Βγήκα με τ’ αποφάγια στη σακούλα
τρέξαν αμέσως τα γατιά,
κανονικά
Είχα τρομάξει χτες πολύ
εκατό μέτρα από το σπίτι
ξαφνικά:
γαβγίσματα άγρια πολλά
από το ντάτσουν δίπλα,
ανοίγει την καρότσα ο οδηγός
—«κι άντε πάλι να βρουν δουλειά…
όλα πάλι κανονικά, στα ξαφνικά!»—
σκυλιά πολλά ξεχύθηκαν στο δρόμο
Στο καφενείο τα μαθαίνεις όλα:
μάζευε αδέσποτα ο τύπος με το ντάτσουν
τα έπλενε, τα τάιζε, τα ‘βγαζε στο κλαρί
-πολλοί θέλαν να νυχτοπερπατούν
αργά μετά την απαγόρευσης της κυκλοφορίας-
νοίκιαζε τα σκυλιά σε άτομα υπεύθυνα
που δεν αγόρασαν ζώα συνοδείας βιαστικά
για να ‘χουν το δικαίωμα να βγαίνουν όποτε θέλουν,
για να αφοδεύει το ζωντανό,
κανονικά
(και να τα παρατήσουνε μετά,
όταν αλλάξουν οι καιροί
και όλα γίνουν πια
κανονικά)
«...πού είναι η πολιτεία να στηρίξει τον επιχειρηματία;»
ρώτησε ρητορικά ο αφηγητής του καφενείου
Σκεφτόμουνα τα καημένα τα άνεργα σκυλιά
ενόσω τάιζα τα άεργα γατιά του δρόμου,
κανονικά
Από τα Ποιήματα του καιρού