Η ραπτομηχανή του Μορφέα

Η ραπτομηχανή του Μορφέα

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, «Ενύπνια τα μεθεόρτια», Έναστρον 2020

Στα Ενύ­πνια τα με­θε­όρ­τια ή δια­φο­ρε­τι­κά στα όνει­ρα που επι­σκέ­πτο­νται τον ποι­η­τή κα­τό­πιν κά­ποιας εορ­τα­στι­κής ημέ­ρας ή εκ­δή­λω­σης, η θε­μα­τι­κή του Κων­στα­ντί­νου Λου­κό­που­λου –όπως μαρ­τυ­ρά και το πρώ­το ποί­η­μα, που εν εί­δει μό­του απο­τε­λεί το εναρ­κτή­ριο της συλ­λο­γής– εί­ναι η μνή­μη και δη το μνη­μό­συ­νο, μια και οι ήρω­ες που τον επι­σκέ­πτο­νται εί­ναι οι νε­κροί. Σ’ ένα εν γέ­νει ονει­ρι­κό και ατμο­σφαι­ρι­κό το­πίο, το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο δια­φο­ρο­ποιεί­ται, ενώ οι συ­νο­μι­λη­τές του άλ­λο­τε κα­το­νο­μά­ζο­νται κι άλ­λο­τε πα­ρα­μέ­νουν μα­κρι­νοί, χω­ρίς ιδιό­τη­τα ή όνο­μα. Η ξέ­νη γραία, η μά­να κι ο πα­τέ­ρας του ποι­η­τή, ένας γέ­ρος, ένα τρί­χρο­νο, εκεί­νη, τα κο­ρί­τσια, το σπί­τι, η πό­λη, ένας επα­να­στά­της, ένας σα­μά­νος, η τρο­φός, η κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, οι ηθο­ποιοί του πα­λιού ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου, ο Νί­κος Αρ­γυ­ρά­κης, ο Τσα­μπί­κος Πα­μπί­δης, ο Σέλ­λεϋ εί­ναι με­ρι­κά από τα αντι­κεί­με­να της ποι­η­τι­κής αφή­γη­σης, τα οποία στη­ρί­ζουν την προ­βλη­μα­τι­κή του χρό­νου, της μνή­μης, της απώ­λειας, του πέν­θους, του έρω­τα, της μα­ταί­ω­σης, της σιω­πής, του κε­νού, του ποι­η­τή και της ποι­η­τι­κής πρά­ξης. Ο ποι­η­τι­κός χώ­ρος στον οποίο το­πο­θε­τού­νται εί­ναι τό­σο το ελ­λη­νι­κό το­πίο και η γε­νέ­θλια πό­λη όσο και οι πα­ρα­στά­σεις του ποι­η­τή από το οδοι­πο­ρι­κό του από τη Γε­νεύη έως το Μο­ντραί, το 2016, όπως ο ίδιος ανα­φέ­ρει στο Μι­κρό Επι­μύ­θιο, που βρί­σκε­ται στο τέ­λος του βι­βλί­ου.

Ο βα­σι­κός τρό­πος με τον οποίο ο Λου­κό­που­λος επε­ξερ­γά­ζε­ται τη θε­μα­τι­κή του εί­ναι η έμ­φα­ση στο συ­ναί­σθη­μα, η πα­ρορ­μη­τι­κή δια­χεί­ρι­σή του και ο τρό­πος πρό­σλη­ψης του κό­σμου με τις αι­σθή­σεις. Η οπτι­κή αυ­τή συ­ντεί­νει ώστε η ποί­η­σή του να προ­κα­λεί συ­γκί­νη­ση, κυ­ρί­ως σε θε­μα­τι­κές που εί­ναι άμε­σα προ­σβά­σι­μες ή κα­τα­νοη­τές ως κοι­νές εμπει­ρί­ες όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο θά­να­τος της μη­τέ­ρας. Πέ­ραν όμως από αυ­τή την κε­ντρι­κή ποι­η­τι­κή επι­λο­γή δια­χεί­ρι­σης του υλι­κού, ο Λου­κό­που­λος ανα­πτύσ­σε­ται και σε χώ­ρους λι­γό­τε­ρο προ­σβά­σι­μους ή πε­ρισ­σό­τε­ρο απαι­τη­τι­κούς για τη συ­νο­λι­κή κα­τα­νό­η­ση του σκε­πτι­κού του, όταν απαι­τεί­ται εί­τε μια πιο σύν­θε­τη επε­ξερ­γα­σία όσον αφο­ρά την κα­τα­νό­η­ση των γλωσ­σι­κών επι­λο­γών του εί­τε όταν η θε­μα­τι­κή του κι­νεί­ται σε γνω­σιο­λο­γι­κούς άξο­νες στους οποί­ους ο ανα­γνώ­στης δεν έχει ανα­φο­ρές. Η πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή συ­νά­δει άλ­λω­στε και με τα δύο δια­φο­ρε­τι­κά και σε πλή­ρη αντι­πα­ρά­θε­ση υλι­κά που χρη­σι­μο­ποιεί: αυ­τά που εί­ναι δα­νει­σμέ­να από το γνώ­ρι­μο ελ­λη­νι­κό το­πίο της υπαί­θρου, της λαϊ­κής γει­το­νιάς και της ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης, όσο και από αυ­τά των πα­ρα­στά­σε­ων που υπά­γο­νται στην ευ­ρω­παϊ­κή κουλ­τού­ρα.

Η ποι­η­τι­κή του ξε­δι­πλώ­νε­ται με ρέ­ου­σα γλώσ­σα και ρυθ­μούς εί­τε σε μι­κρά αφη­γη­μα­τι­κά εν­στα­ντα­νέ που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από σφρι­γη­λές ποι­η­τι­κές πραγ­μα­τώ­σεις όπως (π.χ. Τα σώ­μα­τα, Το σπί­τι, Νό­στι­μον ήμαρ, Le temps perdu, Η λε­ω­φό­ρος Σχι­στού, Τα κο­ρί­τσια, Κο­ρί­τσι-ηνί­ο­χος, Τα ναύ­λα, Τα­ρί­χευ­ση) εί­τε σε πιο μα­κρό­πνοα αφη­γη­μα­τι­κά ποι­ή­μα­τα, που άλ­λο­τε χτί­ζο­νται με σφρι­γη­λά ποι­η­τι­κά υλι­κά, ενώ άλ­λο­τε (σε μέ­ρη τους) δί­νουν την εντύ­πω­ση ότι δο­μού­νται κυ­ρί­ως μέ­σα από, ανέ­ντα­χτους , δο­μι­κά, ελεύ­θε­ρους συ­νειρ­μούς (π.χ. Πώς θα γλι­τώ­σεις, μω­ρο­μά­να; Ια­τρού Δι­γε­νή συ­ντα­γο­λό­γιον, Κι εσύ νε­κρο­το­μείο, Στον δρό­μο προς τα Εκ­βά­τα­να, Τρο­φός). Στο έρ­γο του βρί­σκου­με πρω­τό­τυ­πες με­τα­φο­ρές, πα­ρο­μοιώ­σεις, νοη­μα­τι­κές ανα­τρο­πές και ει­ρω­νεία, εμ­φα­νείς αμ­φι­ση­μί­ες. Για πα­ρά­δειγ­μα ακο­λου­θούν κά­ποιοι στί­χοι:

  • Βλέ­πω που χά­νε­ται η γλώσ­σα/ μες στα ποι­ή­μα­τα/ όπως τα τρέ­να που σκου­ριά­ζουν στους σταθ­μούς
  • Για να σε απο­θυ­μή­σω/ σαν μέ­λι που δια­λύ­ε­ται στην κα­μπή της γλώσ­σας
  • Κι ένα δά­κρυ πη­χτό/ σαν βουλ­γά­ρι­κο/ αν­θό­νε­ρο (πα­ρο­μοιώ­σεις)
  • Έξω πα­ρα­σι­τού­σαν οι λα­μνο­κό­ποι/ των συ­νε­στιά­σε­ων
  • Oι ερ­γά­τες πί­νουν τις μπί­ρες τους και ρεύ­ο­νται/ κι αγνο­ούν […] την άβυσ­σο που μπα­ζώ­νε­ται με αρέ­σκειες κι αρ­χί­δια
  • Μια λι­βε­λού­λα τρα­βε­στί
  • το γδαρ­μέ­νο ποί­η­μα/ απ’ την ανα­το­λή/ των φαύ­λων (με­τα­φο­ρές)
  • τό­τε θα πραγ­μα­τω­νό­ταν εσα­εί/ μια αντι­με­τά­θε­ση:/ της πεί­νας για Θεό,/ με την πεί­να/ για τις πα­πα­ρού­νες
  • όλοι στρέ­φε­στε προς την απλό­τη­τα/ λες και γεν­νη­θή­κα­τε απλοί·/ τέσ­σε­ρα τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρια κύτ­τα­ρα/ ορ­γα­νω­μέ­νο έμ­βρυο/ απλοϊ­κοί μου
  • Απο­βρα­δίς/ με­γα­λώ­νει ο πε­θα­μέ­νος σκύ­λος
  • τα ναύ­λα σας/ να τα φο­ρά­τε μες στις κόγ­χες/ αντί για μά­τια (νοη­μα­τι­κές ανα­τρο­πές και ει­ρω­νεία)
  • δεν ανά­βουν τα σώ­μα­τα/ κι έχου­με ξε­πα­γιά­σει
  • o Αλ­λά­ζει κι η συ­χνό­τη­τα με τη σκου­ριά/ κι ίσα που τρί­ζει/ ένα τρι­ζό­νι/ σαν σφυ­ρί­χτρα για τους σκύ­λους (αμ­φι­ση­μί­ες)

Θα μπο­ρού­σα­με επί­σης να σχο­λιά­σου­με την ερ­μη­τι­κή πλευ­ρά της γρα­φής του Λου­κό­που­λου. Ερ­μη­τι­σμός όμως δεν ση­μαί­νει κλει­στό σύ­μπαν προς οποια­δή­πο­τε κει­με­νι­κή προ­σέγ­γι­ση εντός του νέ­ου συ­στή­μα­τος που κα­τα­σκευά­ζει εμ­φα­νώς γλωσ­σο­κε­ντρι­κά ο δη­μιουρ­γός. Η διε­ρεύ­νη­ση του γλωσ­σι­κού πε­δί­ου και η διά­νοι­ξη ή η αμ­φι­ση­μία των νοη­μά­των εί­ναι ζη­τού­με­να στον ποι­η­τι­κό λό­γο, σε σχέ­ση όμως με κά­τι που τί­θε­ται ως νέ­ος κώ­δι­κας και σε αλ­λη­λου­χία με αυ­τόν – κά­πο­τε μι­λά­με για σχέ­σεις ορα­τές, ενώ κά­πο­τε για σχέ­σεις δυ­να­τές να κα­το­νο­μα­στούν ως απο­τέ­λε­σμα μιας πιο σύν­θε­της νοη­τι­κής λει­τουρ­γί­ας, συν­δυα­σμών και πα­ρα­τή­ρη­σης. Πά­ντα όμως ανα­φε­ρό­μα­στε σε εσω­τε­ρι­κούς άξο­νες δό­μη­σης του ποι­ή­μα­τος. Για πα­ρά­δειγ­μα στο Ενύ­πνιο του Μο­ντραί (σελ. 62) και στα Κο­ρί­τσια (σελ. 46) οι επό­με­νοι στί­χοι μοιά­ζουν να «αιω­ρού­νται» λό­γω της ανοι­κεί­ω­σής τους, χω­ρίς αυ­τό να εί­ναι αλη­θές για τον προ­σε­κτι­κό ανα­γνώ­στη που εί­ναι σε θέ­ση να εντο­πί­ζει τους δια­φο­ρε­τι­κούς κά­θε φο­ρές άξο­νες που ανευ­ρί­σκο­νται στο συ­γκεί­με­νο, εί­τε ακο­λου­θώ­ντας τους δεύ­τε­ρους ήχους των ση­μαι­νό­ντων, εί­τε τα νο­ή­μα­τα, εί­τε το πραγ­μα­το­λο­γι­κό υλι­κό που χρη­σι­μο­ποιεί.


Στο διά ταύ­τα μού αρ­κεί/ που η θά­λασ­σά του ορί­ζε­ται/ εξω­σκε­λε­τι­κά,/ απ’ τις πε­ρί­τε­χνες τρο­χιές των σκώ­ρων στο σκο­τά­δι
όσα κο­ρί­τσια μ’ ερω­τεύ­τη­καν/ που στον κόλ­πο τους με κλεί­δω­σαν/ με τα μά­τια/ ή με τα δό­ντια/ ένα φα­γιούμ από αμύ­γδα­λο και στά­χτη

Πέ­ραν όμως τού­των, εί­ναι σκό­πι­μο να εντο­πι­στούν και κά­ποια ση­μεία στα οποία η ποι­η­τι­κή του δεν αντα­πο­κρί­νε­ται με πα­ρό­μοιο τρό­πο: α. Σε ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα δί­νε­ται η εντύ­πω­ση μιας προ­σχη­μα­τι­κή θε­μα­τι­κής που επι­κυ­ρώ­νε­ται εντός του κει­μέ­νου με απο­σπα­σμα­τι­κές ει­κό­νες (οι οποί­ες δεν εντάσ­σο­νται σε μία επάλ­λη­λη κα­τά­θε­ση φα­ντα­σια­κής ει­κο­νο­ποι­ί­ας, προ­κει­μέ­νου να υπο­στη­ρί­ξουν τη διά­νοι­ξη του κει­μέ­νου σε σχέ­ση με το θέ­μα) και με ανο­λο­κλή­ρω­τους συ­νειρ­μούς (οι οποί­οι δεν εντάσ­σο­νται σε μια ακο­λου­θία ση­μαι­νό­ντων με εσω­τε­ρι­κό δο­μι­κό άξο­να στή­ρι­ξης του κει­μέ­νου). Εν­δει­κτι­κά, για να γί­νει κα­τα­νοη­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση, ας ανα­φερ­θεί το ποί­η­μα Πώς θα γλι­τώ­σεις, μω­ρο­μά­να; (σελ. 12) β. Τα ποι­ή­μα­τα αρ­θρώ­νο­νται σε ανι­σο­με­ρή ελεύ­θε­ρο στί­χο, από τον οποίο αν και δεν απου­σιά­ζουν στο σύ­νο­λο ο ρυθ­μός, η ροή και η γλωσ­σι­κή διεύ­ρυν­ση, δια­φαί­νε­ται από την άλ­λη, σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, το μειω­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον του ποι­η­τή για εκεί­νη την ανά­γνω­ση που θα στα­θε­ρο­ποιού­σε την ποι­η­τι­κή του, όσον αφο­ρά την το­πο­λο­γία και τη δυ­να­μι­κή των ποι­η­μά­των, κυ­ρί­ως όταν πρό­κει­ται για αφη­γη­μα­τι­κά ποι­ή­μα­τα ή για ποι­ή­μα­τα των οποί­ων το νό­η­μα δί­νει την εντύ­πω­ση ότι πε­ρισ­σό­τε­ρο ανα­ζη­τεί­ται διά μέ­σου της συ­νειρ­μι­κής κα­θο­δή­γη­σης πα­ρά απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται διά της δευ­τε­ρο­γε­νούς επε­ξερ­γα­σί­ας, η οποία εί­ναι χρή­σι­μη στη στι­χουρ­γι­κή.

Ως τε­λι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, θα ση­μειώ­να­με τους ακό­λου­θους στί­χους οι οποί­οι αντα­να­κλούν την προ­σω­πι­κή θέ­ση και θέ­α­ση του ποι­η­τή, υπο­δη­λώ­νο­ντας ένα αί­σθη­μα πι­κρί­ας που συ­μπλη­ρώ­νε­ται από μια ανα­τρε­πτι­κή και ει­ρω­νι­κή αντα­πά­ντη­ση:

οι βέ­βαιοι άν­θρω­ποι/ περ­νού­σαν ένας ένας/ κι έφτυ­ναν/ εμείς και με τα σά­λια τους/ θα πο­ρευό­μα­στε/ έχου­με υπάρ­ξει και τα­πει­νοί/ και σα­λι­γκά­ρια

(«Οι βέ­βαιοι άν­θρω­ποι», σ. 34)

Ασφα­λώς, η μό­νη βε­βαιό­τη­τα εί­ναι εκεί­νη της αβε­βαιό­τη­τας με την οποία πο­ρευό­μα­στε όλοι μας αγέν­νη­τοι μέ­σα στη γλώσ­σα, ακό­μη και αν η όποια θε­ώ­ρη­σή μας συ­ντε­λεί­ται ως πρό­χει­ρη πα­ρα­μυ­θία για το αντί­θε­το.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: