Κριτική για μια εκδοχή της Γενιάς του ’30

Κριτική για μια εκδοχή της Γενιάς του ’30

Το πα­ρόν κεί­με­νο γρά­φε­ται με αφορ­μή ένα σχό­λιο του Γ. Σε­φέ­ρη, όπως το δια­βά­σα­με στο βι­βλίο του Δη­μή­τρη Καρ­γιώ­τη Γε­ω­γρα­φί­ες της με­τά­φρα­σης. Χώ­ροι, κα­νό­νες, ιδε­ο­λο­γί­ες (Κά­πα Εκ­δο­τι­κή, 2017). Στη σε­λί­δα 37 της προ­α­να­φερ­θεί­σας με­λέ­της πα­ρα­τί­θε­νται τα εξής λό­για του Έλ­λη­να ποι­η­τή, ανα­φο­ρι­κά με τον ελ­λη­νι­κό λαό: «πνευ­μα­τι­κά υπα­νά­πτυ­κτος»· και λί­γο πιο πά­νω «το πα­ρά­δο­ξο της μι­σο­συ­νεί­δη­της συμ­βί­ω­σης» του ελ­λη­νι­σμού με τα Ιε­ρά Γράμ­μα­τα, όπως συ­μπλη­ρώ­νει τη φρά­ση του Σε­φέ­ρη ο Δ. Καρ­γιώ­της στο κεί­με­νο. Η γε­νιά του ’30 έδω­σε σί­γου­ρα πολ­λά στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία –και στην τέ­χνη γε­νι­κά– και το κεί­με­νο αυ­τό δεν έχει το δι­καί­ω­μα να αμ­φι­σβη­τή­σει την ποιό­τη­τα της συ­νει­σφο­ράς τους. Ωστό­σο, τα πα­ρα­πά­νω λό­για του Σε­φέ­ρη εί­ναι το έρει­σμα για να ασκη­θεί κρι­τι­κή σε μια πτυ­χή αυ­τής της ποι­η­τι­κής γε­νιάς, ή κα­λύ­τε­ρα σε μια εκ­δο­χή της.
Και η εκ­δο­χή αυ­τή εί­ναι μιας ποί­η­σης κυ­ρί­ως «αρι­στο­κρα­τι­κής», που απέ­κλει­σε τον μέ­σο ανα­γνώ­στη, στον οποίο απευ­θύ­νε­ται με όρους παί­δευ­σης: αυ­τή η γε­νιά, που τό­σο εξύ­μνη­σε το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, κοι­τού­σε την πη­γή του, τον λαό, αφ’ υψη­λού, πε­ρι­δια­βαί­νο­ντας ανά­με­σά του δί­χως να φαί­νε­ται πως εκτί­μη­σε ό,τι τον απα­σχο­λού­σε, ό,τι ακρι­βώς γέν­νη­σε τη λαϊ­κή τέ­χνη. Θέ­λη­σε μια λαϊ­κό­τη­τα εξευ­γε­νι­σμέ­νη, σαν τον θα­μώ­να τα­βερ­νών που τον εκ­παι­δεύ­ουν για να δει­πνή­σει με τον βα­σι­λιά. Μια γε­νιά –με εξαι­ρέ­σεις– που μάλ­λον γνώ­ρι­σε τον λαό μέ­σα από τα βι­βλία και την πα­ρα­τή­ρη­ση, σαν να επρό­κει­το για ένα πα­ρά­ξε­νο κι εξω­τι­κό πλά­σμα που μό­λις έφτα­σε στον ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο. Ποι­η­τές που ανέ­λα­βαν τον ρό­λο πνευ­μα­τι­κών τα­γών, που θα εκ­γύ­μνα­ζαν την ομι­λού­με­νη γλώσ­σα της επο­χής, γρά­φο­ντας ποί­η­ση υπο­μνη­μά­των, αιφ­νί­διων ει­σβο­λών ξε­νό­γλωσ­σων λέ­ξε­ων, και άλ­λων στοι­χεί­ων του Μο­ντερ­νι­σμού, που με­τα­φρά­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, λί­γο-πο­λύ, σε μια ποί­η­ση Με­γα­λοϊ­δε­α­τι­σμού. Κι ανα­ρω­τιό­μα­στε αν δια­φέ­ρει πο­λύ αυ­τή η ποί­η­ση σε χα­ρα­κτή­ρα από την εμ­μο­νή της Εκ­κλη­σί­ας να δια­βά­ζο­νται τα Ιε­ρά κεί­με­να σε μια γλώσ­σα νε­κρή; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τη­γο­ρεί­ται εμ­μέ­σως ο ελ­λη­νι­κός λα­ός για «μι­σο­συ­νεί­δη­τη συμ­βί­ω­ση» με αυ­τά, όταν εί­ναι πρώ­τος εκεί­νος ο οποί­ος έχει απο­κλει­στεί από αυ­τά; Και άρα­γε δε γειτ­νιά­ζει η προ­σπά­θεια του Σε­φέ­ρη για μια «εύ­ρω­στη, γυ­μνα­σμέ­νη, απο­τε­λε­σμα­τι­κή» (στο ίδιο, σ. 20) γλώσ­σα, με τη «λο­γιο­ποί­η­ση» κει­μέ­νων που επι­χει­ρή­θη­κε κα­τά τα Βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια μέ­σω εν­δο­γλωσ­σι­κών με­τα­φρά­σε­ων;
Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν προ­τεί­νου­με μια απλοϊ­κή γλώσ­σα κι ού­τε κρί­νου­με τη γε­νιά του ’30 επει­δή δε στρά­φη­κε προς την πρό­χει­ρη προ­φο­ρι­κό­τη­τα, που φύ­τρω­σε στις μέ­ρες μας. Αν κρί­νου­με εδώ τους ποι­η­τές που αγα­πά­με, εί­ναι για­τί πε­ρισ­σό­τε­ρο άντλη­σαν τις λέ­ξεις της προ­σω­πι­κής τους γλώσ­σας από το πα­ρελ­θόν και στρά­φη­καν στο πα­ρόν κυ­ρί­ως μέ­σω του πα­τριω­τι­σμού υπό το πρί­σμα του Μο­ντερ­νι­σμού, αγνο­ώ­ντας –όχι όμως πά­ντα– τον άν­θρω­πο· όχι απλώς τον σύγ­χρο­νο Έλ­λη­να, αλ­λά τον άν­θρω­πο. Κι αν σε κά­τι υπο­λεί­πε­ται πραγ­μα­τι­κά η νε­ο­ελ­λη­νι­κή τέ­χνη σε σχέ­ση με τις αλ­λο­ε­θνείς, εί­ναι ότι εκεί­νες, πα­ρά τις εθνο­κε­ντρι­κές πε­ριό­δους που μπο­ρεί να βί­ω­σαν, πα­ρά τις κρί­σεις ταυ­τό­τη­τας, δε γύ­ρε­ψαν μια εθνι­κή τέ­χνη, αλ­λά την τέ­χνη απλώς, που κα­τά τη δι­κή μας κα­θα­ρά άπο­ψη, φτά­νει στο απο­κο­ρύ­φω­μά της όταν ανα­ζη­τά τον άν­θρω­πο· όχι λαϊ­κί­ζο­ντας, για να γί­νει εμπο­ρι­κή ή να υπο­στη­ρί­ξει συμ­φέ­ρο­ντα, αλ­λά θέ­λο­ντας να δια­πε­ρά­σει όλα τα πέ­πλα που μας κα­λύ­πτουν, ν’ αγ­γί­ξει τις πιο ει­λι­κρι­νείς μας στιγ­μές.
Κι ίσως σε κά­ποιον βαθ­μό, η γε­νιά του ’30 να εί­ναι το εί­δω­λο της ανα­σφά­λειάς μας σχε­τι­κά με την ιστο­ρι­κή συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­σμού, το κα­θρέ­φτι­σμα της κρί­σης ταυ­τό­τη­τας, που δυ­στυ­χώς πε­ρι­στρά­φη­κε γύ­ρω από την έν­νοια του έθνους και όχι της ατο­μι­κό­τη­τας. Ακό­μη και σή­με­ρα επι­βιώ­νουν προ­σπά­θειες δι­καί­ω­σης της ιστο­ρι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς, που άλ­λον σκο­πό δεν έχουν από το να προσ­δώ­σουν αί­γλη στο πα­ρόν μέ­σα από την όποια δό­ξα ενός αρ­χαί­ου κό­σμου. Και αυ­τό όταν η μό­νη αί­γλη βρί­σκε­ται στο πα­ρόν, στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, στη ρου­τί­να. Ελά­χι­στοι από τη γε­νιά του ’30 κα­τά­φε­ραν να δουν, έστω σαν έκλαμ­ψη, την άρ­ση των συ­νό­ρων που προ­μή­νυε το μέλ­λον, το αί­τη­μα να γί­νει ο άν­θρω­πος ανά­γκη και η γλώσ­σα άν­θρω­πος, κι όχι ένας κα­θρέ­φτης «σπα­σμέ­νων αγαλ­μά­των».
Κλεί­νο­ντας, επα­να­λαμ­βά­νου­με πως ανα­φερ­θή­κα­με απλώς σε μια εκ­δο­χή αυ­τής της λο­γο­τε­χνι­κής γε­νιάς, μια προ­σω­πι­κή εκτί­μη­ση, και πως την αξία του έρ­γου της δεν εί­μα­στε αρ­μό­διοι να την κρί­νου­με. Ωστό­σο, αν κά­τι από τα πα­ρα­πά­νω βρί­σκει έρει­σμα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ευ­θύ­νη βα­ραί­νει τους δι­κούς μας ώμους πια κι αύ­ριο θα εί­μα­στε εμείς που θα κρι­θού­με για όσα πα­ρα­βλέ­ψα­με.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: