Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-30/diereynhseis/kritikh-gia-mia-ekdoxh-ths-genias-toy-30
Το παρόν κείμενο γράφεται με αφορμή ένα σχόλιο του Γ. Σεφέρη, όπως το διαβάσαμε στο βιβλίο του Δημήτρη Καργιώτη Γεωγραφίες της μετάφρασης. Χώροι, κανόνες, ιδεολογίες (Κάπα Εκδοτική, 2017). Στη σελίδα 37 της προαναφερθείσας μελέτης παρατίθενται τα εξής λόγια του Έλληνα ποιητή, αναφορικά με τον ελληνικό λαό: «πνευματικά υπανάπτυκτος»· και λίγο πιο πάνω «το παράδοξο της μισοσυνείδητης συμβίωσης» του ελληνισμού με τα Ιερά Γράμματα, όπως συμπληρώνει τη φράση του Σεφέρη ο Δ. Καργιώτης στο κείμενο. Η γενιά του ’30 έδωσε σίγουρα πολλά στην ελληνική λογοτεχνία –και στην τέχνη γενικά– και το κείμενο αυτό δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ποιότητα της συνεισφοράς τους. Ωστόσο, τα παραπάνω λόγια του Σεφέρη είναι το έρεισμα για να ασκηθεί κριτική σε μια πτυχή αυτής της ποιητικής γενιάς, ή καλύτερα σε μια εκδοχή
της.
Και η εκδοχή αυτή είναι μιας ποίησης κυρίως «αριστοκρατικής», που απέκλεισε τον μέσο αναγνώστη, στον οποίο απευθύνεται με όρους παίδευσης: αυτή η γενιά, που τόσο εξύμνησε το δημοτικό τραγούδι, κοιτούσε την πηγή του, τον λαό, αφ’ υψηλού, περιδιαβαίνοντας ανάμεσά του δίχως να φαίνεται πως εκτίμησε ό,τι τον απασχολούσε, ό,τι ακριβώς γέννησε τη λαϊκή τέχνη. Θέλησε μια λαϊκότητα εξευγενισμένη, σαν τον θαμώνα ταβερνών που τον εκπαιδεύουν για να δειπνήσει με τον βασιλιά. Μια γενιά –με εξαιρέσεις– που μάλλον γνώρισε τον λαό μέσα από τα βιβλία και την παρατήρηση, σαν να επρόκειτο για ένα παράξενο κι εξωτικό πλάσμα που μόλις έφτασε στον ζωολογικό κήπο. Ποιητές που ανέλαβαν τον ρόλο πνευματικών ταγών, που θα εκγύμναζαν την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, γράφοντας ποίηση υπομνημάτων, αιφνίδιων εισβολών ξενόγλωσσων λέξεων, και άλλων στοιχείων του Μοντερνισμού, που μεταφράστηκε στα ελληνικά γράμματα, λίγο-πολύ, σε μια ποίηση Μεγαλοϊδεατισμού. Κι αναρωτιόμαστε αν διαφέρει πολύ αυτή η ποίηση σε χαρακτήρα από την εμμονή της Εκκλησίας να διαβάζονται τα Ιερά κείμενα σε μια γλώσσα νεκρή; Πώς είναι δυνατόν να κατηγορείται εμμέσως ο ελληνικός λαός για «μισοσυνείδητη συμβίωση» με αυτά, όταν είναι πρώτος εκείνος ο οποίος έχει αποκλειστεί από αυτά; Και άραγε δε γειτνιάζει η προσπάθεια του Σεφέρη για μια «εύρωστη, γυμνασμένη, αποτελεσματική» (στο ίδιο, σ. 20) γλώσσα, με τη «λογιοποίηση» κειμένων που επιχειρήθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια μέσω ενδογλωσσικών μεταφράσεων;
Σε καμία περίπτωση δεν προτείνουμε μια απλοϊκή γλώσσα κι ούτε κρίνουμε τη γενιά του ’30 επειδή δε στράφηκε προς την πρόχειρη προφορικότητα, που φύτρωσε στις μέρες μας. Αν κρίνουμε εδώ τους ποιητές που αγαπάμε, είναι γιατί περισσότερο άντλησαν τις λέξεις της προσωπικής τους γλώσσας από το παρελθόν και στράφηκαν στο παρόν κυρίως μέσω του πατριωτισμού υπό το πρίσμα του Μοντερνισμού, αγνοώντας –όχι όμως πάντα– τον άνθρωπο· όχι απλώς τον σύγχρονο Έλληνα, αλλά τον άνθρωπο. Κι αν σε κάτι υπολείπεται πραγματικά η νεοελληνική τέχνη σε σχέση με τις αλλοεθνείς, είναι ότι εκείνες, παρά τις εθνοκεντρικές περιόδους που μπορεί να βίωσαν, παρά τις κρίσεις ταυτότητας, δε γύρεψαν μια εθνική τέχνη, αλλά την τέχνη απλώς, που κατά τη δική μας καθαρά άποψη, φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν αναζητά τον άνθρωπο· όχι λαϊκίζοντας, για να γίνει εμπορική ή να υποστηρίξει συμφέροντα, αλλά θέλοντας να διαπεράσει όλα τα πέπλα που μας καλύπτουν, ν’ αγγίξει τις πιο ειλικρινείς μας στιγμές.
Κι ίσως σε κάποιον βαθμό, η γενιά του ’30 να είναι το είδωλο της ανασφάλειάς μας σχετικά με την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, το καθρέφτισμα της κρίσης ταυτότητας, που δυστυχώς περιστράφηκε γύρω από την έννοια του έθνους και όχι της ατομικότητας. Ακόμη και σήμερα επιβιώνουν προσπάθειες δικαίωσης της ιστορικής μας κληρονομιάς, που άλλον σκοπό δεν έχουν από το να προσδώσουν αίγλη στο παρόν μέσα από την όποια δόξα ενός αρχαίου κόσμου. Και αυτό όταν η μόνη αίγλη βρίσκεται στο παρόν, στην καθημερινότητά μας, στη ρουτίνα. Ελάχιστοι από τη γενιά του ’30 κατάφεραν να δουν, έστω σαν έκλαμψη, την άρση των συνόρων που προμήνυε το μέλλον, το αίτημα να γίνει ο άνθρωπος ανάγκη και η γλώσσα άνθρωπος, κι όχι ένας καθρέφτης «σπασμένων αγαλμάτων».
Κλείνοντας, επαναλαμβάνουμε πως αναφερθήκαμε απλώς σε μια εκδοχή αυτής της λογοτεχνικής γενιάς, μια προσωπική εκτίμηση, και πως την αξία του έργου της δεν είμαστε αρμόδιοι να την κρίνουμε. Ωστόσο, αν κάτι από τα παραπάνω βρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα, η ευθύνη βαραίνει τους δικούς μας ώμους πια κι αύριο θα είμαστε εμείς που θα κριθούμε για όσα παραβλέψαμε.