Μια σειρά ώριμων γυναικών άρχισε να γεννιέται στο χωριό. Οι γέννες συνέβαιναν ανά πάσα στιγμή της ημέρας. Κλάματα σπαρακτικά σκίζαν τη νύχτα κι ύστερα σιωπή. Οι νέες γυναίκες που είχαν γεννηθεί στη θέση των παλιών κοιτούσαν τον κόσμο με μεγάλα έκπληκτα μάτια. Οι γέννες ποτέ δεν είναι ίδιες, έτσι η κάθε γυναίκα θυμόταν τη δική της με ξεχωριστή τρυφερότητα. Γεννήθηκα μια Κυριακή την ώρα που έδυε ο ήλιος, έλεγε μία, ή γεννήθηκα βράδυ όταν όλοι κοιμούνταν κι ακούγονταν μόνο το τικ-τακ του ρολογιού, γεννήθηκα ένα πρωί γυρίζοντας απ’ το σχολείο των παιδιών στο σπίτι, γεννήθηκα τη στιγμή ακριβώς που καθάριζα ένα πορτοκάλι... κ.ο.κ. ήταν μερικές από τις φράσεις που άκουγες. Υπήρχαν γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τη σύνταξή τους κι άλλες ύστερα από ένα διαζύγιο ή αμέσως μετά από ένα θάνατο. Σε κάποιες, η γέννησή τους δεν σηματοδοτήθηκε από ένα σημαντικό γεγονός, αλλά από πολλά μικρά κι ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας που συσσωρεύτηκαν και η δύναμή τους προκάλεσε ένα είδος προσωπικής αποκάλυψης στη γυναίκα, το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως. Έτσι, οι νεογέννητες γυναίκες ανακάλυπταν τον κόσμο με μια άγρια, πρωτόγνωρη χαρά, με μια όρεξη για ζωή που παρέσερνε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμα και το βαρύ ρολόι του χρόνου.
——— ≈ ———
Οι γυναίκες αυτές όμως ταράζουν το χωριό. Στα μάτια των αντρών μοιάζουν να είναι ασυγκράτητες. Μπαίνουν, βγαίνουν, γελούν δυνατά, καπνίζουν, μιλούν και χειρονομούν χωρίς κανένα φόβο. Επειδή γεννήθηκαν στο μέσο της ζωής τους, δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν ούτε στιγμή. Η ζωτικότητά τους είναι κάτι το εκπληκτικό, γι’ αυτό πολλοί τις κοιτάζουν με επιφύλαξη. «Μήπως τρελάθηκαν;», μοιάζει να πλανάται στο τρομαγμένο βλέμμα τους η απορία. Ποια, αν όχι μια τρελή, θα έπαιρνε έτσι αψήφιστα τις συμβάσεις της ζωής; Το να γεννά όμως κανείς τον εαυτό του είναι το πιο αναζωογονητικό πράγμα στον κόσμο. Καθαρή αντισυμβατικότητα, κολύμπι κόντρα στο ρεύμα.
Γι’ αυτό, καμιά φορά μετά τη γέννησή τους, συμβαίνει να νιώθουν οι γυναίκες μόνες. Είναι που όλοι όσοι τις περιτριγυρίζουν συχνά μοιάζουν με γέρους. Ιδίως οι άντρες τους, που έχουν πεθάνει από καιρό.