Άντι Ντέιβι: Λέγοντας την αλήθεια στην εξουσία

Άντι Ντέιβι: Λέγοντας την αλήθεια στην εξουσία

«Εί­μαι πο­λι­τι­κός γε­λοιο­γρά­φος και ζω­γρά­φος. Δη­μο­σιεύ­σω τη δου­λειά μου σε διά­φο­ρες βρε­τα­νι­κές εφη­με­ρί­δες. Στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο μου ζω­γρα­φί­ζω το­πία και αφη­ρη­μέ­νες συν­θέ­σεις. Επί­σης, τρώω πο­λύ τυ­ρί». Με αυ­τά τα λό­για μας συ­στή­νε­ται ο Άντι Ντέι­βι (Andy Davey, γεν. 1956), ένας από τους πιο γνω­στούς γε­λοιο­γρά­φους του βρε­τα­νι­κού τύ­που. Αν και ξε­κί­νη­σε την επαγ­γελ­μα­τι­κή του κα­ριέ­ρα ως ερευ­νη­τής χη­μι­κός, τα πα­ρά­τη­σε για να γί­νει… άλ­λου εί­δους ερευ­νη­τής (και αιχ­μη­ρός σχο­λια­στής) της εγ­χώ­ριας και διε­θνούς πο­λι­τι­κής σκη­νής.

Από το 1993, ερ­γά­ζε­ται ως επαγ­γελ­μα­τί­ας γε­λοιο­γρά­φος και σκί­τσα του έχουν δη­μο­σιευ­τεί σε διά­φο­ρες βρε­τα­νι­κές και ευ­ρω­παϊ­κές εφη­με­ρί­δες: Guardian, Times, Independent, Sun, Evening Standard, Scotsman, New Statesman κ.ά. Συ­νερ­γά­στη­κε επί­σης με τα σα­τι­ρι­κά πε­ριο­δι­κά Private Eye και Punch (στην τε­λευ­ταία πε­ρί­ο­δο της μα­κράς εκ­δο­τι­κής ζω­ής του) και πα­ρου­σί­α­ζε κά­θε εβδο­μά­δα στην Sunday Telegraph το χιου­μο­ρι­στι­κό «προ­φίλ» πο­λι­τι­κών προ­σώ­πων που απα­σχο­λούν την επι­και­ρό­τη­τα.

Η επαγ­γελ­μα­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα εκτεί­νε­ται μέ­χρι την τη­λε­ό­ρα­ση, έχο­ντας δου­λέ­ψει σε αρ­κε­τές σει­ρές κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων, ενώ κά­λυ­πτε με σα­τι­ρι­κό τρό­πο πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα για το Channel 5 και το Sky TV News. Όπως συ­μπλη­ρώ­νει ο ίδιος χιου­μο­ρι­στι­κά, ανα­γκά­στη­κε, με κλο­τσιές και κραυ­γές, να ανα­λά­βει την προ­ε­δρία του Επαγ­γελ­μα­τι­κού Ορ­γα­νι­σμού Γε­λοιο­γρά­φων του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, από το 2006 μέ­χρι το 2012. Ει­δι­κό­τη­τά του, πά­ντως, πα­ρα­μέ­νει η πο­λι­τι­κή γε­λοιο­γρα­φία, φω­τί­ζο­ντας με χιού­μορ τα πιο μαύ­ρα σε­νά­ρια ει­δή­σε­ων στον κό­σμο. Δείγ­μα­τα της δου­λειάς του και η συ­νέ­ντευ­ξη που ακο­λου­θεί, απο­τε­λούν τα δια­πι­στευ­τή­ριά του.

Προς… τη δόξα!

Προς… τη δόξα!

Προς… τη δόξα!

•  Τι σε πα­ρα­κί­νη­σε να αφή­σεις τη δου­λειά σου ως ερευ­νη­τής χη­μι­κός και να γί­νεις γε­λοιο­γρά­φος; Ήταν μια εύ­κο­λη ή δύ­σκο­λη με­τά­βα­ση;

«Πραγ­μα­τι­κά ήταν μια εύ­κο­λη από­φα­ση, πα­ρά την πα­ρά­λο­γη φύ­ση αυ­τής της κί­νη­σης. Σκι­τσά­ρι­ζα από μι­κρή ηλι­κία. Γύ­ρω στα 10, θυ­μά­μαι, σκε­φτό­μουν ότι θα ήταν πο­λύ δια­σκε­δα­στι­κό με­γα­λώ­νο­ντας να γί­νω γε­λοιο­γρά­φος, διά­βα­ζα πολ­λά κό­μικς εκεί­νη την επο­χή –αγ­γλι­κά, όχι αμε­ρι­κα­νι­κά φα­ντα­σί­ας. Εί­χα την ιδέα ότι δεν θα χρεια­ζό­ταν να ξυ­πνάω νω­ρίς, ότι θα μπο­ρού­σα να κά­νω το κέ­φι μου σκι­τσά­ρο­ντας, και μά­λι­στα θα πλη­ρω­νό­μουν για αυ­τό. Επι­πλέ­ον, δεν θα χρεια­ζό­ταν να φο­ράω γρα­βά­τα. Ως προς το τε­λευ­ταίο, απο­δεί­χτη­κε ότι εί­χα δί­κιο. Χρειά­στη­κε όμως να πα­ρα­τή­σω την τέ­χνη για χά­ρη της επι­στή­μης, για­τί οι κα­θη­γη­τές στο σχο­λείο επέ­με­ναν ότι τα μό­να επαγ­γέλ­μα­τα που μπο­ρού­σαν να σου πα­ρέ­χουν άνε­τη ζωή ήταν τε­χνι­κής κα­τεύ­θυν­σης. Αι­σθάν­θη­κα ότι ήταν ανό­η­το να γί­νω γε­λοιο­γρά­φος. Στον πε­ρί­γυ­ρό μου δεν ήξε­ρα κα­νέ­να που να ήταν γε­λοιο­γρά­φος και γε­νι­κό­τε­ρα δεν γνώ­ρι­ζα κα­νέ­να καλ­λι­τέ­χνη. Με­γά­λω­σα σε μια τα­πει­νή γει­το­νιά του νό­τιου Λον­δί­νου. Δεν πί­στευα ότι άν­θρω­ποι σαν κι εμέ­να θα μπο­ρού­σαν απλά να κά­νουν ό, τι ήθε­λαν. Όμως, όσο ήμουν ασκού­με­νος επι­στή­μο­νας δια­τή­ρη­σα ένα κρυ­φό όνει­ρο, αν και για πολ­λά χρό­νια το θε­ω­ρού­σα ως μη ρε­α­λι­στι­κό. Τε­λι­κά, ο βρά­χος γκρε­μί­στη­κε και απο­φά­σι­σα να ακο­λου­θή­σω το όνει­ρό μου. Κοι­τά­ζο­ντας πί­σω θα έλε­γα ότι ήταν σκέ­τη τρέ­λα. Δεν εί­χα προ­σό­ντα, ήμουν στα τριά­ντα μου και στην Αγ­γλία δια­νύ­α­με μια με­γά­λη ύφε­ση. Επι­πλέ­ον, ο αριθ­μός των γε­λοιο­γρα­φιών που δη­μο­σιεύ­ο­νταν στις εφη­με­ρί­δες εί­χε ήδη μειω­θεί ση­μα­ντι­κά. Αλ­λά εκεί­νη τη στιγ­μή δεν υπήρ­χε χώ­ρος για κά­τι άλ­λο στο μυα­λό μου. Εί­μαι εξαι­ρε­τι­κά χα­ρού­με­νος που εί­χα την τυ­φλή αυ­το­πε­ποί­θη­ση να πη­δή­ξω από εκεί­νο το βρά­χο».

• Τι ση­μαί­νει για σέ­να να εί­σαι πο­λι­τι­κός γε­λοιο­γρά­φος;

«Ωχ, αυ­τή εί­ναι μια δύ­σκο­λη ερώ­τη­ση! Μπή­κα στον κό­σμο της πο­λι­τι­κής γε­λοιο­γρα­φί­ας επει­δή: α) δεν μπο­ρείς να ζή­σεις στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο απλώς σχε­διά­ζο­ντας “ανώ­δυ­να” χιου­μο­ρι­στι­κά σκί­τσα. Θα μπο­ρού­σες να το κά­νεις πριν από 50 χρό­νια, αλ­λά αυ­τές οι χρυ­σές μέ­ρες εί­χαν ήδη πε­ρά­σει, β) ήμουν πο­λι­τι­κά ενερ­γός εκεί­νη την επο­χή - ήταν το τέ­λος του κα­θε­στώ­τος της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ και ήμουν θυ­μω­μέ­νος. Ήθε­λα να επι­ση­μά­νω κά­ποια πράγ­μα­τα στον κό­σμο. Εξα­κο­λου­θώ να το κά­νω, αλ­λά τώ­ρα πια εί­μαι αρ­κε­τά τα­πει­νός για να μπο­ρώ να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω ότι η φω­νή κά­θε ατό­μου εί­ναι μια μι­κρή κραυ­γή στην κα­κο­φω­νία που επι­κρα­τεί γύ­ρω μας, και γ) θα μπο­ρού­σα να σχε­διά­ζω γε­λοιο­γρα­φί­ες σε ένα απο­δε­κτό, ανα­γνω­ρί­σι­μο επί­πε­δο -δεν το μπο­ρούν όλοι οι γε­λοιο­γρά­φοι. Το θέ­μα υπο­θέ­τω εί­ναι, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το πα­λιό κα­λό ρη­τό, να λέ­με την αλή­θεια στην εξου­σία. Άλ­λο τώ­ρα αν η εξου­σία ακού­ει κα­νέ­ναν, πό­σο μάλ­λον ένα γε­λοιο­γρά­φο. Ένα άλ­λο πα­λιό ρη­τό στο επάγ­γελ­μά μας λέ­ει ότι μια γε­λοιο­γρα­φία πρέ­πει να στέ­κε­ται απέ­να­ντι στους εξου­σια­στές και να υπε­ρα­σπί­ζε­ται τους εξου­σια­ζό­με­νους. Αυ­τό εί­ναι ένας πο­λύ ευαί­σθη­τος κα­νό­νας: Μη χλευά­ζεις πο­τέ τους αδύ­να­μους, έχουν ήδη αρ­κε­τά προ­βλή­μα­τα. Πράγ­μα που μας οδη­γεί σε έναν άλ­λο κα­θο­ρι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα, τους συ­ντά­κτες. Όλοι τούς χρεια­ζό­μα­στε για να κο­σκι­νί­σουν και να πα­ρου­σιά­σουν τα “ακα­τέρ­γα­στα νέα” σε ευα­νά­γνω­στη μορ­φή. Ταυ­τό­χρο­να όμως, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­ντά­κτες, δυ­στυ­χώς δεν ανα­φέ­ρο­μαι μό­νο στην Αγ­γλία, εί­ναι “θυ­ρο­φύ­λα­κες” που προ­σλαμ­βά­νο­νται από τους βα­ρό­νους των μέ­σων ενη­μέ­ρω­σης για να πα­ρου­σιά­ζουν τις ει­δή­σεις σύμ­φω­να με τη δι­κή τους πο­λι­τι­κή οπτι­κή. Κυ­ρί­ως όμως, για να προ­ω­θούν τις κα­τάλ­λη­λες συν­θή­κες μέ­σω των οποί­ων οι ιδιο­κτή­τες των μέ­σων μπο­ρούν να κά­νουν ανε­μπό­δι­στα τη δου­λειά τους. Στη χώ­ρα μου, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­σα μα­ζι­κής ενη­μέ­ρω­σης έχουν πα­ρα­μορ­φω­θεί. Σχε­δόν όλες οι εφη­με­ρί­δες ανή­κουν σε μια ολι­γαρ­χία δι­σε­κα­τομ­μυ­ριού­χων, που χρη­σι­μο­ποιούν τα έντυ­πά τους για να επι­βάλ­λουν τις πο­λι­τι­κές τους από­ψεις. Εφαρ­μό­ζουν ένα μο­ντέ­λο λαϊ­κι­σμού, θα το ονό­μα­ζα “βα­σι­κού εν­στί­κτου”, που το βλέ­που­με και αλ­λού. Απο­τε­λεί τη βά­ση για πολ­λές κυ­βερ­νή­σεις, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των ανί­κα­νων, ανό­η­των και ψευ­τών που διοι­κούν τώ­ρα το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο. Δεν δι­στά­ζω να πω ότι οι ιδιο­κτή­τες αυ­τών των μέ­σων ενη­μέ­ρω­σης ήταν υπεύ­θυ­νοι για τη δη­μιουρ­γία των συν­θη­κών όπου εμείς οι Βρε­τα­νοί ψη­φί­σα­με, σαν αρ­νιά οδη­γού­με­να στη σφα­γή, το Brexit. Δού­λε­ψα σε ένα τέ­τοιο τα­μπλόιντ για αρ­κε­τά χρό­νια και η άνω­θεν πα­ρέμ­βα­ση, κα­τεύ­θυν­ση ου­σια­στι­κά, ήταν διαρ­κής. Έγι­νε ακό­μα χει­ρό­τε­ρη στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου. Ήταν κά­τι απο­θαρ­ρυ­ντι­κό, συ­ναι­σθη­μα­τι­κά εξα­ντλη­τι­κό. Δεν υπήρ­χαν όμως πολ­λές εναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις. Ήταν λί­γες οι εφη­με­ρί­δες που θα μπο­ρού­σα να ερ­γα­στώ με κα­λύ­τε­ρους όρους. Όμως, όλες διέ­θε­ταν ήδη εξαι­ρε­τι­κούς γε­λοιο­γρά­φους στο δυ­να­μι­κό τους. Τώ­ρα συ­νερ­γά­ζο­μαι κυ­ρί­ως με δύο εφη­με­ρί­δες. Η μία εί­ναι η Evening Standard που κι­νεί­ται δε­ξιό­τε­ρα του κέ­ντρου, αλ­λά αντι­τί­θε­ται στον Μπό­ρις Τζόν­σον και, επο­μέ­νως, μου επι­τρέ­πε­ται να τον “στρι­μώ­χνω στα σκοι­νιά”. Η άλ­λη εί­ναι η Telegraph, που θα την όρι­ζα ως “Μπό­ρις-Κε­ντρώα”. Εδώ τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο δύ­σκο­λα και πρέ­πει να ακο­λου­θώ μια προ­σε­κτι­κή γραμ­μή για­τί οι ανα­γνώ­στες, στην πλειο­ψη­φία τους, εί­ναι οπα­δοί του Τζόν­σον. Προ­σπα­θώ να τον σα­τι­ρί­ζω όσο μπο­ρώ, αλ­λά υπάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρος βαθ­μός δυ­σκο­λί­ας. Η ιδέα ότι εμείς οι πο­λι­τι­κοί γε­λοιο­γρά­φοι εί­μα­στε όλοι γεν­ναί­οι πο­λε­μι­στές της αλή­θειας εί­ναι απλά μια φα­ντα­σί­ω­ση στον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο. Μπο­ρεί να ισχύ­ει για με­ρι­κούς κα­θιε­ρω­μέ­νους βρε­τα­νούς γε­λοιο­γρά­φους σε φι­λε­λεύ­θε­ρες εφη­με­ρί­δες, όπως ο Στιβ Μπελ (Steve Bell) και ο Μάρ­τιν Ρό­ου­σον (Martin Rowson) στην Guardian, ο Ντέιβ Μπρά­ουν (Dave Brown) στην Independent κ.ά., αλ­λά γε­νι­κά δεν εί­ναι κά­τι που συμ­βαί­νει σε με­γά­λη έκτα­ση».

• Πό­σο δη­μο­σιο­γρά­φος εί­ναι ένας πο­λι­τι­κός γε­λοιο­γρά­φος;

«Για μέ­να, όχι πο­λύ. Εάν ρω­τού­σες τον Μάρ­τιν Ρό­ου­σον, θα σου έλε­γε ότι εί­ναι οπτι­κός δη­μο­σιο­γρά­φος. Δεν βλέ­πω τον εαυ­τό μου έτσι. Υπο­θέ­τω ότι εξαρ­τά­ται από τον ορι­σμό του δη­μο­σιο­γρά­φου. Ντρέ­πο­μαι πο­λύ να πα­ρα­δε­χτώ ότι μέ­χρι πρό­σφα­τα ο Μπό­ρις Τζόν­σον ήταν αρ­θρο­γρά­φος σε μια από τις εφη­με­ρί­δες που συ­νερ­γα­ζό­μουν, την Telegraph. Kαι ήταν πο­λύ κα­λά αμει­βό­με­νος. Έγρα­φε ανοη­σί­ες, όπως ακρι­βώς έκα­νε όλα αυ­τά τα χρό­νια πριν στις Βρυ­ξέλ­λες, όπου αρά­δια­ζε απί­στευ­τες ιστο­ρί­ες σχε­τι­κά με την Ε.Ε. και τις “σκο­τει­νές επι­διώ­ξεις” της. Για να επι­στρέ­ψω στο ερώ­τη­μά σου, δεν σκέ­φτο­μαι τον εαυ­τό μου ως δη­μο­σιο­γρά­φο. Υπο­θέ­τω ότι όταν κά­νω πο­λι­τι­κές γε­λοιο­γρα­φί­ες θε­ω­ρώ τον εαυ­τό μου ως μέ­σο πο­λί­τη και, μά­λι­στα, θυ­μω­μέ­νο».

• Μέ­χρι πού φθά­νουν τα όρια της σά­τι­ρας; Υπάρ­χουν κά­ποιοι πε­ριο­ρι­σμοί που θέ­τεις στον εαυ­τό σου;

«Δεν γνω­ρί­ζω. Υπο­θέ­τω ότι ο κα­θέ­νας έχει τα δι­κά του όρια, το δι­κό του ση­μείο όπου νιώ­θει ότι προ­σβάλ­λε­ται. Προ­σω­πι­κά, δεν με ενο­χλεί πο­λύ μια γε­λοιο­γρα­φία, εκτός κι αν εί­ναι ανοι­χτά ρα­τσι­στι­κή, ή αστειεύ­ε­ται σε βά­ρος φτω­χών και ανί­σχυ­ρων αν­θρώ­πων Αλ­λά ακό­μα κι αν προ­σβλη­θώ, έχω την επι­λο­γή τι να κά­νω γι' αυ­τό. Ωστό­σο, φαί­νε­ται ότι η τά­ση των αν­θρώ­πων να προ­σβάλ­λο­νται έχει αυ­ξη­θεί. Ευ­ε­ξή­γη­το σε αυ­τήν την κοι­νω­νία που κυ­ριαρ­χεί­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο από το Twitter και τις χο­λε­ρι­κές αναρ­τή­σεις. Όσο για εμέ­να, προ­σπα­θώ να με­τα­τρέ­πω αυ­τό το θυ­μό σε αστείο. Το να σα­τι­ρί­ζω τους πο­λι­τι­κούς εί­ναι κα­λύ­τε­ρο από το να τους σου­βλί­ζω. Λι­γό­τε­ρο αί­μα, πε­ρισ­σό­τε­ρο γέ­λιο. Το γέ­λιο εί­ναι υπέ­ρο­χο για τη διά­δο­ση ιδε­ών και η σά­τι­ρα απο­τε­λεί μια κρί­σι­μη βαλ­βί­δα απε­λευ­θέ­ρω­σης για κά­θε κοι­νω­νία».

• Στα σχε­δόν 30 χρό­νια της μέ­χρι τώ­ρα κα­ριέ­ρας σου έχουν πα­ρε­λά­σει πολ­λοί πρω­θυ­πουρ­γοί από την πο­λι­τι­κή σκη­νή της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας. Ποιος εί­ναι ο αγα­πη­μέ­νος σου… γε­λοιο­γρα­φι­κά;

«Ωωω, υπάρ­χει πά­ντα κά­ποιος να σκε­φτώ. Ίσως ο Τζέιμς Κά­με­ρον. Ήταν κομ­ψός, λα­μπε­ρός, φι­λι­κός, αλ­λά δεν εί­χε την πα­ρα­μι­κρή ιδέα τι ήθε­λε να κά­νει με τη χώ­ρα. Όταν ρω­τή­θη­κε κά­πο­τε για­τί ήθε­λε να γί­νει πρω­θυ­πουρ­γός, απά­ντη­σε - με μια απά­ντη­ση γε­μά­τη από τη βε­βαιό­τη­τα ενός τρο­φί­μου ιδιω­τι­κού κο­λε­γί­ου σχε­τι­κά με το δι­καί­ω­μά του στην εξου­σία - ότι πί­στευε πως θα “ήταν αρ­κε­τά κα­λός σε αυ­τό”. Σαν να διοι­κεί μια ομά­δα κρί­κετ του χω­ριού, ή κά­τι τέ­τοιο. Μια στιγ­μή, όμως. Ίσως ο πιο “αγα­πη­μέ­νος” μου να εί­ναι ο Μπό­ρις Τζόν­σον. Εί­ναι εύ­κο­λο να τον σκι­τσά­ρεις λό­γω των ξαν­θών, ακα­τά­στα­των μαλ­λιών και της λι­πα­ρό­τη­τάς του. Εί­ναι μια γε­λοία φι­γού­ρα – πα­χιά, βρώ­μι­κη, πα­λιο­μο­δί­τι­κη, ασυ­γκρά­τη­τη στα λό­για και ανί­κα­νη στα έρ­γα. Ντρέ­πο­μαι που εί­ναι πρω­θυ­πουρ­γός μας. Μπο­ρώ μό­νο να ελ­πί­ζω ότι οι Ευ­ρω­παί­οι θα δουν ότι δεν εί­μα­στε όλοι τό­σο ανό­η­τοι ή ξε­νο­φο­βι­κοί όσο αυ­τός. Μας κυ­βερ­νά κά­ποιος που εί­ναι ανί­κα­νος, ή μια κα­κό­βου­λη, απα­τη­λή μα­ριο­νέ­τα των χρη­μα­το­δο­τών. Ίσως και τα δύο. Ένας χρή­σι­μος ηλί­θιος».

• Πό­σο ανα­γκαία εί­ναι η πο­λι­τι­κή γε­λοιο­γρα­φία για το κοι­νό;

«Πρέ­πει να πω ότι εί­ναι κά­τι ση­μα­ντι­κό. Το κοι­νό χρειά­ζε­ται και ανα­ζη­τά κά­ποιο τρό­πο να δια­σκε­δά­ζει με τους γε­λοί­ους “ηγέ­τες” μας. Μου αρέ­σει να πι­στεύω ότι οι πο­λι­τι­κές γε­λοιο­γρα­φί­ες δί­νουν μια εναλ­λα­κτι­κή άπο­ψη και κά­νουν τους αν­θρώ­πους να γε­λούν -και να σκέ­φτο­νται. Δεν το ξέ­ρω. Αυ­τό που γνω­ρί­ζω εί­ναι ότι όλο και λι­γό­τε­ροι άν­θρω­ποι δια­βά­ζουν εφη­με­ρί­δες, κα­θώς και ότι εί­ναι όλο και πιο δύ­σκο­λο να βρεις γε­λοιο­γρα­φί­ες σε ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κές ιστο­σε­λί­δες. Στις εφη­με­ρί­δες, μπο­ρείς να δεις μια γε­λοιο­γρα­φία, δί­πλα από τις ει­δή­σεις. Εί­ναι ένα εί­δος τυ­χαί­ας ανα­κά­λυ­ψης, μια ελα­φριά ανα­κού­φι­ση από τα άσχη­μα νέα που την πε­ρι­στοι­χί­ζουν. Αντι­θέ­τως, στο δια­δί­κτυο πρέ­πει να ψά­ξεις ενερ­γά για να τη βρεις και αυ­τό εί­ναι μια εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή εμπει­ρία. Υπάρ­χει τό­σο σα­τι­ρι­κό υλι­κό, πα­ντός εί­δους, δια­θέ­σι­μο στο δια­δί­κτυο, που φο­βά­μαι ότι οι “εξη­με­ρω­μέ­νες” γε­λοιο­γρα­φί­ες του τύ­που φαί­νο­νται κά­πως πα­ρω­χη­μέ­νες στην επο­χή του Twitter».

• Κα­θώς οι εφη­με­ρί­δες μειώ­νο­νται και οι πο­λι­τι­κές γε­λοιο­γρα­φί­ες εξα­φα­νί­ζο­νται από τις σε­λί­δες τους, υπάρ­χει μέλ­λον για αυ­τές στο νέο ψη­φια­κό κό­σμο;

«Εί­ναι μια κα­λή ερώ­τη­ση και αυ­τή που δυ­σκο­λεύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο εμάς τους γε­λοιο­γρά­φους. Φαί­νε­ται προ­φα­νές με την πρώ­τη μα­τιά ότι οι γε­λοιο­γρα­φί­ες, με τα γρα­φι­κά, ζω­η­ρά σχέ­δια, ται­ριά­ζουν ιδα­νι­κά στην ψη­φια­κή οθό­νη. Και έτσι εί­ναι. Αλ­λά όπως εί­πα, το δια­δί­κτυο εί­ναι γε­μά­το από φω­τει­νές, πο­λύ­χρω­μες ει­κό­νες και βί­ντεο, με απο­τέ­λε­σμα η γε­λοιο­γρα­φία να αντι­με­τω­πί­ζει ισχυ­ρό αντα­γω­νι­σμό. Δεν έχω ιδέα πώς θα κα­τα­να­λώ­νο­νται οι ει­δή­σεις στο μέλ­λον. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι στον κό­σμο που ζού­με, με την τε­ρά­στια όσο και ανε­ξέ­λεγ­κτη λή­ψη πλη­ρο­φο­ριών, χρεια­ζό­μα­στε πε­πει­ρα­μέ­νους συ­ντά­κτες για να τις φιλ­τρά­ρουν και αδέ­σμευ­τους σχο­λια­στές για να τις κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τα­νοη­τές. Πα­ρά τα προ­βλή­μα­τα, η γε­λοιο­γρα­φία συ­νε­χί­ζει να εί­ναι πα­ρού­σα. Μπο­ρεί να μην εκ­πέ­μπει το μή­νυ­μά της μέ­σω ενός ιστό­το­που εφη­με­ρί­δας, εί­ναι τό­σο δύ­σκο­λο πια να βρεις γε­λοιο­γρα­φία εκεί, αλ­λά έχω πα­ρα­τη­ρή­σει ότι όταν μια γε­λοιο­γρα­φία συν­δέ­ε­ται με ένα Tweet, πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται η με­τά­δο­σή της. Εί­ναι μια κα­λή έν­δει­ξη ότι οι γε­λοιο­γρα­φί­ες πα­ρα­μέ­νουν ισχυ­ρές. Και με τη σά­τι­ρά τους κε­ντρί­ζουν την εξου­σία. Αυ­τό μπο­ρεί να ση­μαί­νει ότι γί­νο­νται πιο επι­θε­τι­κές στο θυ­μό τους, αλ­λά μπο­ρεί επί­σης να ση­μαί­νει –λό­γω του μά­ντρα της "δω­ρε­άν πα­ρο­χής πε­ριε­χο­μέ­νου" στο Δια­δί­κτυο– ότι γί­νο­νται χό­μπι, αντί για αμει­βό­με­νη ερ­γα­σία. Το πράγ­μα οδη­γεί­ται ήδη προς αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση. Ποιος εται­ρι­κός γί­γα­ντας, ευαί­σθη­τος σε αγω­γές και δι­κα­στι­κές διώ­ξεις, θα ήθε­λε να πλη­ρώ­νει ένα θυ­μω­μέ­νο σα­τι­ρι­στή με ικα­νο­ποι­η­τι­κό μι­σθό, για να σκι­τσά­ρει “προ­σβλη­τι­κές” γε­λοιο­γρα­φί­ες; Δεν το γνω­ρί­ζω. Με κά­νει πά­ντως να συ­νει­δη­το­ποιώ πό­σο τυ­χε­ρός εί­μαι που μπο­ρώ να σχε­διά­ζω και να δη­μο­σιεύ­σω τις ιδέ­ες μου προς ένα ευ­ρύ ανα­γνω­στι­κό κοι­νό – και να πλη­ρώ­νο­μαι για αυ­τό. Εί­μαι πράγ­μα­τι προ­νο­μιού­χος».

Ο Άντι… από το πενάκι του Ντέιβι
Ο Άντι… από το πενάκι του Ντέιβι
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: