Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Ετοιμάζονται τα αφιερώματα






Oδυσσέας Ελύτης
(επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)Νοέμβριος 2021
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)Δεκέμβριος 2021
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)Ιανουάριος 2022
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)Φεβρουάριος 2022
Άγγελος Σικελιανός
(επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου)Μάρτιος 2022
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Γιώργος Ιωάννου (επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού-Έλενα Χουζούρη)
Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος)
Τζον Άσμπερι
(επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Έλλη Σκοπετέα
 (επιμ. Δημήτρης Σταματόπουλος)
OULIPO (επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)

3 x 7 Σωκρατικοί Διάλογοι


————
Μετάφραση: Aχιλλέας Κυριακίδης
————


Μαθητής: Κύριε, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι και ο άνθρωπος μηχανή είναι, αλλά άπειρης πολυπλοκότητας;
Δάσκαλος: Όχι μόνο δεν διαθέτεις κουμπί off, αλλά έχεις κολλήσει και ιό.

Μαθητής: Κύριε, τι είναι το σώμα μου;
Δάσκαλος: Είναι ένας κήπος, κι εσύ ο κηπουρός του.
Μαθητής: Και το μυαλό μου;
Δάσκαλος: Ένας κηπουρός που ψάχνει τον κήπο του.

Μαθητής: Κύριε, ο Καντ είχε δίκιο όταν είπε ότι η ευφυΐα ενός ατόμου μετράται με το φόρτο αβεβαιότητας που μπορεί να σηκώσει;
Δάσκαλος: Δεν είμαι και πολύ βέβαιος.

Μαθητής: Κύριε, μπορώ να γράφω στα τετράδια μου, στα θρανία, στα δέντρα, στην άμμο και στο χιόνι, τη λέξη «ελευθερία»;
Δάσκαλος: Όχι, ακριβώς επειδή μου ζήτησες την άδεια.

Μαθητής: Κύριε, άνοιξα στην τύχη ένα λεξικό κι έπεσα στη λέξη τύχη.
Δάσκαλος: Τι θα ’λεγες αν έπεφτες στη λέξη ντετερμινισμός;

Μαθητής: Αν, κύριε, απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, αυτό σημαίνει κι ότι απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, οπότε απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύεται ν’ απαγορεύουμε, οπότε...
Δάσκαλος: Μη σταματάς, είσαι σε καλό δρόμο, αλλά από μέσα σου.

Μαθητής: Έχω την εντύπωση ότι η χρήση τσιτάτων είναι βολικό υποκατάστατο της ευφυΐας.
Δάσκαλος: Σύμφωνοι, αλλά το πρόβλημα είναι ότι κι εσύ μόλις τσίταρες Σόμερσετ Μομ.


Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014)].

Γέννες


Μια σειρά ώριμων γυναικών άρχισε να γεννιέται στο χωριό. Οι γέννες συνέβαιναν ανά πάσα στιγμή της ημέρας. Κλάματα σπαρακτικά σκίζαν τη νύχτα κι ύστερα σιωπή. Οι νέες γυναίκες που είχαν γεννηθεί στη θέση των παλιών κοιτούσαν τον κόσμο με μεγάλα έκπληκτα μάτια. Οι γέννες ποτέ δεν είναι ίδιες, έτσι η κάθε γυναίκα θυμόταν τη δική της με ξεχωριστή τρυφερότητα. Γεννήθηκα μια Κυριακή την ώρα που έδυε ο ήλιος, έλεγε μία, ή γεννήθηκα βράδυ όταν όλοι κοιμούνταν κι ακούγονταν μόνο το τικ-τακ του ρολογιού, γεννήθηκα ένα πρωί γυρίζοντας απ’ το σχολείο των παιδιών στο σπίτι, γεννήθηκα τη στιγμή ακριβώς που καθάριζα ένα πορτοκάλι... κ.ο.κ. ήταν μερικές από τις φράσεις που άκουγες. Υπήρχαν γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τη σύνταξή τους κι άλλες ύστερα από ένα διαζύγιο ή αμέσως μετά από ένα θάνατο. Σε κάποιες, η γέννησή τους δεν σηματοδοτήθηκε από ένα σημαντικό γεγονός, αλλά από πολλά μικρά κι ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας που συσσωρεύτηκαν και η δύναμή τους προκάλεσε ένα είδος προσωπικής αποκάλυψης στη γυναίκα, το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως. Έτσι, οι νεογέννητες γυναίκες ανακάλυπταν τον κόσμο με μια άγρια, πρωτόγνωρη χαρά, με μια όρεξη για ζωή που παρέσερνε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμα και το βαρύ ρολόι του χρόνου.

——— ≈ ———

Οι γυναίκες αυτές όμως ταράζουν το χωριό. Στα μάτια των αντρών μοιάζουν να είναι ασυγκράτητες. Μπαίνουν, βγαίνουν, γελούν δυνατά, καπνίζουν, μιλούν και χειρονομούν χωρίς κανένα φόβο. Επειδή γεννήθηκαν στο μέσο της ζωής τους, δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν ούτε στιγμή. Η ζωτικότητά τους είναι κάτι το εκπληκτικό, γι’ αυτό πολλοί τις κοιτάζουν με επιφύλαξη. «Μήπως τρελάθηκαν;», μοιάζει να πλανάται στο τρομαγμένο βλέμμα τους η απορία. Ποια, αν όχι μια τρελή, θα έπαιρνε έτσι αψήφιστα τις συμβάσεις της ζωής; Το να γεννά όμως κανείς τον εαυτό του είναι το πιο αναζωογονητικό πράγμα στον κόσμο. Καθαρή αντισυμβατικότητα, κολύμπι κόντρα στο ρεύμα.
Γι’ αυτό, καμιά φορά μετά τη γέννησή τους, συμβαίνει να νιώθουν οι γυναίκες μόνες. Είναι που όλοι όσοι τις περιτριγυρίζουν συχνά μοιάζουν με γέρους. Ιδίως οι άντρες τους, που έχουν πεθάνει από καιρό.

Kεράσι


Αγόρασα ένα βάζο γλυκό του κουταλιού κεράσι. Με φώναξε ο πατέρας μου και με έστειλε να το πάρω. Τα αυτιά μου έκαψαν όταν άκουσα το όνομα μου. Δεν με χτυπάε,ι ούτε οι φλέβες του πετάγονται στους κροτάφους. Μια φορά γύρισε από τη δουλειά και το λευκό του πουκάμισο είχε κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα. Φάνηκαν οι τρίχες του στο στήθος. Θα ήθελα να τις πειράξω και να κάνω σχέδια με τα δάχτυλά μου. Μια φορά μιλούσε στο τηλέφωνο. Γελούσε. Γέλασα και εγώ. Σταματήσαμε. Όταν τρώμε μαζί δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου. Μια φορά τον ρώτησα κάτι για μια εργασία στο σχολείο. Είμαι σίγουρος, μου απάντησε αλλά δεν τον άκουγα. Έσκιζα τη χαρτοπετσέτα μου. Όταν του μιλάω δεν έχω σάλιο. Θα ρίξω κάτω το βαζάκι με τα κεράσια. Μακάρι να με χτυπήσει. Ίσως κλάψω. Μια φορά με είχε αγκαλιάσει ένας μεγάλος μου ξάδελφος. Ήθελα να μου σπάσει τα κόκκαλα. Να με λιώσει όπως η σοκολάτα σε ζεστά χέρια. Η μαμά και η μικρή δεν αγκαλιάζουν έτσι. Μια φορά που ξυριζόταν τον κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Τουκ τουκ το ξυραφάκι στο νιπτήρα. Με κατάλαβε. Έβαλε το κλειδί στην τρύπα και δεν μου είπε τίποτα. Έσπασα το βάζο στο γυρισμό απ’ το σουπερμάρκετ. Τα κόκκαλά μου είναι ακόμα στη θέση τους.

Αppαισιοδοξία

- Θα τα ποτίζεις όσο λείπω...


Προσπαθώ να διατηρήσω την απαισιοδοξία μου, αλλά τα γεγονότα δεν το επιτρέπουν.
Οι κινητές συσκευές βοήθησαν να γίνει αντιληπτό ότι η απαισιοδοξία είναι μια εφαρμογή (app-lication) για την αναζήτηση της αισιοδοξίας. Πρόκειται για προεγκατεστημένη εφαρμογή σε πολλές περιπτώσεις, ενώ σε άλλες προστίθεται κατόπιν δωρεάν παροχής ή αγοράς από συμβεβλημένα καταστήματα, όπως τα app(αισιοδοξία) stores. Η εφαρμογή θεωρείται απαραίτητη, καθώς τα αισθήματα αναδεύονται σε απύθμενα μέρη, ενώ ταυτόχρονα κυματίζουν στις κορυφές των φυλλωμάτων.
Οι κινητές συσκευές συνιστούν προεκτάσεις ψυχισμού ενός κινούμενου σώματος, που έτσι εξασφαλίζει την ακινησία του. Πουθενά δεν χρειάζεται να πας, όταν ξέρεις ότι μπορείς να βρεις έναν χάρτη του πώς θα πας εκεί. Καθόλου δεν χρειάζεται να κινηθείς να μάθεις οτιδήποτε, όταν ξέρεις ότι ακίνητος μπορείς τα πάντα να λες ότι γνωρίζεις. Μέρος της εξάρτυσης κάθε ατόμου, οι συσκευές αυτές πιστοποιούν την εξάρτησή του από την ακινησία, ενώ διακηρύσσει την ανεξαρτησία των κινήσεών του. Το λογισμικό που τρέχει εγκεφάλους κατακλύεται και καταλύεται από μια πανδημία συλλογισμών.
Αναδεικνύοντας ένα πολλαπλό και πολλά απλό σημείο ύβρεως, όπως συνεχώς τα πολυγλωσσικά υβρίδια, η appαισιοδοξία ανασυγκροτεί την ταπεινότητα. Στον αέρα τα πάντα θεμελιώνονται, apps and downs, καθώς έρχονται τα πάνω κάτω. Προσωρινά χωρίς ντροπή ή εντροπία, αδιάντροπα μέχρι να σταματήσει συνεχίζει να δουλεύει ατελώς, δηλαδή χωρίς τέλος, το μηχανάκι που οι μηχανές εύρεσης ονομάζουν ζωή.
Σε καβγά με τη μητέρα του, τα βιβλία της οποίας ήταν ευπώλητα όταν ο ίδιος ήταν ακόμη άγνωστος, ο μέγας σολίστ της βούλησης που λέγεται Σοπενχάουερ της είχε πει ότι θα τη θυμούνται απλώς ως μητέρα του. Οι δυο τους πίστευαν ότι ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει, αν και θεωρήθηκε ατύχημα όταν πνίγηκε σε ένα κανάλι στο Αμβούργο. Οι βάρκες συνεχίζουν ήρεμα να κυλούν στα νερά.
Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι τα πράγματα δεν μπορεί να γίνουν παρά μόνο χειρότερα.

[Arthur Schopenhauer, 22.2.1788 – 21.9.1860]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δεν θυμάμαι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

Έλγκα Καββαδία

Η Έλγκα Καββαδία στη Βιβλιοθήκη Ελευσίνας


H Έλγκα Καββαδία (1937-2021) είχε την τύχη να μεγαλώσει, από πολύ μικρή ηλικία, σε λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον. Το σπίτι της οικογένειας στην Αγίου Μελετίου, όπου έμενε όταν δεν ταξίδευε και ο αγαπημένος θείος της Νίκος, ο Κόλιας για τους φίλους του, ήταν, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και μέχρι το 1962, πέρασμα, στέκι, και καμιά φορά καταφύγιο, για ποιητές, συγγραφείς και ζωγράφους – Σικελιανός, Κατίνα Παξινού, Χριστόφορος Νέζερ, Μέλπω Αξιώτη, Τσαρούχης, Σεφέρης, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Μόραλης, Έλλη Αλεξίου, Γιώργος Παππάς, Μυρτιώτισσα κλπ. Με πολλούς η προσωπική σχέση συνεχίστηκε και τα μετέπειτα χρόνια.
Γαλουχήθηκε έτσι από νωρίς στα πολιτιστικά δρώμενα, και αυτό παρέμεινε σε όλη της τη ζωή το υπόβαθρο της προσωπικότητάς της.
Πολυτάλαντη ήταν η Έλγκα.
Με δίπλωμα modelling από το Παρίσι, ξεκίνησε ως βοηθός του σχεδιαστή μόδας Jean Desses στο Χίλτον όπου έρχονταν οι πελάτισσες του για δοκιμές.
Μετά ήρθε η Σχολή Καλών Τεχνών, με την γλυπτική να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της.
Και ύστερα το magnum opus της Έλγκας – οι παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες. Όλα ξεκίνησαν από τα μαθήματα βιβλιοθηκονομίας στη ΧΕΝ και την γνωριμία με την Γαλλίδα Annette Schlumberger. Και έτσι γεννήθηκε το όραμα των παιδικών βιβλιοθηκών, με πρώτη τη βιβλιοθήκη της Ελευσίνας, το 1979. Η μετέπειτα εξέλιξη άρχισε όταν έγιναν δέκα παιδικές βιβλιοθήκες σε αγροτικές περιοχές, σε συνεργασία με αγροτικούς συνεταιρισμούς. Μετά το 1984 πραγματοποιήθηκε ο μετασχηματισμός του φορέα και ιδρύθηκε το Κέντρο Παιδικών & Εφηβικών Βιβλιοθηκών, με διευθύντρια την Έλγκα Καββαδία, μέσω του οποίου ιδρύθηκαν αρχικά άλλες έντεκα βιβλιοθήκες, και μετά άλλες δώδεκα ακόμα, φτάνοντας σε σύνολο τις τριάντα τέσσερεις, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι περισσότερες σε παραμεθόριες περιοχές και νησιά. Οι βιβλιοθήκες εξυπηρετούσαν 2000-2200 παιδιά την μέρα, με υλικό που συμπληρωνόταν κάθε μήνα με 40-60 βιβλία, αφίσες, δίσκους, διαφάνειες κλπ.
Το γιατί σταμάτησε η δραστηριότητα του Κέντρου είναι μια πικρή ιστορία. Πολλοί, σε θέσεις ισχύος, δεν στήριξαν το εθνικό του έργο, με αποτέλεσμα να στερέψει από πόρους, να μην μπορούν να καλυφθούν ούτε τα λειτουργικά έξοδα των υφιστάμενων βιβλιοθηκών, πόσο μάλλον να γίνουν καινούργιες. Και έτσι το Κέντρο οδηγήθηκε το 2010 σε οριστικό κλείσιμο.
Τι ήταν τελικά αυτές οι βιβλιοθήκες; Ήταν μικρές, όλες σχεδόν σε κατάλληλα διαρρυθμισμένα υφιστάμενα κτίρια. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν το δημιουργικό και καινοτόμο πνεύμα που τις διέπνεε. Τα παιδιά αποζητούσαν να βρίσκονται εκεί, γιατί οι βιβλιοθήκες είχαν στόχο να είναι «χώροι ανεξαρτησίας και αυτενεργείας». Με αρχή την επιλογή των βιβλιοθηκάριων κάθε βιβλιοθήκης που γινόταν με κύριο κριτήριο την ικανότητα στην επικοινωνία. Τα διπλώματα μετρούσαν λιγότερο. Και ύστερα ήταν τα προγράμματα. Προσωπικά φτιαγμένα από την Έλγκα, σκοπό είχαν να μπορούν τα παιδιά να «ταξιδεύουν» με προσμονή σε καινούργιους κόσμους. Ακόμα και η εικονογράφηση ήταν πρωτότυπα διαλεγμένη. Παράδειγμα τα έξι ταξίδια στη Μεσόγειο, με αφετηρία τα γραφόμενα τού Fernand Braudel, και το πρόγραμμα «Μ σαν Μόραλης». Μόνο όσοι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν μια από αυτές τις βιβλιοθήκες μπόρεσαν να καταλάβουν τι είχε συντελεστεί, μόνο όσοι είδαν την Έλγκα «εν δράσει» ανάμεσα στα παιδιά και τους αφοσιωμένους βιβλιοθηκάριους, και διαπίστωναν, με τα δικά τους μάτια, το δέσιμο μεταξύ τους και το πρωτοποριακό πνεύμα που επικρατούσε. Όλοι μαζί μια οικογένεια που πίστεψε στο έργο αυτό.
Αξίζει μια ειδικότερη αναφορά στα Πομακοχώρια, και στην Θράκη γενικότερα. Με μεγάλο κόπο μπόρεσε να φτιαχτεί η πρώτη βιβλιοθήκη, στη Μύκη, παρά την γενικότερη καθοδηγούμενη άρνηση διάθεσης κτιρίων. Ήταν, έτσι, πολύ οδυνηρή για την Έλγκα η διαπίστωση ότι το 2003 η Νομαρχία Ξάνθης δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Κέντρου να αποκτηθεί ένα ανέλπιστα διαθέσιμο σπίτι στο χωριό Μελίβοια, το οποίο θα είχε προορισμό να λειτουργεί σαν κέντρο όλης της περιοχής, και ειδικότερα σαν αφετηρία για τις διαδρομές του Μπλε Σάκου στα χωριά. Ο Μπλε Σάκος, που η Έλγκα εμπνεύστηκε από ένα ταξίδι της στην Ινδία, είχε ήδη λειτουργήσει πειραματικά στη Θράκη με τεράστια επιτυχία, δανείζοντας σε μαθητές πολλών μειονοτικών χωριών βιβλία επιλογής τους για 15 μέρες.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, ήρθαν οι μεταφράσεις από γαλλικά σε ελληνικά. Τέσσερα βιβλία όλα από τις εκδόσεις Άγρα του Σταύρου Πετσόπουλου, με τον οποίο την συνέδεε μια συνεργασία πολλών ετών, από το 1985. Πρώτα με δημοσιεύματα για τις παιδικές βιβλιοθήκες, και μετά με την έκδοση όλων των βιβλίων του Νίκου Καββαδία. Χαρακτηριστικό των μεταφράσεων της Έλγκας ήταν η εντελώς προσωπική και πολύ δυναμική χρήση της Ελληνικής γλώσσας, με αποκορύφωμα το βιβλίο των Boileau και Narcejac Les Femmes Diaboliques. Μη θέλοντας να το μεταφράσει «Οι διαβολογυναίκες» όπως ήταν και το γνωστό κινηματογραφικό έργο, χρησιμοποίησε μια εντελώς δική της λέξη. Και το βιβλίο κυκλοφόρησε με τον τίτλο Οι διαβόλισσες.
Μια λιγότερο γνωστή της δραστηριότητα της ήταν για το ανέκδοτο πλούσιο αρχείο του Νίκου Καββαδία, του οποίου ήταν θεματοφύλακας με την μητέρα της Τζένια, και μετά με τον γιό της Φίλιππο.
Το κτήμα του πατέρα της στις όχθες του Λουδία, νότια από τα Γιαννιτσά, το θυμόταν πάντα. Οι επισκέψεις της εκεί, σε παιδική ηλικία, σημάδεψαν τη σχέση της με την ύπαιθρο και με τα ζώα, με αρχή τα τέσσερα κυνηγετικά σκυλιά του πατέρα της τα οποία υπεραγαπούσε. Ώσπου κάποια μέρα τραυματίστηκε κατά λάθος ένας ερωδιός. Η Έλγκα, θεληματική από τότε, απαίτησε να σταματήσει το κυνήγι στο κτήμα. Στην Αθήνα είχε πάντα μια γάτα στο σπίτι, δίπλα της μέχρι την τελευταία μέρα.
Νοιαζόταν τον συνάνθρωπό της, τον φτωχό και τον αδύναμο, ιδιαίτερα τους παραμερισμένους από την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πολλά χρόνια είχε βρεθεί στην Ελευσίνα αυτόπτης μάρτυρας σοβαρού τροχαίου, όπου διάφοροι ενοχοποίησαν έναν ρομά οδηγό τρίκυκλου. Η Έλγκα του έδωσε τα στοιχεία της και πήγε μάρτυρας στη Σατωβριάνδου. Μετά την αθώωση, οι ρομά που είχαν παραβρεθεί στη δίκη την σήκωσαν με το ζόρι και, με νταούλια άρχισαν να την περιφέρουν μέχρι και την αρχή της Σταδίου. Χρόνια μετά, αναγνωρίζοντας την έμφυτη κλίση των ρομά στην μουσική, οραματίστηκε μια καινοτόμο παιδική μουσική βιβλιοθήκη στον Ασπρόπυργο, με όργανα κλπ. Οικόπεδο είχε βρεθεί, προσχέδια είχαν γίνει, αλλά οι παράγοντες δεν ήταν στο ύψος των προσδοκιών.
Με γούστο, πολλές φορές αντισυμβατικό, ακόμα και στο ντύσιμο της. Και με φοβερό μάτι. Ξημερώματα πήγαινε στα γιουσουρούμ, όπου ξεχώριζε το ιδιαίτερο κι ας ήταν χαμένο ανάμεσα στα πολλά ασήμαντα.
Εκτός από το Παρίσι με το οποίο την συνέδεαν πολλά, τα ταξίδια της που μετρούσαν ήταν τα μακρινά σε άλλες ηπείρους και πολιτισμούς. Λιγότερο για τα αξιοθέατα και πολύ πιο πολύ για το ανθρώπινο στοιχείο – στους δρόμους, στα παζάρια και, όταν τύχαινε, μαζί με αυτοδίδακτους δημιουργούς. Εκεί η Έλγκα μπορούσε να χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Είχε πολλούς καλούς φίλους, φίλους για μια ζωή. Με τους ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού ήταν στο στοιχείο της – Αντώνης Κυριακούλης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Βασίλης Πετράκος, Άγγελος και Μαρία Δεληβορριά, Δημήτρης και Ελένη Καλοκύρη, Χρήστος Λάζος, Λένα Φεσσά, Ελένη Πόταγα, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Λούκος, Φαλή Βογιατζάκη, Χλόη Ομπολένσκι, Πέγκυ Ζουμπουλάκη και άλλοι πολλοί, όλοι είχαν περάσει από το φιλόξενο, περιτριγυρισμένο από βιβλία, πίνακες και αντικείμενα που αγαπούσε, σπίτι της στην Ερεχθείου.
Αμετακίνητη στα πιστεύω της, και με ελεύθερη σκέψη χωρίς βαρίδια από πουθενά, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το θεαθήναι τής ήταν παντελώς ξένο. Κοφτή, καμιά φορά, αλλά με χαρακτηριστικό Κεφαλλονίτικο χιούμορ, έκανε πάντα αυτό που θεωρούσε σωστό χωρίς ποτέ να επιδιώκει την δημοσιότητα. Κοίταζε παραπέρα, την μεγάλη εικόνα, και προσπερνούσε τα λιγότερο ουσιαστικά.
Βαθύτατα καλλιεργημένη και ευαίσθητη, αλλά συνάμα ανήσυχο πνεύμα και επίμονη όταν είχε ένα στόχο, είχε την ευτυχία να περιβάλλεται στη ζωή της από ανθρώπους που εκτιμούσε και την εκτιμούσαν. Άφησε έργο σε ποικίλους τομείς, λες και μια ζωή δεν της ήταν αρκετή. Πάνω απ’ όλα, η Έλγκα θα μας λείψει γι’ αυτό που ήτανε – μια γυναίκα με εσωτερική ενέργεια και λάμψη που δεν ξεχνιόταν απ’ όσους την είχαν γνωρίσει.