1
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης έγραψε το πιο αλλόκοτο κείμενο της νεοελληνικής γραμματείας· ένα συμπίλημα με τη μορφή εξομολογητικού αυτοχρονικού που αποτελείται από έξαλλα οράματα και όνειρα, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1984. Εκ πρώτης, τα Οράματα και Θάματα —όπως βάφτισαν το γραπτό του Μακρυγιάννη οι αμήχανοι εκδότες του— είναι «το έργο ενός τρελού» και συνεπώς «μονάχα τους γιατρούς θα ενδιαφέρει», κατά την εκτίμηση του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος το ανέσυρε από τη λήθη.[1] Στα Οράματα και Θάματα ο Μακρυγιάννης εμπιστεύεται μια γυναίκα ονόματι Χριστίνα, η οποία τον μυεί —κρυφά κι απ’ τον πνευματικό του ακόμη— σε πνευματιστικές τελετές, καθώς ο ίδιος βυθίζεται ολοένα βαθύτερα σε έναν κόσμο παραισθησιακό. Αυτές οι τελετές κι οι φανερώσεις που περιγράφει ο Μακρυγιάννης μοιάζουν με εμπαιγμό και γκροτέσκα αντιστροφή των μυστηρίων της Ορθόδοξης εκκλησίας· φαίνεται μάλιστα να λαμβάνουν χώρα επί σειρά ετών, από το 1843 ως τις 18 Μαρτίου 1852.[2] Η επικοινωνία με τον πραγματικό κόσμο μεσολαβείται από αλλόκοσμες μορφές, οι οποίες προλέγουν τα μελλούμενα και δικαιώνουν τον Μακρυγιάννη στις πολιτικές διαμάχες του αναγνωρίζοντάς του έναν ρόλο περίπου μεσσιανικό. Έχει ιδιαίτερη σημασία πως εξαρχής ο Μακρυγιάννης αποκόπτεται από την εκκλησιαστική λατρεία· κι ας εμφανίζονται οι δυνάμεις με τις οποίες συνομιλεί με την μορφή αγίων, κι ας θυμίζει Συναξάρια το βιβλίο του και Βίους αγίων. Η μυστηριώδης γυναίκα —κάποια κομπογιανίτισσα;— διατάσσει τον Μακρυγιάννη να κρατά κρυφές τις δραστηριότητές τους: «Να μην ειπείς ούτε του πνευματικού»! Αλλά κι οι ίδιοι οι «άγιοι» εμφανίζονται να «μάλωσαν πολύ» τον Μακρυγιάννη για κάποια παράβαση της απόκρυφης συμφωνίας τους, απαιτώντας στο εξής «να είμαι προσεχτικός και να μην πιάνω καμία κουβέντα» (ΟΘ 76). Αρχικά, η γυναίκα αποκαλύπτει όνειρα δικά της και τρίτων, μεταφέροντας υποτίθεται τα λόγια των υποτιθέμενων αγίων και του Χριστού: «...ό,τι θα σου λένε διαμέσον της γυναικός να τους ακούς, ότ’ είναι λόγια δικά μου» (ΟΘ 49). Αυτή η γυναίκα, «όπου έρχεταν πάντοτε με τους αγίους» περιγράφεται ως δύσοσμη, κακοποιημένη από τον άντρα της και ικανή να τηλεμεταφέρεται («το πνεύμα της, όχι το σώμα της»). Κλεισμένος στο σπίτι του και απομονωμένος από τον κόσμο και την Εκκλησία, ο Μακρυγιάννης δρα πλέον διά φανταστικών αντιπροσώπων. Σημειωτέον πως ο Μακρυγιάννης έφερε σοβαρά τραύματα που επηρέαζαν την ψυχή και το σώμα. Βαθμιαία «φωτίζεται» ο ίδιος, ώστε να βλέπει πράματα και θάματα χωρίς την μεσολάβηση της γυναίκας — ως το εξωφρενικό σημείο να καθίσει «εις τον θρόνον όπου κάθεταν ο Χριστός» (ΟΘ 204). Θέλημα Θεού!
2
Οι ιστορικοί κι οι λαογράφοι αντιμετωπίζουν τα Οράματα και Θάματα ως μια καλή πηγή για τις μαγικοθρησκευτικές πρακτικές, τις μαγγανείες και τις δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν στην Ελλάδα γύρω στα 1852 (κι ίσως κάποιες να επιβιώνουν ακόμη). Οι δε σπουδαστές της φιλολογίας παρατηρούν πως πρόκειται για ένα λίαν ασυνήθιστο υβρίδιο αυτοβιογραφικού και ημερολογιακού λόγου στα όρια μιας αυτομυθοπλασίας (autofiction) avant la lettre, καθώς ο Μακρυγιάννης διαλέγεται καθ’ εαυτόν και καταδύεται στη μυχιοθήκη του. Κατά τα άλλα, το βιβλίο διαβάζεται με εντεινόμενη δυσφορία — και με μεγάλη απορία.
3
Τι να πει κανείς για τους δοκιμιογράφους που παρασυρμένοι από την έχθρα τους απέναντι στη Δύση ενθουσιάστηκαν με τις παραισθήσεις του ταλανισμένου Μακρυγιάννη; Αυτοί έσπευσαν να ράψουν στον Μακρυγιάννη των Οραμάτων και Θαμάτων το κοστούμι του Ορθόδοξου. Υποτίθεται, λοιπόν, ότι ο Μακρυγιάννης συνομιλεί με τον Θεό, όπως νόμισε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος· πως ενσαρκώνει μια σχέση πολύ προσωπική με τον Θεό, η οποία κατά τον Λορεντζάτο έχει ρίζες και στην Ορθόδοξη Ανατολή.[3] Όσο για τους «νεορθόδοξους» επιφυλλιδογράφους και μαθητές του Λορεντζάτου, αυτοί έφτασαν να δουν στον Μακρυγιάννη έναν ζηλωτή που συνεχίζει την ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, την οποία άλλωστε αντιτάσσουν στο σατανικό κοσμοείδωλο της Δύσης. Τόσο διαδεδομένη υπήρξε η αναγωγή του Μακρυγιάννη σε απαρασάλευτες μεταφυσικές, λατρειακές και υπαρξιακές αλήθειες του ελληνισμού, ώστε ο Γ. Π. Σαββίδης πρότεινε να τιμάται η μνήμη του Μακρυγιάννη από την Εκκλησία στις 3 Σεπτεμβρίου· με άλλα λόγια να «αγιοποιηθεί» και θεσμικά.
4
Στην πραγματικότητα, τα Οράματα και Θάματα μόνον Ορθόδοξα δεν πρέπει να θεωρούνται. Όπως ξεκαθαρίζει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, από την άποψη της Ορθόδοξίας οι παραισθήσεις του Μακρυγιάννη δεν έχουν θεϊκή προέλευση· αλλά δαιμονική. Συνιστούν προϊόν μιας σατανικής —κυριολεκτικά— απάτης. Ο Μακρυγιάννης κατήντησε «ενεργούμενο του διαβόλου», γράφει ο π. Μεταλληνός πάντοτε από άποψη θεολογική, κι υπήρξε «τραγικό θύμα των πολιτικών προσδοκιών του, που τον καθιστούσαν ευάλωτο στις διαμονικές-μαγικές ενέργειες της γυναίκας», η οποία λειτουργούσε ως διάμεσος.[4] Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η σχετική μελέτη του Δημήτρη Ρουμπάνη, ο οποίος έδειξε λεπτομερώς γιατί οι εμπειρίες που περιγράφει ο Μακρυγιάννης δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα της Ορθόδοξης παράδοσης και γιατί συνιστούν τη διαστροφή και τον εμπαιγμό της.[5] Ο Ρουμπάνης εξετάζει τις πνευματιστικές τελετές που περιγράφονται στα Οράματα και Θάματα και αναδεικνύει τον ολοένα και πιο ιδιωτικό χαρακτήρα τους: ο Μακρυγιάννης αντικαθιστά την εκκλησία με το σπίτι του, όπου εγκαθίσταται η «καθέντρα» του «αφέντη». Μέσα στο σπίτι αυτό συμβαίνουν επί σειρά ετών τέρατα και θάματα: ο πολυέλαιος αναβοσβήνει μόνος του (κλασικό δαιμονικό τέχνασμα και αγαπημένο δευτεροκλασάτων αμερικανών σκηνοθετών), ο Μακρυγιάννης βλέπει μέσα από τους τοίχους, κι ένα μαγικό δαχτυλίδι επικυρώνει τους αρραβώνες με τον «αφέντη» του, πάντοτε υπό την καθοδήγηση της παράξενης γυναίκας που δίνει ανθρώπινο λόγο στις υπερφυσικές δυνάμεις. Συχνά οι δαίμονες κολακεύουν το εγωιστικό φρόνημα του πληγωμένου Στρατηγού: «δεν απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή, αυτό μόνον εσύ...».[6] Ώσπου ο Μακρυγιάννης βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τον Θεό (!), μια παραδοχή εκπληκτική και ανεπίτρεπτη για πιστό Ορθόδοξο («Βλέπω την Αγία Τριάδα», ΟΘ 192). Άλλοτε ο Μακρυγιάννης βλέπει «τον αφέντη μας» να τιμωρεί τον γκρεμοτσακισμένο Όθωνα (ΟΘ 206), τον Θεό τον ίδιο να του λέει πως θα ‘χει ό,τι ζητήσει (μόνον ο Μακρυγιάννης, άλλος κανείς!): «ό,τι ζητήσεις παρά μού και της βασιλείας μου, ο λόγος σου είναι λόγος μου και υπόσκεσή μου, αγαθό μου τέκνον, και άλλος ποτέ ούτε είδε αυτή τη χάρη, ούτε θα την ιδεί, μόνος είσαι εσύ» [ΟΘ 211]), κι επιτέλους τον εαυτό του με μια κορόνα στο κεφάλι κι ένα λαμπρό σταυρό στο χέρι... Θιασώτης μιας οικιακής λατρείας που διαμορφώνει ο ίδιος, ο Μακρυγιάννης δεν πατάει στην εκκλησία ούτε την Ανάσταση· μάλιστα ξεσπά βίαια στη γυναίκα του, όταν αυτή διαμαρτύρεται για τον εκτροχιασμό του.
5
Είναι ν’ απορεί κανείς, πού βρήκε τον Θεό σ’ όλα αυτά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος!
6
Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως στα Οράματα και Θάματα παύεται η οποιαδήποτε κοινότητα εντελώς. O Μακρυγιάννης λησμονεί πως «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» κι αποτρελαίνεται σε μια έρημο νοσηρής εγωπάθειας νομίζοντας πως βλέπει τον Θεό με τα ίδια του τα μάτια και πως δικαιώνεται πανηγυρικά στα μάτια των συμπολιτών του. Κάτι ήξερε ο Ιωάννης ο Σιναΐτης που προειδοποιούσε από τα βάθη των αιώνων πως ο Σατανάς είναι ψευδομανδάτωρ και πλάνος, πονηρός και πολύ δόλιος, ο αλιτήριος![7] Και πού να δείτε πόσο πανούργα είναι η ιστορία, θα προσέθετε ο Χέγκελ...
7
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε ένας αυτόφωτος συγγραφέας που για κακή του τύχη ταίριαξε γάντι σε όσους πολύ καιρό μετά τον θάνατό του αναζήτησαν τον ιδανικό αχυράνθρωπο της λεγόμενης Ρωμιοσύνης· αναζήτησαν δηλαδή το ιστορικό πρόσωπο που μπορούσαν να ανακηρύξουν ερήμην του σε παραδειγματικό εκπρόσωπο ενός μυθικού κοινοτισμού άγνωστου στη Δύση. Λίγο πολύ τον είδαν ως τον Νεοέλληνα κατεξοχήν και τα γραπτά του ως μια κιβωτό της ελληνικότητας· τον Στρατηγό Μακρυγιάννη! Όπως έδειξε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, ο «αειθαλής “μακρυγιαννισμός”» συνιστά μια κατασκευή του Γιάννη Βλαχογιάννη, του Γιώργου Θεοτοκά, του Γιώργου Σεφέρη και του Ζήσιμου Λορεντζάτου, οι οποίοι διαβάζουν τα Απομνημονεύματα με ποικίλους τρόπους προκειμένου να τεκμηριωθεί η ύπαρξη μιας κατά φαντασίαν Ελλάδας.[8] Ο «μακρυγιαννισμός» του Λορεντζάτου είναι ο μόνος που λαμβάνει υπόψη και τα Οράματα και Θάματα αποκτώντας μια ενισχυμένη θρησκευτική διάσταση.[9] Ο Μακρυγιάννης φαντάζει ως ο άδολος, ντόμπρος και αυθεντικός Έλληνας που αντιστέκεται στην «εκφράγκευση» της Ελλάδας· ο φορέας της αλήθειας ή της σοφίας του αμόρφωτου δημογέροντα που είναι —αλίμονο!— ανώτερη από των φραγκοσπουδασμένων· κι ο εκφραστής ενός εξιδανικευμένου κοινοτισμού (που κανείς ιστορικός δεν μας βεβαιώνει αν και πότε υπήρξε, ούτε τι ακριβώς περιλαμβάνει για να τον θεωρούμε «ελληνικό» ειδικά). Τι να την κάνουμε την Ευρώπη με τα Φώτα της, είπαν κάποιοι ακόμη πιο τολμηροί υπερασπιστές μιας σουρρεάλ και sui generis (δηλαδή δικής τους) «Ορθοδοξίας», εφόσον παλαιόθεν διατηρούμε (πάντοτε «εμείς», οι Νεοέλληνες!) την προνομιακή σύνδεση με την Παναγιά και τους αγίους; Εδώ αξίζει να σημειωθεί η άποψη πως ο μακρυγιαννισμός ήταν πολύ βολικός για τα συμφέροντα της καθεστωτικής και πανίσχυρης «Γενιάς του ‘30», η οποία κατασκεύασε τη δική της μυθολογία προκειμένου να αμυνθεί απέναντι στη διάχυση ανεξέλεγκτων φωνών που απειλούσαν με αναταράξεις.[10] Κάπως έτσι προέκυψε το εξής ιλαροτραγικό και αξιαγάπητο συνάμα επεισόδιο της νεοελληνικής διανοητικής ιστορίας: Ένα πρόσωπο πέρα για πέρα έκκεντρο κι ιδιόρρυθμο, ο Μακρυγιάννης, το οποίο είχε εντελώς εκτροχιαστεί από τη γραμμή της Ορθοδοξίας όσο κι από εκείνες της νεοελληνικής πολιτικής κοινότητας, ανακηρύχθηκε υστερόπρωτα σε εκπρόσωπο της συλλογικής φυσιογνωμίας του νεότερου Ελληνισμού και της ρωμέικης παραδόσεώς «μας». Άλλοτε υφέρπων κι άλλοτε εξέχων, ο νεοελληνικός σουρρεαλισμός είναι πάντοτε ζείδωρος!
8
Όλη αυτή η αυτοσχεδιαστική οικειότητα του Μακρυγιάννη με ό,τι νομίζει πως είναι ο Θεός: Πώς θα μπορούσε να ενταχθεί στ’ αλήθεια σε μια οποιαδήποτε παράδοση; Κατά βάθος τα Οράματα και Θάματα συνιστούν την πρακτική αντιστροφή των όρων του κοινοτισμού και της παράδοσης, μάλιστα την εξαΰλωσή τους· όπως άλλωστε οι πνευματιστικές τελετές που κάνει μόνος του ο Μακρυγιάννης στο σπίτι του εναντιώνονται στην παράδοση των ιερών μυστηρίων. Ό,τι δεν μπορούσε ο Μακρυγιάννης να βρει στους ανθρώπους γύρω το μετάθεσε σε μια κοινότητα υπερφυσική και αθέατη. Απέδρασε στη θρησκοληψία αναχωρώντας από την παραδοσιακή κοινότητα, όπως ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος και ο Θεόφιλος Καΐρης —που τόσο τους εχθρευόταν ο Μακρυγιάννης— είχαν αποδράσει στην ουτοπία και στην οργανωμένη αίρεση αντιστοίχως. Φαίνεται πως το παρόν εκείνο ήταν αβάσταχτο, αναζητούσε κανείς τη φυγή, κι η φυγή έχει τόσους τρόπους.
9
Ορίστε γιατί έχει σημασία πως ο θεός που βλέπει ο Μακρυγιάννης δεν είναι ο Θεός της Ορθοδοξίας. Έχει σημασία ως υπόμνηση των σφαλμάτων που περιμένουν στη γωνία όσους επικαλούνται μεν κάποια παράδοση αλλά επιπολαίως την κόβουν και τη ράβουν στα δικά τους μέτρα· λες και μπορούν κυριολεκτικώς να την πάρουν στο σπίτι τους...
10
Σημειωτέον πως —μια ειρωνεία ακόμη!— ο Μακρυγιάννης που κατασκεύασαν ο Σεφέρης κι ο Λορεντζάτος είναι στην πραγματικότητα ένας εντελώς δυτικός Μακρυγιάννης. Από την Αναγέννηση και δώθε η Δύση λοξοκοιτούσε σε μια μυθική Ανατολή αναζητώντας τις φανταστικές απαρχές της. Η πρόσληψη και η ανακατασκευή του παρελθόντος από οριενταλιστική οπτική γωνία είναι —όπως κι ο γραπτός αναστοχασμός του εαυτού— ένα κατεξοχήν δυτικό, νεωτερικό και ευρωπαϊκό φαινόμενο. Για παράδειγμα, εν έτει 1952 ο Philip Sherrard περιγράφει τη «λαϊκή Ελλάδα» του Μακρυγιάννη σε μια διάλεξή του στο King’s College London ετεροπροσδιορίζοντάς την ως την απουσία της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, επομένως ως μια χθόνια κι εξωλογική οντότητα που προηγείται της δυτικής διάκρισης μυαλού και καρδιάς· αναμενόμενα, ο Μακρυγιάννης προβάλλει τότε σαν το ελκυστικό κι εξωτικό «γέννημα μιας φυλετικής συνείδησης, διαμορφωμένης από μια συνεχή παράδοση μύθου, θρύλου και ποίησης».[11] Διόλου τυχαία, όποιος διατρέχει την αλληλογραφία Σεφέρη και Λορεντζάτου διαβάζει επιστολές από την «Λόντρα» του ενός κι από τη Νέα Υόρκη του άλλου γεμάτες αναφορές στον Ντάντε, τον Ζιντ, τον Πάουντ και σε ογκόλιθους της δυτικής πνευματικής παράδοσης. Φαίνεται πως ο νοσταλγικός ελληνοκεντρισμός είναι μια απάντηση σε δυτικές αναζητήσεις και συνιστά δυτική επινόηση. Ή μήπως να την πούμε «φράγκικη»;
11
Ας διαχωρίσουμε λοιπόν τον μακρυγιαννισμό από τον Μακρυγιάννη. Ο μακρυγιαννισμός οικειοποιείται τη μορφή του Μακρυγιάννη για να προσδώσει ιστορικό κύρος σε κάθε λογής αντιδυτικές, αντιδιανοητικές και υπερρεαλιστικές ιδεοληψίες. Συνήθως ο μακρυγιαννισμός κατασκευάζει ένα ζεύγος «Ανατολής και Δύσης» σε μόνιμη διάσταση που δεν συνιστά παρά την αληθή, τάχα, αντίστιξη αυθεντικού και μίμησης, φυσικού και τεχνητού, υγειούς και μολυσμένου, εντοπιότητας και ξενότητας. Είναι μια κάποια λύση να αντιλαβάνεσαι τον κόσμο με δίπολα! Τι πειράζει που κι αυτά τα ιδεοληπτικά σχήματα είναι δυτικοφερμένα;
12
Ας επιστρέψουμε στον Μακρυγιάννη. Ευλόγως παρατήρησε ο Στέλιος Ράμφος πως η ψυχαναγκαστική εμμονή στη λαϊκή θρησκευτικότητα που χαρακτηρίζει τα Οράματα και Θάματα αναδεικνύει τον ατροφικό εαυτό του Ρωμιού που αδυνατεί να προχωρήσει στην ψυχική ανασυγκρότησή του παραμένοντας καθηλωμένος σε μια παραισθησιακή παραδοσιοκρατία.[12] Αυτή η παραισθησιακή παραδοσιοκρατία αντιμάχεται τις αλλαγές, καθόλου δεν τις θέλει. Η ανάγνωση του Ράμφου υποστηρίζεται πράγματι από το κείμενο των Οραμάτων του Μακρυγιάννη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σημείο όπου κάποιος «αγωνιστής, χριστιανός καλός, βλέπει εις τον ύπνο του» μια πέτρα εγχάρακτη με κεφαλαία γράμματα κι έναν γέροντα «σαν δεσπότη» που του λέει το εξής — ότι αυτή η πέτρα θα μείνει στον τόπο της ασάλευτη, και ότι «του κάκου κοπιάζουν» οι Άγγλοι «και όλοι οι άλλοι» να την πάρουν, γιατί «η πέτρα αυτείνη είναι δική σας, δεν μπορεί να σας την πάρει κανένας από αυτούς όλους». Η Ελλάδα, μια ασάλευτη πέτρα! Το «όνειρο» συνεχίζεται βιαίως με το βασιλικό ζεύγος κατάμαυρο να γκρεμοτσακίζεται: «καθόταν κρεμασμένοι» (ΟΘ 56) στο κενό κι ο Θεός τους άφησε έτσι, να μάθουν το μάθημά τους. Αγαπητικά πράγματα!
13
Αναρωτιέμαι, ωστόσο: θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα Οράματα και Θάματα έξω από το πλαίσιο της λεγόμενης παράδοσης των Ρωμιών, μήπως πέρα κι από οποιαδήποτε συζήτηση για τη νεοελληνική συνείδηση ακόμη, ώστε να αναδείξουμε τη σημασία του έργου πρωτίστως ως μια προσωπική μαρτυρία μυστικών εμπειριών; Ήδη ο Γιώργος Θεοτοκάς επισήμανε πως τα Οράματα συνιστούν κάποιου είδους μυστικιστική εξομολόγηση. Και σ’ ένα μελέτημά του ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος ισχυρίστηκε —αναπτύσσοντας σιωπηρά, νομίζω, μια ιδέα του Sherrard— πως ο έρωτας του Μακρυγιάννη για την πατρίδα συνιστά μυστική εμπειρία: ορίζει την εξατομίκευση με τέτοια ένταση, ώστε συνιστά «μιαν αναγωγή του έρωτα ανάλογη με εκείνη που κάνει ο μυστικός στην ιδέα-πρόσωπο του Χριστού ή της Παναγίας».[13] Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα – μόνον που δεν τεκμηριώνεται από το ίδιο το γραπτό του Μακρυγιάννη. Κατά τη γνώμη μου τα Οράματα και Θάματα βρίσκονται στον αντίποδα του μυστικισμού για τον εξής λόγο: Η ουσία της μυστικής εμπειρίας έγκειται στην άρση των επιμέρους διαφορών και στην αποκάλυψη της πρωτογενούς ενότητας των πάντων. Ο μυστικιστής απεκδύεται κάθε τι προσωπικό και βιώνει την ταχύτατη εξαΰλωση του χώρου και της ιστορικής συγκυρίας. Η μυστική εμπειρία είναι πρωτίστως μια υπέρβαση του εαυτού, η οποία αποκαλύπτει τη βαθύτερη συνάφεια και αλληλοπεριχώρηση ενοτήτων που έμοιαζαν συμπαγείς και ερμητικές, ασύγκλωστες και ξέχωρες. Στα Οράματα και Θάματα δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο· αντιθέτως, κυριαρχούν οι γνωστές πολιτικές διαφορές κι οι φατριασμοί ακόμη κι όταν ο Μακρυγιάννης ανεβαίνει στον θρόνο του. Καμιά μυστική φιλότητα δεν αναδεικνύεται στα Οράματα και Θάματα, μόνον ένα παρατεταμένο νείκος πολιτικό και προσωπικό. Ας δούμε ένα παράδειγμα: τον τρόπο που ο Μακρυγιάννης μιλάει για τον Θεόφιλο Καΐρη στα Οράματα και Θάματα.