[…] Even if phallic mystification has generally contaminated good relationships, a woman is never far from ‘mother’ (I mean outside her role functions: the ‘mother’ as nonname and as source of goods). There is always within her at least a little of that good mother's milk. She writes in white ink.
[…] Let the priests tremble, we're going to show them our sexts!
HÉLÈNE CIXOUS,
“The laugh of the Medusa” (αγγλ. μετ. K. Cohen, P. Cohen)
Signs 1.4 (1976), 875–893 (γαλλ. πρωτ. 1975)
Η μελέτη αυτή αποτελεί συνέχεια του αφιερώματος «Η Γυναίκα στο κείμενο», που δημοσιεύθηκε στο κυπριακό περιοδικό Ακτή (τεύχ. 118, Άνοιξη 2019, σσ. 145–161, 193–219). Στο αφιέρωμα εκείνο, του οποίου ο τίτλος, όπως και αυτός της παρούσας μελέτης, παραπέμπει στο θεμελιώδες μανιφέστο της Hélène Cixous «Το γέλιο της Μέδουσας», (αυτό)παρουσιάστηκαν τρεις σύγχρονες Κύπριες πεζογράφοι γεννημένες από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής (Κωνσταντία Σωτηρίου, Νάσια Διονυσίου, Μαρία Α. Ιωάννου) και μία σχετικά παλαιότερη (Μυρτώ Αζίνα). Η συμπαρουσίαση των τεσσάρων στο αφιέρωμα της Ακτής είχε σκοπό να υποδείξει ως αξιοπαρατήρητο γραμματολογικό φαινόμενο (ρευστό και δυναμικώς εξελισσόμενο, αφού αφορά λογοτέχνιδες που τελούν στην ακμή τους) όχι τόσο την ποσοτική ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στα κυπριακά γράμματα όσο το ότι η λογοτεχνική «συστοιχία» που σχηματίζουν αυτές οι γυναίκες δημιουργοί διακρίνεται αποφασιστικά από την έμφυλη (εγ)γραφή. Το βασικό πόρισμα του αφιερώματος ήταν πως η θεμελιώδης σύγκλιση ανάμεσα στις τέσσερις πεζογράφους συνίσταται στην υλοποίηση, με τρόπο επαναστατικό για τα κυπριακά πράγματα, της επιταγής-πρό(σ)κλησης της Cixous να τοποθετήσει η γυναίκα συγγραφέας «μέσα στο κείμενο» τον εαυτό της, το σώμα της, τη ρευστή της πληθυντικότητα, αποκρούοντας την ουσιοκρατία του φύλου και τον πατριαρχικό ετεροκαθορισμό και αποδομώντας τις τεχνητές ιεραρχήσεις που προκύπτουν από αυτόν1 —δηλαδή η συνειδητή και θεωρητικά συνειδητοποιημένη διερεύνηση της έμφυλης ταυτότητας ως αντίδρασης σε ηγεμονικά αφηγήματα.
Το ίδιο σχήμα ακολουθείται και εδώ, αυτή τη φορά με ποιήτριες (συμπτωματικά, και πάλι τέσσερις) παρόμοιας ηλικιακής κατανομής, που κάνουν την πρώτη μείζονα εμφάνισή τους στα γράμματα τη δεκαετία του 2010 και εκπροσωπούν, κατά τη γνώμη μου, την ίδια ποιητολογική και ιδεολογική τάση (mutatis mutandis) με τις πεζογράφους της Ακτής διευρύνοντας έτσι τη «συστοιχία»: την Αυγή Λίλλη (γενν. 1980· συλλογές: Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, Λευκωσία: Αρμίδα 2011· Η Σφαγή του Αιώνα, Αθήνα: Θράκα, 2018, αναμενόμενη επανέκδοση 2020), τη Στέλλα Βοσκαρίδου (γενν. 1981, συλλογές: Αναγέλαστα: Των Γεναικών τζιαι των Σκαλαπουντάρων, Λεμεσός: Τεχνοδρόμιο 2013· ΦόΒ: Υπογλώσσιο νυχτερινό, Λεμεσός: Τεχνοδρόμιο 2015), την Αντωνίνη Σμυρίλλη (γενν. 1987· συλλογές: Βλέπω ακόμα παιδικά, Αθήνα: Θράκα 2017· Κάτω απ᾽ το πάπλωμα, Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν 2020) και τη Ρωξάνη Νικολάου, μεγαλύτερη ηλικιακά, η οποία όμως πρωτοεμφανίστηκε με τα πρωτόλεια Ποιήματα 1991-1999, αυτοέκδοση 2000), δηλαδή πριν από τη δεκαετία που μας απασχολεί, αλλά εξέδωσε την πρώτη ώριμη συλλογή της Ψαλιδιστής το 2018 (Λεμεσός: Τεχνοδρόμιο).
Παρά τις ετερόκλητες αφετηρίες και τις ποιητολογικές και άλλες αποκλίσεις τους, τόσο οι τέσσερις πεζογράφοι της Ακτής όσο και οι ποιήτριες που παρουσιάζονται εδώ, υλοποιούν—με πλήρη συναίσθηση των αντιφάσεων και της αμφισημίας που ενέχει ο όρος—προσωπικές μεταποιήσεις μιας πολυεπίπεδης écriture feminine,2 η οποία απομακρύνεται ουσιωδώς από τις κυρίαρχες θεματολογικές, μορφολογικές και γλωσσικές τάσεις της παλαιότερης κυπριακής λογοτεχνίας. Όπως κατέδειξαν και οι αυτοπαρουσιάσεις των τεσσάρων της Ακτής, η έμφυλη (εγ)γραφή ούτε αυτόματα ή «διαισθητικά» προκύπτει ούτε ιδεολογικά ουδέτερη είναι, αλλά προβάλλει εδραιωμένη στη μελέτη των λογοτεχνικών και κοινωνικών θεωριών (η Λίλλη είναι διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας· η Σμυρίλλη εκπονεί διδακτορικό στη θεωρία και τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, μελετώντας δομές εξουσίας υπό το πρίσμα του Φουκώ, των σπουδών φύλου, της queer theory κ.ά.), καθώς και των εικαστικών και παραστατικών τεχνών και της μουσικής (η Νικολάου, απόφοιτος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Χαϊδελβέργης, έχει σπουδάσει επίσης σκηνογραφία και ενδυματολογία, η Βοσκαρίδου είναι μουσικολόγος, που διερευνά τις σχέσεις γλώσσας και μουσικής αλλά και την ίδια την έννοια της μουσικότητας από φιλοσοφική σκοπιά, ενώ η λογοτεχνική ευαισθησία της Λίλλη γαλβανίζεται μέσα από τη μαθητεία της τόσο στην κλασική όσο και στη ροκ και την ηλεκτρονική μουσική).
Οι τέσσερις ποιήτριες της παρούσας μελέτης μορφοποιούν ένα ώριμο πια, ετερότροπο λογοτεχνικό ιδίωμα, που για διάφορους λόγους απομακρύνεται συνειδητά από την «εθνική» θεματολογία περί τα γεγονότα του 1974 ή, όταν καταπιάνεται με αυτά, αποδομεί τα εθνικά αφηγήματα, σε βαθμό που να επιτρέπεται, θεωρώ, να μιλήσουμε και για τη συνειδητή κατασκευή μιας ποιητικής ετεροτοπίας ως σφήνας σε μια κοινωνία όπως της Κύπρου, που ιδεολογικώς και πολιτικώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά στατική. Η «συστοιχία» αυτή των ποιητριών αδιαφορεί για τη «μυθική μέθοδο» και τις λοιπές μοντερνιστικές πρακτικές που συνέδεαν (αν δεν προσέδεαν) τις προηγούμενες κυπριακές ποιητικές γενιές κυρίως με το σεφερικό Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ´ και αναζητεί καινοφανείς για τα κυπριακά πράγματα περιοχές έκφρασης σε μια ποίηση όπου δεσπόζει, ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής των τεσσάρων, η διερεύνηση του (θηλυκού) σώματος, της (απερίφραστης και ακαμουφλάριστης) σεξουαλικής επιθυμίας και της έμφυλης ταυτότητας (ειδικά στη Σμυρίλλη, με queer προεκτάσεις). Δεν είναι δυσδιάκριτες επίσης οι εικονοκλαστικές μετατοπίσεις κάθε λογής, πρωτίστως όσον αφορά στην πατριαρχική θέσμιση της κοινωνίας και (ειδικά στη Σμυρίλλη) στον φαλλογοκεντρισμό που εν πολλοίς ορίζει (και) τον ηγεμονικό λόγο για την κυπριακή τραγωδία. Πάνω από όλα, και πάλι με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις τέσσερις, στο έργο τους ανατέμνεται η υλικότητα και η σωματικότητα της γλώσσας, η γλώσσα ως υφή και αφή, ο προγλωσσικός ή και μεταγλωσσικός ήχος, με υπερρεαλίζουσες αναμνήσεις αλλά ανανεωμένη έμφαση στη διερεύνηση των σχέσεων της ποιητικής γλώσσας με τη μουσική, την εικόνα και το επιτελούν σώμα, όπως αυτά συζεύγνυνται στις πρακτικές της avant-garde performance του 21ου αιώνα (ιδίως ως προς τον συνδυασμό της τεχνολογίας, του ηλεκτρονικού ήχου και των λέξεων), καθώς επίσης (ειδικά σε συλλογές όπως ο ΦόΒ της Βοσκαρίδου) όπως τέμνονται με τις θεωρίες του postdramatic theatre και του posthumanism.
Το τελευταίο σημείο είναι και το πιο ουσιώδες. Ως προς τη γραμματολογική καταγωγή του το ιδίωμα που υλοποιείται από τη «συστοιχία» ποιητριών που μελετάται εδώ δείχνει μεν να προσημαίνεται από τις εν γένει χειρονομίες της ελληνικής λογοτεχνίας προς την κατάκτηση μιας «γυναικείας γραφής»3 και, ενδοκυπριακά, όλως ιδιαιτέρως από την ποίηση της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας, πρόδρομης και μάλλον παραγνωρισμένης μορφής ως προς τη γραμματολογική σημασία της.4 Πάνω από όλα, όμως, στις τέσσερις αυτές ποιήτριες, με διαφορετική ένταση στην καθεμιά, παρατηρείται σαφής επαναγωγή της ποίησης στο επίπεδο της επιτελεστικής τέχνης, με ποιήματα που δικαιώνονται όχι τόσο όταν διαβάζονται στο χαρτί, όσο όταν επιτελούνται, με τη πλήρη θεατρικότητα της έννοιας αυτής, σε δημόσιες απαγγελίες.5 Με άλλα λόγια η ποίηση των τεσσάρων ενδεικνύει και με αυτόν τον τρόπο, πέραν της έμφυλης διάστασής της και χωρίς κατανάγκην τα δύο να είναι μεταξύ τους ασύνδετα, την ετεροτ(ρ)οπία της: επιδιώκει μια ολιστικότητα στην προσέγγισή της (απαιτώντας τη βίωση παρά την ανάγνωση και παράγοντας ποιήματα-events) τελώντας έτσι σε έκτυπη αντίθεση προς τις μοντερνιστικές, μετασεφερικές κυρίως εκφράσεις της προγενέστερης κυπριακής ποίησης.
Ως προς τη διάσταση της επιτελεστικότητας-παραστατικότητας, ειδικά οι Βοσκαρίδου, Λίλλη και Σμυρίλλη αναπτύσσουν κατεξοχήν συνομιλία με ρεύματα «νεανικής» κυρίως ποίησης, όπως η slam poetry, η button poetry, η sound poetry και το visual writing, που πρωτοάνθησαν ως επί το πλείστον στον αγγλοσαξονικό κόσμο6 (αφού έλκουν και την απώτερη τουλάχιστον καταγωγή τους από την Beat Generation). Η εισαγωγή του εν λόγω ποιητικού ρεύματος στην Κύπρο—γεγονός που και πάλι πάει κόντρα στο παλαιότερο ρεύμα—δεν ήταν αποτέλεσμα καθαρής μετακένωσης από την Ελλάδα στην Κύπρο, σε βαθμό που οι κυπριακές εξελίξεις να αποτελούν, όπως στο παρελθόν, την επαρχιακή αντανάκλαση τάσεων του «εθνικού κέντρου». Ο ρόλος της Ελλάδας υπήρξε καθοριστικός, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Βοσκαρίδου, η οποία μαρτυρεί την επιρροή που άσκησε πάνω της ο κύκλος του περιοδικού [φρμκ] (Φάρμακο) και ιδιαίτερα μορφές όπως ο Βασίλης Αμανατίδης και ο Μάριος Χατζηπροκοπίου. Άλλες ποιήτριες της «συστοιχίας», όμως, όπως η Σμυρίλλη, αναφέρονται σε κατευθείαν επικοινωνία με ξένους slammers. Θεμελιώδης παράγοντας για την εισαγωγή αυτού του ποιητικού τρόπου στην Κύπρο υπήρξε η προαναφερθείσα πεζογράφος Μαρία Α. Ιωάννου, η οποία μαζί με την ομάδα aRttitude διοργανώνει ανελλιπώς από το 2013 το διεθνές ετήσιο φεστιβάλ Σαρδάμ: η λογοτεχνία αλλιώς. Στο πλαίσιο του φεστιβάλ, το οποίο χαρακτηριστικά επιγράφεται «διαθεματικό» (interdisciplinary), η λογοτεχνία συνδυάζεται τολμηρά και προγραμματικά «με σύγχρονα και κλασικά μέσα έκφρασης όπως το θέατρο, η τεχνολογία, ο σύγχρονος χορός, η μουσική/ήχος, η slamming/spoken word, οι εικαστικές τέχνες», ακόμη και η αρχιτεκτονική.7
Η εμπλοκή της Βοσκαρίδου (τα πρώτα χρόνια) και πιο πρόσφατα της Λίλλη τόσο στο καλλιτεχνικό όσο και στο οργανωτικό μέρος του φεστιβάλ υπήρξε ουσιαστική. Η ποίηση ειδικά αυτών των δύο μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή, αν εγκύψει κανείς στην αμφίδρομη σχέση που οι ποιήτριες ανέπτυξαν με το Σαρδάμ.
Σε ό,τι ακολουθεί θα παρουσιαστούν επιλεκτικά στοιχεία της ποίησης και της ποιητικής των τεσσάρων ποιητριών. Η σειρά που ακολουθείται κατά την παρουσίαση είναι φαινομενολογική μάλλον παρά χρονολογική. Προτάσσονται η Λίλλη και η Σμυρίλλη, για τις οποίες το θεωρητικό πρίσμα της Cixous προσφέρεται κατεξοχήν. Ακολουθεί η Νικολάου, που μοιράζεται με τη Σμυρίλλη το μοτίβο της παιδικής ηλικίας, αλλά ταυτόχρονα προτείνει μια πιο υποδόρια εκδοχή της «γυναικεία γραφής». Η μελέτη τελειώνει με τη Βοσκαρίδου της οποίας τα Αναγέλαστα
εκπροσωπούν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδοξο.
***
Η Cixous διακήρυξε τη «γυναικεία γραφή» ως επαναστατική πράξη με «ηφαιστειακή» ανατρεπτικότητα. «Όταν», γράφει, «ο άνθρωπος [και δη η γυναίκα] που καταπιέστηκε εντός της κουλτούρας και της κοινωνίας του επιστρέφει, πρόκειται για εκρηκτική, παντελώς καταστροφική, συνταρακτική επιστροφή, με ισχύ που όμοιά της δεν είχε φανερωθεί ξανά μέχρι τότε».8 Στη Σφαγή του αιώνα (εφεξής ΣτΑ), τη συλλογή με τον προκλητικά ειρωνικό τίτλο που σήμανε την ωρίμανση της Αυγής Λίλλη, η κριτική αναγνώρισε αμέσως μια τέτοια (θηλυκή) ορμή μιλώντας για υπερχειλίζοντα ερωτισμό9 και ωμό ρεαλισμό. «Η ψυχή», γράφει ενδεικτικά ο Ανδρέας Αντωνίου,
μετατρέπεται σε ωμή μπριζόλα για να την μασήσεις ή να την φτύσεις.10 Ο αιώνας πριονίζεται και στραγγαλίζεται,11 ο πόθος πολτοποιείται,12 οι λέξεις πετσοκόβονται και γίνονται εμετός.13 Ακόμη και η ερωτική διάθεση γίνεται πάντοτε με “βρώμικο” ρεαλιστικό τρόπο. Τα υγρά,14 οι δαγκωματιές, τα βογγητά15 είναι πάντοτε παρόντα, η επιθυμία είναι πάντοτε άγρια και βίαιη.16
Το σάλιο, το αίμα και τα κολπικά υγρά ξεχειλίζουν στη ΣτΑ. Η σεξουαλική πράξη είναι συχνά ζωώδης, στα όρια της φαντασίωσης του βιασμού.17 Η διάκριση ανάμεσα στη σεξουαλική ένωση και την ανθρωποφαγία είναι ενίοτε ανύπαρκτη.18 Στη Λίλλη, με άλλα λόγια, σαφώς σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις υπόλοιπες ποιήτριες που εξετάζουμε, αν και δεν ελλείπει ο λυρισμός,19 θεματοποιείται το πιο θεμελιακό συστατικό της «γυναικείας γραφής» όπως την οραματίζεται η Cixous, δηλαδή ο «συστηματικός πειραματισμός με τις σωματικές λειτουργίες, η παθιασμένη και ακριβής διερεύνηση της γυναικείας ερωτογένειας».
Επιπρόσθετα, όμως, στη ΣτΑ, η επαναδιεκδίκηση-ανακατάληψη του γυναικείου σώματος και η στρατηγικώς ακατάσχετη και ανερυθρίαστη επιθυμία είναι ομόλογες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την ποιητολογία. Το αντικείμενο ενός πόθου τόσο ισχυρού που διαταράσσει ακόμη και την τυπογραφία του βιβλίου (ώστε, π.χ., οι λέξεις να αποκολλώνται από την «ορθή» θέση τους στη στιχουργία ή να πλάθουν στο χαρτί σχήματα με τον τρόπο των αρχαίων τεχνοπαιγνίων / carmina figurata ή των σύγχρονων visual poems)20 μπορεί να εξίσου ένας άνθρωπος ή μια λέξη ή τα στοιχεία που τους συναποτελούν. Το διττό μοτίβο της τελετουργικής σφαγής και της βρώσης του ποθεινού αυτού αντικειμένου, που επανέρχεται συνεχώς στη συλλογή, περιγράφει τόσο τη σωματική ικανοποίηση όσο και τη διαδικασία πλάσης του ποιήματος. Μιλώντας για τον έρωτα ή/και τον θάνατο η ΣτΑ μιλά ταυτόχρονα περί ποιητικής· ερωτική ένωση, κυοφορία, τοκετός και ποιητική γένεση είναι ένα. Η Cixous ανάγει τη «γυναικεία γραφή» στη συμβολική Μητέρα. Στη Λίλλη, παρομοίως, το ποίημα είναι ένα «όμορφο, μικρό κουβάρι», που «κυείται» και «τίκτεται» στο σπήλαιο της μήτρας.21 Τα υγρά του κόλπου και τα υγρά σύμφωνα, τα μέλη του σώματος και τα μέλη του ποιήματος, ενοποιούνται χάρη στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι λέξεις στο χαρτί: «το σώμα ρουφάει το ποίημα» ως θεία ευχαριστία, προκειμένου τελικά το ποίημα να ζωογονήσει με τη σειρά του το σώμα (το μέχρι τότε άψυχο «κουφάρι»).22 Όπως η ερωτική πράξη αποποιείται κάθε εκρομαντισμό, έτσι και η ανατομία της ποίησης φτάνει μέχρι το επίπεδο του προγλωσσικού σημαίνοντος, μέσα από μια σειρά παιγνίων με τη γλώσσα στο φωνολογικό και το μορφολογικό επίπεδο, συγκεκριμένα την παρήχηση,23 τον αναγραμματισμό,24 τη νοηματική σύναψη των ποιημάτων μέσα από λεπτές φωνηματικές διακρίσεις στους τίτλους (π.χ. «Κουφάρι»-«Κουβάρι»), αλλά και με γραφηματικές συμβάσεις, όπως ο συλλαβισμός, η στίξη ή, στη στιχουργία, ο διασκελισμός, κ.ά. Ανάλογες τεχνικές απαντούν και στην ποίηση της Βοσκαρίδου και της Νικολάου.
Η σύζευξη ανάμεσα στην ερωτική και την ποιητολογική θεματική, καθώς και η σωματοποίηση του γλωσσικού και του ποιητικού σημείου, σε βαθμό που τα πιο ελάχιστα στίγματα του ήχου ή της γραφής να καθίστανται ομόλογα με τα υγρά που εκκρίνονται κατά την ερωτική πράξη, τη σωματική λειτουργία της βρώσης ή τον τοκετό, αποτυπώνονται χαρακτηριστικά, κατά την έκφραση του Βάιου Λιαπή, στην «αισθητική του τεμαχισμού», που διατρέχει τη ΣτΑ :
Το τεμαχισμένο σώμα ανήκει άλλοτε στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια («Μπριζόλα»: «Αν σερβίρω την ψυχή μου / σε πιάτο / . . . / πώς θα με φας; / Σενιάν, / με το αίμα να απλώνεται | ζεστό στον ουρανίσκο;») και άλλοτε σε έναν εραστή που εμφανίζεται ταυτοχρόνως φασματικός και ένσαρκος, με τα μέλη του να μετουσιώνονται σε βρώσιμη ύλη ή σε τρόπαιο μάχης, και με τη στιχουργία του ποιήματος να τεμαχίζεται, συνακολούθως, και αυτή. […]
Ο τεμαχισμός, συμπληρώνει ο Λιαπής, καταλήγει στην «ευχαριστιακή βρώση του σώματος που σφύζει και πόση του αίματος που κοχλάζει—για μια βλάσφημη, δηλαδή, παραχάραξη της θείας μετάληψης»:
Στο «Κουφάρι» (ΣτΑ, σ. 26), το ευχαριστιακό γεγονός υφίσταται ακόμη δεινότερη βεβήλωση, καθώς μεταφυτεύεται σε συμφραζόμενα γενετήσια: η ερωτική ομιλία με την ποιητική λέξη εκβάλλει σε μια παράδοξη, μονήρη συνουσία, δηλαδή σε μια αιματηρή, και πάλι, μονόζυγη συζυγία, όπου ο σαρκοβόρος λόγος φοράει το ένδυμα ενός προκλητικού ερωτισμού («υγρά» και «χειλικά» σύμφωνα) και διεισδύει στο ποιητικό σώμα όχι μόνο για να γονιμοποιήσει αλλά και για να το διασπαράξει.25
Τι είναι, όμως, εν τέλει η Σφαγή του Αιώνα στο μακροεπίπεδό της; Η ΣτΑ
είναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Ανάμεσα στα πολλά είναι και μια προσπάθεια, όπως θα το ήθελε η Cixous, να «καούν» (ή να σφαγούν) εμπράκτως οι «λαμπροί, υπερκόσμιοι κανόνες» της πατριαρχικής ποιητικής παράδοσης, οι διάφορες «ελεγείες, μονόγραμμα και κίχλη» («Σονέτο 1», σ. 37). Πρωτίστως, όμως, η «σφαγή του αιώνα» αφορά στο κοσμοσωτήριο όραμα της εξάλειψης του πόνου—της ποίησης ως φαρμάκου νηπενθούς. Είναι ο χρόνος, την κεντρική σημασία του οποίου στη ΣτΑ έχει επισημάνει η κριτική,26
πράγματι αυτός ο δωροδότης; Όπως αποκαλύπτει το ποίημα «Τα δώρα του χρόνου ΙΙ» (σ. 36), που αφιερώνεται στη μνήμη του Ε. Χ. Γονατά και αφορμάται από το πεζοποίημα του τελευταίου «Ουλή», «κανένας πόνος δεν / σφάζεται, επουλώνεται μόνο / το τραύμα / να το φιλάς / να φυλάς τις λέξεις, να τις θυμάσαι / με τη γραφίδα τον λόγο να γράφεις / και να μπορείς να κοιμάσαι». Όπως έχω υπαινιχθεί, ο Καρυωτάκης στοιχειώνει τη ΣτΑ, με εμφανέστερη την παρουσία του στο ποίημα «Εμβατήριο». Δεν είναι όμως η πεισιθανασία που κυριαρχεί τόσο όσο η αποδοχή του θανάτου ως εγγενούς συνθήκης της ζωής, της ίδιας της χρονικότητας του ανθρώπου («Αυτός που φέρνουμε μαζί μας», σ. 14), καθώς και ως κατοπτρικής έκφανσης του έρωτα («Επέμβαση», σ. 15· «Θέρως», σ. 24). Αυτή η αποδοχή συνιστά αφ᾽ εαυτής υπέρβαση, «σφαγή», του χρόνου. Πάνω από όλα, παρά το σκοτεινό κλίμα ποιημάτων όπως το «Μνήμα» (σ. 23), είναι διαφανής η βασική νικητήρια και δοξαστική χειρονομία της συλλογής, που προαναγγέλλεται και στην προμετωπίδα του βιβλίου («μέσα της όλοι μεγαλώνουμε», ερανισμένη από τον Εμπειρίκο): το βιβλίο ξεκινά με το ποίημα «Σονέτ-» (σ. 9), όπου διεκτραγωδείται ο κερματισμός και η αστοχία της ποίησης, και τελειώνει με ένα άλλο, όπου η ποιητική πράξη όχι απλώς συντελείται αλλά λαμβάνει και την τελειότερη ίσως φόρμα που έλαβε ποτέ ιστορικά—εκείνην μάλιστα από την οποία ο κυπριακός τουλάχιστον λυρισμός αφορμάται—, το σονέτο. Ως εξαγγελτικό μιας απαρχής, το καταληκτικό ποίημα της ΣτΑ τιτλοφορείται—και πάλι ειρωνικά—«Σονέτο 1».