Η Μπέμπα είναι αλανιάρικο γατί. Γατόσκυλο, περηφανεύεται ο Άκης. Κοιμάται στο χαλάκι της εξώπορτας, τρώει φαΐ στο πήλινο κουπάκι. Τα βράδια ανεβαίνει στη ροδιά ψηλά ψηλά, στο κλαδί που δε φτάνουνε οι άλλοι γάτοι. Δίνει ένα σάλτο, ακούγεται το γντουπ, με φόρα κουτουλάει στην τζαμαρία. Παίρνει τη θέση της σαν σφίγγα στο περβάζι, χαζεύει στη μεριά της τηλεόρασης.
— Παρέα θέλει, λέει ο μπαμπάς.
Ο Άκης τη χαϊδεύει από το τζάμι. Η Μπέμπα τρίβεται επάνω στο γυαλί, τεντώνει την πατούσα της σαν μπαλαρίνα.
Δυο χρόνια τώρα είναι η παρέα τους. Νιαουρίζει σαν μωρό, είναι απαιτητική και χαϊδεψιάρα. Ακόμα και η μαμά, που στην αρχή τη φώναζε βρομόγατο, προχθές της φύλαξε την πέτσα από το ψάρι.
Παλιά εξαφανιζόταν και αλήτευε, μα έχει λίγες μέρες που δεν το ξεκουνάει από το χαλάκι. Μόνο όταν βγαίνει ο ήλιος, ορμά και απλώνεται στο καπό του αυτοκινήτου. Κοιμάται εκεί, οι αχτίνες την χτυπάνε κατακέφαλα. Η μαμά ζηλεύει. Πολύ θα ήθελε κι εκείνη να απλωθεί κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού κι ας ήταν και σε μία λαμαρίνα. Ξεφυσάει μαλακά μην ακουστεί, πλένει τα πιάτα με καυτό νερό. Τα χέρια της έσκασαν από τα απολυμαντικά κι ίσως τα γάντια να ήταν μία λύση.