Δύο ποιήματα

Χοάν Μιρό: «Το τραγούδι του πουλιού στη δροσιά του φεγγαριού» (1955). Ίδρυμα Μιρό, Βαρκελόνη
Χοάν Μιρό: «Το τραγούδι του πουλιού στη δροσιά του φεγγαριού» (1955). Ίδρυμα Μιρό, Βαρκελόνη



Η πα­ρου­σία της λή­θης

Γερ­μέ­νοι ώμοι στα μπρά­τσα του χιο­νιού
Παίρ­νουν το σχή­μα σα­ξό­φω­νου μη­τέ­ρας
Ο κύ­ριος Κλιφτ ψελ­λί­ζει με μοβ φρά­σεις την προ­παί­δεια
Ένας γυ­πα­ε­τός τσι­μπο­λο­γά με­τα­ξω­τά φι­λιά
Κι ο κύ­ριος Κλιφτ νο­μί­ζει πως εί­ναι Προ­μη­θέ­ας –
Βλέ­πε­τε, όλοι τον εγκα­τέ­λει­ψαν γυ­μνοί
Χω­ρίς απο­σκευ­ές και με λιω­μέ­να δια­βα­τή­ρια
Για να ψα­ρέ­ψουν βε­λού­δι­νες γλα­διό­λες στο λυ­κό­φως

Σε πα­ρα­μορ­φω­τι­κό κα­θρέ­φτη
Ανοί­γει τρύ­πα στον πά­γο η απώ­λεια
Με μού­ρη χοί­ρου γλεί­φει τα σκέ­λια τ’ ου­ρα­νού
Πιο κει ερω­τι­δείς με σκού­φια Εσκι­μώ­ου
Γρυ­λί­ζου­νε με φύ­ση με­γα­λεί­ου φθι­σι­κή
Αυ­τή αντι­στέ­κε­ται κα­λώς σε όλο το το­πίο
Αλ­λά ο κύ­ριος Κλιφτ δεν εξε­γέρ­θη­κε πο­τέ –
Κρά­τη­σε τη σκυ­τά­λη του πο­λέ­μου
Σαν γου­δο­χέ­ρι της για­γιάς

Σή­με­ρα λιώ­νει κρυ­στάλ­λους να­νου­ρί­σμα­τος στο στή­θος
Δί­χως όμως πα­ρεμ­βο­λές από γι­γα­ντο­μα­χί­ες και νε­ράι­δες

[ Λη­σμό­νη­σα, βέ­βαια, να πω ότι χα­ρά­μα­τα πέ­θα­νε ο πα­τέ­ρας ]


Αραί­ω­ση

Στην απο­βά­θρα περ­πα­τούν δυο αχι­νοί
Υγροί επι­τά­φιοι με αρ­μούς και ρί­γος άλ­μης
Ίχνη μιας ανταρ­σί­ας τρυ­φη­λής
Όταν πλευ­ρό η θά­λασ­σα γυρ­νά
Και πλα­τα­γί­ζει γα­λα­κτώ­δες κυα­νό
Μαύ­ρα αγκά­θια μιας πα­λέ­τας του Μι­ρό –

Φλού­δια απ’ το ήπαρ των βυ­θών
Με την τσου­γκρά­να του ήλιου που γρυ­λί­ζει
Βου­λιά­ζω ως τ’ άκρα μου θο­λός
Με χρώ­μα όμως γε­μά­τος ως τα σπλά­χνα
Λες και ρου­φιέ­μαι από γά­λα μη­τρι­κό
Όταν μπλε μέ­δου­σες τρυ­γά­νε τη θη­λή
Κι ο θά­να­τος πι­νέ­λο κυα­νό
Με αραιώ­νει ως τα μύ­χια στις αβύσ­σους

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: