Βγαίνεις στο γύρω με ανοιχτά τα μέσα μάτια. Δίχτυ γίνεσαι, να τσακώσεις το πανάκριβο, που μόνο εσένα προορίζεται να συναντήσει...
Mου γύρισε την πλάτη σαν να μην υπήρχα με ξέχασε στη στιγμή. Στον καθρέφτη γύρισε βρίζοντας τον εαυτό της που έκανε μόνο ένα παιδί
Στο κεντρικότερο σημείο του κέντρου της πόλης ψάχνεις την έξοδο κινδύνου, χωρίς να κοιτάς πως εινʼ ακόμη ανοιχτό ένα θερινό σινεμά
να μου μιλάνε, την οθόνη να κοιτώ / και να διαβάζω δίχως φόβο για το βράδυ / όπου δεν βλέπω – άρα ούτε ακούω Χριστό.
Ήταν ανέκαθεν Μονογενής και Πρωτόγονος. Τα δίπλωσε όλα τότε πηχτή ομίχλη, έτσι που είναι αδύνατον να πει κανείς τι έγινε μετά
Μέσα σε λίγες βδομάδες ήμαστε ενήμεροι για τον πληροφοριοδότη σας, τον παλιό σας φίλο που διατηρούσατε μονόδρομη αλληλογραφία
Κι όταν το δέντρο φεύγει / μια υποψία ξέφωτου φέγγει στα άλλα / ν’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι / του άγνωστου νόστου
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία
Στην καλύτερη περίπτωση του έλεγαν απλά: «Eεε, στα λέει καλά ο θεός;» ή «Πώς είσαι έτσι ρε, μού θες να πας και στον παράδεισο»
Προκαλώντας με σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό
Εκείνο το πρωί, ο δηλητηριασμένος σενιόρ γύρισε σπίτι του με σαφή πρόθεση να πενθήσει βαριά για το φρικτό αδιέξοδο της ζωής του
Πλησιάζοντας στους τρεις τελευταίους “παπαγάλους”, προειδοποιούσε τον θείο του, που συνήθως κοιμόταν, ότι φτάνουν
Χτυπούσε τον αέρα με το μαχαίρι, τρέχοντας δεξιά αριστερά – χτυπούσε και χτυπούσε, ώσπου λαχάνιασε και κουράστηκε το χέρι του
Παράξενα έντομα στις βιβλιοθήκες τους / Δραπετεύοντα λευκά στίγματα από σελίδες πίσσα σκοτάδι
Τα πουλιά όμως δεν είναι ανεύθυνα. / Κάθε λεπτό οι παχιές μορφές τους γεμίζουν ήλιο / κι εγώ μαθητεύω στην ανυποκρισία τους.
Το τελευταίο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (Μετάφραση-Επίμετρο: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ)
Ποίημα ενός Αμαζόνιου ακτιβιστή μεταφρασμένο από την ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ και τον ΝΙΚΟ ΠΡΑΤΣΙΝΗ
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Πίσω από τον Πάνω Μύλο» του Σλοβάκου συγγραφέα σε μετάφραση ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗ
Το απόσπαμα 94 σε μετάφραση ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Στην επιστημονική φαντασία, οι χαρακτήρες συχνά υποδέχονται με παρόμοια ηρωική ψυχραιμία την συνειδητοποίηση τής ανελευθερίας τους
Το δημοτικό τραγούδι είναι βίωμα. Για να το καταλάβεις πρέπει να το νιώσεις· το ίδιο παράδοξο που ισχύει και με τη θρησκεία
Για το βιβλίο του ΑΝΤΩΝΗ ΦΩΣΤΙΕΡΗ «Θάνατος ο Δεύτερος»
Για τα «Γράμματα στη Χιονάτη» τη ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΑΚΙΝΟΥ
Για το βιβλίο «Πέντε στάσεις» του ΜΑΚΗ ΤΣΙΤΑ
Για την «Παραγουάη» του ΜΙΧΑΛΗ ΜΟΔΙΝΟΥ
Για το «Σωσίβιο χώμα» του ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Για την «Ερευνήτρια» του ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Για το «Ξυράφι του Όκαμ» του ΑΛΕΞΙΟΥ ΜΑΪΝΑ
Για το βιβλίο «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010: Το μέτρο και τα σταθμά» της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ
Στην πανδημία των εορτών, ένας κατάλογος βιβλίων των τακτικών Χαρτογράφων του περιοδικού από τις βιβλιοθήκες του ΙΑΝΟΥ
Θέλω να ψηλαφήσω την πόρτα, να την αποτυπώσω στο νου
Μια νέα στήλη μεταμφιεσμένης ιχθυολογίας με επικάλυψη φιλολογίας και εξωραϊστικών τάσεων για υδρόβια με ουρές και χωρίς ουρές
Οι τέσσερις συγγραφείς της «Μικρής Κλίμακας» αυτού του τεύχους μυθολογούν με αφορμή μια εικόνα
Ένα απόσπασμα διηγήματος του Παπαδιαμάντη με τον Κ. Καστανά· ο Γ. Ιωάννου διαβάζει ένα πεζό του & ο Μ. Σαχτούρης ένα ποίημά του
Συνομιλία με τη μεταφράστρια ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ με αφορμή τα «Άπαντα τα πεζά» του Μπρούνο Σουλτς που κυκλοφόρησε πρόσφατα
Απάντηση στην επιστολή της Μαίρης Μίντλετον-Αθανασιάδου
Για ένα ποίημα γραμμένο «Πάνω σε μια ιδέα του Jamie McKendrick»
Αυτά σε περιέβαλλαν / δίνοντας σου το πρέπον Ύψος / και μέσα στην κόρη του οφθαλμού / ο Λάμποντας έρρεε