Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ ]

Mί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης (1925-2021)



Πο­τέ δεν θα ξα­να­δείς / το χρώ­μα τ’ ου­ρα­νού / δε θ’ ακού­σεις πο­τέ / τον ήχο των χρω­μά­των.
Σαν βο­λί­δα προ­χω­ρείς στο χά­ος. / Στερ­νή φο­ρά ας ακου­στεί μες στη σιω­πή / το τρα­γού­δι της Γης.
Πριν τε­λι­κά τυ­λι­χτώ στο χά­ος / ένα «γειά σου» θα πω στη ζωή.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (1980)

Ετοι­μά­ζο­νται τα αφιε­ρώ­μα­τα





Γιάν­νης Πά­νου
(επιμ. Αρι­στο­τέ­λης Σα­ΐ­νης)Οκτώ­βριος 2021
Oδυσ­σέ­ας Ελύ­της
(επιμ. Ιου­λί­τα Ηλιο­πού­λου)Νο­έμ­βριος 2021
Ένας Χάρ­της της Κί­νας (επιμ. Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας)Δε­κέμ­βριος 2021
Νί­κος Γκά­τσος (επιμ. Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα)Ια­νουά­ριος 2022
Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ (επιμ. Γιώρ­γος Βέ­ης)Φε­βρουά­ριος 2022
Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός
(επιμ. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου)Μάρ­τιος 2022
Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου
(επιμ. Χρή­στος Δα­νι­ήλ - Άντεια Φραν­τζή)
Γιώρ­γος Ιω­άν­νου (επιμ. Αντι­γό­νη Βλα­βια­νού-Έλε­να Χου­ζού­ρη)
Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος)
Τζον Άσμπε­ρι
(επιμ. Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου)
Έλ­λη Σκο­πε­τέα
 (επιμ. Δη­μή­τρης Στα­μα­τό­που­λος)
OULIPO (επιμ. Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης)
Γλώσ­σα (επιμ. Χρι­στό­φο­ρος Χα­ρα­λα­μπά­κης)

3Χ7 Σω­κρα­τι­κοί Διά­λο­γοι

Ο συγ­γρα­φεύς


————
Με­τά­φρα­ση: Aχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης
————



1.

Δά­σκα­λος: Η σο­φία, παι­δί μου, δεν έρ­χε­ται με την εμπει­ρία.
Μα­θη­τής
: Το λέ­τε από εμπει­ρία;
Δά­σκα­λος
: Φο­βά­μαι πως ναι.

2.

Μα­θη­τής: Αν ο τρε­λός νο­μί­ζει ότι εί­ναι σο­φός και ο σο­φός ξέ­ρει ότι εί­ναι τρε­λός, ποια εί­ναι η δια­φο­ρά τους;
Δά­σκα­λος: Αυ­τή τη στιγ­μή, ενά­μι­σι μέ­τρο.

3.

Μα­θη­τής: Για τον τυ­φλό, το που­λί κε­λαη­δά­ει. Για τον κου­φό, το που­λί πε­τά­ει. Ποιο εί­ναι το σω­στό, κύ­ριε;
Δά­σκα­λος
: Ρώ­τα τον μου­γκό.

4.

Μα­θη­τής: Υπάρ­χουν ερω­τή­σεις που απα­γο­ρεύ­ο­νται;
Δά­σκα­λος: Δεν το ξέ­ρω, παι­δί μου, για­τί όλες μου οι απα­ντή­σεις επι­τρέ­πο­νται.

5.
Μα­θη­τής: Ποιο εί­ναι το μυ­στι­κό του ζεν, κύ­ριε;
Δά­σκα­λος: Πό­τε εί­σαι το μυ­γά­κι, πό­τε το παρ­μπρίζ.

6.

Μα­θη­τής: Πώς μπο­ρείς να παί­ξεις ένα παι­χνί­δι που δεν ξέ­ρεις τους κα­νό­νες του;
Δά­σκα­λος: Πες μου έναν αριθ­μό από το ένα ώς το τρία.
Μα­θη­τής: Τρία.
Δά­σκα­λος: Τέσ­σε­ρα. Κέρ­δι­σα.

7.
Μα­θη­τής: Κύ­ριε, πώς μπο­ρού­με να ξέ­ρου­με ότι και ο άν­θρω­πος μη­χα­νή εί­ναι, αλ­λά άπει­ρης πο­λυ­πλο­κό­τη­τας;
Δά­σκα­λος
: Ψά­ξε πά­νω σου αν έχεις κα­νέ­να κου­μπί off.


Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [Ρώ­τα τον μου­γκό: 115 σω­κρα­τι­κοί διά­λο­γοι ποιό­τη­τας (2014)].

Εμπει­ρί­κειος τοι­χο­πλα­σία

Jean-Antoine Injalbert, 1868 (hôtel particulier Chappaz – Béziers, Γαλ­λία)


στην προτροπή που έγινε αφορμή

Με το κε­φά­λι γερ­μέ­νο μα­λα­κά στο ένα χέ­ρι —σαν να παί­ζει μ' ένα όνει­ρο κρυ­φτό, να σβή­νει ένα πα­ρά­πο­νο βου­βό ή ν' αφου­γκρά­ζε­ται των σφα­λι­στών περ­σί­δων τη μω­ρία—, βο­λεύ­ει τον κά­θε­το ύπνο της με τα νώ­τα στραμ­μέ­να στων πε­ρα­στι­κών την πε­ρι­πα­θή απο­ρία μπρος στο γύ­ψι­νο σε­ντό­νι, που δεν εν­νο­εί ν' απο­κα­λύ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρο την άκαμ­πτη οπτα­σία, κα­θώς λο­γί­ζουν και δι­κή τους αυ­τή την υπερ­τε­λή τοι­χο­κτη­σία.

[…] Μας αγνο­ούν τα επι­φα­νεια­κά πα­ρά­θυ­ρα […] – και φει­δω­λεύ­ο­νται όσο παν οι κα­μι­νά­δες τον κα­πνό. […] Όλα συμ­φώ­νη­σαν να μας στε­ρή­σουν κά­ποια εν­θύ­μη­ση αγα­πη­μέ­νη, κα­νέ­νας δε μπο­ρεί να δώ­σει αυ­τό που δεν κα­τέ­χει πια.*

Όποιος έχει μνή­μες μπο­ρεί να στα­θεί και να προ­σμέ­νει να ανα­δυ­θούν εκεί­να τα «σχή­μα­τα και [οι] γραμ­μές που ξε­κι­νούν από τις ρί­ζες, γύ­ρω [απ’ τις οποί­ες] πλέ­χτη­κε η ψυ­χή [του]».* Όποιος στε­ρεί­ται θύ­μη­σες θα κοι­τά­ξει φευ­γα­λέα και θ’ απο­γυ­μνώ­σει θαρ­σα­λέα ό,τι δεν θα του δώ­σει η κοι­μω­μέ­νη, κα­θώς δεν έχει μά­θει να προ­σμέ­νει.

Από το τί­πο­τα θα ‘ρθει και στο τί­πο­τα θα χα­θεί, λη­σμο­νώ­ντας στου δρό­μου τη στρο­φή μια ομορ­φιά αν­θι­σμέ­νη σαν εμπει­ρί­κειο τοι­χο­πλα­σία, όχι για να κο­πεί από μια βί­αιη χει­ρο­θε­σία, αλ­λά για να γί­νει –μα­ζί με του ύπνου της τη σιω­πή– αφορ­μή να ανα­λο­γι­στεί τη δι­κή του ατολ­μία μπρος σε μιαν αυ­το­θε­λή σπον­δυ­λο­λυ­σία, εν ονό­μα­τι ενός «ζω­τι­κού ψεύ­δους» που σω­ρεύ­ει την αβί­ω­τη ζωή σαν ανί­α­τη αϋ­πνία.

Μό­νον η πλημ­με­λής προσ­δο­κία ξα­πλώ­νει όρ­θια όταν ξη­με­ρώ­νει.

*Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, κεφ. IV

[Φό­ρεϊν] όφις

Πό­θος εν ψυ­χρώ

Πό­θος κα­τα­κα­λό­και­ρα

— Κι εκεί­να τα τσί­σα στο χιό­νι,
που μου ‘χες τά­ξει, πό­τε θα τα δω;
—  Tώ­ρα που σκά­ει ο τζί­τζι­κας
πού να βρε­θεί το χιό­νι;
— Το χιό­νι θα στο βρω εγώ.
— Κα­λά…
— Θα σου αγο­ρά­σω τε­χνη­τό,
όπως κά­νουν στα Εμι­ρά­τα,
για τα πα­γο­δρό­μιά τους.


https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=sa-​NNZsZZvU

Εν ψυ­χρώ, έναν Αύ­γου­στο θερ­μό

Ι. Θε­τι­κή σκέ­ψη

Με ζή­λο δη­μο­σιο­γρα­φι­κό στρά­φη­κε και στον μι­κρό, τε­λι­κά:
— Και το σπί­τι σας;
— Κά­η­κε ολο­σχε­ρώς.
— Αχ, τι ωραία… στις μέ­ρες μας να ακούς παι­διά με τό­σο κα­λά ελ­λη­νι­κά! εί­πε με εμ­φα­νές του­πέ και κρυ­φή ζή­λια (ο δη­μο­σιο­γρά­φος).




II. Πολ­λοί, πο­λύ, πολ­λή, πολ­λά

(ευαι­σθη­σία ή/και ρα­στώ­νη)

Εί­χα αγο­ρά­σει μια χού­φτα λευ­κό τσι­μέ­ντο.

Ζέ­στη πολ­λή, πολ­λοί οι σκούρ­κοι, πο­λύ επι­κίν­δυ­νοι
              — πο­λύ κα­λο­και­ρι­νοί.
Σ’ από­στα­ση ανα­πνο­ής η πο­λύ­βουη φω­λιά,
σε μια σχι­σμή στις πέ­τρες του τοί­χου της αυ­λής.
Θα τους τη σφρά­γι­ζα, με αυ­τούς μα­ζί
μέ­σα, τη νύ­χτα ενώ κοι­μού­νται
        —αδια­νό­η­τοι ως κα­τοι­κί­δια.
Μά­λασ­σα με ήρε­μη μα­νία το τσι­μέ­ντο
και έβλε­πα με πά­θος ει­δή­σεις στο κι­νη­τό:
Η πυρ­κα­γιά προ­χω­ρού­σε ακά­θε­κτη, επι­με­λώς,
και θα με­τρού­σε κιό­λας πά­ρα πολ­λά
νε­κρά ζω­ντα­νά στο δά­σος, προ­φα­νώς.
Σι­γά σι­γά έπα­ψα να μα­λάσ­σω·
σκλη­ρό σαν πέ­τρα το τσι­μέ­ντο την επο­μέ­νη.
Πο­λύ τυ­χε­ρά αυ­τά τα υμε­νό­πτε­ρα.

https://​www.​bing.​com/​videos/​search?​q=was​p%2c+you​tube&​vie​w=det​ail&​mid=35F​1CF5​8760​E79C​9372​F35F​1CF5​8760​E79C​9372​F&​FOR​M=VIR​E


ΙΙΙ. Νο­σταλ­γι­κή μα­τιά στο εγ­γύς μέλ­λον

Πή­γα για βόλ­τα στην εξο­χή·
γύ­ρι­σα με τα ρού­χα μες στη στά­χτη.
                Πα­ρά­ξε­νο,
έχω κό­ψει το κά­πνι­σμα και­ρό.
Πή­γα για χά­ζι στο κέ­ντρο της πό­λης·
γύ­ρι­σα με τα ρού­χα μες στη στά­χτη.
                Πα­ρά­ξε­νο,
δεν κα­πνί­ζει πια έξω σχε­δόν κα­νείς:
τώ­ρα που ισχυ­ροί κι επι­φα­νείς,
μο­στρά­ρουν πά­ντα άκα­πνοι,
μο­στρά­ρουν ευ­τυ­χείς.
Κι αυ­τό θα πε­ρά­σει, δεν ανη­συ­χώ.
Με τα πρω­το­βρό­χια, κλει­σμέ­νος
και πά­λι στο σπί­τι, θα βλέ­πω
την εξο­χή και το κέ­ντρο της πό­λης
στις οθό­νες μο­νά­χα. Clean φά­ση, safe.
Για στά­χτες θα μι­λά­με τώ­ρα;

https://​www.​bing.​com/​videos/​search?​q=ash​es%2c+you​tube&​vie​w=det​ail&​mid=509​8646​0E4F​3301​C31C​F509​8646​0E4F​3301​C31C​F&​FOR​M=VIR​E

IV. Ει­κό­να & φω­νή

Στρα­βός σταυ­ρός, γερ­τός και μό­νος
στη μέ­ση μιας οθό­νης δί­χως ήχο.
                Τον κοι­τώ:
κα­τά­μαυ­ρο, τσί­γκι­νο, σκου­ρια­σμέ­νο, σφη­νω­μέ­νο
σε ξύ­λι­νο πα­λού­κι, κα­ψα­λι­σμέ­νο και στο χώ­μα μπηγ­μέ­νο.
Φτω­χι­κός ο τά­φος αυ­τός, ο μό­νος δί­χως τα­φό­πλα­κα
και σταυ­ρό από μάρ­μα­ρα κά­πο­τε λευ­κά,
μαυ­ρι­σμέ­να πια κι αυ­τά απ’ την πυρ­κα­γιά.
Κά­η­κε εν μέ­ρει μό­νο το πα­λού­κι του
κι έτσι στέ­κει στρα­βός ο σταυ­ρός.
— Κοί­τα να δεις πώς εί­ναι! λέω δυ­να­τά.
— Θα σιά­ξει κι ο σταυ­ρός αυ­τός, πού θα πά­ει,
θα ξα­να­γε­νεί λα­μπά­δα ο τό­πος,
θα κα­εί και το λί­γο ξύ­λο που ‘μει­νε,
θα ανα­παυ­τεί στο μαύ­ρο χώ­μα
ο μαύ­ρος σταυ­ρός του αφο­ρε­σμέ­νου,
αντη­χεί μια φω­νή στο κα­φε­νείο του χω­ριού.

[ Από τα Ποι­ή­μα­τα του και­ρού ]


Ση­μειώ­σεις κα­κο­και­ρί­ας

Ο τε­λευ­ταί­ος αυ­το­κρά­το­ρας του και­ρού ήταν αυ­τός ο Αύ­γου­στος, αν και πολ­λοί συ­νέ­χι­σαν να εύ­χο­νται πλε­ο­να­σμα­τι­κά κα­λό κα­λο­καί­ρι. Κα­πνοί θά­μπω­σαν δο­ρυ­φό­ρους, που φω­το­γρα­φι­κά εξο­πλι­σμέ­νοι πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από πύ­ρι­νους ηγε­μό­νες. Πρώ­τη φο­ρά στην κα­τα­με­τρη­μέ­νη ιστο­ρία, πε­ρισ­σό­τε­ρα από τρεις χι­λιά­δες μί­λια διέ­νυ­σε ο κα­πνός για να φτά­σει από την αμε­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο στον Βό­ρειο Πό­λο. Πα­ρα­σκευή και 13 Αυ­γού­στου: Ανα­στο­λή πτή­σε­ων και ανα­γκα­στι­κή αρ­γία σε έντε­κα πε­ριο­χές της Για­κου­τί­ας στη βό­ρεια Σι­βη­ρία, λό­γω χα­μη­λής ορα­τό­τη­τας από τους κα­πνούς. Αυ­τό δεν εί­ναι Απο­κά­λυ­ψη. Εί­ναι Από­κρυ­ψη, πα­ρα­τή­ρη­σε φί­λος μου.

Η εγω­λο­γία αντι­κα­τέ­στη­σε τη γε­ω­λο­γία, η εγω­γρα­φία τη γε­ω­γρα­φία

Στη Σι­κε­λία κα­τέ­γρα­ψαν την υψη­λό­τε­ρη ευ­ρω­παϊ­κή θερ­μο­κρα­σία, ενώ η Αθή­να ανα­δεί­χθη­κε στην πιο θερ­μή μη­τρό­πο­λη της ηπει­ρω­τι­κής Ευ­ρώ­πης. Μαύ­ρη πρω­τιά με­τα­ξύ χω­ρών της Με­σο­γεί­ου, με τον με­γα­λύ­τε­ρο αριθ­μό κα­μέ­νων εκτά­σε­ων ανά πυρ­κα­γιά στην Ελ­λά­δα, σύμ­φω­να με το Αστε­ρο­σκο­πείο Αθη­νών. Δύ­σκο­λα σβή­νουν οι φω­τιές στους μη­ρούς όσων πα­ντε­λό­νια ότι φο­ρούν νο­μί­ζουν, εκεί όπου ανέ­μι­ζαν χλα­μύ­δες και φου­στα­νέ­λες. Δε­κά­δες νε­κροί από πυρ­κα­γιές στην Κα­βυ­λία της Αλ­γε­ρί­ας. Φλε­γό­με­νες αναρ­τή­σεις από τις δια­κο­πές τους δια­κο­νούν σε­λε­μπρι­τά­δες. Καί­γο­νται οι ανε­πώ­νυ­μοι. Η εγω­λο­γία αντι­κα­τέ­στη­σε τη γε­ω­λο­γία, η εγω­γρα­φία τη γε­ω­γρα­φία.
Ανε­μο­γεν­νή­τριες προ­κα­λούν θύ­ελ­λες στα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης. Πυ­ρο­πα­θείς, πυ­ρο­μα­νείς, πυ­ρο­μα­νιο­κα­τα­θλι­πτι­κοί πε­ρι­φέ­ρο­νται σε εκτυ­φλω­τι­κά κα­νά­λια. Συ­νε­χώς ανα­ζω­πυ­ρώ­σεις. Κά­θε προ­τε­ραιό­τη­τα κα­τά­σβε­σης ενι­σχύ­ει κά­ποια άλ­λη φω­τιά. Πα­ρη­γο­ρία οι εθε­λο­ντές. Νέο ει­δύλ­λιο με­τα­ξύ Ελ­λά­δας και Ρου­μα­νί­ας. Η Μα­ρί­να Κάλ­λας υπο­δύ­ε­ται τη Μα­ρία Αμπρά­μο­βιτς. Αλ­λού η φω­τιά. Αλ­λού το νε­ρό.
Δύο μέ­τρα σε ύψος έχα­σε ή έως το 2019 υψη­λό­τε­ρη βου­νο­κορ­φή της Σου­η­δί­ας, όταν μέ­ρος του πα­γό­βου­νου που την σκέ­πα­ζε έλιω­σε λό­γω κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής. Στη Γροι­λαν­δία, για πρώ­τη φο­ρά βρο­χό­πτω­ση στον φλοιό του πά­γου, σε υψό­με­τρο όπου σπα­νί­ως η θερ­μο­κρα­σία ανε­βαί­νει πά­νω από το μη­δέν. Έπε­σαν επτά δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τό­νοι νε­ρού, που κά­που 250.000 φο­ρές θα γέ­μι­ζαν μια πι­σί­να ολυ­μπια­κών δια­στά­σε­ων. Ο πά­γος που έλιω­σε στα τέ­λη Ιου­λί­ου θα κά­λυ­πτε με νε­ρό, σε ύψος 5 εκα­το­στών, ολό­κλη­ρη την πο­λι­τεία της Φλό­ρι­ντα. Η δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη λί­μνη της Βο­λι­βί­ας στέ­ρε­ψε και έγι­νε έρη­μος. Εκα­τομ­μύ­ρια άν­θρω­ποι που κιν­δύ­νευαν από πλημ­μύ­ρες εγκα­τέ­λει­ψαν τα σπί­τια τους στην Ια­πω­νία. Στην Τουρ­κία πε­ρισ­σό­τε­ροι σκο­τώ­θη­καν από πλημ­μύ­ρες που ακο­λού­θη­σαν θα­να­τη­φό­ρες πυρ­κα­γιές.

Προ­σφυ­γές & πρό­σφυ­γες

Σε αλιευ­τι­κά, βάρ­κες, σκά­φη του λι­με­νι­κού και φέ­ρι προ­σέ­φυ­γαν από πα­ρα­λί­ες της Με­σο­γεί­ου επι­σκέ­πτες και ντό­πιοι που κιν­δύ­νευαν από τις φω­τιές. Προ­σφυ­γές και πρό­σφυ­γες ανταλ­λάσ­σουν τό­νους. Πά­νω από δύο χι­λιά­δες νε­κροί από σει­σμό στην Αϊ­τή, που πρώ­τη ανα­γνώ­ρι­σε την Επα­νά­στα­ση του 1821, με­τά την δι­κή της απε­λευ­θέ­ρω­ση. Σει­σμοί με θύ­μα­τα στην Ιν­δο­νη­σία και στην Κί­να. Στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία αυ­ξή­θη­καν οι κλο­πές σκύ­λων ρά­τσας, οι τι­μές των οποί­ων τε­τρα­πλα­σιά­στη­καν στη διάρ­κεια της παν­δη­μί­ας. Με λι­χου­διές προ­σελ­κύ­ουν κου­τά­βια οι απα­γω­γείς σε πάρ­κα και από κή­πους εύ­πο­ρων κα­τοι­κιών. Πα­γω­τό τα­ΐ­ζουν γο­ρί­λες και χι­μπα­τζή­δες στον ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο της Βαρ­κε­λώ­νης για να τους δρο­σί­σουν.
Έναν χρό­νο με­τά την έκρη­ξη στο λι­μά­νι της Βη­ρυ­τού, για την οποία εκ­κρε­μεί απαγ­γε­λία κα­τη­γο­ριών, εξερ­ρά­γη στον Λί­βα­νο πα­ρά­νο­μο φορ­τίο καυ­σί­μων, που εντό­πι­σαν οι αρ­χές και εί­χαν αρ­χί­σει να δια­νέ­μουν σε κα­τοί­κους. Η ανά­φλε­ξη με δε­κά­δες νε­κρούς και τραυ­μα­τί­ες προ­κλή­θη­κε από ανα­πτή­ρα, ανέ­φε­ραν αυ­τό­πτες. Ο συ­νή­γο­ρος και η οι­κο­γέ­νειά του αρ­νού­νται κα­τη­γο­ρί­ες ενα­ντί­ον δε­κα­τε­τρά­χρο­νου, που, σύμ­φω­να με δη­λώ­σεις το­πι­κού δη­μάρ­χου, ήταν υπεύ­θυ­νος για εν­νέα εμπρη­σμούς στη Φθιώ­τι­δα, επει­δή του αρέ­σει να βλέ­πει φω­τιές. Στην οδό Θεσ­σα­λο­νί­κης, στο κέ­ντρο του Ωραιο­κά­στρου, έξω από μπαρ έκα­νε βρα­δι­νό πε­ρί­πα­το μια αλε­πού στις 14 Αυ­γού­στου.
Στα πε­ρί­χω­ρα της Κα­τε­ρί­νης, εβδο­μη­ντα­πε­ντά­χρο­νη στραγ­γά­λι­σε την δύο χρό­νια νε­ό­τε­ρη αδελ­φή της με λου­ρί τσά­ντας. Στην πό­λη Σα­κα­τέ­κας στο Με­ξι­κό, από γέ­φυ­ρα βρέ­θη­καν να κρέ­μο­νται έξι πτώ­μα­τα. Έντε­κα εί­χαν βρε­θεί κρε­μα­σμέ­νοι από γέ­φυ­ρες τον προη­γού­με­νο μή­να στην ομώ­νυ­μη πο­λι­τεία, όπου 536 άτο­μα δο­λο­φο­νή­θη­καν το πρώ­το εξά­μη­νο του έτους. Την πε­ρί­ο­δο της παν­δη­μί­ας στην Ια­πω­νία, νέ­οι γο­νείς άρ­χι­σαν να στέλ­νουν σε συγ­γε­νείς σα­κού­λες με ρύ­ζι, που έχουν το βά­ρος του νε­ο­γέν­νη­του και μια φω­το­γρα­φία του πά­νω και μπο­ρούν να τις αγκα­λιά­σουν. Το νέο έθι­μο υιο­θε­τή­θη­κε από νε­ό­νυμ­φους, που στέλ­νουν σα­κού­λες ρύ­ζι, με το βά­ρος που εί­χαν μω­ρά, σε προ­σκε­κλη­μέ­νους που δεν μπο­ρούν να πα­ρα­στούν στον γά­μο.

Εσείς έχε­τε ρο­λό­για, εμείς έχου­με χρό­νο

Πα­ντού τον Αύ­γου­στο φω­τιές, που υπερ­δαυ­λί­ζουν ανε­μί­ζο­ντας οι λευ­κές ση­μαί­ες εκεί­νων που επι­στρέ­φουν στην εξου­σία. Εσείς έχε­τε ρο­λό­για, εμείς έχου­με χρό­νο, θρυ­λεί­ται ότι εί­χε πει ένας από τους Σπου­δα­στές πριν από εί­κο­σι χρό­νια, όταν αμε­ρι­κα­νι­κές δυ­νά­μεις εκ­δί­ω­ξαν τους Τα­λι­μπάν, που εί­ναι πλη­θυ­ντι­κός της λέ­ξης Τα­λίμπ, με περ­σι­κή και αρα­βι­κή προ­έ­λευ­ση, και ση­μαί­νει σπου­δα­στής, θε­ο­λο­γι­κής σχο­λής εν προ­κει­μέ­νω. Ημέ­ρα Ελευ­θε­ρί­ας στο Αφ­γα­νι­στάν εί­ναι η 19η Αυ­γού­στου, όταν το 1919 η Με­γά­λη Βρε­τα­νία πα­ραι­τή­θη­κε του ελέγ­χου της χώ­ρας.
Με­τά τους Βρε­τα­νούς και τους Ρώ­σους, έως τέ­λος Αυ­γού­στου απο­χω­ρούν οι Αμε­ρι­κα­νοί, έπει­τα από τον πιο μα­κρο­χρό­νιο πό­λε­μο στην ιστο­ρία τους, με χι­λιά­δες νε­κρούς και κό­στος άνω του ενός τρι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ου δο­λα­ρί­ων, από το νε­κρο­τα­φείο αυ­το­κρα­το­ριών, όπως οι Κι­νέ­ζοι απο­κα­λούν τη χώ­ρα. Σκη­νές χά­ους στο αε­ρο­δρό­μιο της πρω­τεύ­ου­σας, με γο­νείς να δί­νουν τα παι­διά τους σε πε­ζο­ναύ­τες, πά­νω από τοί­χους και συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα που απα­γο­ρεύ­ουν την εί­σο­δο, σε ένα παι­δο­μά­ζω­μα σω­τη­ρί­ας.
Την προη­γού­με­νη φο­ρά που οι Σπου­δα­στές εί­χαν κα­τα­λά­βει την Κα­μπούλ βα­σά­νι­σαν μέ­χρι θα­νά­του τον τό­τε πρό­ε­δρο και κρέ­μα­σαν το πτώ­μα του από φα­νο­στά­τη. Τώ­ρα συ­νο­μι­λούν με πρώ­ην αξιω­μα­τού­χους. Οι εξε­λί­ξεις στο Αφ­γα­νι­στάν δεν ακο­λου­θούν τα σε­νά­ρια συ­νω­μο­σιο­λό­γων, που θε­ω­ρούν ότι τα πά­ντα ελέγ­χο­νται. Κα­νέ­νας πό­λε­μος, ού­τε ενα­ντί­ον της φω­τιάς, δεν μπο­ρεί να κερ­δη­θεί απο­κλει­στι­κά με ενα­έ­ρια μέ­σα.
Συ­νε­χί­ζο­νται οι δο­λο­φο­νί­ες γυ­ναι­κών. Γυ­ναί­κες από το Αφ­γα­νι­στάν υπο­δέ­χο­νται οι φω­το­γρα­φί­ες της Γυ­ναί­κας στις Γού­βες. Οι φω­τιές οδή­γη­σαν σε εκ­κε­νώ­σεις, απεί­λη­σαν και έκα­ψαν με­γά­λες εκτά­σεις και σπί­τια σε οι­κι­σμούς. Στην Εύ­βοια κά­η­κε μια αρ­χαία ελιά, που ορι­σμέ­νοι ανα­ζη­τούν σε κεί­με­να του Στρά­βω­να. Δεν έχει λά­δι ού­τε για ευ­χέ­λαιο για τον Προ­μη­θέα, που νό­μι­σε ότι ξε­γέ­λα­σε τους θε­ούς. Φως και σκο­τά­δι, πα­ρά­δει­σος και κό­λα­ση. Δεν υπάρ­χει ζωή χω­ρίς φω­τιά. Δεν υπάρ­χει ζωή μό­νο με φω­τιά.

Αλ­φα­βη­τά­ρι ονο­μά­των

Αβγα­ριά, Αγία Άν­να, Αγιο­νέ­ρι, Άγιος Στέ­φα­νος, Αε­το­ρά­χη Αρ­κα­δί­ας, Αρ­τε­μί­σιο, Ασμή­νι, Βα­ρυ­μπό­μπη, Βα­σι­λι­κά, Βίλ­λια, Βου­τάς, Γα­λα­τσά­δες, Γα­λα­τσώ­να, Γε­ρα­κιού, Γορ­τυ­νία, Γού­βες, Γύ­θειο, Δα­σο­χώ­ρι, Δάφ­νη, Δε­σκά­τη, Δε­σφί­να Μά­νης, Δια­βο­λί­τσι, Δί­λο­φο Φαρ­σά­λων, Δό­ξα, Δρο­σο­πη­γή, Δρυά­λια, Δω­δε­κά­με­τρο, Ελαία Δω­ρί­δος, Ελ­λη­νι­κά, Έρη­μος, Ερι­νε­ός, Ζά­κυν­θος, Ήλια, Ηρά­κλεια, Θέα, Θε­ο­λό­γος Μα­λε­σί­νας, Θρα­κο­μα­κε­δό­νες, Ιπ­πο­κρά­τειος Πο­λι­τεία, Ίσα­ρης Αρ­κα­δί­ας, Ιστιαία, Και­νούρ­για Χώ­ρα, Καλ­λι­θέα Φω­κί­δος, Κα­λύ­βια, Κα­μά­ρια, Κα­μα­τριά­δες, Κά­με­να Ηλεί­ας, Κα­μπι­νά­ρες, Κα­ντή­λι, Κα­πελ­λί­τσα, Κα­ρα­ού­λι, Κά­ρυ­στος, Κα­στρά­κι, Κα­στρί, Κε­ρα­τέα, Κοκ­κι­νό­γεια, Κοκ­κι­νο­μη­λιά, Κό­νι­τσα, Κρυο­νέ­ρι, Κυ­πα­ρίσ­σι, Κως, Λα­γο­κοί­λι, Λάκ­κος, Λά­μπεια, Λα­τζόι, Λαύ­ριο, Λε­γραι­νά, Λι­βα­δά­κι, Λί­θα­ρος, Λί­μνη, Λι­νά­ρια, Λού­βρο, Λου­τρά, Λώ­τη, Μα­λα­κά­σα, Μαλ­λια­ρή Συ­κιά, Μάν­δρα-Ει­δυλ­λία, Μα­ντού­δι, Μαρ­μά­ρι, Μαρ­τί­νο, Μαυ­ρο­βού­νι, Με­λι­δό­νι, Μέλ­πεια Μεσ­ση­νί­ας, Μι­τσι­κέ­λι, Μο­νή Τσί­γκου, Μο­νο­κα­ρυά, Μου­ριά, Μυρ­τιά, Νέα Σά­ντα, Νέα Σι­να­σός, Νε­μού­τα, Νό­μια, Νυμ­φαία Κο­μο­τη­νής, Ξη­ρό­κα­μπος, Οι­χα­λία, Ολυ­μπία, Όχθια, Οχιά, Πα­λαιο­χώ­ρι, Πά­λι­ρος, Πα­να­γία Ντι­νιούς, Πα­νό­ρα­μα, Πά­νορ­μος, Πα­πά­δες, Παρ­θε­νώ­νας Νέ­ου Μαρ­μα­ρά, Παρ­νασ­σός, Πάρ­νη­θα, Πε­λό­πιο, Πευ­κί, Πλά­τα­νος, Ποι­κί­λο Όρος, Πόρ­το Γερ­με­νό, Πυρ­ρής, Ρο­βιές, Ρό­δος, Σα­λα­μί­να, Σα­μα­ρί­να, Σα­ρα­ντά­πο­ρο, Σή­μια, Σκά­λα, Σπα­θά­ρι, Στα­μά­τα, Συ­ντε­ρί­να, Τα­νά­γρα, Τα­τόι, Το­λο­φώ­νας, Του­μπί­τσι, Τρού­πι, Τρο­χά­λα­κας, Τσό­πα­κας, Φα­να­ρά­κι, Φα­νά­ρια αρ­χαί­ας Κο­ρίν­θου, Φα­ρά­κλα, Φλα­μπού­ρι, Φούρ­κα Κασ­σάν­δρας, Χρά­νοι Αρ­κα­δί­ας, Χρυ­σο­χώ­ρι, Χω­σιά­ρι, Ψα­ρο­πού­λι, Ωρω­πός

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
—————
Kα­λο­καί­ρι κα­θή­με­νο, ύπτιος χει­μώ­νας, ακά­θι­στη άνοι­ξη; / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)

Γ. Χου­λιά­ρας: Στοι­χεία από το Βι­βλίο Συμ­βά­ντων - chronos (fairead.net)

Το τζι­τζί­κι

Φωτ. Jan Svankmajer

Από μα­κριά φαι­νό­ταν μό­νο τα ζυ­γω­μα­τι­κά του εχθρού μου, όλα τα άλ­λα ήταν δυσ­διά­κρι­τα, θο­λά και μαύ­ρα, μια μαύ­ρη σκιά, κά­τι που θύ­μι­ζε φι­γού­ρα από το μαύ­ρο θέ­α­τρο της Πρά­γας, από­κο­σμο άγαλ­μα της Τσαν Τσαν. Το γε­γο­νός αυ­τό με γέ­μι­σε,  γι᾽ ακό­μη μια φο­ρά, ερω­τή­μα­τα και απο­ρί­ες, παρ΄ όλα αυ­τά έκα­να δι­στα­κτι­κά, αλ­λά στα­θε­ρά βή­μα­τα προς τα εμπρός.
Ήταν σκε­πα­σμέ­νος και φαι­νό­ταν μό­νο τα ζυ­γω­μα­τι­κά του προ­σώ­που του; Ήταν μό­νο ένα ζευ­γά­ρι ζυ­γω­μα­τι­κά κι όλο το άλ­λο σώ­μα ήταν άυ­λο ή ήταν μαύ­ρο σαν πίσ­σα; Ήταν χω­μέ­νος βα­θιά μέ­σα στη γη κι αυ­τό που έβλε­πα ήταν μό­νο ένα μέ­ρος από το κε­φά­λι του ή ήταν τό­σο τε­ρα­τώ­δης, ένα πε­λώ­ριο κρα­νίο με σώ­μα κά­τι­σχνο, σχε­δόν ανύ­παρ­κτο;
Μου πέ­ρα­σε ακό­μη από τη σκέ­ψη, ότι μπο­ρεί να ήταν από χρό­νια νε­κρός και το μό­νο που πα­ρέ­με­νε αναλ­λοί­ω­το πά­νω του —για λό­γο που δεν μπο­ρού­σα να κα­τα­νο­ή­σω— ήταν τα ζυ­γω­μα­τι­κά του προ­σώ­που του. Προ­χω­ρού­σα αρ­γά, πά­ντα προς τα εμπρός και όσο σί­μω­να, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρα γι­νό­ταν τα ερω­τή­μα­τα και το άγ­χος μου μην και τον προ­κα­λέ­σω άθε­λά μου και τό­τε, αλ­λοί­μο­νο, δεν θα με έσω­ζε τί­πο­τε. Κι άλ­λες φο­ρές εί­χα επι­χει­ρή­σει να πάω κα­τα­πά­νω του και βρέ­θη­κα δι­πλω­μέ­νος στα δυο πριν προ­λά­βω καν να τον πλη­σιά­σω, τέ­τοια ήταν η δύ­να­μή του ή αυ­τό που εξέ­πε­μπε, αυ­τό που ένιω­θα τέ­λος πά­ντων, μια πλή­ρη αδυ­να­μία να ανα­με­τρη­θώ μα­ζί του.
Αυ­τή τη φο­ρά όμως ήμουν απο­φα­σι­σμέ­νος και σαν πιο έμπει­ρος, λει­τούρ­γη­σα στρα­τη­γι­κά, κά­νο­ντας με­γά­λους κύ­κλους γύ­ρω από το στό­χο μου, αδιά­φο­ρα και ανά­λα­φρα, πό­τε έρ­πο­ντας και πό­τε τρέ­χο­ντας, μα μι­κραί­νο­ντας συ­νε­χώς την από­στα­ση ανά­με­σά μας, πά­ντα όμως, από όποια γω­νία και αν τον κοι­τού­σα έβλε­πα την ίδια ει­κό­να, δυο ζυ­γω­μα­τι­κά κι όλο το άλ­λο σώ­μα μαύ­ρο, πράγ­μα που σή­μαι­νε ότι ήταν ζω­ντα­νός και πα­ρα­κο­λου­θού­σε με ακρί­βεια κά­θε μου κί­νη­ση. Ξαφ­νι­κά όρ­μη­σα κα­τα­πά­νω του και με όση δύ­να­μη εί­χα έπια­σα από τις άκρες τα δυο ζυ­γω­μα­τι­κά με τα χέ­ρια μου και τα τρά­βη­ξα το ένα αρι­στε­ρά και το άλ­λο δε­ξιά με σκο­πό να τα ξε­κό­ψω, να δια­λύ­σω το κρα­νίο του. Τό­τε ένιω­σα έναν ισχυ­ρό, αβά­στα­χτο πό­νο στο πρό­σω­πό μου, πράγ­μα που μ΄ έκα­νε να στα­μα­τή­σω, να υπο­χω­ρή­σω, βέ­βαιος ότι ο εχθρός μου από στιγ­μή σε στιγ­μή θα με εκ­δι­κιό­ταν γι᾽ αυ­τή μου την επί­θε­ση. Ακο­λού­θη­σε μια μαρ­τυ­ρι­κή σιω­πή κι όταν άνοι­ξα τα μά­τια εί­δα μπρο­στά μου ένα τζι­τζί­κι νε­ο­γέν­νη­το, αν και ήταν προ­χω­ρη­μέ­νο κα­λο­καί­ρι, να σκά­ει από τον εξω­σκε­λε­τό του που εί­χε ανοί­ξει στα δυο.