Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Ετοιμάζονται τα αφιερώματα



Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιάννης Πάνου (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
Oδυσσέας Ελύτης
(επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Γλώσσα
(επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ.  Νικήτας Σινιόσογλου)
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Μάτση Χατζηλαζάρου
(επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
Τζον Άσμπερι (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)

Στο Τράβνικ το 1823


Όταν έφτασα στο Τράβνικ, ο Ίβο Άντριτς δεν ήταν εκεί για να μιλήσουμε. Όπως έχουν γράψει όσοι ταξιδιώτες ήξεραν γράμματα για να γράψουν, όποιος φτάνει στην πόλη σταματάει να ξεκουραστεί στο καφενεδάκι του Λούτβε, του πρώτου αφεντικού του καταστήματος, που εδώ και πάνω από εκατό χρόνια αναπαύεται σε κάποιο νεκροταφείο, δίχως ταφόπετρα και δίχως σημάδι, αξέχαστο όμως όνομα τη στιγμή που τόσα και τόσα ονόματα σουλτάνων και αυτοκρατόρων έχουν ξεχαστεί.

Εδώ και πάνω από εκατό χρόνια περνούν από το Τράβνικ της πανέμορφης Βοσνίας έμποροι και αγωγιάτες, πρόξενοι και κατάσκοποι, μυαλωμένοι και άμυαλοι, που τους αναγνωρίζει ο πάσα ένας επειδή αλλού κοιτάζουν και άλλα βλέπουν, όπως οι αλλίθωροι. Ευτυχώς, λένε οι χοτζάδες, γιατί από τη στραβωμάρα παίρνει μυρουδιά το διάφορο. Καθένας από αυτούς τους περαστικούς λοιπόν έρχεται με τη μυρουδιά του, που την σπρώχνει ο αέρας να κατακαθίσει για λίγο, ώσπου ο ξένος να πιεί τον καφέ του, ώσπου να την μυρίσουν οι ντόπιοι θαμώνες στο καφενεδάκι του Λούτβε και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, τα αναπάντητα προς ώρας δηλαδή, που δείχνουν πάντως ξεκάθαρα κατά πού βαδίζει ο κόσμος.

Κάθισα στο καφενεδάκι του Λούτβε και με έπιασαν οι μυρουδιές από τα λόγια μιας δωδεκάδας αντρών, μπερδεμένα μέσα στους καπνούς των ναργιλέδων, στα ζεστά τσάγια και στα ζεστά δάχτυλα των χεριών τους, γλυκός μήνας Σεπτέμβριος του 1823, χέρια που ανακάτευαν τον αέρα όπως η κουτάλα ανακατεύει την φασολάδα για να δει αν έχει χυλώσει. "Ανακατεύονται εκεί που δεν χωράει ανακατωσούρα", έλεγε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ, που είχε πάει για δουλειές στο Σπλιτ, άνθρωπος σοβαρός, του είχε πει την είδηση εκείνος που ήξερε τι έλεγε, πως οι Γραικοί, ανακατεμένοι μεταξύ τους, υπόφεραν στο Μεσολόγγι από την ανακατωσούρα που είχαν προκαλέσει οι βασιβουζούκοι της Βοσνίας, σταλμένοι εκεί κάτω με καράβια που είχαν αναχωρήσει από το Σπλιτ και το Ζάνταρ. "Βάζουν κουλούρια οι Γραικοί στον ταβλά μας", του είχε πει, "θα βρούν τον χαμό τους οι ξεμυαλισμένοι, όπως ο Σέρβος Χατζί Προντάνοβα το 1814, που ξεσήκωσε τον κοσμάκη και πριν προλάβει καλά-καλά να πιεί τον καφέ του, οι Τούρκοι, ας είναι καλά οι βασιβουζούκοι μας, είχαν κάψει τον τόπο και παλούκωσαν διακόσιους κακομοίρηδες στο Βελιγράδι". "Να περιμένουμε", ψιθύρισε ο Σουλεϊμάν μπέη, "να γεμίσει με τα κουλούρια των Γραικών ο ταβλάς μας". "Τότε, τότε", γέλασε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ και ίσιωσε την πλούσια γενειάδα του. "Τότε, τότε", επανέλαβε, "θα κάνουμε γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια". Είμαι σε θέση να δηλώσω ότι αυτή η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε.

Πηγή:
Ίβο Άντριτς, Χρονικό του Τράβνικ, μτφρ. Χ. Γκουβης, Καστανιώτης 1999
Noel Malcolm, Bosnia, A Short History, NYU Press, 1996

Τζακ-ποτ με δυο μεγάλους….


Την πρώτη Ιανουαρίου, του 1999 βρισκόμουν στη πόλη Σαντιάγκο ντι Κούμπα βραδάκι στις εννέα ,σε μια μικρή πλατεία, μαζί με 500 άλλα άτομα και περιμέναμε να ακούσουμε το λόγο του Φιδέλ Κάστρο, για τα 40 χρόνια της Επανάστασης και τα σαράντα εμπάργκο.
Μπροστά μου βρίσκεται μία σειρά 30 καθισμάτων-επίσημων καλεσμένων του Κάστρο-κι ανάμεσά τους, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δίπλα του ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Νιώθω πως ζω ένα παραμύθι και λέω στον οπερατέρ μου, δείχνοντας τους «μη τους χάσεις από τα μάτια σου».

Ο Κάστρο βγαίνει στο μπαλκόνι, στο πρώτο όροφο ενός όμορφου αποικιοκρατικού σπιτιού και μας μιλάει για μία ώρα, κάτω από τα διαρκή χειροκροτήματα όλων.

Μόλις τελειώνει την ομιλία του, όλοι οι δημοσιογράφοι φωνάζουν δυνατά «Γκάμπο, Γκάμπο» στον Μάρκες, για να κάνει μια δήλωση. Εκείνος γυρνάει, μας κοιτάζει και χαμογελάει, οπότε-δεν ξέρω πώς μου ήρθε-φωνάζω δυνατά στα αγγλικά:
«Γκάμπο, θα μείνουμε εκατό χρόνια μόνοι και θα περιμένουμε» κι ο Μάρκες, μ' ένα πλατύ χαμόγελο, έρχεται προς το μέρος μου, μαζί με τον Σαραμάγκου, να κάνουν μια δήλωση.
Πάνω μου έπεσαν πάνω από σαράντα δημοσιογράφοι και οι 27 κάμερες από διάφορες τηλεοράσεις του κόσμου. Εγώ έσφιξα σφιχτά το χέρι του Μάρκες και του Σαραμάγκου. Ακόμα νιώθω ζεστός.

Να πάρεις κι αύριο, ακούς;

Ο Χρήστος ζούσε στο Παρίσι από τα δεκαοκτώ. Σχέδιο της μαμάς, για να γλιτώσει τις Πανελλαδικές και τον στρατό. Πέρασε ζόρια και βαρβάτη μοναξιά, δέκα χρόνια στην πρέσα, στο τέλος έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά. Στην πολυεθνική τον πήραν δοκιμαστικά. Είχε καλές ιδέες και τα μυαλά στο κεφάλι του, τα πήγαινε καλά.

Τη μέρα που έγινε η επίθεση στο Μπατακλάν έμεινε σπίτι, να τελειώσει ένα πρότζεκτ. Αλλιώς θα ήτανε κι αυτός εκεί. Έκανε μήνες να γυρίσει η καρδιά στη θέση της. Έβλεπε τον στρατό στους δρόμους, κράνος αντί για πρόσωπο, το όπλο στα χέρια, όχι το πιστολάκι της αστυνομίας, στρατός σημαίνει στρατός.

Ρωτούσε η μαμά «Τι κάνεις» και η απάντηση ήταν «Καλά. Πολύ καλά. Είμαστε ασφαλείς».

Το Παρίσι ήταν η πόλη του. Αν τον ρωτούσες, τώρα στα σαράντα ένιωθε Γάλλος. Ερχόταν στην Ελλάδα, διακοπές στο νησί. Έκανε μπάνια, ξάπλωνε στον ήλιο, έπινε κρασί στο σεληνόφως. Κι έφευγε προτού να βαρεθεί.

Στην εταιρεία κράτησαν τα στελέχη και έστειλαν τους υπόλοιπους στο σπίτι τους. Έδωσε μάχη για το τμήμα του και κάπως φρέναρε τις απολύσεις. Πάγωνε η ψυχή του στην τηλεδιάσκεψη, όλο και κάποιος έλειπε από τη σύνδεση, έπαψε να ρωτάει πώς και τι. Όλοι τους ήταν άνθρωποι που ήξερε. Και τώρα ήταν στην εντατική.

Σκέφτηκε να επιστρέψει, αλλά δεν πρόλαβε. Η απαγόρευση τον βρήκε στο Παρίσι κι έμεινε εκεί.

– Ποιος να μας το ’λεγε, γελούσε στην οθόνη του υπολογιστή. Ποιος να μας το ’λεγε πως θα ερχόταν η μέρα που θα παρακαλάμε να γυρίσουμε.

– Να πάρεις κι αύριο, ακούς; Να σε βλέπω, να ξέρω ότι είσαι καλά, έλεγε και ξανάλεγε η μάνα.

Κανονικά

Βγήκα με τ’ αποφάγια στη σακούλα
τρέξαν αμέσως τα γατιά,
κανονικά
Είχα τρομάξει χτες πολύ
εκατό μέτρα από το σπίτι
ξαφνικά:
γαβγίσματα άγρια πολλά
από το ντάτσουν δίπλα,
ανοίγει την καρότσα ο οδηγός
—«κι άντε πάλι να βρουν δουλειά…
όλα πάλι κανονικά, στα ξαφνικά!»—
σκυλιά πολλά ξεχύθηκαν στο δρόμο
Στο καφενείο τα μαθαίνεις όλα:
μάζευε αδέσποτα ο τύπος με το ντάτσουν
τα έπλενε, τα τάιζε, τα ‘βγαζε στο κλαρί
-πολλοί θέλαν να νυχτοπερπατούν
αργά μετά την απαγόρευσης της κυκλοφορίας-
νοίκιαζε τα σκυλιά σε άτομα υπεύθυνα
που δεν αγόρασαν ζώα συνοδείας βιαστικά
για να ‘χουν το δικαίωμα να βγαίνουν όποτε θέλουν,
για να αφοδεύει το ζωντανό,
κανονικά
(και να τα παρατήσουνε μετά,
όταν αλλάξουν οι καιροί
και όλα γίνουν πια
κανονικά)
«...πού είναι η πολιτεία να στηρίξει τον επιχειρηματία;»
ρώτησε ρητορικά ο αφηγητής του καφενείου
Σκεφτόμουνα τα καημένα τα άνεργα σκυλιά
ενόσω τάιζα τα άεργα γατιά του δρόμου,
κανονικά

Από τα Ποιήματα του καιρού

Aντι–κακο-ποίηση

Αφαιρώντας γράμματα, αποκαλύπτονται πέντε στιγμές της δημιουργίας

α) ποίηση: όταν συγκροτείται
β) οίηση: όταν επικρατεί ο ναρκισσισμός του δημιουργού
γ) ίση: όταν βεβαιότητα και αμφιβολία της δημιουργίας εξισορροπούνται
δ) συ: όταν το δημιούργημα περνά σε εσένα ή άλλους και
ε) ή: όταν διάζευξη αντικαθιστά το ερώτημα του φρουρού «τις ει;» ή όλοι ξέρουν πως κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι.

Αυτά ισχύουν για κάθε δημιουργία, στις καλές, τις κακές και τις ενδιάμεσες τέχνες ή παντού όπου εμφανίζεται ποίηση κατά τη γενική της έννοια. Ειδικότερα στην ποίηση ως τέχνη του γραπτού λόγου που παριστάνει τον προφορικό – γιατί, αν δεν ακούγεται, ούτε να γράφεται χρειάζεται – οι ραφές της ένδυσής της αναδεικνύουν το σώμα της γραφής γυμνό.

Η ποίηση είναι αφαίρεση, που προσθέτει.
Η ποίηση είναι αίρεση, που συνθέτει θρησκείες.
Η ποίηση είναι ρήση, που εκθέτει τη σιωπή.

Θα μπορούσε αυτό να είναι ποίημα, θα ρωτήσετε. Υπάρχει οτιδήποτε που δεν είναι, θα ήταν μια άλλη ερώτηση ως απάντηση. Το ποίημα διαρκώς περιέχει την εξήγησή του. Η εξήγηση ασυνεχώς δεν αποκλείει το ποίημα.

Πολλά έχουν γραφεί για την ποίηση και περισσότερα όχι.

Το χειρότερο λένε ότι είναι η πτώση. Όσοι όμως το λένε δεν έχουν υποστεί τη σύμπτωση, όταν όλα πέφτουν μαζί.

*

Θυμάμαι και ένα παλιό ποίημα.

ΑΛΛΟΥ
Δεν έχει εδώ.



(Στη μνήμη του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που είχε ζητήσει ένα κείμενο για αφιέρωμα του περιοδικού Τα ποιητικά, αλλά ασθένειες δεν επέτρεψαν να φτάσει στο τυπογραφείο.)

Στα ύδατα της σιωπής


Φωτ. Μιχάλης Αναστασίου


ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
(1945-2021)
ΕΝΑΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
                                              

Έζησα τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου κοντά εικοσιπέντε χρόνια — ήμουν παιδί, νεαρός φοιτητής σαν πρωτογνωριστήκαμε. Έζησα την ένσαρκη αξιοπρέπεια, την βαθειά του ευγένεια, την παροιμιώδη αγάπη του για τους νεότερους και πάνω απ’ όλα την καθολική γνώση του της λογοτεχνίας και της κριτικής. Εκείνο όμως που πραγματικά με συγκλόνισε, ήταν η τεράστια υπομονή του και το ανδρείο του φρόνημα έναντι των δυσκολιών και των βασάνων. Υπομονετικός και πράος, πάλεψε στήθος με στήθος με τον θάνατο. Την ίδια ευγένεια και υπομονή έδειξε και στο διάστημα της νόσου που τον κατέβαλε. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Μιλούσαμε σχεδόν καθημερινά. Η τελευταία μας συνομιλία πριν την έξοδό του, έγινε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Ήρεμος και με καταπονημένη φωνή, τότε ήταν που μου είπε, πρώτη φορά, πως δεν αντέχει τον πόνο. Τον έκλαψα. Και το καλύτερο κερί στην μνήμη του, πιστεύω πως είναι λίγες σκέψεις για το έργο του.

Πενήντα ολόκληρα χρόνια συνεχούς άσκησης τής ποιητικής τέχνης, πρωτίστως. Και με πυρήνα της εκφραστικής του την ποίηση πενήντα χρόνια αδιάπτωτης παραγωγής κριτικής σκέψης,δοκιμιακού λόγου για την ποίηση και όχι μόνο, πεζογραφία -κοντεύουν τα δέκα τα πεζά του έργα, συμμετοχής σε περιοδικές απόπειρες και ίδρυσης και διεύθυνσης λογοτεχνικών περιοδικών. Μακριά από ευκαιριακούς εντυπωσιασμούς και πρόσκαιρους θορύβους, πεισματικά κλειστός «στης Τέχνης του την περιοχή». Με άλλα λόγια, ανοικτός στην περιπέτεια του χρόνου, της ιστορίας και της ύπαρξης και στο συλλογικό πεδίο –όσον αφορά στην πρόσληψη των ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών στα όρια της γλώσσας και του τόπου του αλλά και στο πεδίο της επώδυνης αναμέτρησης με την προσωπική ύπαρξη, το μυστήριο της ελευθερίας και τον διαρκή και ανυποχώρητο αγώνα για ενσωμάτωση όλων αυτών των διεργασιών στον πυρήνα της δημιουργίας του, που είναι η ποιητική έκφραση.
Ένας κατεξοχήν χειρώνακτας της γραφής. Το ποιητικό έργο του Παπαγεωργίου, θα μπορούσε να πει κανείς, με την αναγκαστική διακινδύνευση των σχηματοποιήσεων, ότι ξεκινάει με αφορμή τις εκφραστικές επιτεύξεις της σεφερικής ποίησης στην πιο πυκνή εκδοχή τους: μιλώ για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα. Πίσω βέβαια αχνοφέγγει το σολωμικό βαθύ χάσμα του σεισμού και η έως θανάτου υπαρκτική οδύνη του Καρυωτάκη, και ως προς τον τόπο και την κοινωνία των Νεοελλήνων,

Ζ΄
Τόπος με δίχως μιαν ελπίδα.
Διπλώνεται στο φως σαν το σκουλήκι
Την πέτρα υψώνοντας που τον πλακώνει
Για να φυλάξει λες της υγρασίας τα ίχνη.

(Επί πυγήν καθίσαι, 1972)

και ως προς την απόλυτη επίγνωση ότι ο λόγος δεν εξαρκεί και ότι η κατορθωμένη μορφή των ποιημάτων δεν μπορεί παρά λειτουργεί παραπεμπτικά προς την διαφεύγουσα όντως ζωή και προς το γεγονός του θανάτου.

Θ΄
Μηδέ που ο λόγος φτάνοντας την πληρωμή να δώσει
Μόλις μια τρίχα απόσταση απ’ της σιωπής το σώμα. […]

(Επί πυγήν καθίσαι, 1972)


Το ποιητικό σύμπαν του Παπαγεωργίου εμφανίζεται άτμητο εξαρχής. Το ορίζει η μουσική αίσθηση της αγωγής του λόγου, που έχει να κάνει με απηχήματα της σύνολης ποιητικής παράδοσης της νεοελληνικής γλώσσας. Το σφραγίζει, επίσης, στην φερόμενη ψυχική ουσία που καθίσταται οργανική ποιητική μορφή η διαρκής αλληλοπεριχώρηση των νεκρών με τους ζωντανούς, αυτό που ο Σεφέρης ονομάζει «απέραντη αλληλεγγύη των νεκρών με τους ζωντανούς». Η τραγωδία που αναδεύεται στο ιστορικό και κοινωνικό φόντο προσλαμβάνεται κι αυτή υπαρκτικά.
Ως πρόκληση, δηλαδή, για μια στάση του υπάρχειν, που μπορεί ν’ αντιτάξει το ανθρώπινο πρόσωπο με τη βούληση και τη στάση του. Οι νεκροί, λοιπόν, υποκαθίστανται στη θέση των ζωντανών και τούμπαλιν, σ’ ένα αδιαίρετο σύμπαν ζωής πέραν των βιολογικών οριοθετήσεων:

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΜΠΙ
Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και πράγματι έτσι  θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος και ακίνητος. Γιατ’ είναι η μάνα
μου σκυμμένη εμπρός μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτάει «ποιον ράβω εδώ;» - δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανική κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;» - χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώμα του κουμπιού -το μαύρο αυτό- της λέω «έναν νεκρό». «Έναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο έλεγε και με παρακαλούσε.

(Το μαύρο κουμπί, 2006)

Με τον καιρό, την άσκηση και την ωρίμανση, η γραφή του Παπαγεωργίου διέπεται από μία κεντρομόλο συνισταμένη επιστροφής. Μιλώ για την τομή που παρατηρείται στην ποίησή του προς τα εσώτατα υπόγεια των πηγών της, ειδικότερα από την συλλογή Ραμμένο στόμα (Κέδρος 1990). Η εσωτερίκευση των εκφραστικών του κατακτήσεων επιτελείται με μία φαινομενική αποσάθρωση του λόγου, στην κρυστάλλωση της ποιητικής έκφρασης, μετατρέποντας —επειδή δεν χάνεται ποτέ η μουσική αίσθηση που προανέφερα— τους στίχους σε μουσικά σύμβολα μιας προσωπικής ρυθμοποιΐας, που κάνει τις λέξεις του να εκβάλλουν ή να προβάλλουν προς και από την θάλασσα της σιωπής. Κατά τον τρόπο με τον οποίο στην ποιητική όραση του Παπαγεωργίου η απώλεια και ο θάνατος τον οδηγούν στην αρχέγονη υπαρκτική συνομιλία με τους νεκρούς, έτσι και οι μορφικές επιτεύξεις του παραπέμπουν στον απέραντο παφλασμό των υδάτων της σιωπής.
Μιας σιωπής αμφίπλευρης και αμφίσημης: είτε προς τα φυλλώματα του νοήματος, το οποίο η σιωπή φανερώνει ως έσχατο μυστήριο πληρότητας του μέλλοντος αιώνος, είτε προς την υδάτινη περιοχή της απώλειας του νοήματος και της απότοκης απελπισίας, που de facto αποτελεί ένα πυρίκαυστο υλικό στα χέρια του δημιουργού. Όπως κι αν διαβαστεί η ποίηση του Παπαγεωργίου, αλλόκοτη και παράξενη, αποζημιώνει γενναία τον σημερινό καθημαγμένο άνθρωπο, γιατί καθαίρει:

ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΕΡΟ

Κείμενο λέει νερό σ’ ένα ποτήρι εγώ με προσοχή πολλή επειδή φοβάμαι κι όλας μεταφέρω αλλά χωρίς να ξέρω πού ακριβώς κι εξάλλου αυτό όλο χύνεται σε κάθε βήμα ή κίνηση που κάνω ελάχιστη έστω, με φόβο μάλστα επειδή μου πέρασε έξαφνα η σκέψη απ’ το μυαλό ότι μπορεί και να είναι οι σταγόνες που όλο πέφτουνε στο πάτωμα με το παραμικρό γράμματα ή λέξεις του κειμένου οπότε αν χύνεται έτσι το νερό.

Κωστή, καλό ταξίδι. Η αγάπη που αφειδώλευτα μας χάριζες, ναι! Νικά τον θάνατο.

Το σημάδι


Το κορίτσι είναι πέντε χρονών και κρυφοκοιτάζει τη μαμά που βάφεται καθισμένη στην τουαλέτα της. Είναι ωραία η μαμά. Πηγαίνει δίπλα της και την αγκαλιάζει από πίσω. Θέλει να της πει να μείνει μαζί της, να μην βγουν πάλι έξω με τον μπαμπά. Αλλά δε μιλάει. Η μαμά, που όλα τα καταλαβαίνει, της λέει να μην στενοχωριέται, θα επιστρέψουν γρήγορα, θα περάσει καλά με τη γιαγιά. Το κορίτσι δαγκώνει το κάτω χείλος της και με σκυμμένο το κεφάλι πηγαίνει στο σαλόνι. Η γιαγιά λέει ότι θα φτιάξει τηγανητές πατάτες. Το κορίτσι δεν της απαντά και κάθεται στον καναπέ. Η μαμά και ο μπαμπάς έρχονται να τις αποχαιρετήσουν. Το κορίτσι τους αγκαλιάζει με υγρά μάτια.

Η μαμά παίρνει όπως πάντα το χεράκι της και το φιλάει. Το σημάδι από τα κόκκινα χείλη διαγράφεται στην ανάστροφη της παλάμης της. Το κορίτσι το κοιτάζει. Η μαμά τής θυμίζει ότι με αυτό το φιλί θα είναι σαν να μην έχουν φύγει και ότι θα της κρατάει συντροφιά μέχρι να γυρίσουν. Ο μπαμπάς και η μαμά φεύγουν. Η γιαγιά σηκώνεται να καθαρίσει πατάτες. Το κορίτσι πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Ψάχνει τα καλλυντικά της μαμάς. Βρίσκει το κόκκινο κραγιόν. Το ανοίγει και το λιώνει με τα χέρια της.