Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Γιάννης Πάνου (επιμ. Αριστοτέλης Σαΐνης)
Oδυσσέας Ελύτης (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ. Νικήτας Σινιόσογλου)
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
Έντουαρντ Χόπερ, «Nighthawks»
Τα «Γεράκια» στον καιρό της πανδημίας
Τα «Γεράκια της νύχτας» που ζωγράφισε ο εκφραστής της σιωπής, του εγκλεισμού και της απομόνωσης, Έντουαρντ Χόπερ το μακρινό 1942, συναντούν τη σατιρική παραλλαγή τους στον καιρό της πανδημίας. Βάσει των γνωστών υγειονομικών διατάξεων, απαγορεύεται (και) στα «νυχτοπούλια» να βρίσκονται στο εσωτερικό ενός καταστήματος, όπως το κλασικό αμερικανικό dinner του πίνακα, καθισμένοι γύρω από τη μπάρα. Πλέον, το σερβίρισμα γίνεται έξω από το μαγαζί, σε τραπεζάκια όπου τηρούνται οι προβλεπόμενες αποστάσεις ασφαλείας. Οι λιγοστοί, όπως και στην πρωτότυπη σύνθεση, πελάτες στο πεζοδρόμιο και ο υπάλληλος, που έμεινε αμετάθετος στο χιουμοριστικό «σίκουελ», φορούν –υποχρεωτικά– μάσκα. H γελοιογραφία είναι του Jason Adam Katzenstein και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker.
Το «Βέλος»
Μια φορά μόνο στις 45 μέρες του εγκλεισμού και της απομόνωσης, τον σταμάτησε τον Ηλία για έλεγχο το περίπολο. Δυο αμούστακα παιδαρέλια, με τα κορδονάκια της σχολής ακόμα στις επωμίδες τους κι ένας, νεαρός κι αυτός, ενωμοτάρχης, τον σταμάτησαν εκεί λίγο πιο πέρα από το Μέγαρο Μουσικής και του ζήτησαν το δικαιολογητικό εξόδου.
Έβγαλε απ’ την κωλότσεπη ένα πολυτσαλακωμένο χαρτί, απ’ αυτά που απαριθμούσαν τους λόγους για τους οποίους μπορούσες να βγεις από το σπίτι σου και τους το έδειξε. Αγρίεψαν και οι τρεις, σαν να το είχαν συμφωνημένο.
– Τι είναι αυτό κύριε. Έχει ημερομηνία πριν τρεις μέρες.
– Και τι να κάνω, κάθε μέρα κάνω την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα θα γράφω χαρτί; Κι έπειτα λείπει η κόρη μου.
– Τι σχέση έχει η κόρη σας κύριε; Πολύ μας τα μπερδεύετε.
– Τίποτα δεν μπερδεύω. Απλώς εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Μου τα συμπληρώνει η κόρη μου. Και κάθε μέρα κάνω το ίδιο πράγμα. Απ’ το σπίτι μου, ως το «Βέλος» και πάλι πίσω.
– Βέλος, ποιο βέλος; Θα μας τρελάνετε κύριε;
– Εγώ παιδιά μου δεν θέλω να τρελάνω κανέναν. Έναν περίπατο για την υγεία μου πρέπει να κάνω, να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου, να δω το «Βέλος» να ξελαμπικάρει το μυαλό μου και να γυρίσω να στηθώ στην τηλεόραση για ν’ ακούω όλη μέρα τα παραμύθια της Χαλιμάς.
Ήταν οι μέρες της πολύ αυστηρής επιτήρησης της παραλίας της Θεσσαλονίκης, γιατί κάποιοι έλεγαν πως απ’ τον μεγάλο συνωστισμό των περιπατητών, θα μπορούσε να διασπαρεί, αυτή ήταν η ορολογία, ο διαβολικός ιός και οι αστυνομικοί ήταν ανένδοτοι.
– Την ταυτότητά σας.
– Στις διαταγές σας, απάντησε αυτός με κάποια δόση ειρωνείας και τράβηξε από την άλλη κωλότσεπή του, μια ταυτότητα όχι στα καλλίτερά της, από πλευράς διατηρησιμότητας.
– Τι συνταξιούχος, ρώτησε ο νεότερος της κουστωδίας.
– Δικηγόρος.
– Και δεν ξέρετε τον νόμο;
– Ποιον νόμο, βρε παιδάκι μου;
– Α, όχι έτσι, κύριε. Ούτε παιδάκι σας είμαι, ούτε μπορείτε να μου μιλάτε έτσι. Λοιπόν δεν έχετε άδεια να βγείτε από το σπίτι και γι’ αυτό θα σας κόψουμε πρόστιμο.
Χαμογέλασε με κατανόηση και προσπάθησε να εξηγήσει.
– Κάνω κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Μπορώ ν’ αλλάζω την ημερομηνία κάθε φορά που βγαίνω, αλλά νομίζω πως δεν χρειάζονται τέτοιες πολυτέλειες. Η όποια αλλαγή θα είναι μόνο τυπική κι όχι ουσιαστική. Αντί 19 το χαρτί θα γράφει 20. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το «Βέλος» θα με περιμένει. Κι άλλωστε αν μου κόψετε το πρόστιμο ποιος θα το πληρώσει; Μια σύνταξη ακατάσχετη έχω. Κι άλλο τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε αυτοκίνητο. Ποδήλατο προσπαθώ να πάρω, αλλά δεν με παίρνει η ηλικία μου. Κόψτε το άμα θέλετε, αλλά μόνο για την τηλεόραση. Να χει να λέει για την δραστηριότητα της αστυνομίας. Για το «Βέλος» όμως δε θα πει.
– Τι βέλος και βέλος, μας τσαμπουνάτε απ’ το πρωί, κύριε, και δεν μας αφήνετε να κάνουμε τη δουλειά μας;
– Να κάνετε τη δουλειά σας, αστυνομικοί είστε, αλλά να γνωρίζετε και για το «Βέλος».
– Μας έπρηξες κύριε μ’ αυτό το βέλος. Πες μας επιτέλους, να ξεχαρμανιάσεις.
– Εκεί είναι. Το βλέπετε αραγμένο, εκείνο το πολεμικό;
– Έ και σαν κι αυτό έχουμε δει δέκα.
– Δέκα, ναι, αλλά το «Βέλος» είναι ένα.
Ιδέα δεν είχαν για το «Βέλος» τα παλληκάρια. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη σχολή τους το είχαν αναφέρει ποτέ. Εξ άλλου η ιστορία που μάθαιναν, σταματούσε στον Κανάρη τον «πυρπολητή». Και τους εξήγησε.
Το «Βέλος», ήταν το πολεμικό πλοίο με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Παππά, τότε, που ξεκίνησε την εξέγερση εναντίον των συνταγματαρχών της Χούντας κι αφήνοντας τον άλλο στόλο έφυγε για την Ιταλία, διακηρύσσοντας το δικαίωμα των Ελλήνων, να επιλέγουν αυτοί την κυβέρνησή τους. Το «Βέλος» η ζωντανή ιστορία της αντίστασης κατά της δικτατορίας.
Έλεγε κι έλεγε ο Ηλίας, και το πρόσωπό του άλλαζε μορφή, γελούσε, δάκρυζε και μιλούσε. Μιλούσε.
Αλλά παρ’ ολίγον να τον πάρουν τα κλάματα, όταν κατάλαβε πως τα παιδαρέλια, που θέλανε να του κόψουν πρόστιμο για την μεγάλη παρανομία, που διέπραξε, δεν είχαν ακούσει ποτέ κάτι για το «Βέλος» κι ούτε που τους ένοιαζε και ποτέ δεν διανοήθηκαν να το επισκεφθούν, τόσον καιρό που πραγματοποιούσαν περιπολίες γύρω απ’ αυτό, ούτε σκέφθηκαν ποτέ να ρωτήσουν τι γυρεύει εκεί δεμένο ένα μικρό παλιό, πολεμικό σκάφος, ένα κομμάτι ιστορίας της πατρίδας. Και δεν είχαν ακούσει τίποτα για τον καιρό που οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν για Ελευθερία. Κι ο Ηλίας έφυγε, κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι του.
Είχε όμως γλιτώσει το πρόστιμο, που έτσι κι αλλιώς δε θα πλήρωνε.
Tο σημαίνον μιας σύριγγας
[ Επιστολή αναγνώστριας ]
Διαβάζω το απολαυστικό κείμενο της Χαρίκλειας Πανουτσοπούλου στο τεύχος 27 του Χάρτη, και εκείνο το ερωτηματικό του τίτλου «Andy Warhol, γιατί σιωπάς;» μου γεννάει σκέψεις σχετικά με το σημαίνον μιας σύριγγας σήμερα.
Στις μέρες μας, που έξω από τον χρόνο ζούμε την ομοιομορφία των ημερών και των φόβων μας. «…Γιατί σιωπάς;» Η Τέχνη καλείται να απαντήσει, ως είδος γλώσσας.
Ποια Τέχνη; Αυτή που έχει απομακρυνθεί από την κυρίαρχη αισθητική της ποιότητα, την Ομορφιά;
Μήπως σήμερα η Τέχνη, ως γλώσσα, μας βγάζει τη γλώσσα; Αντί απαντήσεων σιωπή.
Κι εγώ τολμώ να αποπειραθώ–αντιγράφοντας τη «ψυχρή ειρωνία» του Warhol– να κάνω εικόνα τη σκέψη της κ. Πανουτσοπούλου:
Παράξενα θλιμμένα φυτά
Λαμπρό το φως στο πάρκο
Κούνιες αιωρούνται, παιδικά βλέμματα ανθεκτικά στα ύψη
Γέλια ανέμελα και λαρυγγισμοί πτηνών που απέδρασαν
από περίκλειστους κήπους και κλουβιά
με τα παιδιά της καραντίνας γιορτάζουν τον ήλιο
Ώρα δέκα και τριάντα το πρωί μιας Κυριακής
Έως τις έντεκα και δέκα διαρκεί η εκτροπή
Ο οικείος χώρος πίσω τους καλεί
Πτηνά και παιδιά στη γνώριμη, από καταβολής κόσμου, επιστροφή
Στο σιωπηλό πάρκο απομένουν τα παράξενα θλιμμένα φυτά
Ασάλευτα
Δίχως φτερά
Ριζωμένα στη γη.
Ένα πουλί κι ένα παιδί εκείνο το πρωί
Ονειρεύτηκαν το γιασεμί
λεβάντα, κατιφέ, λουίζα, βερενίκη
κι ένα κίτρινο water lily .
Σημεία των καιρών (ή οι παρωχημένες απορίες τού μεταφραστή)
Ο Víctor Obiols είναι καταξιωμένος Καταλανός ποιητής, μουσικός και μεταφραστής. Ηλικίας εξήντα ετών, έχει μεταφράσει επιτυχώς Ουάιλντ, Σαίξπηρ και Πόρτερ, μεταξύ άλλων. Ο καταλανικός εκδοτικός Univers του είχε αναθέσει τη μετάφραση στα καταλανικά του ποιήματος The Hill we Climb, της νεότατης αφροαμερικανίδας Amanda Gorman (γεννημένης το 1998). Είναι το ποίημα το οποίο απήγγειλε η ίδια στην τελετή κατά την οποία ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε καθήκοντα προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου (σχετικό βίντεο – ανάκτηση στις 26/3/21). Το ποίημα περιλαμβάνει και κάποιους στίχους εμπνευσμένους από την εισβολή του πλήθους στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου. Ο εκδ. οίκος Univers σκοπεύει να το εκδώσει, μαζί με άλλα ποιήματα της Gorman, σε μια ομότιτλη συλλογή. Ο Obiols είχε ξεκινήσει πριν λίγες εβδομάδες τη μετάφραση και βρισκόταν σχεδόν στο τέλος της. Πριν κάποιες μέρες όμως ανακοίνωσε από τα social media –και οι εκδότες το επιβεβαίωσαν– ότι δεν θα πραγματοποιήσει τελικά αυτός τη μετάφραση. Γιατί; Επειδή στις 8 Μαρτίου γνωστοποιήθηκε, όπως αυτοί είπαν, στους εκδότες της Univers, από τον λογοτεχνικό πράκτορα της Gorman, «ότι έπρεπε να λάβουν υπόψη πως το άτομο που θα μεταφράσει αυτά τα ποιήματα συνιστάται να είναι νεαρή γυναίκα ή να έχει αφρικανική καταγωγή ή να χαρακτηρίζεται από ακτιβιστικό προφίλ».
Οι εκδότες παραδέχθηκαν πως δεν είχαν υπογράψει ακόμα το συμβόλαιο με τον λογοτεχνικό πράκτορα της Gorman. Είπαν όμως πως στις ΗΠΑ είχαν από τα πριν μελετήσει το βιογραφικό του Obiols και είχαν ήδη διερευνήσει αν είχε συνεργαστεί με ΜΚΟ ή αν είχε διατελέσει ακτιβιστής σε κάποια οργάνωση. Δήλωσαν ακόμη ότι θα πλήρωναν τον Obiols για τη δουλειά του. Τι είχε λοιπόν μεσολαβήσει;
Στην Ολλανδία είχε επιλεγεί από τον εκδοτικό οίκο Meulenhoff για τη μετάφραση του The Hill We Climb ένα άτομο μη δυαδικό, ονόματι Marieke Lucas Rijneveld (ετών 29), τo οποίο είχε τιμηθεί με το βραβείο Βooker του 2020 για το μυθιστόρημα The Disconfort of the Evening (η αγγλική μετάφραση είναι της Michele Hutchison – ετοιμάζεται και ελληνική έκδοση του έργου από τις εκδόσεις Ίκαρος). Η Gorman και οι σύμβουλοί της έκαναν δεκτή την επιλογή. Ένα άρθρο όμως της δημοσιoγράφου Janice Deul, αφρικανικής καταγωγής και ακτιβίστριας, χαρακτήρισε την επιλογή του εκδοτικού οίκου «ακατανόητη», στο βαθμό που για την Gorman θα έπρεπε να είχε επιλεγεί μια «καλλιτέχνης του ομιλούμενου λόγου, νέα και υπερήφανα νέγρα». Ξέσπασαν ομηρικοί καυγάδες στα social media με αποτέλεσμα ο/η Marieke Lucas Rijneveld να αποποιηθεί διακριτικά την ανάθεση τής μετάφρασης.
«Είμαι και εγώ θύμα της Ιεράς Εξέτασης σαν την Ολλανδέζα», δήλωσε πικρόχολα και σαρκαστικά ο Obiols, «καιρός να ψάξω να βρω κατράμι».
Για τη μετάφραση του έργου αυτού της Gorman στα ισπανικά επελέγη, τελικά, η Nuria Barrios (γεννήθηκε το 1962). Είναι συγγραφέας και μεταφράστρια στα ισπανικά του John Banville και του James Joyce, μεταξύ άλλων. Μάλλον δεν ανταποκρίνεται και πολύ στις προδιαγραφές, αλλά δε φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα. Ο εκδότης διατείνεται πως στο βιογραφικό της αναφέρεται μόνον ότι ζει στη Μαδρίτη.
Στην Καταλωνία φαίνεται πως τελικά τη μετάφραση θα την αναλάβει μάλλον η María Cabrera (ετών 39), γνωστή ποιήτρια με μελοποιημένα κάποια ποιήματά της. Είχε συμμετάσχει στο συλλογικό ποιητικό έργο Ningú no ens representa. Poetes emprenyats (Κανείς δεν μας εκπροσωπεί. Εξοργισμένοι ποιητές) που προέκυψε μετά το κίνημα 15-Μ του 2011 (δηλ. το γνωστό παρ’ ημίν ως «κίνημα των αγανακτισμένων», αντίστοιχο με το ελληνικό «κίνημα των πλατειών»). Έχει κάτι το ακτιβιστικό λοιπόν, πώς να το κάνουμε. Πάντως, ακόμη και αν παραμερίσουμε τις υποδείξεις από την Gorman και τους πράκτορές της, το ακτιβιστικό ταιριάζει στην Καταλωνία. Διατηρείται πολωμένη πολιτικά εδώ και χρόνια: Από τη μια η επιδίωξη της ανεξαρτησίας πάση θυσία, από την άλλη η μετά πάθους εμμονή στην παραμονή στους κόλπους του ισπανικού κράτους. Και όλοι «οφείλουν» να ττοποθετηθούν! Σημεία των καιρών.
Ο Obiols, θυμωμένος, ακόμα και προβληματισμένος (;), απορεί και επιχειρηματολογεί «Πρόκειται για ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Αλλά αν δεν μπορώ να μεταφράσω έναν ποιητή γιατί είναι γυναίκα, νέα, μαύρη, Αμερικανίδα του 21ου αιώνα, τότε δεν μπορώ να μεταφράσω ούτε Όμηρο γιατί δεν είμαι Έλληνας του 8ου αιώνα π.Χ. Ούτε και Σαίξπηρ γιατί δεν είμαι Άγγλος του 16ου αιώνα».
Πολλοί/ές μεταφραστές/μεταφράστριες αλλά και opinion leaders στη Ισπανία βλέπουν το όλο θέμα ως μία αντιπαράθεση/αντιπαραβολή ανάμεσα στο βασισμένο στον ταυτοτικό (αυτο)προσδιορισμό λόγο και στην περιλάλητη δημιουργικότητα του μεταφραστή. Υπάρχουν και εκείνοι/ες που υποδεικνύουν –ευλόγως– ένα σωρό Καταλανές ποιήτριες αφρικανικής καταγωγής, παιδιά μεταναστών ως κατάλληλες για τη μετάφραση.
(https://www.youtube.com/watch?v=JFTEMfVVf-8).
Πάντως, ο Obiols έχει ένα δίκιο: με μια τέτοια «ταυτοτητοκεντρική» λογική οι αρχαίοι συγγραφείς φαίνεται πως βγαίνουν de facto μη μεταφράσιμοι. Εδώ που τα λέμε, οι μεταφράσεις τους είναι επί της ουσίας, μη ελέγξιμες, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το γνωστό επιστημολογικό κριτήριο της διαψευσιμότητας του Popper. Επιτρέπουν όμως την ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Από την άλλη όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κριτήριο του ταυτοτικού (αυτο)προσδιορισμού είναι πολύ εύκολο να εφαρμοσθεί στην επιλογή μεταφραστή/μεταφράστριας. Είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί ένας βουδιστής μεταφραστής για ένα έργο γραμμένο από βουδιστή, ή μια υπερήφανα vegan μεταφράστρια για μια vegan συγγραφέα. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες ταυτότητες σε έναν/μια μεταφραστή/μεταφράστρια, οι οποίες μπορούν (ή πρέπει) να λαμβάνονται υπόψιν, σε συνάρτηση, πιστεύω, με τη βαρύτητα και την προτεραιότητα που τους αποδίδει ο συγγραφέας. Στο βαθμό που πολλοί καταξιωμένοι και ευπώλητοι εν ζωή συγγραφείς (ή και οι κληρονόμοι τους) σήμερα ζητούν να έχουν –και συχνά έχουν– λόγο σχετικά με το εξώφυλλο της μετάφρασης του έργου τους σε μια άλλη γλώσσα, κάθομαι και σκέφτομαι πως και εγώ, αν ήμουν διάσημος συγγραφέας, δεν θα ήθελα να με μεταφράσει σε άλλη γλώσσα μεταφραστής που στο αγγλικό πρωτάθλημα δεν είναι οπαδός της Τότεναμ και στο ισπανικό της Μπάρσα. Η ποδοσφαιρική ταυτότητα είναι ισχυρή στις μέρες μας και σπανίως απεμπολείται από έναν εχέφρονα ενήλικα με κοινωνική συνείδηση. Γιατί αν κανείς θρησκεία αλλάζει μάλλον σπάνια, όπως ίσως και κοινωνικό φύλο, ομάδα δεν αλλάζει σχεδόν ποτέ! (Βασικά εξακολουθεί να θεωρείται ξεφτίλα).
Νομίζω πως ο Obiols πειράχτηκε μάλλον στον εγωισμό του. Τον κατανοώ. Πάντως, για την εργασία του θα αμειφθεί, όπως μας πληροφορούν οι παρ’ ολίγον εκδότες του στη μετάφραση της Gorman. Θετικό. Εξ άλλου, ακόμη και αν θεωρεί πως απερρίφθη για άλλους λόγους –πλην ενός αμερικανικού βέτο–, θα πρέπει να νιώθει υπερήφανος για το αφήγημα που προτείνουν οι εκδότες. Ακόμη και αν «έκατσαν και το έφτιαξαν» τον τιμά, δε θα τον έκαναν για όποιον κι όποιον. Θα πρέπει όμως και αυτός να αρχίσει κατανοεί τα σημεία των καιρών. (Του είναι χρήσιμο ακόμη και για να εξακολουθεί να μεταφράζει καλά και σύγχρονα). Η έκδοση αυτών των ποιημάτων της Gorman στα καταλανικά θα έχει ένα τιράζ περίπου 5000 αντιτύπων, το τριπλάσιο του συνήθους τιράζ για ανάλογα βιβλία στα καταλανικά. Ο εκδότης είναι λογικό να θέλει να ενισχύσει το αναγνωρίσιμο προφίλ της A.Gorman με κάποιον/κάποια/κάποιο «εγχώριο», που να θεωρείται από το ευρύ κοινό «ανάλογός/ή/ό της» –με τη διεσταλμένη έννοια του όρου– , δηλαδή «να είναι σε θέση να» τη μεταφράσει. Η έννοια της αναλογίας στη μεταφρασεολογία παίζει σημαντικό ρόλο. Ο εκδότης κατανοεί πως καλό είναι να έχει ένα trade-mark αναγνωρισιμότητας (;) στο προϊόν που λέγεται βιβλίο.
Θα πρέπει και ο Obiols, ο κάθε Obiols δημιουργός που επικοινωνεί με το κοινό μέσω των social media, να κατανοήσει πως μπορεί να κάνει ένα καλό φωτοσόπ στις selfie του, δεν ανάγκη να ψάχνει για κατράμι. Που είναι stuff μακράς διαρκείας, στεγανοποιητικό· δεν έχει και πολλή σχέση με τα ευμετάβολα σημεία των καιρών.
Λάντλοου
καθώς μητέρες έτρεχαν γύρω από τα αντίσκηνα, αρπάζοντας παιδιά,
ξεφεύγοντας από σφαίρες. Ένα χάος ανθρώπων σε κίνηση, κραυγές
ανδρών να οδηγηθεί η μάχη μακριά από τις πυκνά στημένες σκηνές.
Οπλισμένοι απεργοί πυροβολούσαν από ράγες και βαγόνια τρένων
και γέφυρες, σκοπεύοντας προς τα στρατόπεδα των στρατιωτών
και νότια όπου δύο οπλοπολυβόλα ριπές άδειαζαν εναντίον τους
Οι στίχοι από το αφηγηματικό ποίημα «Ludlow» του Ντέιβιντ Μέισον (David Mason) παραπέμπουν στην κορύφωση της εξέγερσης και καταστολής στις 20 Απριλίου 1914 στα ανθρακωρυχεία της πολιτείας του Κολοράντο, στη σφαγή στο Λάντλοου, όπως έχει ονομαστεί το εμβληματικό αυτό γεγονός στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού κινήματος, που συνέβαλε στην καθιέρωση οκτάωρης εργασίας και στην εφαρμογή νομοθεσίας για την παιδική εργασία.
Η προηγούμενη ημέρα ήταν Κυριακή του Ορθόδοξου Πάσχα, που είχαν γιορτάσει οικογένειες των απεργών, μεταξύ των οποίων ήταν Έλληνες, Μεξικανοί, Σκωτσέζοι και Ιταλοί. Σε σημείο που εμπόδιζε απεργοσπάστες να προσέλθουν, είχαν στήσει έναν καταυλισμό σε αντίσκηνα, με ελληνικό φούρνο και καφενείο. Είχαν προβλέψει ότι, μετά την κήρυξη της απεργίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1913, οι εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία, με προεξάρχουσα την οικογένεια Ροκφέλερ, θα τους εκδίωκαν από την πόλη εργατικών κατοικιών. Σε εργοδοτικά καταστήματα μόνο μπορούσαν να εξαργυρώσουν κουπόνια με τα οποία πληρώνονταν. Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα θέλουν ήταν ένα από τα αιτήματα των απεργών, όπως και το να πηγαίνουν σε γιατρό της επιλογής τους και όχι σε γιατρούς της εταιρείας.
Τώρα εκεί υπάρχει μια πόλη-φάντασμα. Στο μέρος όπου έγινε η σφαγή, το συνδικάτο ανθρακωρύχων της Αμερικής ύψωσε ένα μνημείο από γρανίτη, όπου έχουν χαραχθεί ονόματα νεκρών. Ο βανδαλισμός του μνημείου το 2003 επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ζωντανή ιστορία. Ανασκαφές από αρχαιολόγους έχουν σε μεγάλο βαθμό επαληθεύσει μαρτυρίες των απεργών για τα γεγονότα.
Η Εθνοφρουρά του Κολοράντο, που ζήτησαν να σταλεί οι εταιρείες των ανθρακωρυχείων, και ένοπλοι τους οποίους είχαν προσλάβει άρχισαν τη Δευτέρα εκείνη να πυροβολούν εναντίον του καταυλισμού των απεργών, κάποιοι από τους οποίους αμύνονταν με όπλα που είχαν νόμιμα αγοράσει. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα. Πολλοί σώθηκαν διαφεύγοντας στους γύρω λόφους, ιδίως όταν το σούρουπο ένα εμπορικό τρένο σταμάτησε στις ράγες μεταξύ των δύο πλευρών. Γυναίκες και παιδιά σε λαγούμια κάτω από τις τέντες πνίγηκαν από τους καπνούς, όταν οι εθνοφρουροί έβαλαν φωτιά στον καταυλισμό. Τις δέκα επόμενες ημέρες ανθρακωρύχοι οπλίστηκαν και έκαναν επιθέσεις σε εργοδοτικά καταστήματα, με δεκάδες νεκρούς, στο πιο αιματηρό ίσως επεισόδιο αυτού του είδους στην αμερικανική ιστορία.
Σε ηγέτη των απεργών είχε αναδειχθεί ο Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης), που είχε μεταναστεύσει από την Κρήτη, όπου γεννήθηκε το 1886. Αμερικανός πολίτης έγινε το 1910. Γνώριζε καλύτερα αγγλικά από άλλους μετανάστες, που βοηθούσε στις συναλλαγές τους και στην αποστολή εμβασμάτων στις οικογένειές τους. Επιδιώκοντας εκεχειρία, είχε παραμείνει στον καταυλισμό. Ενώ τον κρατούσαν, ένας από τους επικεφαλής της Εθνοφρουράς του τσάκισε το κεφάλι με μια καραμπίνα που έσπασε στα δύο. Στον δολοφόνο επιβλήθηκε αργότερα πειθαρχική επίπληξη. Με σφαίρα στην πλάτη, το πτώμα του Τίκα και δύο ακόμη απεργών παρέμειναν τρεις ημέρες δίπλα στις ράγες των τρένων που περνούσαν.
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Ο βασιλιάς άνθρακας, Άπτον Σίνκλερ στάθηκε σε πολυήμερη σιωπηλή διαμαρτυρία έξω από τα γραφεία των Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη μετά τα γεγονότα στο Λάντλοου. Το 1944 ο Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι για τη σφαγή. Ακουγόταν στις διαδηλώσεις τη δεκαετία του 1960 στην Αμερική. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί το βιβλίο για τον Τίκα του ιστορικού Ζήση Παπανικόλα. Έχουν γυριστεί και αξιόλογα ντοκιμαντέρ [Βλ.π.χ. εδώ]. Ο Λούις Τίκας πρωταγωνιστεί στο «μυθιστόρημα σε [4800] στίχους» του ανανεωτή της αφηγηματικής ποίησης Ντέιβιντ Μέισον (Ουάσινγκτον 1954), που υπήρξε «διαφνοστεφής ποιητής» του Κολοράντο, πολιτεία με την οποία συνδέεται η οικογένειά του, και καθηγητής σε πανεπιστήμιό της, πριν μετακομίσει στην Τασμανία.