Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-26/biblia/h-raptomhxanh-toy-morfea
Στα Ενύπνια τα μεθεόρτια ή διαφορετικά στα όνειρα που επισκέπτονται τον ποιητή κατόπιν κάποιας εορταστικής ημέρας ή εκδήλωσης, η θεματική του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου –όπως μαρτυρά και το πρώτο ποίημα, που εν είδει μότου αποτελεί το εναρκτήριο της συλλογής– είναι η μνήμη και δη το μνημόσυνο, μια και οι ήρωες που τον επισκέπτονται είναι οι νεκροί. Σ’ ένα εν γένει ονειρικό και ατμοσφαιρικό τοπίο, το ποιητικό υποκείμενο διαφοροποιείται, ενώ οι συνομιλητές του άλλοτε κατονομάζονται κι άλλοτε παραμένουν μακρινοί, χωρίς ιδιότητα ή όνομα. Η ξένη γραία, η μάνα κι ο πατέρας του ποιητή, ένας γέρος, ένα τρίχρονο, εκείνη, τα κορίτσια, το σπίτι, η πόλη, ένας επαναστάτης, ένας σαμάνος, η τροφός, η κοκκινοσκουφίτσα, οι ηθοποιοί του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο Νίκος Αργυράκης, ο Τσαμπίκος Παμπίδης, ο Σέλλεϋ είναι μερικά από τα αντικείμενα της ποιητικής αφήγησης, τα οποία στηρίζουν την προβληματική του χρόνου, της μνήμης, της απώλειας, του πένθους, του έρωτα, της ματαίωσης, της σιωπής, του κενού, του ποιητή και της ποιητικής πράξης. Ο ποιητικός χώρος στον οποίο τοποθετούνται είναι τόσο το ελληνικό τοπίο και η γενέθλια πόλη όσο και οι παραστάσεις του ποιητή από το οδοιπορικό του από τη Γενεύη έως το Μοντραί, το 2016, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Μικρό Επιμύθιο, που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου.
Ο βασικός τρόπος με τον οποίο ο Λουκόπουλος επεξεργάζεται τη θεματική του είναι η έμφαση στο συναίσθημα, η παρορμητική διαχείρισή του και ο τρόπος πρόσληψης του κόσμου με τις αισθήσεις. Η οπτική αυτή συντείνει ώστε η ποίησή του να προκαλεί συγκίνηση, κυρίως σε θεματικές που είναι άμεσα προσβάσιμες ή κατανοητές ως κοινές εμπειρίες όπως, για παράδειγμα, ο θάνατος της μητέρας. Πέραν όμως από αυτή την κεντρική ποιητική επιλογή διαχείρισης του υλικού, ο Λουκόπουλος αναπτύσσεται και σε χώρους λιγότερο προσβάσιμους ή περισσότερο απαιτητικούς για τη συνολική κατανόηση του σκεπτικού του, όταν απαιτείται είτε μια πιο σύνθετη επεξεργασία όσον αφορά την κατανόηση των γλωσσικών επιλογών του είτε όταν η θεματική του κινείται σε γνωσιολογικούς άξονες στους οποίους ο αναγνώστης δεν έχει αναφορές. Η παρατήρηση αυτή συνάδει άλλωστε και με τα δύο διαφορετικά και σε πλήρη αντιπαράθεση υλικά που χρησιμοποιεί: αυτά που είναι δανεισμένα από το γνώριμο ελληνικό τοπίο της υπαίθρου, της λαϊκής γειτονιάς και της ελληνικής παράδοσης, όσο και από αυτά των παραστάσεων που υπάγονται στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η ποιητική του ξεδιπλώνεται με ρέουσα γλώσσα και ρυθμούς είτε σε μικρά αφηγηματικά ενσταντανέ που χαρακτηρίζονται από σφριγηλές ποιητικές πραγματώσεις όπως (π.χ. Τα σώματα, Το σπίτι, Νόστιμον ήμαρ, Le temps perdu, Η λεωφόρος Σχιστού, Τα κορίτσια, Κορίτσι-ηνίοχος, Τα ναύλα, Ταρίχευση) είτε σε πιο μακρόπνοα αφηγηματικά ποιήματα, που άλλοτε χτίζονται με σφριγηλά ποιητικά υλικά, ενώ άλλοτε (σε μέρη τους) δίνουν την εντύπωση ότι δομούνται κυρίως μέσα από, ανένταχτους , δομικά, ελεύθερους συνειρμούς (π.χ. Πώς θα γλιτώσεις, μωρομάνα; Ιατρού Διγενή συνταγολόγιον, Κι εσύ νεκροτομείο, Στον δρόμο προς τα Εκβάτανα, Τροφός). Στο έργο του βρίσκουμε πρωτότυπες μεταφορές, παρομοιώσεις, νοηματικές ανατροπές και ειρωνεία, εμφανείς αμφισημίες. Για παράδειγμα ακολουθούν κάποιοι στίχοι:
Θα μπορούσαμε επίσης να σχολιάσουμε την ερμητική πλευρά της γραφής του Λουκόπουλου. Ερμητισμός όμως δεν σημαίνει κλειστό σύμπαν προς οποιαδήποτε κειμενική προσέγγιση εντός του νέου συστήματος που κατασκευάζει εμφανώς γλωσσοκεντρικά ο δημιουργός. Η διερεύνηση του γλωσσικού πεδίου και η διάνοιξη ή η αμφισημία των νοημάτων είναι ζητούμενα στον ποιητικό λόγο, σε σχέση όμως με κάτι που τίθεται ως νέος κώδικας και σε αλληλουχία με αυτόν – κάποτε μιλάμε για σχέσεις ορατές, ενώ κάποτε για σχέσεις δυνατές να κατονομαστούν ως αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης νοητικής λειτουργίας, συνδυασμών και παρατήρησης. Πάντα όμως αναφερόμαστε σε εσωτερικούς άξονες δόμησης του ποιήματος. Για παράδειγμα στο Ενύπνιο του Μοντραί (σελ. 62) και στα Κορίτσια
(σελ. 46) οι επόμενοι στίχοι μοιάζουν να «αιωρούνται» λόγω της ανοικείωσής τους, χωρίς αυτό να είναι αληθές για τον προσεκτικό αναγνώστη που είναι σε θέση να εντοπίζει τους διαφορετικούς κάθε φορές άξονες που ανευρίσκονται στο συγκείμενο, είτε ακολουθώντας τους δεύτερους ήχους των σημαινόντων, είτε τα νοήματα, είτε το πραγματολογικό υλικό που χρησιμοποιεί.
Στο διά ταύτα μού αρκεί/ που η θάλασσά του ορίζεται/ εξωσκελετικά,/ απ’ τις περίτεχνες τροχιές των σκώρων στο σκοτάδι
όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν/ που στον κόλπο τους με κλείδωσαν/ με τα μάτια/ ή με τα δόντια/ ένα φαγιούμ από αμύγδαλο και στάχτη
Πέραν όμως τούτων, είναι σκόπιμο να εντοπιστούν και κάποια σημεία στα οποία η ποιητική του δεν ανταποκρίνεται με παρόμοιο τρόπο: α. Σε ορισμένα ποιήματα δίνεται η εντύπωση μιας προσχηματική θεματικής που επικυρώνεται εντός του κειμένου με αποσπασματικές εικόνες (οι οποίες δεν εντάσσονται σε μία επάλληλη κατάθεση φαντασιακής εικονοποιίας, προκειμένου να υποστηρίξουν τη διάνοιξη του κειμένου σε σχέση με το θέμα) και με ανολοκλήρωτους συνειρμούς (οι οποίοι δεν εντάσσονται σε μια ακολουθία σημαινόντων με εσωτερικό δομικό άξονα στήριξης του κειμένου). Ενδεικτικά, για να γίνει κατανοητή η παρατήρηση, ας αναφερθεί το ποίημα Πώς θα γλιτώσεις, μωρομάνα; (σελ. 12) β. Τα ποιήματα αρθρώνονται σε ανισομερή ελεύθερο στίχο, από τον οποίο αν και δεν απουσιάζουν στο σύνολο ο ρυθμός, η ροή και η γλωσσική διεύρυνση, διαφαίνεται από την άλλη, σε κάποιες περιπτώσεις, το μειωμένο ενδιαφέρον του ποιητή για εκείνη την ανάγνωση που θα σταθεροποιούσε την ποιητική του, όσον αφορά την τοπολογία και τη δυναμική των ποιημάτων, κυρίως όταν πρόκειται για αφηγηματικά ποιήματα ή για ποιήματα των οποίων το νόημα δίνει την εντύπωση ότι περισσότερο αναζητείται διά μέσου της συνειρμικής καθοδήγησης παρά αποκρυσταλλώνεται διά της δευτερογενούς επεξεργασίας, η οποία είναι χρήσιμη στη στιχουργική.
Ως τελική παρατήρηση, θα σημειώναμε τους ακόλουθους στίχους οι οποίοι αντανακλούν την προσωπική θέση και θέαση του ποιητή, υποδηλώνοντας ένα αίσθημα πικρίας που συμπληρώνεται από μια ανατρεπτική και ειρωνική ανταπάντηση:
οι βέβαιοι άνθρωποι/ περνούσαν ένας ένας/ κι έφτυναν/ εμείς και με τα σάλια τους/ θα πορευόμαστε/ έχουμε υπάρξει και ταπεινοί/ και σαλιγκάρια
(«Οι βέβαιοι άνθρωποι», σ. 34)
Ασφαλώς, η μόνη βεβαιότητα είναι εκείνη της αβεβαιότητας με την οποία πορευόμαστε όλοι μας αγέννητοι μέσα στη γλώσσα, ακόμη και αν η όποια θεώρησή μας συντελείται ως πρόχειρη παραμυθία για το αντίθετο.