Πόθος κατακαλόκαιρα
— Κι εκείνα τα τσίσα στο χιόνι,
που μου ‘χες τάξει, πότε θα τα δω;
— Tώρα που σκάει ο τζίτζικας
πού να βρεθεί το χιόνι;
— Το χιόνι θα στο βρω εγώ.
— Καλά…
— Θα σου αγοράσω τεχνητό,
όπως κάνουν στα Εμιράτα,
για τα παγοδρόμιά τους.
https://www.youtube.com/watch?v=sa-NNZsZZvU
Εν ψυχρώ, έναν Αύγουστο θερμό
Ι. Θετική σκέψη
Με ζήλο δημοσιογραφικό στράφηκε και στον μικρό, τελικά:
— Και το σπίτι σας;
— Κάηκε ολοσχερώς.
— Αχ, τι ωραία… στις μέρες μας να ακούς παιδιά με τόσο καλά ελληνικά! είπε με εμφανές τουπέ και κρυφή ζήλια (ο δημοσιογράφος).
II. Πολλοί, πολύ, πολλή, πολλά
(ευαισθησία ή/και ραστώνη)
Είχα αγοράσει μια χούφτα λευκό τσιμέντο.
Ζέστη πολλή, πολλοί οι σκούρκοι, πολύ επικίνδυνοι
— πολύ καλοκαιρινοί.
Σ’ απόσταση αναπνοής η πολύβουη φωλιά,
σε μια σχισμή στις πέτρες του τοίχου της αυλής.
Θα τους τη σφράγιζα, με αυτούς μαζί
μέσα, τη νύχτα ενώ κοιμούνται
—αδιανόητοι ως κατοικίδια.
Μάλασσα με ήρεμη μανία το τσιμέντο
και έβλεπα με πάθος ειδήσεις στο κινητό:
Η πυρκαγιά προχωρούσε ακάθεκτη, επιμελώς,
και θα μετρούσε κιόλας πάρα πολλά
νεκρά ζωντανά στο δάσος, προφανώς.
Σιγά σιγά έπαψα να μαλάσσω·
σκληρό σαν πέτρα το τσιμέντο την επομένη.
Πολύ τυχερά αυτά τα υμενόπτερα.
ΙΙΙ. Νοσταλγική ματιά στο εγγύς μέλλον
Πήγα για βόλτα στην εξοχή·
γύρισα με τα ρούχα μες στη στάχτη.
Παράξενο,
έχω κόψει το κάπνισμα καιρό.
Πήγα για χάζι στο κέντρο της πόλης·
γύρισα με τα ρούχα μες στη στάχτη.
Παράξενο,
δεν καπνίζει πια έξω σχεδόν κανείς:
τώρα που ισχυροί κι επιφανείς,
μοστράρουν πάντα άκαπνοι,
μοστράρουν ευτυχείς.
Κι αυτό θα περάσει, δεν ανησυχώ.
Με τα πρωτοβρόχια, κλεισμένος
και πάλι στο σπίτι, θα βλέπω
την εξοχή και το κέντρο της πόλης
στις οθόνες μονάχα. Clean φάση, safe.
Για στάχτες θα μιλάμε τώρα;
https://www.bing.com/videos/search?q=ashes%2c+youtube&view=detail&mid=50986460E4F3301C31CF50986460E4F3301C31CF&FORM=VIRE
IV. Εικόνα & φωνή
Στραβός σταυρός, γερτός και μόνος
στη μέση μιας οθόνης δίχως ήχο.
Τον κοιτώ:
κατάμαυρο, τσίγκινο, σκουριασμένο, σφηνωμένο
σε ξύλινο παλούκι, καψαλισμένο και στο χώμα μπηγμένο.
Φτωχικός ο τάφος αυτός, ο μόνος δίχως ταφόπλακα
και σταυρό από μάρμαρα κάποτε λευκά,
μαυρισμένα πια κι αυτά απ’ την πυρκαγιά.
Κάηκε εν μέρει μόνο το παλούκι του
κι έτσι στέκει στραβός ο σταυρός.
— Κοίτα να δεις πώς είναι! λέω δυνατά.
— Θα σιάξει κι ο σταυρός αυτός, πού θα πάει,
θα ξαναγενεί λαμπάδα ο τόπος,
θα καεί και το λίγο ξύλο που ‘μεινε,
θα αναπαυτεί στο μαύρο χώμα
ο μαύρος σταυρός του αφορεσμένου,
αντηχεί μια φωνή στο καφενείο του χωριού.
[ Από τα Ποιήματα του καιρού ]