Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-33/afierwma/o-satanas-kai-o-makrygiannhs
1
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης έγραψε το πιο αλλόκοτο κείμενο της νεοελληνικής γραμματείας· ένα συμπίλημα με τη μορφή εξομολογητικού αυτοχρονικού που αποτελείται από έξαλλα οράματα και όνειρα, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1984. Εκ πρώτης, τα Οράματα και Θάματα —όπως βάφτισαν το γραπτό του Μακρυγιάννη οι αμήχανοι εκδότες του— είναι «το έργο ενός τρελού» και συνεπώς «μονάχα τους γιατρούς θα ενδιαφέρει», κατά την εκτίμηση του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος το ανέσυρε από τη λήθη.[1] Στα Οράματα και Θάματα ο Μακρυγιάννης εμπιστεύεται μια γυναίκα ονόματι Χριστίνα, η οποία τον μυεί —κρυφά κι απ’ τον πνευματικό του ακόμη— σε πνευματιστικές τελετές, καθώς ο ίδιος βυθίζεται ολοένα βαθύτερα σε έναν κόσμο παραισθησιακό. Αυτές οι τελετές κι οι φανερώσεις που περιγράφει ο Μακρυγιάννης μοιάζουν με εμπαιγμό και γκροτέσκα αντιστροφή των μυστηρίων της Ορθόδοξης εκκλησίας· φαίνεται μάλιστα να λαμβάνουν χώρα επί σειρά ετών, από το 1843 ως τις 18 Μαρτίου 1852.[2] Η επικοινωνία με τον πραγματικό κόσμο μεσολαβείται από αλλόκοσμες μορφές, οι οποίες προλέγουν τα μελλούμενα και δικαιώνουν τον Μακρυγιάννη στις πολιτικές διαμάχες του αναγνωρίζοντάς του έναν ρόλο περίπου μεσσιανικό. Έχει ιδιαίτερη σημασία πως εξαρχής ο Μακρυγιάννης αποκόπτεται από την εκκλησιαστική λατρεία· κι ας εμφανίζονται οι δυνάμεις με τις οποίες συνομιλεί με την μορφή αγίων, κι ας θυμίζει Συναξάρια το βιβλίο του και Βίους αγίων. Η μυστηριώδης γυναίκα —κάποια κομπογιανίτισσα;— διατάσσει τον Μακρυγιάννη να κρατά κρυφές τις δραστηριότητές τους: «Να μην ειπείς ούτε του πνευματικού»! Αλλά κι οι ίδιοι οι «άγιοι» εμφανίζονται να «μάλωσαν πολύ» τον Μακρυγιάννη για κάποια παράβαση της απόκρυφης συμφωνίας τους, απαιτώντας στο εξής «να είμαι προσεχτικός και να μην πιάνω καμία κουβέντα» (ΟΘ 76). Αρχικά, η γυναίκα αποκαλύπτει όνειρα δικά της και τρίτων, μεταφέροντας υποτίθεται τα λόγια των υποτιθέμενων αγίων και του Χριστού: «...ό,τι θα σου λένε διαμέσον της γυναικός να τους ακούς, ότ’ είναι λόγια δικά μου» (ΟΘ 49). Αυτή η γυναίκα, «όπου έρχεταν πάντοτε με τους αγίους» περιγράφεται ως δύσοσμη, κακοποιημένη από τον άντρα της και ικανή να τηλεμεταφέρεται («το πνεύμα της, όχι το σώμα της»). Κλεισμένος στο σπίτι του και απομονωμένος από τον κόσμο και την Εκκλησία, ο Μακρυγιάννης δρα πλέον διά φανταστικών αντιπροσώπων. Σημειωτέον πως ο Μακρυγιάννης έφερε σοβαρά τραύματα που επηρέαζαν την ψυχή και το σώμα. Βαθμιαία «φωτίζεται» ο ίδιος, ώστε να βλέπει πράματα και θάματα χωρίς την μεσολάβηση της γυναίκας — ως το εξωφρενικό σημείο να καθίσει «εις τον θρόνον όπου κάθεταν ο Χριστός» (ΟΘ 204). Θέλημα Θεού!
2
Οι ιστορικοί κι οι λαογράφοι αντιμετωπίζουν τα Οράματα και Θάματα ως μια καλή πηγή για τις μαγικοθρησκευτικές πρακτικές, τις μαγγανείες και τις δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν στην Ελλάδα γύρω στα 1852 (κι ίσως κάποιες να επιβιώνουν ακόμη). Οι δε σπουδαστές της φιλολογίας παρατηρούν πως πρόκειται για ένα λίαν ασυνήθιστο υβρίδιο αυτοβιογραφικού και ημερολογιακού λόγου στα όρια μιας αυτομυθοπλασίας (autofiction) avant la lettre, καθώς ο Μακρυγιάννης διαλέγεται καθ’ εαυτόν και καταδύεται στη μυχιοθήκη του. Κατά τα άλλα, το βιβλίο διαβάζεται με εντεινόμενη δυσφορία — και με μεγάλη απορία.
3
Τι να πει κανείς για τους δοκιμιογράφους που παρασυρμένοι από την έχθρα τους απέναντι στη Δύση ενθουσιάστηκαν με τις παραισθήσεις του ταλανισμένου Μακρυγιάννη; Αυτοί έσπευσαν να ράψουν στον Μακρυγιάννη των Οραμάτων και Θαμάτων το κοστούμι του Ορθόδοξου. Υποτίθεται, λοιπόν, ότι ο Μακρυγιάννης συνομιλεί με τον Θεό, όπως νόμισε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος· πως ενσαρκώνει μια σχέση πολύ προσωπική με τον Θεό, η οποία κατά τον Λορεντζάτο έχει ρίζες και στην Ορθόδοξη Ανατολή.[3] Όσο για τους «νεορθόδοξους» επιφυλλιδογράφους και μαθητές του Λορεντζάτου, αυτοί έφτασαν να δουν στον Μακρυγιάννη έναν ζηλωτή που συνεχίζει την ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, την οποία άλλωστε αντιτάσσουν στο σατανικό κοσμοείδωλο της Δύσης. Τόσο διαδεδομένη υπήρξε η αναγωγή του Μακρυγιάννη σε απαρασάλευτες μεταφυσικές, λατρειακές και υπαρξιακές αλήθειες του ελληνισμού, ώστε ο Γ. Π. Σαββίδης πρότεινε να τιμάται η μνήμη του Μακρυγιάννη από την Εκκλησία στις 3 Σεπτεμβρίου· με άλλα λόγια να «αγιοποιηθεί» και θεσμικά.
4
Στην πραγματικότητα, τα Οράματα και Θάματα μόνον Ορθόδοξα δεν πρέπει να θεωρούνται. Όπως ξεκαθαρίζει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, από την άποψη της Ορθόδοξίας οι παραισθήσεις του Μακρυγιάννη δεν έχουν θεϊκή προέλευση· αλλά δαιμονική. Συνιστούν προϊόν μιας σατανικής —κυριολεκτικά— απάτης. Ο Μακρυγιάννης κατήντησε «ενεργούμενο του διαβόλου», γράφει ο π. Μεταλληνός πάντοτε από άποψη θεολογική, κι υπήρξε «τραγικό θύμα των πολιτικών προσδοκιών του, που τον καθιστούσαν ευάλωτο στις διαμονικές-μαγικές ενέργειες της γυναίκας», η οποία λειτουργούσε ως διάμεσος.[4] Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η σχετική μελέτη του Δημήτρη Ρουμπάνη, ο οποίος έδειξε λεπτομερώς γιατί οι εμπειρίες που περιγράφει ο Μακρυγιάννης δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα της Ορθόδοξης παράδοσης και γιατί συνιστούν τη διαστροφή και τον εμπαιγμό της.[5] Ο Ρουμπάνης εξετάζει τις πνευματιστικές τελετές που περιγράφονται στα Οράματα και Θάματα και αναδεικνύει τον ολοένα και πιο ιδιωτικό χαρακτήρα τους: ο Μακρυγιάννης αντικαθιστά την εκκλησία με το σπίτι του, όπου εγκαθίσταται η «καθέντρα» του «αφέντη». Μέσα στο σπίτι αυτό συμβαίνουν επί σειρά ετών τέρατα και θάματα: ο πολυέλαιος αναβοσβήνει μόνος του (κλασικό δαιμονικό τέχνασμα και αγαπημένο δευτεροκλασάτων αμερικανών σκηνοθετών), ο Μακρυγιάννης βλέπει μέσα από τους τοίχους, κι ένα μαγικό δαχτυλίδι επικυρώνει τους αρραβώνες με τον «αφέντη» του, πάντοτε υπό την καθοδήγηση της παράξενης γυναίκας που δίνει ανθρώπινο λόγο στις υπερφυσικές δυνάμεις. Συχνά οι δαίμονες κολακεύουν το εγωιστικό φρόνημα του πληγωμένου Στρατηγού: «δεν απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή, αυτό μόνον εσύ...».[6] Ώσπου ο Μακρυγιάννης βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τον Θεό (!), μια παραδοχή εκπληκτική και ανεπίτρεπτη για πιστό Ορθόδοξο («Βλέπω την Αγία Τριάδα», ΟΘ 192). Άλλοτε ο Μακρυγιάννης βλέπει «τον αφέντη μας» να τιμωρεί τον γκρεμοτσακισμένο Όθωνα (ΟΘ 206), τον Θεό τον ίδιο να του λέει πως θα ‘χει ό,τι ζητήσει (μόνον ο Μακρυγιάννης, άλλος κανείς!): «ό,τι ζητήσεις παρά μού και της βασιλείας μου, ο λόγος σου είναι λόγος μου και υπόσκεσή μου, αγαθό μου τέκνον, και άλλος ποτέ ούτε είδε αυτή τη χάρη, ούτε θα την ιδεί, μόνος είσαι εσύ» [ΟΘ 211]), κι επιτέλους τον εαυτό του με μια κορόνα στο κεφάλι κι ένα λαμπρό σταυρό στο χέρι... Θιασώτης μιας οικιακής λατρείας που διαμορφώνει ο ίδιος, ο Μακρυγιάννης δεν πατάει στην εκκλησία ούτε την Ανάσταση· μάλιστα ξεσπά βίαια στη γυναίκα του, όταν αυτή διαμαρτύρεται για τον εκτροχιασμό του.
5
Είναι ν’ απορεί κανείς, πού βρήκε τον Θεό σ’ όλα αυτά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος!
6
Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως στα Οράματα και Θάματα παύεται η οποιαδήποτε κοινότητα εντελώς. O Μακρυγιάννης λησμονεί πως «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» κι αποτρελαίνεται σε μια έρημο νοσηρής εγωπάθειας νομίζοντας πως βλέπει τον Θεό με τα ίδια του τα μάτια και πως δικαιώνεται πανηγυρικά στα μάτια των συμπολιτών του. Κάτι ήξερε ο Ιωάννης ο Σιναΐτης που προειδοποιούσε από τα βάθη των αιώνων πως ο Σατανάς είναι ψευδομανδάτωρ και πλάνος, πονηρός και πολύ δόλιος, ο αλιτήριος![7] Και πού να δείτε πόσο πανούργα είναι η ιστορία, θα προσέθετε ο Χέγκελ...
7
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε ένας αυτόφωτος συγγραφέας που για κακή του τύχη ταίριαξε γάντι σε όσους πολύ καιρό μετά τον θάνατό του αναζήτησαν τον ιδανικό αχυράνθρωπο της λεγόμενης Ρωμιοσύνης· αναζήτησαν δηλαδή το ιστορικό πρόσωπο που μπορούσαν να ανακηρύξουν ερήμην του σε παραδειγματικό εκπρόσωπο ενός μυθικού κοινοτισμού άγνωστου στη Δύση. Λίγο πολύ τον είδαν ως τον Νεοέλληνα κατεξοχήν και τα γραπτά του ως μια κιβωτό της ελληνικότητας· τον Στρατηγό Μακρυγιάννη! Όπως έδειξε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, ο «αειθαλής “μακρυγιαννισμός”» συνιστά μια κατασκευή του Γιάννη Βλαχογιάννη, του Γιώργου Θεοτοκά, του Γιώργου Σεφέρη και του Ζήσιμου Λορεντζάτου, οι οποίοι διαβάζουν τα Απομνημονεύματα με ποικίλους τρόπους προκειμένου να τεκμηριωθεί η ύπαρξη μιας κατά φαντασίαν Ελλάδας.[8] Ο «μακρυγιαννισμός» του Λορεντζάτου είναι ο μόνος που λαμβάνει υπόψη και τα Οράματα και Θάματα αποκτώντας μια ενισχυμένη θρησκευτική διάσταση.[9] Ο Μακρυγιάννης φαντάζει ως ο άδολος, ντόμπρος και αυθεντικός Έλληνας που αντιστέκεται στην «εκφράγκευση» της Ελλάδας· ο φορέας της αλήθειας ή της σοφίας του αμόρφωτου δημογέροντα που είναι —αλίμονο!— ανώτερη από των φραγκοσπουδασμένων· κι ο εκφραστής ενός εξιδανικευμένου κοινοτισμού (που κανείς ιστορικός δεν μας βεβαιώνει αν και πότε υπήρξε, ούτε τι ακριβώς περιλαμβάνει για να τον θεωρούμε «ελληνικό» ειδικά). Τι να την κάνουμε την Ευρώπη με τα Φώτα της, είπαν κάποιοι ακόμη πιο τολμηροί υπερασπιστές μιας σουρρεάλ και sui generis (δηλαδή δικής τους) «Ορθοδοξίας», εφόσον παλαιόθεν διατηρούμε (πάντοτε «εμείς», οι Νεοέλληνες!) την προνομιακή σύνδεση με την Παναγιά και τους αγίους; Εδώ αξίζει να σημειωθεί η άποψη πως ο μακρυγιαννισμός ήταν πολύ βολικός για τα συμφέροντα της καθεστωτικής και πανίσχυρης «Γενιάς του ‘30», η οποία κατασκεύασε τη δική της μυθολογία προκειμένου να αμυνθεί απέναντι στη διάχυση ανεξέλεγκτων φωνών που απειλούσαν με αναταράξεις.[10] Κάπως έτσι προέκυψε το εξής ιλαροτραγικό και αξιαγάπητο συνάμα επεισόδιο της νεοελληνικής διανοητικής ιστορίας: Ένα πρόσωπο πέρα για πέρα έκκεντρο κι ιδιόρρυθμο, ο Μακρυγιάννης, το οποίο είχε εντελώς εκτροχιαστεί από τη γραμμή της Ορθοδοξίας όσο κι από εκείνες της νεοελληνικής πολιτικής κοινότητας, ανακηρύχθηκε υστερόπρωτα σε εκπρόσωπο της συλλογικής φυσιογνωμίας του νεότερου Ελληνισμού και της ρωμέικης παραδόσεώς «μας». Άλλοτε υφέρπων κι άλλοτε εξέχων, ο νεοελληνικός σουρρεαλισμός είναι πάντοτε ζείδωρος!
8
Όλη αυτή η αυτοσχεδιαστική οικειότητα του Μακρυγιάννη με ό,τι νομίζει πως είναι ο Θεός: Πώς θα μπορούσε να ενταχθεί στ’ αλήθεια σε μια οποιαδήποτε παράδοση; Κατά βάθος τα Οράματα και Θάματα συνιστούν την πρακτική αντιστροφή των όρων του κοινοτισμού και της παράδοσης, μάλιστα την εξαΰλωσή τους· όπως άλλωστε οι πνευματιστικές τελετές που κάνει μόνος του ο Μακρυγιάννης στο σπίτι του εναντιώνονται στην παράδοση των ιερών μυστηρίων. Ό,τι δεν μπορούσε ο Μακρυγιάννης να βρει στους ανθρώπους γύρω το μετάθεσε σε μια κοινότητα υπερφυσική και αθέατη. Απέδρασε στη θρησκοληψία αναχωρώντας από την παραδοσιακή κοινότητα, όπως ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος και ο Θεόφιλος Καΐρης —που τόσο τους εχθρευόταν ο Μακρυγιάννης— είχαν αποδράσει στην ουτοπία και στην οργανωμένη αίρεση αντιστοίχως. Φαίνεται πως το παρόν εκείνο ήταν αβάσταχτο, αναζητούσε κανείς τη φυγή, κι η φυγή έχει τόσους τρόπους.
9
Ορίστε γιατί έχει σημασία πως ο θεός που βλέπει ο Μακρυγιάννης δεν είναι ο Θεός της Ορθοδοξίας. Έχει σημασία ως υπόμνηση των σφαλμάτων που περιμένουν στη γωνία όσους επικαλούνται μεν κάποια παράδοση αλλά επιπολαίως την κόβουν και τη ράβουν στα δικά τους μέτρα· λες και μπορούν κυριολεκτικώς να την πάρουν στο σπίτι τους...
10
Σημειωτέον πως —μια ειρωνεία ακόμη!— ο Μακρυγιάννης που κατασκεύασαν ο Σεφέρης κι ο Λορεντζάτος είναι στην πραγματικότητα ένας εντελώς δυτικός Μακρυγιάννης. Από την Αναγέννηση και δώθε η Δύση λοξοκοιτούσε σε μια μυθική Ανατολή αναζητώντας τις φανταστικές απαρχές της. Η πρόσληψη και η ανακατασκευή του παρελθόντος από οριενταλιστική οπτική γωνία είναι —όπως κι ο γραπτός αναστοχασμός του εαυτού— ένα κατεξοχήν δυτικό, νεωτερικό και ευρωπαϊκό φαινόμενο. Για παράδειγμα, εν έτει 1952 ο Philip Sherrard περιγράφει τη «λαϊκή Ελλάδα» του Μακρυγιάννη σε μια διάλεξή του στο King’s College London ετεροπροσδιορίζοντάς την ως την απουσία της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, επομένως ως μια χθόνια κι εξωλογική οντότητα που προηγείται της δυτικής διάκρισης μυαλού και καρδιάς· αναμενόμενα, ο Μακρυγιάννης προβάλλει τότε σαν το ελκυστικό κι εξωτικό «γέννημα μιας φυλετικής συνείδησης, διαμορφωμένης από μια συνεχή παράδοση μύθου, θρύλου και ποίησης».[11] Διόλου τυχαία, όποιος διατρέχει την αλληλογραφία Σεφέρη και Λορεντζάτου διαβάζει επιστολές από την «Λόντρα» του ενός κι από τη Νέα Υόρκη του άλλου γεμάτες αναφορές στον Ντάντε, τον Ζιντ, τον Πάουντ και σε ογκόλιθους της δυτικής πνευματικής παράδοσης. Φαίνεται πως ο νοσταλγικός ελληνοκεντρισμός είναι μια απάντηση σε δυτικές αναζητήσεις και συνιστά δυτική επινόηση. Ή μήπως να την πούμε «φράγκικη»;
11
Ας διαχωρίσουμε λοιπόν τον μακρυγιαννισμό από τον Μακρυγιάννη. Ο μακρυγιαννισμός οικειοποιείται τη μορφή του Μακρυγιάννη για να προσδώσει ιστορικό κύρος σε κάθε λογής αντιδυτικές, αντιδιανοητικές και υπερρεαλιστικές ιδεοληψίες. Συνήθως ο μακρυγιαννισμός κατασκευάζει ένα ζεύγος «Ανατολής και Δύσης» σε μόνιμη διάσταση που δεν συνιστά παρά την αληθή, τάχα, αντίστιξη αυθεντικού και μίμησης, φυσικού και τεχνητού, υγειούς και μολυσμένου, εντοπιότητας και ξενότητας. Είναι μια κάποια λύση να αντιλαβάνεσαι τον κόσμο με δίπολα! Τι πειράζει που κι αυτά τα ιδεοληπτικά σχήματα είναι δυτικοφερμένα;
12
Ας επιστρέψουμε στον Μακρυγιάννη. Ευλόγως παρατήρησε ο Στέλιος Ράμφος πως η ψυχαναγκαστική εμμονή στη λαϊκή θρησκευτικότητα που χαρακτηρίζει τα Οράματα και Θάματα αναδεικνύει τον ατροφικό εαυτό του Ρωμιού που αδυνατεί να προχωρήσει στην ψυχική ανασυγκρότησή του παραμένοντας καθηλωμένος σε μια παραισθησιακή παραδοσιοκρατία.[12] Αυτή η παραισθησιακή παραδοσιοκρατία αντιμάχεται τις αλλαγές, καθόλου δεν τις θέλει. Η ανάγνωση του Ράμφου υποστηρίζεται πράγματι από το κείμενο των Οραμάτων του Μακρυγιάννη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σημείο όπου κάποιος «αγωνιστής, χριστιανός καλός, βλέπει εις τον ύπνο του» μια πέτρα εγχάρακτη με κεφαλαία γράμματα κι έναν γέροντα «σαν δεσπότη» που του λέει το εξής — ότι αυτή η πέτρα θα μείνει στον τόπο της ασάλευτη, και ότι «του κάκου κοπιάζουν» οι Άγγλοι «και όλοι οι άλλοι» να την πάρουν, γιατί «η πέτρα αυτείνη είναι δική σας, δεν μπορεί να σας την πάρει κανένας από αυτούς όλους». Η Ελλάδα, μια ασάλευτη πέτρα! Το «όνειρο» συνεχίζεται βιαίως με το βασιλικό ζεύγος κατάμαυρο να γκρεμοτσακίζεται: «καθόταν κρεμασμένοι» (ΟΘ 56) στο κενό κι ο Θεός τους άφησε έτσι, να μάθουν το μάθημά τους. Αγαπητικά πράγματα!
13
Αναρωτιέμαι, ωστόσο: θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα Οράματα και Θάματα έξω από το πλαίσιο της λεγόμενης παράδοσης των Ρωμιών, μήπως πέρα κι από οποιαδήποτε συζήτηση για τη νεοελληνική συνείδηση ακόμη, ώστε να αναδείξουμε τη σημασία του έργου πρωτίστως ως μια προσωπική μαρτυρία μυστικών εμπειριών; Ήδη ο Γιώργος Θεοτοκάς επισήμανε πως τα Οράματα συνιστούν κάποιου είδους μυστικιστική εξομολόγηση. Και σ’ ένα μελέτημά του ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος ισχυρίστηκε —αναπτύσσοντας σιωπηρά, νομίζω, μια ιδέα του Sherrard— πως ο έρωτας του Μακρυγιάννη για την πατρίδα συνιστά μυστική εμπειρία: ορίζει την εξατομίκευση με τέτοια ένταση, ώστε συνιστά «μιαν αναγωγή του έρωτα ανάλογη με εκείνη που κάνει ο μυστικός στην ιδέα-πρόσωπο του Χριστού ή της Παναγίας».[13] Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα – μόνον που δεν τεκμηριώνεται από το ίδιο το γραπτό του Μακρυγιάννη. Κατά τη γνώμη μου τα Οράματα και Θάματα βρίσκονται στον αντίποδα του μυστικισμού για τον εξής λόγο: Η ουσία της μυστικής εμπειρίας έγκειται στην άρση των επιμέρους διαφορών και στην αποκάλυψη της πρωτογενούς ενότητας των πάντων. Ο μυστικιστής απεκδύεται κάθε τι προσωπικό και βιώνει την ταχύτατη εξαΰλωση του χώρου και της ιστορικής συγκυρίας. Η μυστική εμπειρία είναι πρωτίστως μια υπέρβαση του εαυτού, η οποία αποκαλύπτει τη βαθύτερη συνάφεια και αλληλοπεριχώρηση ενοτήτων που έμοιαζαν συμπαγείς και ερμητικές, ασύγκλωστες και ξέχωρες. Στα Οράματα και Θάματα δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο· αντιθέτως, κυριαρχούν οι γνωστές πολιτικές διαφορές κι οι φατριασμοί ακόμη κι όταν ο Μακρυγιάννης ανεβαίνει στον θρόνο του. Καμιά μυστική φιλότητα δεν αναδεικνύεται στα Οράματα και Θάματα, μόνον ένα παρατεταμένο νείκος πολιτικό και προσωπικό. Ας δούμε ένα παράδειγμα: τον τρόπο που ο Μακρυγιάννης μιλάει για τον Θεόφιλο Καΐρη στα Οράματα και Θάματα.
14
Στα Οράματα και Θάματα οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μακρυγιάννη —και δη ο Θεόφιλος Καΐρης— δίνουν δυναμικό παρόν και τον απασχολούν εντόνως, μάλιστα πρέπει να τιμωρηθούν. Ο Μακρυγιάννης φτάνει στο σημείο να καταραστεί ευθέως τον Καΐρη («και πολύ κακό να σου γένει, πρώτα εσένα και δεύτερα των μπερμπάντων μαθητών σου...», ΟΘ 180). Αν μη τι άλλο, ο «αφέντης» του Μακρυγιάννη μοιάζει να άκουσε την παράκληση. Ο Καΐρης —ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο Doppelgänger του Μακρυγιάννη: σπουδασμένος στην Εσπερία καθώς ήταν, πρωτοπόρος φυσικός επιστήμονας, δάσκαλος φιλοσοφίας και εκπρόσωπος του πολιτικού και θρησκευτικού φιλελευθερισμού— καταδικάστηκε στη Σύρο υπό συνθήκες επονείδιστες για ελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος και πέθανε από τις κακουχίες στην φυλακή. Οι μαθητές του συμβιβάστηκαν ο ένας μετά τον άλλο με την πραγματικότητα. Τα ουτοπικά τους πειράματα απέτυχαν.
15
Συνεπώς, ο Μακρυγιάννης δεν φαίνεται να βίωσε ποτέ καμιά αληθινά μυστικιστική εμπειρία. Πολιτεύτηκε για χρόνια επικαλούμενος το υπερφυσικό. Εν μέσω παραισθήσεων παράμενε ταλανισμένος από ένα σωρό πάθη και αδυναμίες οικτίροντας τον εαυτό του ή απαιτώντας έναν ηγετικό ρόλο. Γράφοντας ζητούσε πάντα την αναγνώριση. Ενώ «έβλεπε» τον Θεό παράμενε ο αδικαίωτος Στρατηγός Μακρυγιάννης, ένας αγωνιστής ριγμένος από τους συμπολίτες του και ταλαίπωρος σαν το χτυπημένο κυπαρίσσι. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα· ότι ο Μακρυγιάννης παραμένει τρωτός ψυχικά ακόμη κι εν μέσω των παραισθήσεων που θα ‘λεγε κανείς πως τον εξυψώνουν πάνω από το Εγώ του.
16
Η σύγχρονη έρευνα στον χώρο του μυστικισμού επισημαίνει ότι οι παραισθήσεις δεν συνιστούν μυστικές εμπειρίες αφεαυτές.[14] Κάποτε μόνον την αναγγέλουν· όμως το μυστικό βίωμα έχει να κάνει με την άρση του Εγώ και της ατομικότητας, όσο και με την καταστολή κάθε μερικής έγνοιας.[15] Αυτό είναι το κοινό σημείο μεταξύ μυστικής εμπειρίας και διαλεκτικής, η άνοδος από το ατομικό κέλυφος σε μιαν άβυσσο απερίγραπτη και ενική. Η φιλαυτία του Μακρυγιάννη όταν «βλέπει» τους εχθρούς του να διαλύονται κι η παρανοϊκή εμμονή με τον Θεόφιλο Καΐρη και την Ευρώπη («οι καϊριστές όλοι ξεντώσαν την ηθική και όλα τα γερά πράματα... ήρθαν και πολλοί σοφοί της Ευρώπης και τους βοηθούν εις τα έργα τους...» [ ΟΘ 185]) βρίσκονται στον αντίποδα μιας μυστικής ενατένισης και φιλοσοφικής στάσης του βίου. Ο Μακρυγιάννης είναι βουτηγμένος στα πάθη του κόσμου τούτου και αδυνατεί να βγει ακόμη κι όταν νομίζει ότι «βλέπει» την Αγία Τριάδα με τα ίδια τα μάτια του.
17
Αυτός είναι ένας λόγος που τα Οράματα και Θάματα συνιστούν κείμενο ξεκάθαρα πολιτικό και αντιπνευματικό· κι όχι το έργο ενός τρελού, ούτε εκείνο ενός αυθεντικού θεόπτη. Άλλωστε τα περισσότερα από τα «όνειρα» οδηγούν τον Μακρυγιάννη σε εξηγήσεις δικανικού ή απολογητικού τύπου προκειμένου να αναδειχθεί η παλαιά εκείνη μυθική εποχή, όταν «ήμασταν μόνοι μας, με την δική μας πίστη και αρετή, όπου κυβερνιόμασταν με τα δικά μας φώτα» (ΟΘ 183). Ορίστε, ένα συγκινητικό διακύβευμα του όλου έργου: τα «δικά μας φώτα» είναι καλύτερα από τα φώτα των ξένων. Το «απέξω» μας απειλεί. Είναι αλήθεια ότι ο Μακρυγιάννης είχε έναν σωρό λόγους να νιώθει έτσι. Η οθωνική Ελλάδα δεν ήταν η Ελλάδα για την οποία πάλεψαν οι αγωνιστές, όπως εξάλλου δεν ήταν εκείνη για την όποια πάλεψε ο αγωνιστής και φιλόσοφος Θεόφιλος Καΐρης. Τα πράγματα στράβωσαν νωρίς. Αλλά όχι μόνον για τον Μακρυγιάννη.
18
Αναρωτιέμαι: άραγε υπήρξαν ποτέ τα «δικά μας φώτα» που επικαλείται ο Μακρυγιάννης; Σ’ όλα τα Οράματα και Θάματα υπάρχει μόνο μια παράγραφος που δίνει ολίγα συγκεκριμένα παραδείγματα του προ-επαναστατικού τρόπου να υπάρχει κανείς, τον οποίο νοσταλγεί ο Μακρυγιάννης. Μέσα σε δεκάδες σελίδες παραισθήσεων οι αράδες αυτές συνιστούν μια ασθενική υπόμνηση του προνεωτερικού «κοινοτισμού»· και δεν φαίνεται να ‘χουν κάτι το ελληνικό μόνον ή ελληνικό ιδιαιτέρως: πιο πολύ ανακαλούν μια χρυσή εποχή αφοβίας, όπου ο καθένας έδινε ψωμί στον νηστικό συνάνθρωπό του κι ο υγιής φρόντιζε τον ασθενή: «αυτά τα έθιμα είχαμεν, αυτόν τον Χριστό φοβόμαστε, φιλόσοφε Καΐρη» (ΟΘ 179-180). Όμως εδώ και αιώνες Χριστιανοί στη Δύση —Καθολικοί, Προτεστάντες και Αναβαπτιστές· τι σημασία έχει;— περιγράφουν ανάλογες ιδεατές καταστάσεις και μάλιστα εργάστηκαν, επαναστάτησαν και υπέφεραν γι’ αυτές, τουλάχιστον όσο ο Μακρυγιάννης. Αρκετοί μαρτύρησαν για το όραμά τους· άνθρωποι «της Δύσης» ήταν αυτοί, Φραγκισκανοί και άλλοι.[16] O δε Καΐρης που τόσο τον υβρίζει ο Μακρυγιάννης δοκίμασε κι αυτός από άλλα μονοπάτια —της αρχαιοελληνικής και ευρωπαϊκής παιδείας, όσο και του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού— να οργανώσει έναν κόσμο εξίσου αυθεντικό, φιλάνθρωπο και ηθικό. Κι επιπλέον συμφιλιωτικό.
19
Τολμώ να υποθέσω πως αποδείχθηκε ισχυρότερη και πάντως διαρκέστερη η σχέση του Καΐρη με την ελληνική παράδοση και τον τόπο· παρά του Μακρυγιάννη. Ο Καΐρης εξοντώθηκε κατατρεγμένος, επειδή συγκρούστηκε μέχρις εσχάτων με βαθειά ριζωμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές κι άρα σχετίστηκε μαζί τους. Πάντοτε σχετίζεσαι με ό,τι μάχεσαι. Ενώ ο Μακρυγιάννης διέγραψε μιαν άλλη τροχιά — εξίσου τραγική, πάντως διαφορετική. Με τα Οράματα και Θάματα αναχώρησε σ’ ένα ιδιωτικό σύμπαν καμωμένο από τα υλικά των παραισθήσεων. Δεν πατούσε πια στην Ορθοδοξία αλλά ούτε και στην Εσπερία. Δεν πατούσε πουθενά.
20
Υπάρχουν δυο όμορφοι στίχοι του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου για τον Μακρυγιάννη που λένε:
Ψάχνανε και τον γύρευαν σε μια λεκάνη χειρουργείου
κι εκείνος αεροπετούσε στ’ ανοιχτά με τη φρεγάδα Ευαγγελίστρια.[17]
Αεροπετά ο Μακρυγιάννης και μάλιστα στ’ ανοιχτά. Απογοητευμένος από τη στάση του αρτισύστατου κρατικού μηχανισμού απέναντι στους πολεμιστές· δύσπιστος απέναντι στην δυτικού τύπου διακυβέρνηση που προωθούνταν στην μεταπελευθερωτική Ελλάδα· κι αμέτοχος τόσο της ευρωπαϊκής, όσο και της αρχαίας ελληνικής παιδείας, ο Μακρυγιάννης ξέφυγε απ’ όλα κι απ’ όλους για να γίνει βασιλιάς του υπερφυσικού κόσμου. Ο «κοινοτισμός» του Μακρυγιάννη είναι αυτός των όντων που τον επισκέπτονται, των αγίων —νομίζει ο ίδιος— και της Παναγιάς της Βαγγελίστρας, της Φανερωμένης και της Ελεούσας, τάχα· πάντως όχι των συμπατριωτών του, ούτε καν μιας φρατρίας συμπολεμιστών, ακόμη λιγότερο εκείνος της Εκκλησίας. Με την πραγματικότητα τον έδενε μόνον μια μεσσιανική προσδοκία: περίμενε εναγώνια την 25η Μαρτίου 1852, οπότε θα επαληθεύονταν —έτσι νόμιζε— οι προφητείες των λαϊκών φυλλάδων και ιδιαίτερα του Αγαθάγγελου. Γι’ αυτό και σταματούν οι πνευματιστικές του εμπειρίες την εποχή εκείνη, οπότε αναμενόταν η εκπλήρωση των χρησμών...[18] Πόση η μοναξιά του στρατηγού αυτού που αποδρά σε φαντάσματα και προφητείες για να πολεμήσει τα ξένα «Φώτα» και να τιμωρήσει τους εχθρούς του — αυτούς που υπήρξαν οι συμπολεμιστές του και μέλη της ίδιας Εταιρείας.
21
Γράφτηκε πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πρώτος φορέας του λαϊκισμού στην Ελλάδα· και πως υπέφερε από ετερομομφισμό: ένιωθε μονίμως να τον πνίγει το δίκιο του και να έχει μια προνομιακή πρόσβαση στην αλήθεια κατηγορώντας όλους τους άλλους, ιδίως όταν έβλεπε κάτι νέο: «το νέο τον πλήγωνε».[19] Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς που στην Ελλάδα ο λόγος του Μακρυγιάννη έγινε η «Φωνή της πονεμένης Ρωμιοσύνης». Ποιος δεν ξέρει τι θα πει θυμικό στην Ελλάδα! Τα λεγόμενα πάθη εκτοπίζουν περήφανα, σκαμπρόζικα ή απλώς βλακωδώς την ορθολογική εκτίμηση των πραγμάτων. Αυτός που καβατζώνει τη θέση του τιμητή εμφανίζεται αυτομάτως να είναι ανώτερος απ’ όσους κρίνει — μια γνωστή νεοελληνική τακτική για να κρύβει κανείς τη δική του ένδεια και τα συμπλέγματα μειονεξίας. Ασφαλώς, ο Μακρυγιάννης είναι πιο σύνθετη περίπτωση. Όμως είναι αλήθεια πως πίσω από το προφητικό ύφος των Οραμάτων διαβλέπει κανείς το σύμπλεγμα του αδικαίωτου και του κατήγορου. Αυτός είναι ένας λόγος που ο Μακρυγιάννης αδικεί εξόφθαλμα τον συναγωνιστή Καΐρη· γι’ αυτό νιώθει μονίμως παραγκωνισμένος κι ας του παραχωρήθηκε η περιοχή δίπλα στις «Στήλες» του Ολυμπίου Διός, για κάποιους η καλύτερη οικοπεδική έκταση της Αθήνας·[20] γι’ αυτό κι η υποτιθέμενη «αγαπητική» σχέση με τις Παναγιές και τους αγίους καθόλου δεν μειώνει τη μνησικακία και τη μεγαλομανία, την αυτοκολακεία και τον αυτο-οικτιρμό, την εμπάθεια. Ας κοιτάξουμε γύρω μας και μέσα μας: η Ελλάδα είναι περισσότερο μακρυγιάννεια παρά καΐρεια, κι ήταν εξαρχής έτσι· χθόνια. Μόνον που ως παραδειγματικός Έλλην ο Μακρυγιάννης διαμαρτυρήθηκε για το αντίθετο, πως ο Καΐρης που σάπισε στη φυλακή διοικούσε τον τόπο.
22
Η Οδός Καΐρη είναι ένας δρομίσκος της Αθήνας σχεδόν αόρατος με μαγαζιά που πωλούν πόμολα, αλφάδια και κουρτινόξυλα. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του δρομίσκου είναι η «Στοά Καΐρη», μια στενή, υποφωτισμένη και τεθλασμένη στοά. Εδώ μέσα γειτνιάζουν μαγαζάκια με κλωστικά και χαρτικά τόσο μικρά που το σούρουπο τα περνάς για υπερμεγέθεις ιματιοθήκες. Σε μια λοξή εσοχή της στοάς στέκει η επιγραφή: «ΟΠΛΟΔΙΟΡΘΩΤΗΡΙΟΝ». Μ’ ένα μαγικό τέχνασμα η «Στοά Καΐρη» σε βγάζει στα μισά της οδού Πολυκλείτου. Από δω ως την περίβλεπτη περιοχή του Μακρυγιάννη με τις λαμπρές «Στήλες» της είναι μόλις είκοσι λεπτά δρόμος.
23
Λένε κάποιοι πως ορίστε, αυτή είναι η «παράδοσή μας»: ο αυτοσχεδιασμός κι η αυθαιρεσία ενός και του άλλου, η άρση της οργανωμένης κοινότητας στο όνομα ενός φανταστικού κοινοτισμού, η αντιφατικότητα κι η πολιτική αστασία, ο υπερρεαλιστικός εγωκεντρισμός, η περιφρόνηση για ο,τιδήποτε έρχεται απ’ έξω και ιδίως για την επιστημονική συγκρότηση. Μα είναι δυνατόν να είναι ελληνικός ένας τέτοιος τρόπος;
24
Αν τα γράφω όλα αυτά είναι για να εντοπίσω το σύνηθες λογικό σφάλμα όταν προσεγγίζει κανείς τη νεοελληνική νοοτροπία και τον χαρακτήρα, υποτίθεται, του Νεοέλληνα: Τότε βαφτίζουμε «ελληνικές» κάποιες ψυχικές ποιότητες —θετικές και αρνητικές— που δεν είναι οπωσδήποτε ελληνικές αλλά μόνον ανθρώπινες. Στην πραγματικότητα, μνησικακία και εμπάθεια βρίσκει κανείς παντού· όπως παντού συναντά κανείς τις ξέφρενες προσωπικές απόπειρες για μια απροϋπόθετη σχέση με τον Θεό και τον κόσμο του υπερφυσικού (όνειρα με αγγέλους και δαίμονες δεν έβλεπε κι ο Σουηδός Emanuel Swedenborg;). Ο μόνος λόγος που ο Μακρυγιάννης μας φαίνεται περισσότερο «Νεοέλληνας» και λιγότερο «Δυτικός» είναι η περιφρόνησή του για τη Δύση κι η ανύπαρκτη παιδεία του· όμως τα ψυχικά χαρακτηριστικά που τον συγκροτούν είναι απλώς ανθρώπινα.
25
Η ιδεολογική οικειοποίηση του Μακρυγιάννη στο αντιδυτικό και νεορθόδοξο στρατόπεδο βοηθήθηκε από τη διαβόητη «απελέκητη» γλώσσα των Απομνημονευμάτων, μια γλώσσα φυσική —όπως την είπαν— κι όχι κίβδηλη τάχα σαν των φραγκοσπουδαγμένων λογίων που γέμιζαν την άμοιρη Ελλάδα (και τη γεμίζουν ακόμη, οι άτιμοι!) με τις αλαζονικές και άρριζες ιδέες τους. Οι φιλόλογοι γνωρίζουν καλά πως οι παραφθαρμένες λόγιες λέξεις κι οι κατασκευασμένες εκφράσεις του Μακρυγιάννη δεν είναι και τόσο φυσικές, όσο λέγεται. Ποιος μιλάει ή γράφει σαν τον Μακρυγιάννη; Μόνον διακειμενικά λογοτεχνικά παιχνίδια δικαιολογούν κι ενίοτε δικαιώνουν κιόλας —αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας— μια γλώσσα τόσο ιδιοσυγκρασιακή σαν τη μακρυγιάννεια. Συνηθίσαμε όμως να υποθέτουμε ότι η ψυχή ενός αγράμματου ανθρώπου έχει κάποιου είδους ηθικό πλεονέκτημα· πως είναι τάχα ανόθευτη από τα κακά της Δύσης, κι ότι μια γλώσσα αμόλυντη από την παιδεία των Άγγλων και των Γάλλων δεν μπορεί παρά οπωσδήποτε να διασώζει μέσα της τα μυστικά μιας χαμένης αυθεντικής λαϊκής συνείδησης πέρα από τον χρόνο· λες κι υπάρχουν τέτοιες ψυχές και τέτοια μυστικά στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες...
26
Είναι αλήθεια πως ο Μακρυγιάννης πάσχιζε να εξασφαλίσει κάτι που δεν θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει αν ήταν τόσο βουτηγμένος στην παράδοση και την απρόσωπη λαϊκή κοινότητα: την προσωπική του δικαίωση.[21] Ο αυτοβιογραφικός λόγος είναι πρωτίστως ατομικός λόγος, η κατεξοχήν νεωτερική ρήξη με την παραδοσιακή συλλογικότητα. Πόσο ρευστά, λοιπόν, τα όρια προ-νεωτερικής και νεωτερικής έκφρασης, «ανατολικής» και «δυτικής» γραφής του εγώ! Η κοινή ματαιοδοξία όσων γράφουν το πιστοποιεί εναργώς.
27
Από ένα μεγάλο καράβι κατεβαίνει μια φελούκα. Σ’ αυτήν επιβιβάζεται μια δράκα ανθρώπων κι απομακρύνονται μόνοι στον ορίζοντα. Αυτό είναι ένα από τα όνειρα του Μακρυγιάννη στα Οράματα και Θάματα. Ο ίδιος το εξηγεί χωρίς χρονοτριβή προχωρώντας σε μια επίθεση στους «λογίους» εξ Εσπερίας που απομακρύνονται από την παράδοση: Ο Καΐρης κι οι συντροφοί του μοιάζουν με τη φελούκα που κατέβηκε από το μεγάλο καράβι της Ορθοδοξίας. Όμως κάποια στιγμή ο Μακρυγιάννης πετά το εξής στον Θεόφιλο Καΐρη: «εσύ ‘σαι το πρωτότυπον ή εγώ;» (ΟΘ 189). Αμφιβάλλει άραγε για μια στιγμή, ή είναι μόνον ρητορικό το ερώτημα κι είναι πράγματι βέβαιος πως αυτός μόνον είναι αυθεντικός Ορθόδοξος κι ο άλλος κίβδηλος; Πιθανότατα το δεύτερο. Όμως και πάλι μας διαπερνά η στιγμιαία απορία: πόσο βέβαιος είναι κανείς πως μιλάει εξ ονόματος της αυθεντικής παράδοσης, ακόμη κι αν υποτεθεί πως υπάρχει τέτοιο πράγμα — ποιο είναι το καράβι και ποια η φελούκα;
28
Ας ανακεφαλαιώσουμε κι ας ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή· προτού ζητήσουμε να προχωρήσουμε πέρα από τα αδιέξοδα του μακρυγιαννισμού. Λίγο πολύ είπαν πως είναι ο αρχέτυπος Νεοέλληνας· ο ενσαρκωτής της «ψυχικής περιουσίας μιας φυλής [sic]» κατά τον Σεφέρη, περίπου η φωνή του έθνους ή της λαϊκής αυτοσυνειδησίας για άλλους. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης! Αυτός ο αγωνιστής του 1821 με το ρωμαίικο φρόνημα που αντιστάθηκε στην δυτικού τύπου οργάνωση του νεοελληνικού κρατιδίου! Πώς λοιπόν να δεχθεί κανείς ότι αυτός ο αρχετυπικός εκφραστής της πονεμένης Ρωμιοσύνης συνομιλούσε με τον διάβολο κι όχι με τον Θεό; Ή αλλιώς· ότι δεν χωρούσε εντέλει σε καμιά κοινότητα αλλά επιδίωκε την προσωπική δικαίωσή του με μανία, ώσπου έγινε συγγραφέας για χάρη της κι αποτρελάθηκε μες στα πάθη και την αδυναμία; Τέτοιες παραδοχές κλονίζουν τις φτιαχτές ελληνικότητες· αυτές με το παιδαγωγικό άλλοθι και τις πολλαπλές ιδεολογικές χρήσεις. Να όμως που αυτές οι επώδυνες παραδοχές φανερώνουν τη μοναξιά και την ανθρωπιά του Μακρυγιάννη. Κι έτσι τον απελευθερώνουν από την ανόητη αντιδυτική ρητορική που έμοιαζε να υπηρετεί για δεκαετίες.
29
Τώρα μόνον μπορούμε να ρωτήσουμε στα ίσα: Έστω πως δεν υπάρχει πουθενά καμιά παραδεισένια λαϊκή ψυχή· κι ούτε ποτέ υπήρξε. Έστω, πως πρόκειται για μια κατασκευή χολωμένων και νεκρόφιλων λογίων που αντιδρούν στον εαυτό τους, δηλαδή στη Δύση μέσα τους. Πώς αλλιώς μπορούμε να δούμε τον Μακρυγιάννη;
30
Ένας έκκεντρος μελετητής του νεότερου Ελληνισμού, ο Κωνσταντίνος Σάθας, συνέγραψε στα 1885 μια ιδιάζουσα μελέτη με τίτλο Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει.[22] Η Ελλάδα επιβίωσε, ισχυρίζεται ο Σάθας, με τη δύναμη μιας υποφωτισμένης από την έρευνα κατηγορίας πολεμιστών, των λεγόμενων αρματωλών (από το λατινικό armatus κατά τον Σάθα, όπως άλλωστε ο λέβεντης παραπέμπει στον levis = εύζωνος), οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους —πάντοτε κατά τον Σάθα— από τον κόσμο της ύστερης αρχαιότητας, όταν τα σύνορα και τα όρια ήταν τόσο ρευστά. O αρματωλός είναι ένας στρατοκόπος και περιπλανώμενος πολεμιστής, πότε μισθοφόρος και πότε ακρίτας, άλλοτε ήρωας κι άλλοτε καταραμένος, καρτερόθυμος απ’ τη μια κι απ’ την άλλη «φύσει άρπαξ και της λεηλασίας φίλος», μια σκιά που σαρκώνεται στους στίχους του Ερωτόκριτου και στα κλέφτικα τραγούδια, συχνά ένας νόθος σε διαρκή αναζήτηση ενός πατέρα. Στον νου του σύγχρονου αναγνώστη έρχεται ίσως η νομαδική πολεμική μηχανή που περιγράφουν οι Deleuze και Guattari· οι νομάδες πολεμιστές που κινούνται στις παρυφές του κράτους κι έρχονται «απ’ έξω» υπονομεύοντας τις βεβαιότητες.[23] Άλλωστε ο Σάθας είναι από τους πρώτους που επισημαίνουν τη σημασία του ανταρτοπόλεμου, όπως παρατηρεί ο Νίκος Καραπιδάκης, ο οποίος εντοπίζει σωστά τη σημασία του έργου του από την άποψη ειδικά της νεοελληνικής ιδεολογίας: το βιβλίο του Σάθα είναι μια μαρτυρία για «τη μυθοποίηση της εξέγερσης, της απειθαρχίας, του μοναχικού και χωρίς κατανόηση ήρωα». Ο Καραπιδάκης συνεχίζει ως εξής:
«Σ’ αυτές τις τόσο καθημερινές νεοελληνικές εικόνες ας προσθέσουμε κι εκείνη του προδομένου ήρωα, που φαίνεται να καταπιέζει τις νεοελληνικές συνειδήσεις, για να διαπιστώσουμε πόσο μακριά ανίχνευσε ο Σάθας το νεοελληνικό γίγνεσθαι. Και το κυριότερο, πόσο μακριά ανίχνευσε την ελευθερία».[24]
Κι όντως η αξία της παράξενης θεωρίας του Σάθα δεν έχει να κάνει με τη διακρίβωση ιστορικών δεδομένων, όσο με την ανάδειξη ενός ανθρωπότυπου – του προδομένου και πλάνητα πολεμιστή που διατρέχει αιώνες ιστορίας συνδέοντας την Ανατολή με τη Δύση και τον πρώιμο μεσαίωνα με τους νεώτερους χρόνους. «Οι τελευταίοι αρματωλοί, ους οι πατέρες ημών εγνώρισαν», γράφει ο Σάθας κι εννοεί τους αγωνιστές του 1821, είναι οι απόγονοι των φοβερών εκείνων Στρατιωτών· με τη διαφορά πως πολέμησαν πεζοί, ενώ οι παλαιότεροι ήταν ιππείς και «αμφίβιοι», δηλαδή πολεμιστές εν ξηρά και εν θαλάσση.[25] Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, ο Μακρυγιάννης υπήρξε αρματωλός σ’ έναν κόσμο που έμοιαζε να μην έχει πια ανάγκη από αρματωλούς. Δηλαδή ένας Δον Κιχώτης. Κινήθηκε δυναμικά σε έναν κόσμο που άλλαζε άρδην και επιδίωξε να προσαρμοστεί, όπως όταν καταδίκασε τις λεηλασίες και «τα κλέφτικα πράματα»· όμως ο νέος κόσμος απέδιδε ολοένα μικρότερη τιμή στον πολεμιστή και στην ιδιότυπη περηφάνια του. Απειλούσε να τον εξαφανίσει· τον πολεμιστή! Πολιτικοί και λόγιοι έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία που μοιράζονταν ως τότε οι προ-νεωτερικές μορφές του αρματωλού και του ιερέα, όπως ακριβώς η διάδοση των φυσικών επιστημών εκτόπιζε τη σφαίρα του υπερφυσικού. Τα Οράματα και Θάματα συνιστούν μια μαρτυρία για την —καθυστερημένη, έστω— διαδοχή κοσμοειδώλων στον ελλαδικό χώρο, και μάλιστα μια μαρτυρία από την οπτική γωνία εκείνου που ζητεί απεγνωσμένα να της διαφύγει.
31
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ο Μακρυγιάννης υπήρξε πρωτίστως ελεύθερος και μοναχικός μαχητής, μια μορφή οδυσσεϊκή που αναπόφευκτα χάνει την ισχύ και το νόημά της στο πλαίσιο μιας αναδυόμενης πολιτικής κοινότητας νεωτερικού τύπου. Ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη· ενώ ο Μακρυγιάννης δεν θα μπορούσε ποτέ να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Διότι ο τόπος του είχε εν τω μεταξύ πάψει να υφίσταται — και μάλιστα με τη δική του συμβολή. Από εδώ πηγάζει η τεράστια συγκίνηση που προκαλεί ο Μακρυγιάννης: είναι ένας άνθρωπος που εξέρχεται μεν θαρραλέα απ’ τον προνεωρικό κόσμο πολεμώντας για μια ελεύθερη Ελλάδα· όμως αντιλαμβάνεται πως η απελευθέρωση των Ελλήνων που πόθησε και για την οποία πολέμησε συμπίπτει με τον εκτοπισμό του σε μια σκοτεινή μεθόριο τραυμάτων και πόνου. Κι είναι αυτά τα σωματικά και ψυχικά τραύματα του Μακρυγιάννη που τον ωθούν εντέλει να επιδιώξει την επανίδρυση του εαυτού κινούμενος έκκεντρα σ’ έναν παραισθητικό, μαγικό και πνευματιστικό κόσμο, ο οποίος απείχε εξίσου από τον Θεό της Ορθοδοξίας, όσο και από την Επιστήμη της Εσπερίας.
32
Στα 1901 βρέθηκε το χειρόγραφο των Οραμάτων και Θαμάτων του Μακρυγιάννη μέσα σε τενεκέδες κάτω από σωρούς με ξύλα και κάθε λογής υλικά στο υπόγειο του σπιτιού του στην Αθήνα. Το χειρόγραφο είναι πολύ αλλιώτικο στην όψη από την προσεγμένη έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Για παράδειγμα, ο Μακρυγιάννης έγραφε εκανατινπροσιφικιμου και όχι: έκανα την προσευχή μου, ή έγραφε: αυγιοστοβραδιπολεμος, αντί για: αυγή ως το βράδυ πόλεμος, όπως παρατηρούν οι επιμελητές της έκδοσης.[26] Οι τόσες κακογραφίες κι οι στρεβλώσεις της γλώσσας φέρνουν στο νου τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου κορμιού που δίνει τις μάχες μόνο του· τις κακώσεις που μπορεί κανείς να τις ψηλαφίσει, την απτή φθίση του σώματος. Η κακογραφία του Μακρυγιάννη είναι σωματική. Αλλά γνωρίζουμε πως ο πόνος είναι πριν απ’ όλα προσωπικός και δυσεκλάλητος σε τρίτους, μια ερμητική υπόθεση του καθενός μας.
33
Αυτή η έσχατη αράδα του βιβλίου: «Λέγει ο Θεός: Και μωρολόγος είσαι και ενοχλητικός και πεισματώδης» (ΟΘ 219) εισάγει μια αναπάντεχη υποψία παιγνιώδους διάθεσης σ’ ένα κείμενο επαναληπτικό και βασανισμένο· τουλάχιστον για τον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος ενδεχομένως βρίσκει την αράδα αυτήν και διασκεδαστική ακόμη, επειδή δύσκολα φαντάζεται ότι ο Μακρυγιάννης θα μπορούσε να την εννοεί απολύτως σοβαρά, ότι θα μπορούσε δηλαδή ο Μακρυγιάννης —κι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος— ν’ αφήνει μια υπερφυσική τάχα δύναμη να τον συντρίβει και να τον κονιορτοποιεί ψυχικά ώσπου να μην του απομένει το παραμικρό θρύμμα ρώμης. Αλλά είναι μικρό το ολίσθημά μας! Τόσο καιρό ο Μακρυγιάννης παραμένει ξένος, παρα-ξενος κι απόξενος, ακόμη και για όσους κατασκεύασαν τον μύθο του ή σπεύδουν να τον χτυπήσουν με κάθε τρόπο.
Ευχαριστώ τον Δημήτρη Καράμπελα, τη Γιώτα Κριτσέλη και τον Δημήτρη Καλοκύρη που συζήτησαν τη δοκιμή αυτή μαζί μου.