοσμο σκοτάδι των οποίων μωλωπίζονται τα μούτρα του κόσμου;
Υπάρχει οτιδήποτε πιο επίκαιρο από μια καθυστερημένη ιστορία, η υστερία για την εξιστόρηση της οποίας επαναφέρει το κοντέρ στο μηδέν και όχι στο άγαν;
Ο Έγδυσον, ο πιο γυμνός των απεφευρετών, αποσυναρμολογούσε συρματάκια από τις λάμπες. Καθιστούσε ακάθιστη την κατανάλωση καυσίμων κίνησης. Από τα φράγματα επέστρεφε το νερό στις πηγές του. Στο άλλο μάγουλο του αέρα γυρνούσε τα ραπίσματά του από μύλους και γεννήτριες. Επανέφερε τα άτομα στον πυρήνα τους και τις ακτίνες του στον ήλιο. Σκοτεινός σύμβουλος κάθε συσκότισης, τυφλά επέβλεπε όσα κανείς δεν μπορούσε να δει.
Ποιος θα ήταν δυνατόν ποτέ να ανταγωνιστεί τη διασημότητα ενός αγνώστου;
[ Από το Συναξάρι των Διδύμων ]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
(Διάλογος δύο ονείρων) Πάλι θα μας δουν / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
1 λέξη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Γιώργος Κακουλίδης (1956-2021)
——— Ψ Α Λ Τ Η Σ Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Ω Ν ———
Το πιο γυμνασμένο σκυλί του κόσμου είναι το τραγούδι.
Γιώργος Κακουλίδης, Καθωσπρέπει σκέψεις, Ερατώ, 2019
Έφυγε κι ο Γιώργος. Τον θυμάμαι να χτυπά μανιωδώς τα κουδούνια του Ηλία Λάγιου και να εισέρχεται θορυβωδώς, κάτι βράδυα του καπνού και της βροχής. «Πατέρα», έκραζε στον Λάγιο και κείνος τον χτύπαγε στην πλάτη στοργικά. Είχε πάντα κάτι το επικίνδυνα παιδικό και ραγισμένο στην φωνή και στο βλέμμα. Πρώτη φορά τον γνώρισα στα αρχαία «Κείμενα»
του Φίλιππου Βλάχου, ένα Σάββατο με τον Χρήστο Μπράβο και τον Έκτορα Κακναβάτο. Ο «Φιλιππόβλαχος» είχε βγάλει το Λίμπερτυ, το πρώτο του ποιητικό βιβλίο — πρωτοεκδόθηκε το 1979. Τον γνώρισα το 1984, δευτεροετής φοιτητής. Βρισκόμασταν στο κέντρο, στην σημαδιακή «Δωδώνη» της Ασκληπιού, όπου δούλευε ο Γκανάς . Άλλες φορές, τον έβλεπα να περπατά, συνεχώς να περπατά, σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Τρείς φορές κάναμε επίσκεψη στον Μίλτο Σαχτούρη, κάποτε πηγαίναμε στην ταβέρνα του κυρ- Ηλία στην γενέθλια γειτονιά του στην Καισαριανή με τον Νίκο Καρούζο, Κυριακές βράδυ, για να καταλήξουμε στο μοναστήρι της Καισαριανής ποδαράτα, με τον Καρούζο να μουγκρίζει και να βρυχάται. Ο Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, τον θεωρούσαν παιδί τους. Μπαινόβγαιναν στο σπίτι του και είταν φίλοι με τον πατέρα του. Τον ήξεραν από νήπιο. Τον νοιάζονταν.
Βασανίστηκε ο Γιώργος Κακουλίδης. Τα τελευταία πέντε χρόνια της επίγειας ζωής του υπέφερε πολύ και σιωπηλά. Με την στήριξη και την αρωγή της Λητούς, του καλού του αγγέλου. Κα πάλεψε τον καρκίνο, στήθος με στήθος. Αποτέλεσμα —αποτέλεσμα που μετράει μόνο στην ποίηση και την δημιουργία— είναι ο καρπός αυτής της πάλης: Τα δύο ποιητικά βιβλία: Μην ακούς τον Παράδεισο (2016), και Περαστικός είμαι και ονειρεύτηκα (2017) από τον Γαβριηλίδη. Και το βιβλίο των 65 μικρότερων και μεγαλύτερων αφοριστικών σκέψεων —ίχνη τις χαρακτήριζε— Καθωσπρέπει sκέψεις, από την «Ερατώ», του Μανώλη Μανουσάκη το 2019. Πλούσια σοδειά για άνθρωπο που τυρρανιέται στα Νοσοκομεία και στις αλλεπάλληλες θεραπείες. Αν μη τι άλλο φανερώνει την μέσα του ακατάβλητη φλόγα. Απρόβλεπτος και κάποτε σκανδαλωδώς επιθετικός, όπου έβλεπε να πνίγεται και να κουρελιάζεται η τρυφερότητα και η γνησιότητα από τα σινάφια, προκλητικός στον πατριωτισμό του και στην αριστερωσύνη του — «ο ήρωάς μου είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης» έλεγε όταν μέσα του σήκωνε κεφάλι η Καισαριανή.
Η ποίησή του συνέχεται από ένα εξαίφνης. Προς τούτο οι απροσδόκητες εκρήξεις εικόνων-αστραπών στους στίχους του. Πρόγονοί του ο Σαχτούρης και ο Καρούζος. Χωράφι που του δόθηκε να σκάψει , η καθημερινή νεοελληνική τρέλλα και η καταναλωτική παράνοια.
Το 2005 από τις 11 Σεπτεμβρίου το πρωί που ο Λάγιος εισήχθη στην Εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου, κάθε μέρα στις 11.00 το πρωί, -εγώ σκαστός από την δουλειά- βρισκόμασταν στον προθάλαμο της Εντατικής. Εκεί, μαζί με την Μαρία και την Αθηνά, περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μπαίναμε, τον βλέπαμε και μετά πηγαίναμε στον Χρήστο Παπουτσάκη δυό στενά πιο πάνω. Πίναμε καφέ. Ο Χρήστος αισιοδοξούσε: « Θα τα καταφέρει». Δεν τα κατάφερε.
Με μεγάλη συγκίνηση έμαθα από τον Μανώλη Μανουσάκη, αρχές του περασμένου καλοκαιριού, πως ο Κακουλίδης του έχει εμπιστευτεί μια νέα ποιητική εργασία ένα καινούργιο ποίημα εν εκτάσει. Το ποίημα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο σε δυό περίπου εβδόμαδες από τώρα που γράφω τούτα τα λόγια. Πρόκειται για ένα ξόρκι, για ένα μάγι έναντι της αρρώστειας και του θανάτου. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός: «I put a spell on you». Ήγουν: «Μάγια
σού’χω
καμωμένα».Είναι το θρυλικό τραγούδι που έγραψε το 1956 και τραγούδησε πρώτος ο Sceamin’ Jay Havkins και το τραγούδησαν εξίσου συγκλονιστικά, η Nina Simone πρώτα κι ύστερα o Joe Cocker και η Annie Lennox: “ I put a spell on you, because you’re mine.” Τον δικό του θάνατο ξορκίζει ο Γιώργος Κακουλίδης. Και με μόνο όπλο την φωνή του —αηδονολάλειε στήθος μου, μας είπε ο Σολωμός— πλέκει το τραγούδι της πάλης για αληθινή αναστημένη ζωή. Παραθέτω:
Ας τελειώνουμε, είπε το φεγγάρι στον ήλιο
κι ένας ψαλμός, ολότελα λυγμός
ένας σπασμός στα ουράνια μ’ανεβάζει.
είναι του κάτω κόσμου στεναγμός
σκοπός μοναχικός
το θάνατο σκεπάζει.
«Μη φοβάσαι Ιησού
θα σε παντρευτώ.
Μη φοβάσαι, μητερούλα
Το παιδί σου θ’αναστηθεί.»
[…]
Για να ξεφύγω
πετούσα σα χρυσόμυγα
πάνω από τα ξυρισμένα κεφάκια
των τρελών
που προσπαθούσαν να με πιάσουν.
[…]
Κι εγώ μ’ ένα κεράκι
από πίσω έψελνα
την Ανάσταση.
Κανείς δεν έχει πεθάνει
Κανείς.
Κανείς δεν ξέρει
πως ο άγνωστος αδελφός μου
βγάζει λουλούδια
από το στόμα του.
[…]
Αγαπούσα τη θάλασσα
όπως άλλοι αγαπούν τα γράμματα.
εγώ ποτέ δεν έπεσα στον ιστό τους
γιατί η καταγωγή μου
είναι από την Τρέλα
ένα χωριό έξω απ’τη Θήβα.
[…]
Ένας ψαλμός
της ζωής αυτοσκοπός
το θάνατο λυγίζει
Ένας ψαλμός
ωραίος σαν λοχαγός
το θάνατο σκεπάζει
Ένας ψαλμός
αβάσταχτος λυγμός
στα ουράνια σ’ανεβάζει.
Δε είναι μάγι, μήτε ξόρκι. Είναι προσευχή που λυγίζει τον θάνατο.
Εικόνες φθινοπώρου
Οι φθινοπωρινοί μήνες δεν επισφράγισαν την υπεροψία του καλοκαιριού, την αυταπάτη ότι όλα θα ήταν καλύτερα, τις υποσχέσεις ότι όλα θα επέστρεφαν στη βάση τους, δυστυχώς, τα μελτέμια δεν σταμάτησαν, αντίθετα, δυνάμωσαν και τα κύματα συνέχισαν να ροκανίζουν όπως οι καλικάντζαροι το δέντρο της ζωής. Χρατς και χρουτς, όλα ποντικοφαγωμένα, ακόμη κι αυτά που οι άνθρωποι φυλούσαν σαν κόρη οφθαλμού στο ψηλότερο ράφι των επιθυμιών τους. Οι καύσωνες του καλοκαιριού απειλούσαν τη φθινοπωρινή γαλήνη και ξεγελούσαν τα μεταναστευτικά πουλιά, πελαργούς και χελιδόνια. Μια νέα, θλιβερή εικόνα αποκαλυπτόταν, όπως αποκαλύπτεται το αρνητικό φιλμ στους σκοτεινούς θαλάμους των φωτογραφικών εργαστηρίων. Η εικόνα αυτή, που λογικά θα προκαλούσε αναστάτωση, γρήγορα ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα ως μια φυσιολογική εξέλιξη της ζωής. Η άνευ όρων συνθηκολόγηση, είχε ως συνέπεια τα πάντα να χάνουν σταδιακά το βάρος τους, να παρασύρονται από τα πρωτοβρόχια και να σωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο στις σκοτεινές γωνιές των φόβων και των ανασφαλειών, όπως τα κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα των δένδρων σωρεύονται από τους ανέμους στα μισογκρεμισμένα ξύλινα διαχωριστικά των πάρκων. Τα μικρά παιδιά, σεβόμενα το πένθος των μεγάλων, δεν ακούγονταν, οι φωνές τους με συνωμοτικούς ψίθυρους έμοιαζαν. Ξαφνικά η νοσταλγία απέκτησε μπόι δυσθεώρητο κι άρχισε να πατά, όπως οι αμπελουργοί πατούν τα σταφύλια του τρύγου, ότι έβρισκε μπροστά της, μια νέα, άγνωστη ποικιλία κρασιού θα τους μεθούσε όλους.