Κοσμοεικόνες φιλίας και έχθρας και η οντολογική έρεισή τους

Κοσμοεικόνες φιλίας και έχθρας και η οντολογική έρεισή τους

Piera Aulagnier vs Παναγιώτης Κονδύλης


Στο άρ­θρο του «Η διά­κρι­ση φί­λου και εχθρού στην σκέ­ψη του Πα­να­γιώ­τη Κον­δύ­λη» (πε­ριο­δι­κό Νέο Πλα­νό­διον, Φεβρ. 2021) ο Κώ­στας Με­λάς θε­ω­ρεί προ­βλη­μα­τι­κή την προ­σέγ­γι­ση φι­λο­σό­φων και εν προ­κει­μέ­νω του Π. Κον­δύ­λη, βα­σι­σμέ­νη στην προ­σω­πι­κή αρέ­σκεια ή απα­ρέ­σκεια, με επι­φα­νεια­κές βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές χω­ρίς συ­νά­φεια με τον πυ­ρή­να της σκέ­ψης του. Προς επι­βε­βαί­ω­ση των λε­γο­μέ­νων του, ο Κ. Με­λάς πα­ρα­θέ­τει τα λε­γό­με­να του ίδιου του Π. Κον­δύ­λη: «Η σκέ­ψη μου, όπως κά­θε σκέ­ψη, έχει μιαν πεμ­πτου­σία, όμως αυ­τήν πρέ­πει να την απο­στά­ξει ο εν­δια­φε­ρό­με­νος ανα­γνώ­στης μέ­σα από το σύ­νο­λο του έρ­γου μου…», για να προ­σθέ­σει αμέ­σως με­τά ότι οι με­λε­τη­τές που τή­ρη­σαν τον όρο αυ­τό εί­ναι λι­γό­τε­ροι από τα δά­κτυ­λα του ενός χε­ριού, μιας και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στά­θη­καν στα «βο­λι­κά» μέ­ρη του κον­δύ­λειου έρ­γου που αφο­ρούν στις ελ­λη­νο­τουρ­κι­κές σχέ­σεις και στον ελ­λη­νι­κό κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό. Ας θυ­μή­σου­με εδώ ότι την ίδια τύ­χη εί­χε και το έρ­γο του Κ. Κα­στο­ριά­δη, αφού οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους Ελ­λη­νες με­λε­τη­τές σπεύ­δουν να ανα­φερ­θούν στις από­ψεις πε­ρί της άμε­σης δη­μο­κρα­τί­ας, βέ­βαιοι πως πη­γαί­νουν κα­τευ­θεί­αν στην ου­σία, ενώ πα­ρα­βλέ­πουν τους οντο­γνω­σιο­θε­ω­ρη­τι­κούς και αν­θρω­πο­λο­γι­κούς όρους θε­με­λί­ω­σής τους. Φυ­σι­κά, το ατό­πη­μα οφεί­λε­ται στην άγνοια ή στη βια­σύ­νη τους, επι­κίν­δυ­νες για τις θε­ω­ρη­τι­κές συ­νέ­πειες των συ­μπε­ρα­σμά­των τους .

Κα­θώς στο εν λό­γω άρ­θρο, ο Κ. Με­λάς ση­μειώ­νει ότι «δεν φαί­νε­ται να υπάρ­χει διε­ρεύ­νη­ση των κύ­ριων ση­μεί­ων του κον­δύ­λειου έρ­γου όπως η ισχυς/από­φα­ση, η διά­κρι­ση Φί­λου-Εχθρού, η γνω­σιο­λο­γία του, η κοι­νω­νι­κή οντο­λο­γία του, ο αξιο­λο­γι­κός μη­δε­νι­σμός, ο δια­χω­ρι­σμός Εί­ναι και Δέ­ο­ντος, ο πο­λε­μι­κός χα­ρα­κτή­ρας της σκέ­ψης, ορ­θο­λο­γι­σμός/ ανορ­θο­λο­γι­σμός», επα­να­δια­τυ­πώ­νω, εδώ, πα­λαιό­τε­ρο άρ­θρο μου με τί­τλο «Πο­λι­τι­κό και κο­σμοει­κό­νες υπό το πρί­σμα της ψυ­χα­νά­λυ­σης» (περ. Φι­λο­σο­φείν, τχ. 6, Ιουν. 2012, σσ. 66-79) με πρό­σθε­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις, με τις οποί­ες ολο­κλη­ρώ­νω τον αντί­λο­γο μου στον τρό­πο με τον οποίο ο Π. Κ. θέ­τει το ζή­τη­μα της ισχύ­ος/από­φα­σης στο έρ­γο του Ισχυς και από­φα­ση και σε συ­να­φή δο­κί­μιά που αφιε­ρώ­νει ο φι­λό­σο­φος στο θέ­μα αυ­τό, του και στην κο­σμοει­κό­να της γε­νι­κευ­μέ­νης έχθρας που τα στη­ρί­ζει.

Εδώ, λοι­πόν, με φό­ντο τον σχη­μα­τι­σμό των κο­σμοει­κό­νων όπως τέ­θη­κε στη νε­ώ­τε­ρη και στη σύγ­χρο­νη θε­ω­ρία, με κα­τα­κλεί­δα τις κλι­νι­κές έρευ­νες της ψυ­χα­να­λύ­τριας Pierra Aulagner, επι­χει­ρώ να δεί­ξω ότι ο Π. Κ., θέ­το­ντας το θέ­μα της ισχύ­ος/από­φα­σης, στο πλαί­σιο της αντι-αρι­στο­τε­λι­κής πο­λι­τι­κο-φι­λο­σο­φι­κής πα­ρά­δο­σης, οδη­γή­θη­κε στη μο­νο­με­ρή θε­ώ­ρη­ση της ισχύ­ος υπό το κρά­τος της έχθρας που επέ­βα­λεε τον Th. Hobbes στον κά­θε­το δια­χω­ρι­σμό της έχθρας από το συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό της αντί­θε­το, την φι­λό­τη­τα, που εί­χε σαν απο­τέ­λε­σμα την αυ­το­α­ναί­ρε­σή της ή την υπα­γω­γή της στην έχθρα.

Το ίδιο κά­νει και ο Π. Κ., όταν αντι­τί­θε­ται στο εμπε­δό­κλειο ζεύγ­μα της φι­λό­τη­τας και του νεί­κους, στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο Αρι­στο­τέ­λης στο 8ο βι­βλίο των Φυ­σι­κών: «ἔοι­κεν ᾿Ε­μπε­δοκλῆς ἂν εἰπεῖν ὡς τὸ κρα­τεῖν καὶ κι­νεῖν ἐν μέ­ρει τὴν Φι­λί­αν καὶ τὸ Νεῖκος ὑπάρ­χει τοῖς πράγ­μα­σιν ἐξ ἀνά­γκης, ἠρε­μεῖν δὲ τὸν με­ταξὺ χρό­νον» ( βλ. Αρι­στο­τέ­λους Φυ­σι­κά, Arist., VIII, 1,. 252a 7). Ενώ στο 1ο βι­βλίο των Με­τά τα Φυ­σι­κά, ο Αρι­στο­τέ­λης διευ­κρι­νί­ζει και προ­σθέ­τει συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά: «Επεὶ δὲ καὶ τἀνα­ντία τοῖς ἀγα­θοῖς ἐνό­ντα ἐφαί­νε­το ἐν τῆι φύ­σει, καὶ οὐ μό­νο­ντά­ξις καὶ τὸ καλὸνἐ ἀλλὰ καὶ ἀτα­ξία καὶ τὸ αἰσχρόν, καὶ πλείω τὰ κακὰ τῶνἀγαθῶν καὶ τὰ φαῦλα τῶν καλῶν, οὕτως ἄλλος τις Φι­λί­αν εἰσή­νε­γκε καὶ Νεῖκος, ἑκά­τε­ρον ἑκα­τέ­ρων αἴτιον τού­των. εἰ γάρ τις ἀκο­λου­θοίη καὶ λαμ­βά­νοι­πρὸς τὴν διά­νοιαν καὶ μὴ πρὸς ἃ ψελ­λί­ζε­ται λέ­γων ᾿Ε­μπε­δοκλῆς, εὑρή­σει τὴν μὲν Φι­λί­αν αἰτί­αν οὖσαν τῶν ἀγαθῶν, τὸ δὲ Νεῖκος τῶν κακῶν· ὥστ᾿ εἴ τις φαίη τρό­πον τινὰ καὶ λέ­γειν καὶ πρῶτον λέ­γειν τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθὸν ἀρχὰς ᾿Ε­μπε­δο­κλέα, τάχ᾿ ἂν λέ­γοι καλῶς, εἴπερ τὸ τῶν ἀγαθῶν ἁπά­ντων αἴτιον αὐτὸ τἀγα­θόν ἐστι (καὶ τῶν κακῶν τὸ κα­κόν)» (βλ. Mετά τ φυ­σι­κά, I, 4, p. 984b 32).

Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, ο Π. Κ. με την πρό­θε­ση να διαυ­γά­σει αυ­τό που συμ­βαί­νει, μέ­σα στην κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή Ιστο­ρία από την προϊ­στο­ρι­κά χρό­νια μέ­χρι σή­με­ρα, φι­λο­σο­φεί σε αυ­στη­ρά θου­κυ­δί­δειο πνεύ­μα για να δια­χω­ρί­σει τη δύ­να­μη του νεί­κους ( έχθρας ) από τη δύ­να­μη της φι­λό­τη­τας (φι­λί­ας) επι­κα­λού­με­νος τη σω­ρεία πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χεί­ων που δεί­χνουν ότι φι­λία ικα­νή να συ­νε­νώ­σει πολ­λά πράγ­μα­τα σε ένα, εί­ναι ανύ­παρ­κτη, ενώ, αντί­θε­τα, η έχθρα που δια­χω­ρί­ζει το ένα σε πολ­λά, εί­ναι πραγ­μα­τι­κή, δε­δο­μέ­νου ότι η παύ­ση της κί­νη­σης που επι­φέ­ρει η δύ­να­μη της φι­λό­τη­τας, υπό μορ­φήν ηρε­μί­ας, δεν έχει θέ­ση στην αν­θρώ­πι­νη Ιστο­ρία.

Φυ­σι­κά, η από­λυ­τη αυ­τή άπο­ψη με την οποία ο Π. Κ. ενα­ντιώ­νε­ται στον αρι­στο­τε­λι­κό πλα­τω­νι­σμό, αντι­φά­σκει με την πρό­θε­σή του εμ­μεί­νει στα πράγ­μα­τα, δε­δο­μέ­νου ότι η Ιστο­ρία, από τα πα­νάρ­χαια χρό­νια μέ­χρι σή­με­ρα, μαρ­τυ­ρεί όχι μό­νον έχθρες, αλ­λά και συμ­μα­χί­ες, συ­νε­νώ­σεις ή ενο­ποι­ή­σεις δια­φό­ρων τύ­πων και μορ­φών, σε όλα τα επί­πε­δα της προ­σω­πι­κής και της κοι­νω­νι­κής ζω­ής. Ο Π. Κ. υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι ο αρι­στο­τε­λι­κός πλα­τω­νι­σμός εί­ναι μια ηθι­κο-πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φία που κα­θο­σιώ­νει ένα δέ­ον υπερ­βα­τι­κό ως προς το εί­ναι, ξε­χνά ότι στην εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη και μη σχο­λα­στι­κή (θε­ο­λο­γι­κή) εκ­δο­χή του, απο­τε­λεί μια μα­κραί­ω­νη φι­λο­σο­φι­κή πα­ρά­δο­ση με­θερ­μη­νειών, οι οποί­ες, με εφαλ­τή­ριο την δια­λε­κτι­κή, συν­δέ­ουν το εί­ναι με το δυ­να­τόν-εί­ναι και όχι με το δέ­ον-εί­ναι.Η συν­δε­ση εί­ναι και δέ­ο­ντος που ανέ­δει­ξε η σχο­λα­στι­κη εκ­δο­χή του ακυ­ρώ­νε­ται κι αυ­τή εκ των πραγ­μά­των, εφό­σον στο πλαί­σιο της τρέ­χου­σας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, η έχθρα, στην οντο­λο­γι­κή και στην αν­θρω­πο­λο­γι­κή έκ­φαν­σή της, και το κρα­τείν που προ­ω­θεί, δεν αντι­κρού­ουν το δυ­να­τό-εί­ναι, την δυ­να­τό­τη­τα, δηλ., με­τα­σχη­μα­τι­σμού των κά­θε­των δια­χω­ρι­σμών σε ενο­ποι­η­τι­κές ολό­τη­τες, όσο το δέ­ον-εί­ναι με το οποίο φι­λό­σο­φοι επι­χει­ρούν να συ­νε­νώ­σουν το πο­λι­τι­κό με το ηθι­κό.

Για τον Π. Κον­δύ­λη, ο πο­λι­τι­κο-ηθι­κός φι­λό­σο­φος Πλά­των, μα­κρι­νός από­γο­νος μιας χα­μέ­νης αρι­στο­κρα­τί­ας, αντέ­κρουε τους «κα­τα­ρα­μέ­νους», όπως τους απο­κα­λεί, Σο­φι­στές, αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας στο νό­μω και στο δί­καιο του ισχυ­ρο­τέ­ρου που στη­ρί­ζει, το φύ­σει που αντι­τάσ­σει το αγα­θό. [1] Ετσι, για τον Π. Κ. ο Πλά­των και οι μα­θη­τές του, στο όνο­μα της ηθι­κής, με­ταμ­φί­ε­ζαν το δέ­ον –εί­ναι σε ένα δυ­να­τόν– εί­ναι, με­τα­τρέ­πο­ντας έτσι τη φι­λο­σο­φία σε ένα εί­δος εξορ­κι­σμού της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κα­τά πα­ρά­βα­ση του πραγ­μα­τι­κού ρό­λου της να πα­ρά­γει ή να δια­χει­ρί­ζε­ται το ισχύ­ον, νο­μι­μο­ποιώ­ντας το, νο­μι­μο­ποιώ­ντας μα­ζί και τις συ­να­φείς αξιώ­σεις του.[2]

Με τις πα­ρα­πά­νω αντιρ­ρή­σεις που πε­ριο­ρί­ζουν τη φι­λο­σο­φία στο ρό­λο μιας απο­λο­γη­τι­κής της ισχύ­ος και του ισχύ­ο­ντος, ο Π. Κ. με αφε­τη­ρία και αρ­χή την δε­δο­μέ­νη και κα­τε­στη­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εγκα­τα­λεί­πει την πα­ρά­δο­ση του εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νου, μη σχο­λα­στι­κού αρι­στο­τε­λι­κού πλα­τω­νι­σμού και τις με­θερ­μη­νεί­ες πού δέ­χθη­κε από τον Πρό­κλο έως τον Χέ­γκελ, τον Μαρξ, τον Έρ­νεστ Μπλοχ και λοι­πούς σύγ­χρο­νους φι­λο­σό­φους που ανέ­δει­ξαν ως θε­με­λιώ­δεις δια­στά­σεις του φι­λο­σο­φείν την άρ­νη­ση υπό μορ­φή κρι­τι­κής εξέ­τα­σης, την υπέρ­βα­ση υπό μορ­φή με­τα­σχη­μα­τι­σμού του ισχύ­ο­ντος και την πα­ρέ­γκλι­ση υπό μορ­φή και­νο­το­μί­ας, στα πε­δία της οντο­γνω­σιο­θε­ω­ρί­ας, της αν­θρω­πο­λο­γί­ας, της πο­λι­τι­κής ή της αι­σθη­τι­κής.Με τον τρό­πο αυ­τό, ει­σέρ­χε­ται,στην κα­τ’ εξο­χήν αντι­πλα­τω­νι­κή και ατο­μο­κε­ντρι­κή φι­λο­σο­φι­κή πα­ρά­δο­ση που ακο­λού­θη­σε, στους νε­ό­τε­ρους χρό­νους, ο Th. Hobbes και η οποία στη­ρί­ζε­ται στην εμπει­ρι­κή οντο­γνω­ριο­θε­ω­ρία που πε­ριο­ρί­ζει τις ερ­γα­σί­ες του νου στην κα­τα­γρα­φή και την ανά­λυ­ση του φαί­νε­σθαι, με φο­ρείς την αι­σθη­τη­ρια­κή και τη λο­γι­στι­κή λει­τουρ­γία της διά­νοιας.

Στη βά­ση της εμπει­ρι­κής γνω­σιο­θε­ω­ρί­ας και της βι­βλι­κής πα­ρά­δο­σης, ο Hobbes υπο­στή­ρι­ξε ότι στην κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των μέ­σων του 17ου αι. ο άν­θρω­πος, αντί­θε­τα από ό,τι υπο­στή­ρι­ξε ο Αρι­στο­τέ­λης, δεν εί­ναι από τη φύ­ση του, ζώ­ον πο­λι­τι­κόν, αλ­λά λύ­κος για τον άλ­λον άν­θρω­πο, με τον οποίο μό­νον εξ ανά­γκης συ­να­να­στρέ­φε­ται, ωθού­με­νος από το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης ͘ που εί­ναι και η απώ­τα­τη βλέ­ψη του συ­νυ­φα­σμέ­νη με τον φύ­σει ατο­μι­κι­σμό του. Γι΄αυ­τό και για τον Χο­μπς ο σχη­μα­τι­σμός με­γά­λων κοι­νω­νιών δεν στη­ρί­ζε­ται σε κά­ποια μορ­φή θε­τι­κής αμοι­βαιό­τη­τας, πα­ρά στον αμοι­βαίο φό­βο των ατό­μων που τα ωθεί να συ­ναι­νέ­σουν στον σχη­μα­τι­σμό μιας πο­λι­τι­κής κοι­νω­νί­ας, στη βά­ση μιας συμ­βο­λαι­ϊ­κής λο­γι­κής.[3] Μ αυ­τή τη λο­γι­κή, το επι­λο­γής του άρ­χο­ντα δεν εί­ναι η φύ­σει κα­ταλ­λη­λό­τη­τα (αρε­τή ) του, όπως υπο­στή­ρι­ξαν ο Πλά­των και ο Αρι­στο­τέ­λης, αλ­λά η πο­λι­τι­κή ισχύς του που επι­βάλ­λει την συ­ναί­νε­ση των υπο­λοί­πων να κα­τα­στούν υπή­κο­οί του.[4]

Ενα­ντιω­νό­με­νος στην αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, ο Χο­μπς δια­χω­ρί­ζει το εμπε­δό­κλειο ζεύγ­μα της φι­λό­τη­τας και του νεί­κους, για να απο­κλεί­σει την φι­λό­τη­τα ή για να την ανα­γά­γει στο νεί­κος, με επι­χεί­ρη­μα την φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση του προ-κοι­νω­νι­κού αν­θρώ­που που η συ­μπε­ρι­φο­ρά του, υπο­κι­νού­με­νη από το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης, θυ­μί­ζει λύ­κο και όχι αρ­νί.

Πριν από τον Π. Κ., τα ίχνη του Hobbes ακο­λού­θη­σε και ο Carl Schmitt για να ορί­σει το πο­λι­τι­κό ως διά­κρι­ση δη­μό­σιας φι­λί­ας και δη­μό­σιας έχθρας,[5] βα­σι­σμέ­νη σε πο­λι­τι­κά κρι­τή­ρια δια­κρι­τά από τα ηθι­κά κρι­τή­ρια κα­λού και κα­κού και από τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια ωραί­ου και υψη­λού.

Από την πλευ­ρά του πο­λι­τι­κού, έτσι όπως το ορί­ζει ο Καρλ Σμιτ, οι κο­σμο-ει­κό­νες που έχει στην βά­ση του ο δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός, απο­τυ­πώ­νουν, κα­τά κύ­ριο λό­γο, την εχθρό­τη­τα που εκ­φρά­ζει ο αγώ­νας για κα­τί­σχυ­ση και αυ­ταρ­χία και αντι­πα­ρέρ­χε­ται την φι­λό­τη­τα που εκ­φρά­ζει ο αγώ­νας για αμοι­βαία ανα­γνώ­ρι­ση και δη­μο­κρα­τία. Η θέ­ση αυ­τή έχει στην βά­ση της την πο­λι­τι­κή θε­ο­λο­γία που απο­κλεί­ει την δυ­να­τό­τη­τα του φι­λείν. Με τον κά­θε­το δια­χω­ρι­σμό των δυο όρων και ο Κ. Σμιτ, όπως ο Χο­μπς πριν από αυ­τόν, και ο Π. Κ. με­τά από αυ­τόν, απο­λυ­το­ποιώ­ντας την έχθρα, κα­τα­στρα­τη­γεί το εμπε­δό­κλειο δι­πλό σχή­μα φι­λό­τη­τας-νεί­κους.

Η μο­νο­μέ­ρεια της άπο­ψης επα­να­φέ­ρει επί σκη­νής τον Μα­κια­βέ­λι, και όπως ει­πω­θη­κε πα­ρα­πο­ά­νω, τον Χο­μπς, κυ­ρί­ως, όμως, την κο­σμο-ει­κό­να μιας φύ­σης-μη­χα­νής, την οποία υπέ­θαλ­ψε η βλέ­ψη για ισχύ της νε­ό­τε­ρης και της σύγ­χρο­νης Δύ­σης. Αυ­τή κα­θό­ρι­ζε όχι μό­νο την συ­γκρό­τη­ση των γνω­στι­κών δο­μών στη βά­ση του ερ­γα­λεια­κού ορ­θο­λο­γι­σμού και της τε­χνο-επι­στή­μης που θε­με­λί­ω­σε, αλ­λά και τον τρό­πο διευ­θέ­τη­σης του πο­λι­τι­κού, στα δε­σπο­τι­κά, στα ολι­γαρ­χι­κά και στη συ­νέ­χεια στα μα­ζι­κο-δη­μο­κρα­τι­κά κα­θε­στώ­τα, από τους νε­ό­τε­ρους χρό­νους μέ­χρι σή­με­ρα.

Απλώς, η από­λυ­τη πλην πε­φω­τι­σμέ­νη δε­σπο­τεία άντλη­σε τη νο­μι­μό­τη­τα της βλέ­ψης και της από­φα­σης ισχύ­ος της από την βι­βλι­κή ερ­μη­νεία του αν­θρώ­που ως όντος που λει­τουρ­γεί νο­μο­τε­λεια­κά, απο­λύ­τως σύμ­φω­να με την πρό­νοια της φύ­σης που ταυ­τί­ζε­ται με τη θέ­λη­ση του θε­ού.

Piera Aulagnier vs Παναγιώτης Κονδύλης
Piera Aulagnier vs Παναγιώτης Κονδύλης


Αυ­τος που ήλ­θε σε ρή­ξη με το φυ­σι­κό ή το συμ­βα­τι­κό δί­καιο και τη θε­ω­ρία της κυ­ριαρ­χί­ας που θε­με­λί­ω­σε, ανα­τρέ­χο­ντας υπόρ­ρη­τα στον αρι­στο­τε­λι­κό πλα­τω­νι­σμό, ήταν ο Καντ. Στη βά­ση της κρι­τι­κής του καρ­τε­σια­νού μη­χα­νι­στι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού, ο Καντ έθε­σε τον άν­θρω­πο ως ομοί­ω­μα του δη­μιουρ­γού θε­ού στο κέ­ντρο μιας αν­θρω­πο­κε­ντρι­κής με­τα­φυ­σι­κής που δεν αντλού­σε τη νο­μι­μό­τη­τα της από την νο­μο­τε­λεια­κή λει­τουρ­γία του φυ­σι­κού κό­σμου, αλ­λά από την ελευ­θε­ρία της βού­λη­σης. Ο άν­θρω­πος, νο­μο­τε­λεια­κά κα­θο­ρι­σμέ­νος ως βιο­λο­γι­κό όν, εί­ναι συγ­χρό­νως ένα σκε­πτό­με­νο όν που δια­νο­εί­ται, στο­χά­ζε­ται και κρί­νει αμε­ρό­λη­πτα με βά­ση αρ­χές και κα­νό­νες οι­κου­με­νι­κής ισχύ­ος, ενερ­γο­ποιώ­ντας την ελευ­θε­ρία της βού­λη­σής του, με τη μορ­φή μιας ελεύ­θε­ρης αι­τιό­τη­τας που του επι­τρέ­πει να επι­λέ­γει, να απο­φα­σί­ζει και να δρα πά­νω σε όσα τον κα­θο­ρί­ζουν.

Φυ­σι­κά, η κα­ντια­νή ελεύ­θε­ρη αι­τιό­τη­τα πα­ρέ­μει­νε μια νοη­τι­κή σύλ­λη­ψη όσο την πραγ­μά­τω­σή της απέ­κλειε de facto και de jure η ελέω θε­ού από­λυ­τη δε­σπο­τεία. Στον από­η­χο, όμως, όσων απο­τε­λούν προ­α­νά­κρου­σμα της επι­κεί­με­νης νέ­ας επα­νά­στα­σης στην Ευ­ρώ­πη, ο Kant συ­νάρ­τη­σε την κο­σμο-ει­κό­να της φύ­σης-μη­χα­νής που επι­κα­θό­ρι­σε την νευ­τω­νι­κή φυ­σι­κή, με την υπερ­βα­το­λο­γι­κό­τη­τα του νου, και το κοι­νό αί­σθη­μα της humanitas που εί­χε την έρει­σή του στην αρ­χε­τυ­πι­κή ει­κό­να ενός δη­μιουρ­γού θε­ού, κρυμ­μέ­νη στη φα­ντα­σια­κή εστία στα βά­θη της ψυ­χής. Σε αυ­τό το αθέ­α­το focus imaginarius κρυ­βό­ταν η απαρ­χή και ο τρό­πος γέ­νε­σης της ελευ­θε­ρί­ας της βού­λη­σης.

Ο Νietzsche, ακο­λου­θώ­ντας τα ίχνη των Γερ­μα­νών ιδε­α­λι­στών φι­λο­σό­φων, ανέ­συ­ρε από τα βά­θη της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής, τον προ-λο­γι­κό και προ-οπτι­κό χα­ρα­κτή­ρα των αν­θρώ­πι­νων βιω­μά­των και των προ­θέ­σε­ων που κα­τευ­θύ­νουν την δη­μιουρ­γία πε­ποι­θή­σε­ων και κο­σμο-ει­κό­νων στη βά­ση μιας πολ­λό­τη­τας ερ­μη­νειών.

Ο Φρό­υντ, ακο­λου­θώ­ντας την άπο­ψη του Νί­τσε πε­ρί της ερ­μη­νεί­ας, υπο­στή­ρι­ξε, στη συ­νέ­χεια, ότι οι προ­βαθ­μί­δες της ψυ­χι­κής ζω­ής, όπου εντο­πί­ζε­ται η γέ­νε­ση των κο­σμοει­κό­νων, δια­τη­ρού­νται σε όλες τις κα­το­πι­νές φά­σεις μέ­χρι το τε­λι­κό στά­διο ανά­πτυ­ξής της,[6] έτσι ώστε να μη μπο­ρού­με να κά­νου­με λό­γο για εξά­λει­ψη του ασυ­νει­δή­του σε κα­μιάν από τις φά­σεις αυ­τές. Ο τρό­πος, όμως, που έθε­σε ο Φρό­υντ το ασυ­νεί­δη­το υπό τον έλεγ­χο του συ­νει­δη­τού, στο δο­κί­μιό του Ο πο­λι­τι­σμός πη­γή δυ­στυ­χί­ας (1927) απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο ενός κα­τά το δυ­να­τόν ωρι­μό­τε­ρου προ­βλη­μα­τι­σμού του πά­νω στα ζη­τή­μα­τα οντο­γέ­νε­σης της σχέ­σης φι­λί­ας –έχθρας και κατ΄επέ­κτα­ση έρω­τα-μί­σους, δη­μιουρ­γί­ας- κα­τα­στρο­φής που θί­γει στο εν λό­γω δο­κί­μιο.

Σε αυ­τό, ο Φρό­υντ συ­νέ­δε­σε το πράτ­τειν με την βλέ­ψη για ευ­τυ­χία την οποία συ­ναρ­τού­σε εί­τε με την από­λαυ­ση της ηδο­νής –κι εδώ προ­έ­χει το ασυ­νεί­δη­το– εί­τε με την απο­φυ­γή του πό­νου–[7] κι εδώ προ­έ­χει το συ­νει­δη­τό. Απο­κλί­νο­ντας από την αρι­στο­τε­λι­κή έν­νοια της ευ­δαι­μο­νί­ας, ο Φρό­υντ απέ­δω­σε την αμ­φι­ση­μία της βλέ­ψης για ηδο­νή/απο­φυ­γή της οδύ­νης στην αν­θρώ­πι­νη ιδιο­συ­γκρα­σία, πα­ρα­τη­ρώ­ντας ότι κα­τα­στά­σεις που επι­φέ­ρουν, για με­γά­λο σχε­τι­κά διά­στη­μα, ηδο­νή, προ­σφέ­ρουν εντέ­λει χλια­ρή ευ­χα­ρί­στη­ση, δε­δο­μέ­νου ότι πρώ­τι­στο μέ­λη­μα του αν­θρώ­που δεν εί­ναι η ηδο­νή, αλ­λά η απο­φυ­γή του πό­νου.[8] Την απο­φυ­γή του πό­νου ανα­λαμ­βά­νει το συ­νει­δη­τό με βά­ση την αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ενώ την ηδο­νή εξα­σφα­λί­ζει η σε­ξουα­λι­κή ενόρ­μη­ση της libido[9] η οποία ελέγ­χε­ται και τί­θε­ται σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα, με βά­ση την αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Για τον Φρό­υντ, στις δρά­σεις που υπα­κού­ουν στην αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και έχουν σαν απο­τέ­λε­σμα την δη­μιουρ­γία πο­λι­τι­σμού, το συ­νει­δη­τό ελέγ­χει το ασυ­νεί­δη­το, ώστε η απο­φυ­γή του πό­νου να μην έχει σχέ­ση ού­τε με την σε­ξουα­λι­κή ενόρ­μη­ση (τον πάν­δη­μο έρω­τα) ού­τε με τον έρω­τα του αγα­θού ο οποί­ος υπο­δη­λώ­νει τη συ­νέ­νω­ση ή τη μεί­ξη ασυ­νεί­δη­του-συ­νει­δη­τού (άλο­γου-έλ­λο­γου) για την οποία έκα­νε λό­γο το πλα­τω­νι­κό Συ­μπό­σιο. Στο Συ­μπό­σιο και στην Πο­λι­τεία του Πλά­τω­να, η συ­νέ­νω­ση συ­νει­δη­τού-ασυ­νεί­δη­του ήταν το κλει­δί για την δια­μόρ­φω­ση των ιδε­ών με προ­ε­ξάρ­χου­σα την ιδέα του αγα­θού.

Ο Κα­στο­ριά­δης στο Fait et à faire (1997) το τελευ­ταίο βι­βλίο του, που εκ­δί­δε­ται λί­γο πριν από τον θά­να­τό του, επέ­με­νε να ταυ­τί­ζει το θε­ω­ρείν, το λέ­γειν, το ποιείν και το πράτ­τειν με δρά­σεις που υπο­κεί­με­νες στην αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, δεν έχουν αμε­ση σχέ­ση με την σε­ξουα­λι­κή ενόρ­μη­ση ού­τε με την απο­φυ­γή του πό­νου. Ανα­φε­ρό­με­νος στο αρι­στο­τε­λι­κό γνώ­ναι ορέ­γε­σθαι, στην σχέ­ση δηλ. πά­θους και γνώ­σης, πα­ρα­τη­ρού­σε ότι το πά­θος ως σε­ξουα­λι­κή ενόρ­μη­ση και ως σε­ξουα­λι­κή ηδο­νή του ορ­γά­νου (του αντι­κει­μέ­νου) με τη με­σο­λά­βη­ση της συ­νεί­δη­σης και πα­ρα­πέ­ρα του πνεύ­μα­τος (ή αλ­λιώς του ιστο­ρι­κο-κοι­νω­νι­κού φα­ντα­σια­κού) με­του­σιώ­νε­ται σε έρω­τα της γνώ­σης, μέ­σω της οποί­ας, η ευ­τυ­χία δεν εί­ναι απο­κλει­στι­κά καρ­πός της ηδο­νής και όμη­ρος του ηδο­νι­σμού. Αντι­θέ­τως, η ευ­τυ­χία ανα­κτά την χα­μέ­νη για την νε­ώ­τε­ρη και σύγ­χρο­νη Δύ­ση, ευ­ρύ­τη­τα και βα­θύ­τη­τα της αρι­στο­τε­λι­κής ευ­δαι­μο­νί­ας.

Ας επι­στρέ­ψου­με, όμως στο Δο­κί­μιo του Φρό­υντ Ο πο­λι­τι­σμός, πη­γή δυ­στυ­χί­ας που απο­μα­κρύν­θη­κε από τις ιδε­α­λι­στι­κές και μη ιδε­α­λι­στι­κές με­θερ­μη­νεί­ες του αρι­στο­τε­λι­κού πλα­τω­νι­σμού για να κι­νη­θεί στο πλαί­σιο του γε­νι­κευ­μέ­νου θε­τι­κι­σμού των αρ­χών του 20ού αι. Με την εν­σω­μά­τω­σή του στον θε­τι­κι­σμό, ο Φρό­υντ ανα­θε­ώ­ρη­σε τον πο­λι­τι­σμό –κι εδώ πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με την κοι­νω­νι­κή ορ­γά­νω­ση και την πο­λι­τι­κή θέ­σμι­ση, μέ­σω της οποί­ας η κοι­νω­νία συ­στή­νει ενιαίο σύ­νο­λο– ως προ­στά­τη του αν­θρώ­που από την απει­λή της φύ­σης, την ατέ­λεια των σχέ­σε­ων και τον πό­νο που προ­κα­λούν, υπό τον όρο ο πο­λι­τι­σμός, με τη μορ­φή του Υπε­ρε­γώ, να κά­νει το ασυ­νεί­δη­το να συμ­μορ­φώ­νε­ται στις πρα­κτι­κές επι­τα­γές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που επι­βάλ­λουν τον έλεγ­χο της σε­ξουα­λι­κής ενόρ­μη­σης.

Με αυ­τούς τους όρους, ο Φρό­υντ, πα­ρέ­βλε­ψε την δια­λε­κτι­κή συ­νέ­νω­ση συ­νει­δη­τού-ασυ­νεί­δη­του, πά­θους και γνώ­σης, την οποία, στο πλαί­σιο της ιδε­α­λι­στι­κής με­θερ­μη­νεί­ας του αρι­στο­τε­λι­κού πλα­τω­νι­σμού, πα­ρα­κο­λου­θού­σε ο Χέ­γκελ στην Φι­λο­σο­φία του πνεύ­μα­τος. Πα­ρα­βλέ­πο­ντας την, ο Φρουντ υπο­στή­ρι­ξε την διά­ζευ­ξη του πά­θους-μά­θους και τον αλ­λη­λο-απο­κλει­σμό τους που υπα­γο­ρεύ­ει η θε­τι­κι­στι­κή τυ­πι­κή λο­γι­κή. Η διά­ζευ­ξη, με την κά­θε­τη ιε­ράρ­χη­ση που επι­βάλ­λει και νο­μι­μο­ποιεί την υπα­γω­γή του ασυ­νεί­δη­του στο συ­νει­δη­τό, εξη­γεί και δι­καιο­λο­γεί τις στε­ρη­τι­κές πρά­ξεις που υπα­γο­ρεύ­ουν οι πο­λι­τι­κοί και πο­λι­τι­σμι­κοί μη­χα­νι­σμοί απώ­θη­σης και πει­θάρ­χη­σης με σκο­πό την κα­τα­στο­λή της γυ­μνής ευ­χα­ρί­στη­σης.[10] Ο Φρό­υντ δεν δί­στα­σε να δώ­σει οντο­γε­νε­τι­κές δια­στά­σεις στην υπα­γω­γή του ασυ­νεί­δη­του στο συ­νει­δη­τό, απο­δί­δο­ντας την στο βιο-ψυ­χι­κό έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης. Στο έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης στο οποίο ανέ­τρε­ξε ο Χο­μπς, ανέ­τρε­ξε λοι­πόν όχι μό­νον ο Κ. Σμιτ, αλ­λά και ο Φρό­υντ, το 1927, την ίδια χρο­νιά με αυ­τόν.

Δια­χω­ρί­ζο­ντας την δη­μιουρ­γία του κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κο-πο­λι­τι­σμι­κού πε­δί­ου από την εγω­πα­θή, άρα και αντι-κοι­νω­νι­κή ικα­νο­ποί­η­ση της σε­ξουα­λι­κής ορ­μής, αλ­λά και από μιαν ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τα απο­κομ­μέ­νη από το ψυ­χι­κό και τις πα­ρα­στά­σεις και με­τα­φο­ρές της, ο Φρό­υντ υπο­κα­τέ­στη­σε την με­του­σιω­μέ­νη libido με το φυ­σι­κό έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης. Ανή­γα­γε, έτσι, τις δη­μιουρ­γι­κές συν­θέ­σεις του πο­λι­τι­σμού στο βιο­λο­γι­κό και το ορ­γα­νι­κό στοι­χείο, απο­σπώ­ντας τες από την ρί­ζα τους στην βα­θύ­τε­ρη ασυ­νεί­δη­τη ψυ­χι­κή λει­τουρ­γία, όπου έχει την έρει­σή του το ρι­ζι­κό φα­ντα­σια­κό δη­μιουρ­γί­ας-κα­τα­στρο­φής. Αντ’ αυ­τού, ο Φρό­υντ προ­έ­βα­λε το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης ως απαρ­χή όχι μό­νον της σε­ξουα­λι­κής ενόρ­μη­σης, αλ­λά και της ορ­μής του θα­νά­του που προ­κα­λεί την επι­θε­τι­κό­τη­τα και υπο­σκά­πτει τα εγ­χει­ρή­μα­τα ένω­σης, σύν­θε­σης, συ­ντο­νι­σμού. Αυ­τό το έν­στι­κτο εξη­γεί και την δη­μιουρ­γία και την κα­τα­στρο­φή όσον αφο­ρά τον πο­λι­τι­σμό, και αυ­τό υπα­γο­ρεύ­ει μιαν εναλ­λα­γή πε­ριο­ρι­σμών άλ­λο­τε της σε­ξουα­λι­κής ενόρ­μη­σης και άλ­λο­τε της ορ­μής του θα­νά­του. Και αυ­τό, σε αντί­θε­ση με τη με­του­σιω­μέ­νη ηδο­νή, που ως έμ­με­ση (μέ­σω της φα­ντα­σί­ας) και όχι άμε­ση ικα­νο­ποί­η­ση της λι­βι­δι­κής ενόρ­μη­σης, εί­ναι με­τα-ψυ­χο­λο­γι­κής υφής, διερ­γα­σία που υπο­θάλ­πει η καλ­λι­τε­χνι­κή και η επι­στη­μο­νι­κή δη­μιουρ­γία.[11] Ετσι, για τον Φρό­υντ, το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης εξα­σφα­λί­ζει άμε­σα μιαν εύ­θραυ­στη ισορ­ρο­πία, ανα­δει­κνύ­ο­ντας από μό­νον του ως ου­σια­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο της ζω­ής, την δι­πλή κλί­ση του αν­θρώ­που που επι­ζη­τά την ηδο­νή και την ίδια στιγ­μή πα­λεύ­ει με την ανά­γκη και με τον θά­να­το.

Επει­δή, όμως, αυ­τή η εύ­θραυ­στη ισορ­ρο­πία εί­ναι αδύ­να­το να επι­τευ­χθεί με την συ­νέρ­γεια απο­κλει­στι­κά και μό­νον του εν­στί­κτου, ο Φρό­υντ, σ’ ένα δεύ­τε­ρο γύ­ρο, υπά­γει τους πε­ριο­ρι­σμούς που επι­φέ­ρει η πά­λη ηδο­νής και ανά­γκης στην βλέ­ψη ισχύ­ος που ωθεί την συ­νεί­δη­ση να κυ­ριαρ­χή­σει πά­νω στο ασυ­νεί­δη­το. Η βλέ­ψη και η επί­τευ­ξη της ισχύ­ος του συ­νει­δη­τού πά­νω στο ασυ­νεί­δη­το δε­σμεύ­ει εξαρ­χής τον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό, στο πλαί­σιο του οποί­ου, ένα μέ­ρος του Εγώ, με τις αρ­χές που επε­ξερ­γά­ζε­ται, υψώ­νε­ται σε Υπε­ρε­γώ για να πε­ριο­ρί­σει την ασυ­νεί­δη­τη ορ­μή του θα­νά­του, και την επι­θε­τι­κό­τη­τα του id που αντι­δρά στις επι­τα­γές πει­θάρ­χη­σης που ορ­θώ­νει το Υπε­ρε­γώ. Πα­ραι­τού­με­νο από την άμε­ση ευ­χα­ρί­στη­ση του σε­ξουα­λι­κού ορ­γά­νου, το Εγώ παίρ­νει την μορ­φή ανα­φο­ρι­κής και ιστο­ρι­κής συ­νεί­δη­σης, δη­λα­δή, συ­νεί­δη­σης δι’ εαυ­τήν.

Εδώ ο Φρό­υντ φαί­νε­ται να ξε­χνά ότι και η βλέ­ψη της ισχύ­ος που δια­πνέ­ει τους μη­χα­νι­σμούς με τους οποί­ους η διά­νοια κυ­ριαρ­χεί πά­νω στο ασυ­νεί­δη­το, έχει κι αυ­τή την έρει­σή της στο ασυ­νεί­δη­το. Και ότι κά­θε πα­ραί­τη­ση από τις ενορ­μή­σεις της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας και του θα­νά­του που επι­βάλ­λει στην συ­νεί­δη­ση η ανα­φο­ρά της στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­ξά­νει την αδιαλ­λα­ξία της συ­νεί­δη­σης, την κά­νει ακό­μη πιο στε­ρη­τι­κή και αυ­ταρ­χι­κό­τε­ρη.

Βέ­βαια ο Φρό­υντ στο Δο­κί­μιό του, έκα­νε λό­γο για μια λε­λο­γι­σμέ­νη και όχι ολο­κλη­ρω­τι­κή εξου­σία της συ­νεί­δη­σης πά­νω στο ασυ­νεί­δη­το, μιας και μό­νον ο λε­λο­γι­σμέ­νος έλεγ­χος μπο­ρεί να δια­λύ­σει κά­θε αυ­τα­πά­τη και κά­θε πα­ρα­νοϊ­κή ιδέα[12] που υπο­νο­μεύ­ουν την δύ­να­μη του Εγώ να διευ­θε­τεί κα­τα­στά­σεις, ως φο­ρέ­ας συ­νεί­δη­σης. Ετσι, δή­λω­νε ότι η κρι­τι­κή εξέ­τα­ση της δη­μιουρ­γί­ας και της εξέ­λι­ξης του (ιστο­ρι­κο-κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κού) πο­λι­τι­σμού που επι­χει­ρού­σε στο Πο­λι­τι­σμος, πη­γή δυ­στυ­χί­ας, απο­σκο­πού­σε στον πε­ριο­ρι­σμό της ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής επι­θε­τι­κό­τη­τας και στον εξαν­θρω­πι­σμό της αν­θρώ­πι­νης αι­μο­βο­ρί­ας.

Το θέ­μα, όμως, για μας, σή­με­ρα, εί­ναι εάν η ρι­ζι­κή βλέ­ψη της ισχύ­ος, στην οποία ο Φρό­υντ ανή­γα­γε τις ενορ­μή­σεις της λί­μπι­ντο και του θα­νά­του που συ­νέ­χουν το οι­κο­νο­μι­κό-πο­λι­τι­κό και πο­λι­τι­σμι­κό κο­σμο­σύ­στη­μα, πη­γά­ζει, όντως, από το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης. Κι αν, πράγ­μα­τι, η αυ­το­συ­ντή­ρη­ση ως αι­τία της βλέ­ψης για κυ­ριάρ­χη­ση αρ­κεί για να εξη­γή­σει την βία όχι μό­νο της κα­τί­σχυ­σης που σφρά­γι­σε τον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό, αλ­λά και της υπα­γω­γής του ασυ­νεί­δη­του στο συ­νει­δη­τό, με την οποία ο Φρό­υντ νο­μι­μο­ποιεί και κα­θο­σιώ­νει τε­λι­κά την βλέ­ψη της ισχύ­ος.

Θα πρέ­πει να μας προ­βλη­μα­τί­σει το γε­γο­νός ότι η ανα­γω­γή της βλέ­ψης ισχύ­ος στο έν­στι­κτο, που απο­τε­λεί βιο­λο­γι­κό μάλ­λον πα­ρά ψυ­χι­κό φαι­νό­με­νο, εξα­κο­λού­θη­σε να επι­βε­βαιώ­νε­ται στα όρια όχι μό­νον της πο­λι­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας ή της πο­λι­τι­κής θε­ω­ρί­ας, αλ­λά και της ψυ­χα­νά­λυ­σης, ακό­μη και με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο. Το θέ­μα όμως, ήταν και εί­ναι αν η ψυ­χα­να­λυ­τι­κή εμ­βά­θυν­ση, μέ­σω πε­ρε­ταί­ρω διε­ρευ­νή­σε­ων, δι­καιο­λο­γεί την βλέ­ψη του κα­τα­δα­μα­σμού του όντος/εί­ναι και της συ­να­φούς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης της ισχύ­ος ως της μό­νης δυ­να­τής βλέ­ψης και προ­ο­πτι­κής του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που.

Πρό­κει­ται για ένα ζή­τη­μα ου­σί­ας, πρω­ταρ­χι­κής ση­μα­σί­ας, για­τί αν όντως η σε βά­θος έρευ­να του ψυ­χι­κού επι­βε­βαί­ω­νε την βλέ­ψη για κα­τα­δα­μα­σμό ως τη μό­νη βλέ­ψη που απο­λυ­το­ποιεί και την έχθρα, τό­τε η δυ­να­τό­τη­τα της φι­λό­τη­τας και των αντι-αυ­ταρ­χι­κών δη­μο­κρα­τι­κών κο­σμοει­κό­νων και κο­σμοϊ­στο­ρι­κών θε­ω­ρή­σε­ων θα απο­κλεί­ο­νταν εκ των προ­τέ­ρων ως άτο­πες ή ου­το­πι­κές.

Το πρό­βλη­μα εί­ναι εάν και κα­τά πό­σον η ερ­μη­νεία της σε­ξουα­λι­κής ενόρ­μη­σης και της ενόρ­μη­σης του θα­νά­του ως κλί­σε­ων που υπό­κει­νται στο έν­στι­κτο αυ­το­συ­ντή­ρη­σης, εξη­γεί, πράγ­μα­τι, την δη­μιουρ­γία και την επι­κρά­τη­ση της κο­σμο-ει­κό­νας της φύ­σης-μη­χα­νής που νο­μι­μο­ποί­η­σε την αξί­ω­ση της κα­τί­σχυ­σης που συ­νέ­χει τη ζωή, στο ιστο­ρι­κό κο­σμο­σύ­στη­μα, τα τε­λευ­ταία, πα­ρα­πά­νω από τε­τρα­κό­σια χρό­νια.

Την ίδια στιγ­μή, η απο­ρία του Φρό­υντ αν και σε ποιο βαθ­μό ο πο­λι­τι­σμός και το συ­να­φές κο­σμο­σύ­στη­μα προ­φυ­λάσ­σουν την συ­νύ­παρ­ξη των αν­θρώ­πων από την επι­θε­τι­κό­τη­τα που τους ωθεί στην κα­τα­στρο­φή, γί­νε­ται ακό­μη πιο κρί­σι­μη, σή­με­ρα, με την τρο­μο­κρα­τι­κή τρο­πή των πραγ­μά­των, στον σύγ­χρο­νο κό­σμο. Πράγ­μα που κα­θι­στά επι­τα­κτι­κή την ανά­γκη να ανα­ζη­τή­σου­με μιαν ικα­νο­ποι­η­τι­κό­τε­ρη εξή­γη­ση από αυ­τές που έδω­σαν ο Freud, ο Μarcuze, ο Lacan, η Αrendt ή ο Laclau και η Ch. Mouffe.

Κι αυ­τό για­τί ο φαλ­λός ως σύμ­βο­λο της πα­ντο­δυ­να­μί­ας του δί­καιου του ισχυ­ρο­τέ­ρου και η υπα­γω­γή της φα­ντα­σια­κής επι­θυ­μί­ας και της libido στο φαλ­λι­κό συμ­βο­λι­κό του Νό­μου και στην ισχύ­ου­σα τά­ξη που εγκα­θι­δρύ­ει δεν εξη­γεί για ποιο λό­γο η αξί­ω­ση ισχύ­ος, που προ­βάλ­λει ο εγκα­θι­δρυ­μέ­νος λό­γος ως από­λυ­τη αν­θρώ­πι­νη βλέ­ψη, συμ­βα­δί­ζει με την έλ­λει­ψη μη­χα­νι­σμών ικα­νών να μας δια­φυ­λά­ξουν από την συ­νε­χή απα­ξί­ω­ση της ανά­γκης για αυ­το­συ­ντή­ρη­ση – απα­ξί­ω­ση, την οποία, ση­μειω­τέ­ον, προ­κα­λεί η αξί­ω­ση και από­φα­ση ισχύ­ος.

Εκτός και αν δε­χθού­με απε­ρί­φρα­στα πλέ­ον ότι το δε­δο­μέ­νο κο­σμο-σύ­στη­μα όντως κα­τέρ­ρευ­σε, αφού έφτα­σε να κα­τα­στρέ­φει ακό­μη και εκεί­νες τις εν­στι­κτώ­δεις δυ­νά­μεις στις οποί­ες ενα­πέ­θε­τε την σω­τη­ρία του και την διαιώ­νι­ση του.

Κα­θώς το έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης, στην πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση του πλα­νή­τη, φαί­νε­ται να χά­νει συ­νε­χώς την δύ­να­μή του, ο ση­με­ρι­νός άν­θρω­πος δεν έχει πλέ­ον πού να στα­θεί, αφού σπρωγ­μέ­νος από τα ού­τως ή άλ­λως συ­ντη­ρη­τι­κά έν­στι­κτα, έφτια­ξε έναν πο­λι­τι­σμό που αντί να τον συ­ντη­ρεί, κα­τα­στρέ­φει την φύ­ση κι επο­μέ­νως και τον ίδιο.

Θα πα­ρα­λεί­ψω, ανα­γκα­στι­κά τους εν­διά­με­σους κρί­κους στη συλ­λο­γι­στι­κή μου (τον Μarcuze, τον Lacan, τον Ν. Που­λαν­τζά, τον Κ. Κα­στο­ριά­δη, την Hanna Αrendt, τον Laclau), για να επι­στρέ­ψω στον Κarl Schmitt και στον Π. Κον­δύ­λη.

Θέ­το­ντας σε δο­κι­μα­σία τον ορι­σμό του πο­λι­τι­κού, ο Κ. Schmitt αντι­πα­ρέ­θε­σε την κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση την οποία ο Jacob Burchkhardt συ­ναρ­τού­σε με την δη­μο­κρα­τία, με την πρό­θε­ση να πε­ριο­ρί­σει την εξου­σία του κρά­τους πά­νω στα άτο­μα και να χα­ρά­ξει σα­φέ­στε­ρα τα όρια (της εξου­σί­ας) του κρά­τους από την κοι­νω­νία. Η κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση αυ­τή αντι­στε­κό­ταν στην κο­σμο-θε­ώ­ρη­ση της κα­τί­σχυ­σης, που εδραιω­νό­ταν στη Γερ­μα­νία του Βί­σμαρκ, εφό­σον έθε­τε τα πά­ντα (τα οποία «πά­ντα» ο Μπούρκ­χαρτ θε­ω­ρού­σε εγ­γε­νώς και διαρ­κώς με­τα­βλη­τά) σε διά­λο­γο, ενώ συγ­χρό­νως αξί­ω­νε το δι­καί­ω­μα όλων για ερ­γα­σία και δια­βί­ω­ση.[13]

Αντι­μέ­τω­πος με την κο­σμοει­κό­να του Μπούρκ­χαρτ που στή­ρι­ζε τη δη­μο­κρα­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση, στο πε­δίο της πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­ας, ο K. Schmitt υπο­χρε­ώ­θη­κε να προ­βλη­μα­το­ποι­ή­σει την διά­κρι­ση του δη­μό­σιου φί­λου και δη­μό­σιου εχθρού, διό­τι πράγ­μα­τι, ποιάν εκ φύ­σε­ως κα­λή ατο­μι­κό­τη­τα ή συλ­λο­γι­κό­τη­τα εν­σαρ­κώ­νει ο φί­λος και ποιαν κα­κή, αντί­στοι­χα, ο εχθρός;

Για να επι­μεί­νει στην δι­κή του κο­σει­κό­να, ο Σμιτ με­τέ­φε­ρε την διά­κρι­ση φι­λί­ας και έχθρας, στο πε­δίο της πο­λι­τι­σμι­κής αν­θρω­πο­λο­γί­ας, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στην άπο­ψη του Dilthey ότι ο άν­θρω­πος χω­ρίς να εί­ναι εκ φύ­σε­ως κα­κός έχει την ακα­τα­μά­χη­τη τά­ση, αν δεν βρε­θεί τί­πο­τα να τον ανα­χαι­τί­σει, να διο­λι­σθή­σει από την απλη­στία στο κα­κό. Ο λό­γος ήταν ότι το ζω­ώ­δες, τα έν­στι­κτα, τα πά­θη, και προ­πά­ντων, η αγά­πη και ο φό­βος, εί­ναι στον πυ­ρή­να της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης.

Η αν­θρω­πο­λο­γι­κή αυ­τή άπο­ψη του Dilthey, η οποία, κα­τά τον Schmitt, ερ­μη­νεύ­ει πι­στά τον Μα­κια­βέ­λι, υψώ­νει την αγά­πη που γεν­νά ο φί­λος και τον φό­βο που προ­ξε­νεί ο εχθρός σε βα­σι­κό νό­μο της πο­λι­τι­κής ζω­ής.[14]

Αν, όμως, το πο­λι­τι­κό έχει την έρει­σή του στην αγά­πη και στον φό­βο, τό­τε θα πρέ­πει να λύ­σου­με το αί­νιγ­μα της αγά­πης και του μί­σους που υπο­κι­νούν το φα­ντα­σια­κό, ωθώ­ντας το σε θε­τι­κές ή αντι­δρα­στι­κές ανα­διευ­θε­τή­σεις της ισχύ­ου­σας τά­ξης πραγ­μά­των και λό­γου. Και επι­πλέ­ον να σκε­φθού­με τι θα έλυ­νε το αί­νιγ­μα του φαλ­λι­κού συμ­βο­λι­κού του Νό­μου που πε­ρι­φρου­ρεί την τά­ξη ισχύ­ος.[15]

Αν την φι­λία και την έχθρα και συ­να­κό­λου­θα, την αγά­πη και τον φό­βο τα υπο­κι­νεί το ρι­ζι­κό και στη συ­νέ­χεια, το ιστορ­κο-κοι­νω­νι­κό φα­ντα­σια­κό, τό­τε το ερώ­τη­μα «πού έχει το φα­ντα­σια­κό την έρει­σή του»[16] εί­ναι και πα­ρα­μέ­νει και ου­σιώ­δες. Χω­ρίς τον εντο­πι­σμό της πρω­ταρ­χής του φα­ντα­σια­κού που ανα­κι­νεί τα συ­ναι­σθή­μα­τα (affects) φι­λί­ας-έχθρας και αγά­πης-φό­βου, η δη­μιουρ­γία των κο­σμοει­κό­νων που προ­σα­να­το­λί­ζουν τα εγ­χει­ρή­μα­τα του θε­ω­ρείν και του πράτ­τειν, αλ­λά και την ύπαρ­ξη, γε­νι­κό­τε­ρα, πα­ρα­μέ­νει αστή­ρι­κτη, αδια­σα­φή­νι­στη και μη ελέγ­ξι­μη.

Ο Π. Κον­δύ­λης, ανα­φε­ρό­με­νος στην από­φα­ση ισχύ­ος που ορί­ζει το πο­λι­τι­κό και τις κο­σμοει­κό­νες που το απο­δί­δουν, αρ­κέ­στη­κε να τα απο­δώ­σει στο έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης. Αν και έχει υπ’ όψη του το Πο­λι­τι­σμός πη­γή δυ­στυ­χί­ας του Φρό­υντ, απέ­κλει­σε εκ προ­οι­μί­ου την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση, θε­ω­ρώ­ντας τις απαρ­χές της δη­μιουρ­γί­ας των κο­σμο-ει­κό­νων ερ­μη­νευ­τι­κά απρό­σι­τες. Το επι­χεί­ρη­μά του ήταν ότι «χά­νο­νται… στον λα­βύ­ριν­θο του υπαρ­ξια­κού του πυ­ρή­να όπου τα σα­λέ­μα­τα της ορ­γα­νι­κής ύλης με­τα­τρέ­πο­νται σε ό,τι συ­νη­θί­σα­με να ονο­μά­ζου­με πνεύ­μα ή σκέ­ψη ...».[17]

Απο­κλεί­ο­ντας την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση και ακο­λου­θώ­ντας την γραμ­μή που χά­ρα­ξαν οι φι­λό­σο­φοι που πρό­βα­λαν ως ανα­ντίρ­ρη­τη την φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση και το δί­καιο του ισχυ­ρο­τέ­ρου, συ­ντάσ­σε­ται με το Δο­κί­μιο του Φρό­υντ, για να υπο­στη­ρί­ξει ότι οι κο­σμο-ει­κό­νες πα­ρα­πέ­μπουν σε ιδέ­ες και ιδε­ώ­δη συ­νυ­φα­σμέ­να ευ­θέ­ως με την αυ­το­συ­ντή­ρη­ση, εφό­σον αντλούν τον αντι­κει­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της αλή­θειας τους, αλ­λά και το νό­η­μά τους από την μό­νη τε­λι­κά αν­θρώ­πι­νη προ­ο­πτι­κή που εί­ναι η προ­ο­πτι­κή της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης.

Στο δο­κί­μιό του « Οι φι­λό­σο­φοι και η ηδο­νή» χω­ρίς να κά­νει λό­γο για τη φι­λό­τη­τα, ο Π. Κ. ανα­τρέ­χει στην ηδο­νή για να την συν­δέ­σει με μιαν αυ­το­συ­ντή­ρη­ση που δεν τη θε­ω­ρεί στα­τι­κή- βιο­λο­γι­κή, αλ­λά δυ­να­μι­κή, υπό την κοι­νω­νι­κή έν­νοια. Υπό τις συν­θή­κες, ωστό­σο, του υπάρ­χο­ντος πο­λι­τι­σμού, ο δυ­να­μι­σμός της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης δεν μπο­ρεί πα­ρά να ση­μαί­νει συ­ντή­ρη­ση και διεύ­ρυν­ση της ισχύ­ος ενός Υπο­κει­μέ­νου που, θέ­λει-δε θέ­λει, οφεί­λει να πα­ραι­τη­θεί, εν μέ­ρει, βέ­βαια, από την « ζω­ι­κή» από­λαυ­ση.[18] Η ηδο­νή ως εν μέ­ρει ζω­ι­κή από­λαυ­ση εί­ναι πα­ρά­γω­γο της γε­νι­κευ­μέ­νης ισχύ­ος. Γι΄αυ­τήν μι­λού­σε και ο Χο­μπς.[19]

Ο Κον­δύ­λης ανα­φε­ρό­με­νος στον Φρό­υντ, δεν απο­μα­κρύ­νε­ται από τον Χό­μπς ού­τε και από τον Κ. Σμιτ. Ταυ­τί­ζει έτσι, την αυ­το­συ­ντή­ρη­ση με τη δη­μιουρ­γία κο­σμοει­κό­νων χαϊ­ντεγ­γε­ρια­νής έμπνευ­σης, οι οποί­ες ως κο­σμοει­κό­νες κα­τα­δα­μα­σμού, ενώ προ­σα­να­το­λί­ζουν την ύπαρ­ξη του ατο­μι­κού ή συλ­λο­γι­κού Υπο­κει­μέ­νου στη βλέ­ψη και στην από­φα­ση ισχύ­ος, δεν παύ­ουν να εξα­ντι­κει­με­νι­κεύ­ο­νται, και μέ­σω της πραγ­μά­τω­σής τους, να διεκ­δι­κούν για τον εαυ­τό τους, την ισχύ αντι­κει­με­νι­κής αλή­θειας. Αυ­τό ο Π. Κ. το θε­ω­ρεί ανα­πό­φευ­κτο, στο πλαί­σιο ενός γε­νι­κευ­μέ­νου και κα­θο­λι­κού αγώ­να για πο­λι­τι­κή ισχύ.[20]

Σε ένα τέ­τοιο πλαί­σιο γε­νι­κευ­μέ­νου αγώ­να για κυ­ριαρ­χία, η ανά­γκη πο­ρι­σμού ηδο­νής συ­γκρού­ε­ται με την ανά­γκη από­λαυ­σης των πλε­ο­νε­κτη­μά­των και της ασφά­λειας πού μό­νον η κοι­νω­νία που συ­γκρο­τούν τα άτο­μα με βά­ση το συμ­βα­τι­κό δί­καιο, μπο­ρεί να πα­ρά­σχει. Η σύ­γκρου­ση αυ­τή παίρ­νει τη μορ­φή ανταρ­το­πό­λε­μου λό­γω της αμ­φί­λο­γης επι­θυ­μί­ας των ατό­μων να απο­λαύ­σουν τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα που του εξα­σφα­λί­ζει η ζωή στην κοι­νω­νία, ικα­νο­ποιώ­ντας συγ­χρό­νως και την ανά­γκη πο­ρι­σμού ηδο­νής. Απο­τέ­λε­σμα εί­ναι οι κα­νό­νες της κοι­νω­νι­κής ζω­ής να πε­ρι­φρου­ρού­νται, όταν τους κα­τα­πα­τούν οι άλ­λοι και όταν οι άλ­λοι ικα­νο­ποιούν ανε­ξέ­λεγ­κτα την ανά­γκη πο­ρι­σμού ηδο­νής. Συγ­χρό­νως, όμως κα­τα­στρα­τη­γού­νται, όταν αυ­τοί οι ίδιοι και όχι άλ­λοι πο­ρί­ζο­νται ηδο­νή[21]. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι ακό­μη και στο γε­νι­κευ­μέ­νο κα­θε­στώς ισχύ­ος, οι νό­μοι και οι κα­νό­νες όχι μό­νον πε­ρι­φρου­ρού­νται, αλ­λά και πα­ρα­βιά­ζο­νται, χω­ρίς πά­ντα να τι­μω­ρού­νται οι πα­ρα­βά­τες, επει­δή με­τα­ξύ της κοι­νω­νι­κής και της ατο­μι­κής ζω­ής υπάρ­χει « μια ευ­ρεία και ως επί το πλεί­στον αθέ­α­τη ζώ­νη κά­που ανά­με­σα στο άμω­μο ηθι­κό ιδε­ώ­δες και στο απρο­κά­λυ­πτο έγκλη­μα».[22] Στη ζώ­νη αυ­τή κα­τα­χω­ρού­νται προ­θέ­σεις και πρά­ξεις υπο­κι­νού­με­νες από την ανά­γκη πο­ρι­σμού της ηδο­νής. Για την τή­ρη­ση των νό­μων και των κα­νό­νων που απα­γο­ρεύ­ουν τις πα­ρα­βά­σεις αυ­τές λει­τουρ­γούν κα­θο­δη­γη­τι­κά πλαί­σια προ­σα­να­το­λι­σμού και θρη­σκευ­τι­κές ή ηθι­κές αρ­χές ως ιδε­α­τές στα­θε­ρές. Απο­τέ­λε­σμα εί­ναι η αμ­φί­λο­γη επι­θυ­μία ισχύ­ος και φυ­σι­κής ηδο­νής να εμπλέ­κε­ται με ηθι­κά δι­λήμ­μα­τα και τις απα­ραί­τη­τες εκλο­γι­κεύ­σεις. Αυ­τές ευο­δώ­νο­νται στο επί­πε­δο των θε­σμών με τη δη­μιουρ­γία υπο­κα­τά­στα­των ή με τον προ­σα­να­το­λι­σμό σε προ­σπά­θειες από­κτη­σης αγα­θών που εξα­σφα­λί­ζουν ηδο­νή ανά­λο­γη με τη ζω­ι­κή, ένα­ντι κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών και βα­σί­ζο­νται σε δια­δι­κα­σί­ες κοι­νω­νι­κής πει­θάρ­χη­σης των ατό­μων. Δια­δι­κα­σί­ες οι οποί­ες, στις σύγ­χρο­νες μορ­φές τους, φτά­νουν να θε­ω­ρη­θούν και ως πραγ­μά­τω­ση της ελευ­θε­ρί­ας.[23]

Ο Π. Κ. θυ­μί­ζει στον ανα­γνώ­στη ότι τον ρό­λο του Υπε­ρε­γώ στο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμι­κό πε­ρι­βάλ­λον υπο­δυό­ταν ο φι­λό­σο­φος ως γνώ­στης της Αλή­θειας και του Κα­λού και ως με­σο­λα­βη­τής για τη με­του­σί­ω­ση της γνώ­σης σε εδραία βιο­σο­φία. Και ότι η αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή πό­λη απαι­τού­σε σο­φία, αυ­το­κυ­ριαρ­χία και τή­ρη­ση του μέ­τρου σε απο­λαύ­σεις που προ­ή­γαν πα­ρά έβλα­πταν τη σω­μα­τι­κή και ψυ­χι­κή υγεία και ήταν έτσι κλει­διά για την κα­τά­κτη­ση της ευ­δαι­μο­νί­ας. Θυ­μί­ζει ακό­μη ότι για τον Αρι­στο­τέ­λη, λό­γος, αρε­τή και ηδο­νή συ­νυ­φαί­νο­νταν ορ­γα­νι­κά, εφό­σον όλα τα όντα που επι­διώ­κουν την ηδο­νή, με­τέ­χουν του Θεί­ου. Υπό τον όρο, όμως, η ηδο­νή να αντα­πο­κρί­νε­ται στην ει­δο­ποιό οντο­λο­γι­κή υφή του αν­θρώ­που που τε­λειο­ποιεί τον εαυ­τό του με βά­ση τα κε­λεύ­σμα­τα του Λό­γου. Ο Π. Κ. το­νί­ζο­ντας την ηθι­κή διά­στα­ση που κυ­ριαρ­χεί στην πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φία του Πλά­τω­να και του Αρι­στο­τέ­λη, θε­ω­ρεί αυ­τές τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που έθε­σαν οι δυο με­γά­λο φι­λό­σο­φοι ως προ­σπά­θειες με­τρια­σμού του μη­δε­νι­στι­κού ηδο­νι­σμού που ελάν­θα­νε στην σο­φι­στι­κή πραγ­μά­τευ­ση των σχέ­σε­ων του νό­μω και φύ­σει, και του ζη­τή­μα­τος της ισχύ­ος., εφό­σον ένα κα­θε­στώς ισχύ­ος και ανε­ξέ­λεγ­κτης φυ­σι­κής ηδο­νής, όπως και ο μη­δε­νι­στι­κός ηδο­νι­σμός δεν μπο­ρούν να απο­τε­λέ­σουν τρό­πο ζω­ής μιας ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας. Γι΄αυ­τό και στο ίδιο πλαί­σιο, ο αγώ­νας κα­τί­σχυ­σης αντλεί νο­μι­μό­τη­τα και κα­τα­ξί­ω­ση από την με­ταμ­φί­ε­σή του σε αγώ­να ιδα­νι­κών.

Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ο όρος «με­ταμ­φί­ε­ση» με τον οποίο ο Κον­δύ­λης αντι­κα­θι­στά τον όρο με­του­σί­ω­ση για να δη­λώ­σει την συ­γκά­λυ­ψη του εν­στί­κτου αυ­το­συ­ντή­ρη­σης με τον μαν­δύα της συ­νεί­δη­σης ή του πνεύ­μα­τος και όχι την με­ταλ­λα­γή του βιο-ψυ­χι­κού σε πνευ­μα­τι­κό, μέ­σω ψυ­χι­κών και συ­νει­δη­σια­κών διερ­γα­σιών. Ζη­τώ­ντας να απο­γυ­μνώ­σει τον ιδε­α­λι­στι­κό εξαν­θρω­πι­σμό, ο Κον­δύ­λης ταυ­τί­ζει την κο­σμο-ει­κό­να με εκεί­νη την από­φα­ση που κα­το­χυ­ρώ­νει απο­κλει­στι­κά και μό­νον τις αξιώ­σεις ισχύ­ος, με το επι­χεί­ρη­μα ότι αυ­τές εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νες με ιδέ­ες και ιδε­ώ­δη που ανα­φέ­ρο­νται ευ­θέ­ως στην αυ­το­συ­ντή­ρη­ση, μιας και η από­φα­ση ισχύ­ος με τη μορ­φή κο­σμοει­κό­νας διεκ­δι­κεί τον αντι­κει­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της αλή­θειας της και το νό­η­μά της, πι­στή στην δι­κή της προ­ο­πτι­κή που δεν εί­ναι άλ­λη από την προ­ο­πτι­κή απο­κλει­στι­κά της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης.

Την αξί­ω­ση της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης ο Κον­δύ­λης την θε­ω­ρεί εκ κα­τα­γω­γής αξί­ω­ση ισχύ­ος[24] που οχυ­ρώ­νε­ται ι πί­σω από την συμ­μόρ­φω­ση σε ιδε­α­τά ή ιδε­ώ­δη. Αυ­τή η αξί­ω­ση απαι­τεί εκλο­γί­κευ­ση επι­θυ­μιών και σκο­πών. Ακο­λου­θώ­ντας εν μέ­ρει τον Φρό­υντ και κυ­ρί­ως τον Heidegger του Sein und Zeit και της ερ­μη­νεί­ας που έδω­σε ο Heidegger, στις πα­ρα­δό­σεις του για τον Νί­τσε, στη νι­τσεϊ­κή θέ­λη­ση για δύ­να­μη, ο Π. Κ. απο­κλεί­ει την δια­με­σο­λά­βη­ση της ελευ­θε­ρί­ας της βού­λη­σης, την οποία σπεύ­δει να την απα­ξιώ­σει με το σκε­πτι­κό ότι την επι­κα­λού­νται μι­κροί κύ­κλοι δια­νο­ου­μέ­νων σε σα­λό­νια, πα­νε­πι­στή­μια και φι­λο­λο­γι­κά κα­φε­νεία![25]

Αυ­τό το πε­ρι­στα­σια­κό κοι­νω­νιο­λο­γι­κού τύ­που σχό­λιο δεν απο­τε­λεί ωστό­σο, επι­χεί­ρη­μα, και γι΄αυ­τό αντί να κλεί­σει τον δρό­μο της εξι­χνί­α­σης του πο­λι­τι­κού, όλως αντι­θέ­τως, τον ανοί­γει. Για­τί δεί­χνει ακό­μη σα­φέ­στε­ρα την ανά­γκη θε­ω­ρη­τι­κής διείσ­δυ­σης στο «αδια­νό­η­το πριν» –στο Φου­κω­ι­κό άσκε­πτο– που συ­στή­νει η απαρ­χή των κο­σμο-ει­κό­νων και των κο­σμο-θε­ω­ρή­σε­ων.

Αυ­τή την απαρ­χή, το αδια­νό­η­το πριν (originaire) διε­ρεύ­νη­σε η Piera Aulagner για­τί μό­νον αυ­τό μπο­ρεί να μας δεί­ξει αν η από­φα­ση ισχύ­ος ως εκλο­γί­κευ­ση του εν­στί­κτου της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης λύ­νει, πράγ­μα­τι, το αί­νιγ­μα του πο­λι­τι­κού. Για­τί, αν θε­ω­ρού­σα­με επαρ­κή την κο­σμοϊ­στο­ρι­κή θε­ώ­ρη­ση του Π. K. που εξι­σώ­νει το πο­λι­τι­κό με τον αγώ­να κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κής κα­τί­σχυ­σης, τό­τε η κο­σμοει­κό­να μιας δη­μο­κρα­τί­ας ως αυ­το­πε­ριο­ρι­σμού της αξί­ω­σης ισχύ­ος, μέ­σω της δια­βού­λευ­σης, δεν θα εί­χε πού να στα­θεί και θα απο­κλειό­ταν ως άτο­πη ή ου­το­πι­κή φα­ντα­σί­ω­ση. Που βέ­βαια, δεν εί­ναι. Για­τί αν ήταν άτο­πη ή ου­το­πι­κή μό­νο φα­ντα­σί­ω­ση, τό­τε, ο ιστο­ρι­κο-κοι­νω­νι­κός κό­σμος, όπου γεν­νιό­μα­στε για να ζή­σου­με και να υπάρ­ξου­με, θα ήταν ένας εφιαλ­τι­κός κό­σμος ζο­φε­ρού ολο­κλη­ρω­τι­σμού, όπου θα κυ­ριαρ­χού­σε απο­κλει­στι­κά και μό­νον η έχθρα χω­ρίς το αντί­πα­λο δέ­ος, τη φι­λό­τη­τα, και όπου η ελευ­θε­ρία της βού­λη­σης θα ήταν άγνω­στη σα βί­ω­μα, σαν ιδέα και σαν αξία. Σε ένα τέ­τοιο κό­σμο, η φι­λία θα ήταν η μά­σκα που κρύ­βει τον δό­λο της κα­τί­σχυ­σης που συ­νέ­χει με τρό­πο ολο­κλη­ρω­τι­κό τους κα­τι­σχύ­ο­ντες, ενώ οι υπο­ταγ­μέ­νοι θα ήταν έρ­μαια και υπο­χεί­ριά τους. Το σκο­τά­δι θα εί­χε απο­κλεί­σει το φως και επο­μέ­νως τη γέ­νε­ση, και η νύ­χτα θα εί­χε κα­ταρ­γή­σει την ανα­το­λή της μέ­ρας, σαν την πιο ανό­η­τη χί­μαι­ρα.

Σε αυ­τό το κρί­σι­μο ση­μείο εκ­μη­δέ­νι­σης της επι­θυ­μί­ας, της γνώ­σης και της πί­στης, πα­ρεμ­βαί­νει η Ρiera Aulagnier για να ξα­να­φέ­ρει στην επι­φά­νεια το εμπε­δό­κλειο ζεύγ­μα φι­λό­τη­τας-νεί­κους. Η θε­ω­ρία που δια­τύ­πω­σε με βά­ση τις κλι­νι­κές έρευ­νές της, μας ει­σά­γει στα ακρό­τα­τα όρια του βιο-ψυ­χι­κού, πριν από το απει­κο­νή­σι­μο και ερ­μη­νεύ­σι­μο ρι­ζι­κό ή κοι­νω­νι­κο-ιστο­ρι­κό φα­ντα­σια­κό. Σε αυ­τή την ανε­ξι­χνί­α­στη μέ­χρι τό­τε πε­ριο­χή, η Aulagnier ανι­χνεύ­ει την πρω­ταρ­χή (originaire), του βιο-ψυ­χι­κού Υπο­κει­μέ­νου και των συ­ναι­σθη­μα­τι­κών και σω­μα­τι­κών βιω­μά­των του που εμπλέ­κο­νται στην γέ­νε­ση της ψυ­χι­κής λει­τουρ­γί­ας με κύ­ριο γνώ­ρι­σμά της τον σχε­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα της [26]. Σ΄αυ­τή την πρω­ταρ­χή, η Aulagnier εντο­πί­ζει τις ρί­ζες όχι μό­νον του φα­ντα­σια­κού και του συμ­βο­λι­κού, αλ­λά και των διερ­γα­σιών που απλου­στευ­τι­κά επί αιώ­νες απο­δι­δό­ταν στο βιο­λο­γι­κό έν­στι­κτο της αυ­το­συ­ντή­ρη­σης.[27]

Αντί­θε­τα με ό, τι υπο­στή­ρι­ξε ο Φρό­υντ, το infans αι­σθά­νε­ται και πα­ρι­στά την εμπει­ρία της συ­νά­ντη­σής του με τον μη­τρι­κό άλ­λο, και το συ­ναί­σθη­μα ευ­χα­ρί­στη­σης ή δυ­σα­ρέ­σκειας που του προ­κα­λεί. Ετσι, ενώ δεν δια­θέ­τει ακό­μη λό­γο, εντού­τοις, δεν λει­τουρ­γεί, ως απλώς έμ­βιο ον που το ορί­ζει το έν­στι­κτο, αλ­λά ως υπο­τυ­πώ­δες ψυ­χο­σω­μα­τι­κό όν που επι­θυ­μεί. Αυ­τό το υπο­τυ­πώ­δες ψυ­χο­σω­μα­τι­κό ον δεν λει­τουρ­γεί ως Υπο­κεί­με­νο ξε­κομ­μέ­νο από την εμ­με­νή ανα­φο­ρι­κό­τη­τά του. Για­τί αυ­τό που επι­θυ­μεί δεν εί­ναι απλώς η αυ­το­συ­ντή­ρη­σή του ή η αυ­το­κα­τα­στρο­φή του, αλ­λά η ζωή.

Αντί­θε­τα, με ό,τι υπο­στή­ρι­ξαν ο Φρό­υντ και ο Lacan, η Aulagnier θε­ω­ρεί ότι τα συ­ναι­σθή­μα­τα γεν­νιού­νται και κα­θο­ρί­ζο­νται από την σχέ­ση του ψυ­χι­κού εγώ με τα συ­ναι­σθή­μα­τα του μη­τρι­κού άλ­λου, πο­λύ πριν υπάρ­ξει γλώσ­σα και ση­μαί­νο­ντα.

Κα­τα­λα­βαί­νου­με έτσι για ποιο λό­γο η λα­κα­νι­κή ρι­ζι­κή απο­κο­πή του συμ­βο­λι­κού από το φα­ντα­σια­κό με­τα­τό­πι­σε την σχέ­ση με τη μη­τέ­ρα, που εί­ναι φί­λος ή εχθρός, στην σχέ­ση με τον πα­τέ­ρα που εί­ναι μό­νον νό­μος και αφέ­ντης, (δη­λα­δή ισχύς) εί­τε για­τί o Lacan πα­ρέ­βλε­ψε το πρω­ταρ­χι­κό στά­διο γέ­νε­σης της ψυ­χι­κής ζω­ής, εί­τε για­τί το απο­σιώ­πη­σε, δί­νο­ντας., έτσι, την πρω­το­κα­θε­δρία στον εγκα­θι­δρυ­μέ­νο Λό­γο και στην τά­ξη που επι­βάλ­λει.

Αυ­τή η βί­αιη πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση της σχέ­σης με τον φι­λι­κό ή εχθρι­κό μη­τρι­κό άλ­λο που προ­κα­λεί την αγά­πη ή το μί­σος αντί­στοι­χα, μας εμπο­δί­ζει να εν­νο­ή­σου­με τον τρό­πο που κα­θο­ρί­ζει την δη­μιουρ­γία και την εκ­φο­ρά του λό­γου μέ­σα στο κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κό- πο­λι­τι­σμι­κό κο­σμο­σύ­στη­μα.

Μη εν­νο­ώ­ντας το πώς η σχέ­ση με την μη­τέ­ρα κα­θο­ρί­ζει την δη­μιουρ­γία και την εκ­φο­ρά του λό­γου, ρί­χνου­με το βά­ρος της ψυ­χι­κής-κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κο-πο­λι­τι­σμι­κής δια­δι­κα­σί­ας μο­νο­με­ρώς στον πό­λο του εξου­σια­σμού και της κα­τί­σχυ­σης. Αυ­τό γί­νε­ται σα­φές στην κο­σμο-ει­κό­να της κυ­ριαρ­χί­ας και της υπο­τα­γής, την οποία επι­χει­ρεί να νο­μι­μο­ποι­ή­σει μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κου τύ­που αν­θρω­πο­λο­γία που ανα­τρέ­χει στην χο­μπ­σια­νή φι­λο­σο­φι­κή πα­ρά­δο­ση της φυ­σι­κής κα­τά­στα­σης και του εν­στί­κτου αυ­το­συ­ντή­ρη­σης.

Βέ­βαια, σε αυ­τό το πα­ρω­χη­μέ­νο πλαί­σιο το οποίο πε­ρι­θω­ριο­ποιεί ή πα­ρα­βλέ­πει το φα­ντα­σια­κό, η μη­τέ­ρα που κυο­φο­ρεί το βιο­ψυ­χι­κό έμ­βρυο και στην συ­νέ­χεια το ανα­τρέ­φει, εξαι­ρεί­ται και από-ενο­χο­ποιεί­ται από την βλέ­ψη του εξου­σια­σμού και της κα­τί­σχυ­σης του Λό­γου. Ετσι, όμως, χά­νει και τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο που παί­ζει στην δη­μιουρ­γία ενός λό­γου που μπο­ρεί να έχει στην βά­ση του την φι­λό­τη­τα και την αμοι­βαία ανα­γνώ­ρι­ση, ώστε να δί­νει στην δια­βού­λευ­ση με­γα­λύ­τε­ρη αξία από ό, τι στην δια­τα­γή.

Αν, λοι­πόν, το συμ­βο­λι­κό σύ­στη­μα φτιά­χνει την τά­ξη του λό­γου, που ορ­γα­νώ­νει, διευ­θε­τεί και ρυθ­μί­ζει το ψυ­χο-κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κό, πράγ­μα που αλη­θεύ­ει, τό­τε η Aulagnier εί­ναι αυ­τή που με τις κλι­νι­κές έρευ­νές της του originaire, του άσεκ­πτου πριν, έδει­ξε πώς και από ποια στιγ­μή και με­τά, γί­νε­ται αυ­τό.

Αυ­τές οι έρευ­νες την οδή­γη­σαν στην άπο­ψη ότι κα­νέ­να μέ­λος της κοι­νω­νί­ας δεν μπο­ρεί να παί­ξει τον ρό­λο του από­λυ­του ρυθ­μι­στή των συμ­βο­λι­κών συ­στη­μά­των, χω­ρίς την με­σο­λά­βη­ση βί­αιων και κα­τα­να­γκα­στι­κών ερ­μη­νειών των σχέ­σε­ων που συ­στή­νουν την δο­μή και την λει­τουρ­γία της ψυ­χι­κής ζω­ής, από την πρω­ταρ­χή ακό­μη της γέ­νε­σής της. Τα ει­κο­νο­γράμ­μα­τα της έχθρας που σκα­ρώ­νει το βρέ­φος στο πρω­ταρ­χι­κό στά­διο της ζω­ής του, αλ­λά και οι κο­σμο-ει­κό­νες κα­τί­σχυ­σης ενός εχθρι­κού άλ­λου που δη­μιουρ­γού­νται, σε ένα απώ­τε­ρο στά­διο ψυ­χι­κής- νοη­τι­κής- και πνευ­μα­τι­κής ωρί­μαν­σης εί­ναι προ­ϊ­όν τέ­τοιων βί­αιων και κα­τα­να­γκα­στι­κών βιω­μά­των και συ­να­κο­λου­θα, ερ­μη­νειών, με τις οποί­ες εί­ναι συ­νυ­φαί­νε­ται ή δια­δι­κα­σία της νοη­μα­το­δό­τη­σης. Υπάρ­χει, όμως, και η άλ­λη δυ­να­τό­τη­τα της φι­λό­τη­τας με την οποία λυσ­σα­λέα ανα­με­τριέ­ται η αξί­ω­ση /από­φα­ση ισχύ­ος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: