Φωτ. Νί­κος Δή­μου


Η πα­ρέ­λα­ση έγι­νε ξα­νά και φέ­τος στο Σύ­νταγ­μα.
Στρα­το­λό­γη­σαν με το ζό­ρι κά­ποιους άρ­ρε­νες κο­μπάρ­σους,
για να πα­ρα­στή­σουν τις «Άο­πλες Δυ­νά­μεις»
και τους έντυ­σαν με ποι­κι­λό­χρω­μες vintage φο­ρε­σιές,
σε διά­φο­ρα χρώ­μα­τα.

Πα­λιό­τε­ρα, όταν ζού­σα ακό­μα,
οι συμ­με­τέ­χο­ντες ήταν αλη­θι­νοί στρα­τιώ­τες.

Τό­τε, οι νε­α­ροί άντρες αφιέ­ρω­ναν υπο­χρε­ω­τι­κά στην πα­τρί­δα κα­νά δυό χρό­νια από τη ζωή τους κι εκεί­νη τους μά­θαι­νε να κά­νουν πό­λε­μο –ή στρα­τιω­τι­κοί– άν­θρω­ποι κα­ριέ­ρας που επαγ­γέ­λο­νταν με ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση την προ­ε­τοι­μα­σία των στρα­τιω­τι­κών δυ­νά­με­ων.

Τό­τε, ο πό­λε­μος ήταν απλά ένα εν­δε­χό­με­νο. Τώ­ρα, αυ­τά έχουν αλ­λά­ξει. Εί­μα­στε όλοι, άντρες-γυ­ναί­κες, επαγ­γελ­μα­τί­ες μι­σθο­φό­ροι. Εκ­παι­δευό­μα­στε από νω­ρίς να υπε­ρα­σπι­ζό­μα­στε τον εαυ­τό μας και την πα­τρί­δα μας, ενώ ταυ­τό­χρο­να εξα­σφα­λί­ζου­με την τρο­φή μας.

Μας έχουν εκ­παι­δεύ­σει πρώ­τα να κυ­νη­γά­με και με­τά να τρώ­με τους εχθρούς μας.

Έτσι απο­λαμ­βά­νου­με την εθνι­κή μας κυ­ριαρ­χία,
σε όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα γεύ­μα­τα.