Χάρτης 28 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-28/komiks/andy-davey-legontas-thn-alhoeia-sthn-exoysia
«Είμαι πολιτικός γελοιογράφος και ζωγράφος. Δημοσιεύσω τη δουλειά μου σε διάφορες βρετανικές εφημερίδες. Στον ελεύθερο χρόνο μου ζωγραφίζω τοπία και αφηρημένες συνθέσεις. Επίσης, τρώω πολύ τυρί». Με αυτά τα λόγια μας συστήνεται ο Άντι Ντέιβι (Andy Davey, γεν. 1956), ένας από τους πιο γνωστούς γελοιογράφους του βρετανικού τύπου. Αν και ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως ερευνητής χημικός, τα παράτησε για να γίνει… άλλου είδους ερευνητής (και αιχμηρός σχολιαστής) της εγχώριας και διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Από το 1993, εργάζεται ως επαγγελματίας γελοιογράφος και σκίτσα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες βρετανικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες: Guardian, Times, Independent, Sun, Evening Standard, Scotsman, New Statesman κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης με τα σατιρικά περιοδικά Private Eye και Punch (στην τελευταία περίοδο της μακράς εκδοτικής ζωής του) και παρουσίαζε κάθε εβδομάδα στην Sunday Telegraph το χιουμοριστικό «προφίλ» πολιτικών προσώπων που απασχολούν την επικαιρότητα.
Η επαγγελματική του δραστηριότητα εκτείνεται μέχρι την τηλεόραση, έχοντας δουλέψει σε αρκετές σειρές κινουμένων σχεδίων, ενώ κάλυπτε με σατιρικό τρόπο πολιτικά γεγονότα για το Channel 5 και το Sky TV News. Όπως συμπληρώνει ο ίδιος χιουμοριστικά, αναγκάστηκε, με κλοτσιές και κραυγές, να αναλάβει την προεδρία του Επαγγελματικού Οργανισμού Γελοιογράφων του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 2006 μέχρι το 2012. Ειδικότητά του, πάντως, παραμένει η πολιτική γελοιογραφία, φωτίζοντας με χιούμορ τα πιο μαύρα σενάρια ειδήσεων στον κόσμο. Δείγματα της δουλειάς του και η συνέντευξη που ακολουθεί, αποτελούν τα διαπιστευτήριά του.
• Τι σε παρακίνησε να αφήσεις τη δουλειά σου ως ερευνητής χημικός και να γίνεις γελοιογράφος; Ήταν μια εύκολη ή δύσκολη μετάβαση;
«Πραγματικά ήταν μια εύκολη απόφαση, παρά την παράλογη φύση αυτής της κίνησης. Σκιτσάριζα από μικρή ηλικία. Γύρω στα 10, θυμάμαι, σκεφτόμουν ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό μεγαλώνοντας να γίνω γελοιογράφος, διάβαζα πολλά κόμικς εκείνη την εποχή –αγγλικά, όχι αμερικανικά φαντασίας. Είχα την ιδέα ότι δεν θα χρειαζόταν να ξυπνάω νωρίς, ότι θα μπορούσα να κάνω το κέφι μου σκιτσάροντας, και μάλιστα θα πληρωνόμουν για αυτό. Επιπλέον, δεν θα χρειαζόταν να φοράω γραβάτα. Ως προς το τελευταίο, αποδείχτηκε ότι είχα δίκιο. Χρειάστηκε όμως να παρατήσω την τέχνη για χάρη της επιστήμης, γιατί οι καθηγητές στο σχολείο επέμεναν ότι τα μόνα επαγγέλματα που μπορούσαν να σου παρέχουν άνετη ζωή ήταν τεχνικής κατεύθυνσης. Αισθάνθηκα ότι ήταν ανόητο να γίνω γελοιογράφος. Στον περίγυρό μου δεν ήξερα κανένα που να ήταν γελοιογράφος και γενικότερα δεν γνώριζα κανένα καλλιτέχνη. Μεγάλωσα σε μια ταπεινή γειτονιά του νότιου Λονδίνου. Δεν πίστευα ότι άνθρωποι σαν κι εμένα θα μπορούσαν απλά να κάνουν ό, τι ήθελαν. Όμως, όσο ήμουν ασκούμενος επιστήμονας διατήρησα ένα κρυφό όνειρο, αν και για πολλά χρόνια το θεωρούσα ως μη ρεαλιστικό. Τελικά, ο βράχος γκρεμίστηκε και αποφάσισα να ακολουθήσω το όνειρό μου. Κοιτάζοντας πίσω θα έλεγα ότι ήταν σκέτη τρέλα. Δεν είχα προσόντα, ήμουν στα τριάντα μου και στην Αγγλία διανύαμε μια μεγάλη ύφεση. Επιπλέον, ο αριθμός των γελοιογραφιών που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες είχε ήδη μειωθεί σημαντικά. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε χώρος για κάτι άλλο στο μυαλό μου. Είμαι εξαιρετικά χαρούμενος που είχα την τυφλή αυτοπεποίθηση να πηδήξω από εκείνο το βράχο».
• Τι σημαίνει για σένα να είσαι πολιτικός γελοιογράφος;
«Ωχ, αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση! Μπήκα στον κόσμο της πολιτικής γελοιογραφίας επειδή: α) δεν μπορείς να ζήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο απλώς σχεδιάζοντας “ανώδυνα” χιουμοριστικά σκίτσα. Θα μπορούσες να το κάνεις πριν από 50 χρόνια, αλλά αυτές οι χρυσές μέρες είχαν ήδη περάσει, β) ήμουν πολιτικά ενεργός εκείνη την εποχή - ήταν το τέλος του καθεστώτος της Μάργκαρετ Θάτσερ και ήμουν θυμωμένος. Ήθελα να επισημάνω κάποια πράγματα στον κόσμο. Εξακολουθώ να το κάνω, αλλά τώρα πια είμαι αρκετά ταπεινός για να μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι η φωνή κάθε ατόμου είναι μια μικρή κραυγή στην κακοφωνία που επικρατεί γύρω μας, και γ) θα μπορούσα να σχεδιάζω γελοιογραφίες σε ένα αποδεκτό, αναγνωρίσιμο επίπεδο -δεν το μπορούν όλοι οι γελοιογράφοι. Το θέμα υποθέτω είναι, χρησιμοποιώντας το παλιό καλό ρητό, να λέμε την αλήθεια στην εξουσία. Άλλο τώρα αν η εξουσία ακούει κανέναν, πόσο μάλλον ένα γελοιογράφο. Ένα άλλο παλιό ρητό στο επάγγελμά μας λέει ότι μια γελοιογραφία πρέπει να στέκεται απέναντι στους εξουσιαστές και να υπερασπίζεται τους εξουσιαζόμενους. Αυτό είναι ένας πολύ ευαίσθητος κανόνας: Μη χλευάζεις ποτέ τους αδύναμους, έχουν ήδη αρκετά προβλήματα. Πράγμα που μας οδηγεί σε έναν άλλο καθοριστικό παράγοντα, τους συντάκτες. Όλοι τούς χρειαζόμαστε για να κοσκινίσουν και να παρουσιάσουν τα “ακατέργαστα νέα” σε ευανάγνωστη μορφή. Ταυτόχρονα όμως, οι περισσότεροι συντάκτες, δυστυχώς δεν αναφέρομαι μόνο στην Αγγλία, είναι “θυροφύλακες” που προσλαμβάνονται από τους βαρόνους των μέσων ενημέρωσης για να παρουσιάζουν τις ειδήσεις σύμφωνα με τη δική τους πολιτική οπτική. Κυρίως όμως, για να προωθούν τις κατάλληλες συνθήκες μέσω των οποίων οι ιδιοκτήτες των μέσων μπορούν να κάνουν ανεμπόδιστα τη δουλειά τους. Στη χώρα μου, τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν παραμορφωθεί. Σχεδόν όλες οι εφημερίδες ανήκουν σε μια ολιγαρχία δισεκατομμυριούχων, που χρησιμοποιούν τα έντυπά τους για να επιβάλλουν τις πολιτικές τους απόψεις. Εφαρμόζουν ένα μοντέλο λαϊκισμού, θα το ονόμαζα “βασικού ενστίκτου”, που το βλέπουμε και αλλού. Αποτελεί τη βάση για πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ανίκανων, ανόητων και ψευτών που διοικούν τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν διστάζω να πω ότι οι ιδιοκτήτες αυτών των μέσων ενημέρωσης ήταν υπεύθυνοι για τη δημιουργία των συνθηκών όπου εμείς οι Βρετανοί ψηφίσαμε, σαν αρνιά οδηγούμενα στη σφαγή, το Brexit. Δούλεψα σε ένα τέτοιο ταμπλόιντ για αρκετά χρόνια και η άνωθεν παρέμβαση, κατεύθυνση ουσιαστικά, ήταν διαρκής. Έγινε ακόμα χειρότερη στο πέρασμα του χρόνου. Ήταν κάτι αποθαρρυντικό, συναισθηματικά εξαντλητικό. Δεν υπήρχαν όμως πολλές εναλλακτικές λύσεις. Ήταν λίγες οι εφημερίδες που θα μπορούσα να εργαστώ με καλύτερους όρους. Όμως, όλες διέθεταν ήδη εξαιρετικούς γελοιογράφους στο δυναμικό τους. Τώρα συνεργάζομαι κυρίως με δύο εφημερίδες. Η μία είναι η Evening Standard που κινείται δεξιότερα του κέντρου, αλλά αντιτίθεται στον Μπόρις Τζόνσον και, επομένως, μου επιτρέπεται να τον “στριμώχνω στα σκοινιά”. Η άλλη είναι η Telegraph, που θα την όριζα ως “Μπόρις-Κεντρώα”. Εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και πρέπει να ακολουθώ μια προσεκτική γραμμή γιατί οι αναγνώστες, στην πλειοψηφία τους, είναι οπαδοί του Τζόνσον. Προσπαθώ να τον σατιρίζω όσο μπορώ, αλλά υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός δυσκολίας. Η ιδέα ότι εμείς οι πολιτικοί γελοιογράφοι είμαστε όλοι γενναίοι πολεμιστές της αλήθειας είναι απλά μια φαντασίωση στον πραγματικό κόσμο. Μπορεί να ισχύει για μερικούς καθιερωμένους βρετανούς γελοιογράφους σε φιλελεύθερες εφημερίδες, όπως ο Στιβ Μπελ (Steve Bell) και ο Μάρτιν Ρόουσον (Martin Rowson) στην Guardian, ο Ντέιβ Μπράουν (Dave Brown) στην Independent κ.ά., αλλά γενικά δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλη έκταση».
• Πόσο δημοσιογράφος είναι ένας πολιτικός γελοιογράφος;
«Για μένα, όχι πολύ. Εάν ρωτούσες τον Μάρτιν Ρόουσον, θα σου έλεγε ότι είναι οπτικός δημοσιογράφος. Δεν βλέπω τον εαυτό μου έτσι. Υποθέτω ότι εξαρτάται από τον ορισμό του δημοσιογράφου. Ντρέπομαι πολύ να παραδεχτώ ότι μέχρι πρόσφατα ο Μπόρις Τζόνσον ήταν αρθρογράφος σε μια από τις εφημερίδες που συνεργαζόμουν, την Telegraph. Kαι ήταν πολύ καλά αμειβόμενος. Έγραφε ανοησίες, όπως ακριβώς έκανε όλα αυτά τα χρόνια πριν στις Βρυξέλλες, όπου αράδιαζε απίστευτες ιστορίες σχετικά με την Ε.Ε. και τις “σκοτεινές επιδιώξεις” της. Για να επιστρέψω στο ερώτημά σου, δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου ως δημοσιογράφο. Υποθέτω ότι όταν κάνω πολιτικές γελοιογραφίες θεωρώ τον εαυτό μου ως μέσο πολίτη και, μάλιστα, θυμωμένο».
• Μέχρι πού φθάνουν τα όρια της σάτιρας; Υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί που θέτεις στον εαυτό σου;
«Δεν γνωρίζω. Υποθέτω ότι ο καθένας έχει τα δικά του όρια, το δικό του σημείο όπου νιώθει ότι προσβάλλεται. Προσωπικά, δεν με ενοχλεί πολύ μια γελοιογραφία, εκτός κι αν είναι ανοιχτά ρατσιστική, ή αστειεύεται σε βάρος φτωχών και ανίσχυρων ανθρώπων Αλλά ακόμα κι αν προσβληθώ, έχω την επιλογή τι να κάνω γι' αυτό. Ωστόσο, φαίνεται ότι η τάση των ανθρώπων να προσβάλλονται έχει αυξηθεί. Ευεξήγητο σε αυτήν την κοινωνία που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από το Twitter και τις χολερικές αναρτήσεις. Όσο για εμένα, προσπαθώ να μετατρέπω αυτό το θυμό σε αστείο. Το να σατιρίζω τους πολιτικούς είναι καλύτερο από το να τους σουβλίζω. Λιγότερο αίμα, περισσότερο γέλιο. Το γέλιο είναι υπέροχο για τη διάδοση ιδεών και η σάτιρα αποτελεί μια κρίσιμη βαλβίδα απελευθέρωσης για κάθε κοινωνία».
• Στα σχεδόν 30 χρόνια της μέχρι τώρα καριέρας σου έχουν παρελάσει πολλοί πρωθυπουργοί από την πολιτική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας. Ποιος είναι ο αγαπημένος σου… γελοιογραφικά;
«Ωωω, υπάρχει πάντα κάποιος να σκεφτώ. Ίσως ο Τζέιμς Κάμερον. Ήταν κομψός, λαμπερός, φιλικός, αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήθελε να κάνει με τη χώρα. Όταν ρωτήθηκε κάποτε γιατί ήθελε να γίνει πρωθυπουργός, απάντησε - με μια απάντηση γεμάτη από τη βεβαιότητα ενός τροφίμου ιδιωτικού κολεγίου σχετικά με το δικαίωμά του στην εξουσία - ότι πίστευε πως θα “ήταν αρκετά καλός σε αυτό”. Σαν να διοικεί μια ομάδα κρίκετ του χωριού, ή κάτι τέτοιο. Μια στιγμή, όμως. Ίσως ο πιο “αγαπημένος” μου να είναι ο Μπόρις Τζόνσον. Είναι εύκολο να τον σκιτσάρεις λόγω των ξανθών, ακατάστατων μαλλιών και της λιπαρότητάς του. Είναι μια γελοία φιγούρα – παχιά, βρώμικη, παλιομοδίτικη, ασυγκράτητη στα λόγια και ανίκανη στα έργα. Ντρέπομαι που είναι πρωθυπουργός μας. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι οι Ευρωπαίοι θα δουν ότι δεν είμαστε όλοι τόσο ανόητοι ή ξενοφοβικοί όσο αυτός. Μας κυβερνά κάποιος που είναι ανίκανος, ή μια κακόβουλη, απατηλή μαριονέτα των χρηματοδοτών. Ίσως και τα δύο. Ένας χρήσιμος ηλίθιος».
• Πόσο αναγκαία είναι η πολιτική γελοιογραφία για το κοινό;
«Πρέπει να πω ότι είναι κάτι σημαντικό. Το κοινό χρειάζεται και αναζητά κάποιο τρόπο να διασκεδάζει με τους γελοίους “ηγέτες” μας. Μου αρέσει να πιστεύω ότι οι πολιτικές γελοιογραφίες δίνουν μια εναλλακτική άποψη και κάνουν τους ανθρώπους να γελούν -και να σκέφτονται. Δεν το ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι διαβάζουν εφημερίδες, καθώς και ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να βρεις γελοιογραφίες σε ειδησεογραφικές ιστοσελίδες. Στις εφημερίδες, μπορείς να δεις μια γελοιογραφία, δίπλα από τις ειδήσεις. Είναι ένα είδος τυχαίας ανακάλυψης, μια ελαφριά ανακούφιση από τα άσχημα νέα που την περιστοιχίζουν. Αντιθέτως, στο διαδίκτυο πρέπει να ψάξεις ενεργά για να τη βρεις και αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Υπάρχει τόσο σατιρικό υλικό, παντός είδους, διαθέσιμο στο διαδίκτυο, που φοβάμαι ότι οι “εξημερωμένες” γελοιογραφίες του τύπου φαίνονται κάπως παρωχημένες στην εποχή του Twitter».
• Καθώς οι εφημερίδες μειώνονται και οι πολιτικές γελοιογραφίες εξαφανίζονται από τις σελίδες τους, υπάρχει μέλλον για αυτές στο νέο ψηφιακό κόσμο;
«Είναι μια καλή ερώτηση και αυτή που δυσκολεύει περισσότερο εμάς τους γελοιογράφους. Φαίνεται προφανές με την πρώτη ματιά ότι οι γελοιογραφίες, με τα γραφικά, ζωηρά σχέδια, ταιριάζουν ιδανικά στην ψηφιακή οθόνη. Και έτσι είναι. Αλλά όπως είπα, το διαδίκτυο είναι γεμάτο από φωτεινές, πολύχρωμες εικόνες και βίντεο, με αποτέλεσμα η γελοιογραφία να αντιμετωπίζει ισχυρό ανταγωνισμό. Δεν έχω ιδέα πώς θα καταναλώνονται οι ειδήσεις στο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι στον κόσμο που ζούμε, με την τεράστια όσο και ανεξέλεγκτη λήψη πληροφοριών, χρειαζόμαστε πεπειραμένους συντάκτες για να τις φιλτράρουν και αδέσμευτους σχολιαστές για να τις κάνουν περισσότερο κατανοητές. Παρά τα προβλήματα, η γελοιογραφία συνεχίζει να είναι παρούσα. Μπορεί να μην εκπέμπει το μήνυμά της μέσω ενός ιστότοπου εφημερίδας, είναι τόσο δύσκολο πια να βρεις γελοιογραφία εκεί, αλλά έχω παρατηρήσει ότι όταν μια γελοιογραφία συνδέεται με ένα Tweet, πολλαπλασιάζεται η μετάδοσή της. Είναι μια καλή ένδειξη ότι οι γελοιογραφίες παραμένουν ισχυρές. Και με τη σάτιρά τους κεντρίζουν την εξουσία. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι γίνονται πιο επιθετικές στο θυμό τους, αλλά μπορεί επίσης να σημαίνει –λόγω του μάντρα της "δωρεάν παροχής περιεχομένου" στο Διαδίκτυο– ότι γίνονται χόμπι, αντί για αμειβόμενη εργασία. Το πράγμα οδηγείται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Ποιος εταιρικός γίγαντας, ευαίσθητος σε αγωγές και δικαστικές διώξεις, θα ήθελε να πληρώνει ένα θυμωμένο σατιριστή με ικανοποιητικό μισθό, για να σκιτσάρει “προσβλητικές” γελοιογραφίες; Δεν το γνωρίζω. Με κάνει πάντως να συνειδητοποιώ πόσο τυχερός είμαι που μπορώ να σχεδιάζω και να δημοσιεύσω τις ιδέες μου προς ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό – και να πληρώνομαι για αυτό. Είμαι πράγματι προνομιούχος».