Αν και αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1950 και του 1960, η επιστολική τέχνη (postal art, mail art, correspondence art) αποτελεί μια πρακτική τέχνης ή ένα είδος τέχνης, το οποίο παρουσιάζει μεγάλη διάδοση και σήμερα σε όλο τον πλανήτη, ιδιαίτερα μάλιστα λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επέβαλε η πανδημία.[1]
Ουσιαστικά πρόκειται για καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο αποσκοπεί στην προσέγγιση ενός ευρύτερου κοινού, πέρα από το «καλλιεργημένο» καλλιτεχνικά κοινό, μέσω των υπηρεσιών ταχυδρομείου. Η επιστολική τέχνη θεωρείται ότι ουσιαστικά υλοποιείται από τη στιγμή που παραλαμβάνεται από το κοινό της. Για τον καλλιτέχνη Edward M. Plunkett, το πρώτο έργο επιστολικής τέχνης ήταν η παράδοση της βασίλισσας Κλεοπάτρας τυλιγμένης μέσα σε χαλί στον Ιούλιο Καίσαρα.[2]
Και οπωσδήποτε ανάμεσα στους πιο πρόσφατους προδρόμους της μπορεί να περιληφθεί το έργο του Marcel Duchamp και των Ιταλών Φουτουριστών, αλλά και του Van Gogh[3] και βεβαίως των Ντανταϊστών.
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της επιστολικής τέχνης. Καταρχάς, η επικοινωνιακή της λειτουργία. Αφενός, οι καλλιτέχνες και συγγραφείς εργάζονται σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς, προωθώντας συνεργατικούς τρόπους που προβάλλουν την αξία της ισότητας και παράλληλα της ισότιμης δημιουργίας. Αφετέρου, για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάδοση της τέχνης αξιοποιούνται δίκτυα επικοινωνίας τα οποία παρακάμπτουν τους καθιερωμένους τόπους/χώρους επίδειξης και/ή πώλησης της τέχνης, δηλαδή τους εκθεσιακούς χώρους (γκαλερί) και τα μουσεία. Τα δίκτυα αυτά περιλαμβάνουν το επίσημο ταχυδρομείο και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κυρίως. Ως προς αυτό το τελευταίο, η επιστολική τέχνη της δεκαετίας του 1950 και του 1960 εμφανίζεται σε κάποιο βαθμό να είναι προδρομική των σύγχρονων εξελίξεων, όχι μόνον διότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μέσω της άυλης αποστολής τείνει πλέον πρακτικά να αντικαταστήσει την αποστολή ταχυδρομικού υλικού, αλλά και της γενικότερης κυριαρχίας του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της επιστολικής τέχνης είναι η διαμεσική διασύνδεση διαφορετικών μορφών τέχνης: Τα μέσα τα οποία αξιοποιούνται στην επιστολική τέχνη περιλαμβάνουν κυρίως καρτ ποστάλ, ζωγραφική, κολάζ από υλικά όπως αποκόμματα εφημερίδων ή ανακυκλωμένο χαρτί, αλλά και αντικείμενα (found objects), πλαστικές σφραγίδες και «καλλιτεχνικές σφραγίδες» («artistamps» -- δηλαδή σφραγίδες φτιαγμένες από καλλιτέχνες), λογοτεχνικά κείμενα, όπως ποιήματα, σύντομα αφηγήματα, διηγήματα, κ.τ.ό., αλλά και μουσική (που μπορεί είτε να σταλεί γραμμένη μέσα σε ένα φάκελο με το τυπικό ταχυδρομείο είτε να περιληφθεί μέσω συνδέσμων με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο), ακόμη και σύντομα φιλμ.
Αν και η επιστολική τέχνη συνδέεται και με τις δράσεις του κινήματος Fluxus (Robert Filliou, George Maciunas, Robert Watts, Ben Vautier και άλλοι), o πρώτος δημιουργός επιστολικής τέχνης ήταν ο αμερικανός καλλιτέχνης της pop art και της εννοιολογικής τέχνης, Ray Johnson. Οι πειραματισμοί του ξεκίνησαν το 1943, αλλά η ταχυδρομική αποστολή των «moticos» του ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950.[4] Ουσιαστικά επρόκειτο για φωτοτυπική αναπαραγωγή έργων (blueprints), τα οποία έστελνε μέσω του ταχυδρομείου με στόχο την ελεύθερη, τη δωρεάν διακίνηση της τέχνης και με σκοπό να προκαλέσει μια συγκεκριμένη ανταπόκριση από τους παραλήπτες (είτε αναγνωρισμένους καλλιτέχνες είτε απλώς φίλους του αποστολέα είτε εντελώς άγνωστους παραλήπτες).
Ο όρος «mail art» εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960. Το 1962 ο Plunkett επινόησε τον όρο «New York Correspondence School», για να αναφερθεί στη δουλειά του Ray Johnson. Ο όρος υιοθετήθηκε από τον ίδιο τον Johnson, που όμως σκοπίμως τον τροποποίησε: έτσι, ο όρος «correspondance» καθιερώθηκε για την επιστολική τέχνη του «Correspondance School». Ο Johnson έστελνε επιστολές με μηνύματα (doodles, σύντομα κείμενα, κ.λπ.) αποτυπωμένα μέσω χρήσης πλαστικών σφραγίδων, ενώ χρησιμοποιούσε ένα είδος λογότυπου γραμμένου με το χέρι, που ήταν το κεφάλι ενός λαγού.