Για την αφαιρετική αντι-ποίηση της Ελένης Βακαλό

Για την αφαιρετική αντι-ποίηση της Ελένης Βακαλό


Ένα κο­ρί­τσι στέ­κε­ται πά­νω στη γέ­φυ­ρα
Η όψη του δεν θα έφτα­νε για να υπάρ­χει
Το ονό­μα­σα και εί­ναι εκεί
(ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ)


Α’

Ένας δια­δε­δο­μέ­νος και κοι­νό­το­πος ισχυ­ρι­σμός δια­τεί­νε­ται ότι το δο­κί­μιο εί­ναι εί­δος ψυ­χρό, η θε­ω­ρία γκρί­ζα, ενώ η ποί­η­ση θερ­μή. Το πό­σο εναρ­γής και απο­τε­λε­σμα­τι­κή μπο­ρεί να εί­ναι μια πι­θα­νή αντι­με­τά­θε­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας των ει­δών μας το δεί­χνει ανά­γλυ­φα το συ­νο­λι­κό έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό, όπου ένας θερ­μός δο­κι­μια­κός/κρι­τι­κός λό­γος συ­νυ­πάρ­χει με μια φαι­νο­με­νι­κά ψυ­χρή ποί­η­ση, απο­τε­λώ­ντας μά­λι­στα στοι­χείο απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης της ποι­η­τι­κής της.[1]

Η σχέ­ση της ποί­η­σης της Βα­κα­λό με τον δο­κι­μια­κό/κρι­τι­κό της λό­γο[2] αλ­λά και με την ευ­ρύ­τε­ρη θε­ω­ρη­τι­κή/ει­κα­στι­κή της παι­δεία εί­ναι σχέ­ση βα­θιά, εσω­τε­ρι­κή και εξε­λι­κτι­κή. Όπως επι­ση­μαί­νει η Άντεια Φραν­τζή, «η κρι­τι­κή συ­νεί­δη­ση της Βα­κα­λό ασκεί μια μορ­φή επι­κυ­ριαρ­χί­ας στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο».[3] Όμως, όσο διαυ­γής και ανα­λυ­τι­κός εί­ναι ο κρι­τι­κός της λό­γος για την τέ­χνη και τη ζω­γρα­φι­κή τό­σο ερ­μη­τι­κή, αντι-πε­ρι­γρα­φι­κή και αφαι­ρε­τι­κή εί­ναι η ποί­η­σή της. Μια ποί­η­ση κα­τε­ξο­χήν αντι­λυ­ρι­κή και μο­ντέρ­να που αι­μο­δο­τεί­ται από τις πο­λυ­σύν­θε­τες ει­κα­στι­κές της ανα­ζη­τή­σεις. Και κυ­ρί­ως από τη μεί­ζο­να κρι­τι­κή της πα­ρέμ­βα­ση, την οξυ­δερ­κή υπο­στή­ρι­ξη της αφη­ρη­μέ­νης ζω­γρα­φι­κής στην Ελ­λά­δα, με την ιδιό­τη­τά της ως θε­ω­ρη­τι­κού και κρι­τι­κού τέ­χνης.[4]
Μο­λο­νό­τι με το θε­ω­ρη­τι­κό της έρ­γο συ­γκρό­τη­σε ένα δι­κής της κα­τα­σκευ­ής σύ­στη­μα αντί­λη­ψης και ανά­γνω­σης της τέ­χνης,[5] η Βα­κα­λό στην ποί­η­σή της δεν κά­νει μη­χα­νι­στι­κή εφαρ­μο­γή συ­γκε­κρι­μέ­νων αι­σθη­τι­κών αρ­χών. Αντι­θέ­τως, αξιο­ποιεί τη θε­ω­ρία με την ου­σια­στι­κή της έν­νοια, ως τρό­πο δη­λα­δή θέ­α­σης των αντι­κει­μέ­νων, του κό­σμου και του εσω­τε­ρι­κού εαυ­τού. Σε αυ­τή τη θέ­α­ση, το αό­ρα­το και το αφη­ρη­μέ­νο ανα­δύ­ο­νται μέ­σα από τη δια­δι­κα­σία πραγ­μά­τω­σης του ποι­ή­μα­τος και απει­κο­νί­ζο­νται με μια γλώσ­σα απο­φλοιω­μέ­νη, επί­πε­δη και φαι­νο­με­νι­κά στε­γνή, όπου η επι­φά­νεια απο­κτά βά­θος, κα­θώς εί­ναι ανοι­χτή στην εμπει­ρία της αφαί­ρε­σης. Εί­ναι αυ­τό που η οξυ­δερ­κέ­στε­ρη κρι­τι­κός της Βα­κα­λό, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, ανα­γνώ­ρι­σε ως «μέ­θο­δο του τυ­φλο­πό­ντι­κα», που ««απο­κλεί­ει την όρα­ση για να βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα».[6] Μια μέ­θο­δος που οδη­γεί την ποι­η­τι­κή της στο να κα­τα­λη­φθεί από τις ευαί­σθη­τες και ακο­νι­σμέ­νες αι­σθή­σεις των τυ­φλών, προ­πά­ντων από την αφή:

όπως σύρ­ρι­ζα στον τοί­χο αγ­γί­ζο­ντας ένα-ένα τα πράγ­μα­τα
                κι αλ­λοιώ­νο­ντας τις δια­στά­σεις τους τα γνω­ρί­ζω

  («Τις πρώ­τες ώρες που περ­νά­νε στο ποί­η­μα οι τυ­φλοί», Η έν­νοια των τυ­φλών)

Το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό αντα­πο­κρί­νε­ται εντυ­πω­σια­κά στις ανη­συ­χί­ες και τις κα­τα­κτή­σεις της αφη­ρη­μέ­νης τέ­χνης. Με το αντι-ρε­α­λι­στι­κό βά­θος των ποι­η­τι­κών της συν­θέ­σε­ων και την ει­κο­νο­ποι­η­τι­κή ευαι­σθη­σία της της να στρέ­φε­ται κά­τω από την επι­φά­νεια του αντι­κει­με­νι­κού κό­σμου, διε­ρευ­νώ­ντας το μυ­στή­ριο, η κρί­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης βρί­σκει ένα ακό­μη πε­δίο ανα­φο­ράς στη με­τα­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση. Η Βα­κα­λό κι­νεί­ται στον με­ταιχ­μια­κό χώ­ρο ανά­με­σα σε έναν «ανορ­θό­δο­ξο» υπερ­ρε­α­λι­σμό και στην αφαί­ρε­ση, γέρ­νο­ντας απο­φα­σι­στι­κά προς τη δεύ­τε­ρη, όντας από­λυ­τα συ­ντο­νι­σμέ­νη με την κυ­ρί­αρ­χη στην Ευ­ρώ­πη και την Αμε­ρι­κή «νέα με­τα­πο­λε­μι­κή συν­θή­κη της αφαί­ρε­σης».[7] Ο αντι-ποι­η­τι­κός δρό­μος[8] που ακο­λου­θεί, μα­κριά από την ανα­πα­ρα­στα­τι­κή και ανα­φο­ρι­κή λει­τουρ­γία της γλώσ­σας και πέ­ρα από τη συ­νειρ­μι­κή και ονει­ρι­κή από­δο­ση των ει­κό­νων, την οδη­γεί στην απο­μά­κρυν­ση από την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή πα­ρά­δο­ση (που εί­ναι ωστό­σο κα­λά χω­νε­μέ­νη στο έρ­γο της), προς το γυ­μνό και το ακα­τέρ­γα­στο των λέ­ξε­ων. Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα βρί­σκο­νται σε σχέ­ση έλ­ξης και απώ­θη­σης, εφό­σον:

Θα­να­τη­φό­ρα η λέ­ξη
Το πράγ­μα ακύ­ρω­σε

(Επι­λε­γό­με­να)


Ο τρό­πος με τον οποίο επι­χει­ρεί να φέ­ρει στην επι­φά­νεια το ψυ­χι­κό γε­γο­νός δεν εί­ναι σχη­μα­τι­σμέ­νος a priori στην ποι­η­τι­κή της συ­νεί­δη­ση. Σε μια τέ­τοια ποί­η­ση δεν αρ­κεί η εύ­ρε­ση των κα­τάλ­λη­λων εκ­φρα­στι­κών μέ­σων που θα απο­τυ­πώ­σουν τον εσω­τε­ρι­κό εαυ­τό. Η ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση και τα αι­σθή­μα­τα του υπο­κει­μέ­νου φα­νε­ρώ­νο­νται μό­νον με την υλι­κή πραγ­μά­τω­ση του ποι­ή­μα­τος, την οποία ο ανα­γνώ­στης πα­ρα­κο­λου­θεί στη δια­δι­κα­σία της γέ­νε­σης και της ρο­ής του, όταν οι απο­σταγ­μέ­νες λέ­ξεις βα­σα­νί­ζο­νται να ονο­μα­τί­σουν τα πράγ­μα­τα και η ποί­η­ση γί­νε­ται πρά­ξη∙ μια ποί­η­ση που δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι «Το άλ­λο του πράγ­μα­τος», αφού:

Τα πράγ­μα­τα στον κα­θρέ­φτη
Δεν εί­ναι πράγ­μα­τα
Στη γλώσ­σα μας το ίδιο
(Επι­λε­γό­με­να)

Αν και οι θε­ω­ρη­τι­κές της κα­τα­βο­λές ανά­γο­νται στη στρου­κτου­ρα­λι­στι­κή πα­ρά­δο­ση των δε­κα­ε­τιών του ’50 και του ’60,[9] το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό δεν δια­πνέ­ε­ται από τον αντι-αν­θρω­πι­σμό του δο­μι­σμού. Αντι­θέ­τως, εκ­δη­λώ­νει πί­στη στην αι­σιό­δο­ξη δυ­να­τό­τη­τα του αν­θρώ­πι­νου εί­δους, κα­θώς:

Και δαί­μο­νας και άγ­γε­λος, έτσι γεν­νιέ­σαι, να εί­σαι άν­θρω­πος το μα­θαί­νεις
(«Ποί­η­μα δι­δα­κτι­κό, Του κό­σμου)

Πα­ράλ­λη­λα, τον μη­χα­νι­σμό της κα­κό­τη­τας και του απαν­θρω­πι­σμού του αν­θρώ­που τον ανα­λύ­ει συ­γκλο­νι­στι­κά στο ποί­η­μα με τον δη­λω­τι­κό τί­τλο: «Πώς έγι­νε ένας κα­κός άν­θρω­πος» (Του κό­σμου). Η λύ­πη­ση για τον αδύ­να­μο και τον χτυ­πη­μέ­νο γί­νε­ται φό­βος και ο φό­βος με­τα­τρέ­πε­ται σε υπο­τα­γή στον ισχυ­ρό, εξα­χρειώ­νο­ντας τον άν­θρω­πο και κα­θι­στώ­ντας τον δε­κτι­κό απέ­να­ντι στην αδι­κία.

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι ένας εσω­τε­ρι­κός διά­λο­γος με το αό­ρα­το, το άγνω­στο, το μυ­στή­ριο, το κρυμ­μέ­νο:

(Μι­λώ γι’ αυ­τό που σα­λεύ­ει στο εσω­τε­ρι­κό των κι­νή­σε­ων)
(«Η ευ­χα­ρί­στη­ση να σπά­νεις φυ­τά», Φυ­τι­κή Αγω­γή)

Στον πυ­ρή­να του ποι­η­τι­κού της προ­γράμ­μα­τος βρί­σκε­ται η αγω­νιώ­δης ανα­ζή­τη­ση του εσω­τε­ρι­κού απο­θέ­μα­τος. Με τις λέ­ξεις η ποι­ή­τρια επι­χει­ρεί την κα­τα­βύ­θι­ση στη συ­νεί­δη­ση και την απο­τύ­πω­ση της ψυ­χι­κής κα­τά­στα­σης του εσω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που. Η Βα­κα­λό ωστό­σο δεν πε­ρι­δι­νί­ζε­ται σε χα­ο­τι­κές και ατέρ­μο­νες υπαρ­ξια­κές ανα­ζη­τή­σεις, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σε με­τα­φυ­σι­κές, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει γειω­μέ­νη στην υλι­κή διά­στα­ση της ύπαρ­ξης, στο σώ­μα και τις αι­σθή­σεις, ιδιαί­τε­ρα στις τρεις συ­νε­χό­με­νες συλ­λο­γές Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958), Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος (1959), Η έν­νοια των τυ­φλών (1962), δη­μο­σιευ­μέ­νες κα­τά την πε­ρί­ο­δο που συ­μπί­πτει με την πιο ώρι­μη φά­ση τής υπέρ της αφη­ρη­μέ­νης τέ­χνης κρι­τι­κο­γρα­φί­ας της.[10]
Δεν υπάρ­χουν ιδέ­ες αλ­λά ού­τε και αι­σθή­μα­τα σε αυ­τή την αντι­λυ­ρι­κή ποί­η­ση, πα­ρά μό­νο «διά­χυ­τες αι­σθή­σεις». Και όχι μό­νον η διε­σταλ­μέ­νη όρα­ση, όπως συμ­βαί­νει σε αρ­κε­τούς ποι­η­τές της γε­νιάς της με ει­κα­στι­κές ευαι­σθη­σί­ες (Σα­χτού­ρης, Κα­ρού­ζος, Σι­νό­που­λος κ.ά.), αλ­λά και η αφή, η ακοή, η γεύ­ση, ακό­μα και η όσφρη­ση.

Είναι αφή
Κoιτάζοντας, πελώρια μάτια τυφλά το σώμα ψαύουν, καθένα
γυμνό απ’ τα βλέφαρα, όλο, στο σώμα εμφυτεύεται κοιτάζοντας
μετά από κει. Δεν πολεμάει το σώμα, ακίνητο, περιβρεχόμενο
μόνο του, αποσπά
Τη γεύση απ’ το στόμα χωρίζοντας
Απ’ την παλάμη τον τύπο της
Από την όραση αδειάζοντας τη ματιά
Είναι κακό, δε μας πονά

(«Περιγραφή του σώματος»)

Οι ει­κό­νες για την Βα­κα­λό δεν εί­ναι εκεί έξω, αλ­λά μέ­σα μας∙ στο βα­θύ πη­γά­δι του εαυ­τού. Η ποί­η­ση γί­νε­ται λοι­πόν μια δο­κι­μή αυ­το­γνω­σί­ας. Χρέ­ος του ποι­η­τή εί­ναι να ανα­σύ­ρει και να σχη­μα­τί­σει την αντα­νά­κλα­σή τους από το σκο­τει­νό μέ­ρος του εαυ­τού, από τα «μαύ­ρα νε­ρά» της ύπαρ­ξης, εκεί όπου ο άν­θρω­πος ενη­λι­κιώ­νε­ται μέ­σα στο μυ­στή­ριο και το αί­νιγ­μα του κό­σμου, των σχέ­σε­ων, των γε­νε­α­λο­γι­κών κα­τα­βο­λών, της φύ­σης και του πο­λι­τι­σμού:

Τη Ροδαλίνα την ακολούθησα που ενηλικιώθηκε σε νερά μαύρα και με μαύρα νερά ανταμώθηκε πλοηγώντας
(«Το Κράτος της Ροδαλίνας», Γεγονότα και Ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας)

Β’

Το ανοι­χτό ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ρι της Βα­κα­λό δεν πε­ριέ­χει μό­νο γλωσ­σι­κά υλι­κά. Η ποί­η­σή της εδρά­ζε­ται σε ένα ευ­ρύ δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο που συν­δέ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με τις θε­ω­ρη­τι­κές της ανα­ζη­τή­σεις στον χώ­ρο της τέ­χνης και λι­γό­τε­ρο με αμι­γώς φι­λο­λο­γι­κές πη­γές. Σ’ αυ­τό το δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο συ­στε­γά­ζο­νται η ποί­η­ση, η ζω­γρα­φι­κή, ο χο­ρός και η μου­σι­κή. Από την άπο­ψη αυ­τή δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαία η επι­φυ­λα­κτι­κή και δι­καιο­λο­γη­μέ­να αμή­χα­νη υπό­δει­ξη από την κρι­τι­κή των ποι­η­τι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών επι­δρά­σε­ων στο έρ­γο της (Σο­λω­μός, Κάλ­βος, δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και υπερ­ρε­α­λι­σμός) και η δυ­σκο­λία σύν­δε­σής της με ομο­τέ­χνους της γε­νιάς της (κυ­ρί­ως με τους Σα­χτού­ρη και Γο­να­τά). Άλ­λω­στε, η πο­λύ ιδιο­συ­γκρα­σια­κή προ­σω­πι­κή φω­νή της εί­ναι απο­τέ­λε­σμα με­γά­λων δό­σε­ων αφαί­ρε­σης, αυ­θαι­ρε­σί­ας και εκλε­κτι­κι­σμού[11] απέ­να­ντι στις λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρα­δό­σεις:

Όταν διά­βα­ζα τον Τσάιλντ Χά­ρολντ
απο­μά­κρυ­να ό,τι στο υλι­κό το δι­κό μου
αντι­στε­κό­ταν
               
    Έμε­νε ποί­η­μα


(Επι­λε­γό­με­να)

Στη συλ­λο­γή Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958) εντο­πί­ζου­με άτι­τλο ένα από τα πιο κρυ­πτο­γρα­φι­κά ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής της, που πα­ρο­μοιά­ζει τη σύγ­χρο­νη καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση με τον ασπόν­δυ­λο, υδρό­βιο πο­λύ­πο­δα, που σχη­μα­τί­ζε­ται σαν ένα πα­λίμ­ψη­στο από ξέ­να στρώ­μα­τα:

Συλ­λο­γιέ­μαι πως ται­ριά­ζει στα έρ­γα μας σή­με­ρα
Του πο­λύ­πο­δα το εί­δος


Η κρί­σι­μη λέ­ξη που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό εί­ναι η λέ­ξη «σύν­θε­ση», την οποία εκτι­μώ ότι θα πρέ­πει να τη δια­βά­σου­με στα ει­κα­στι­κά και μου­σι­κά της συμ­φρα­ζό­με­να. Η γρα­φή της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια νέα γλωσ­σι­κή και πλα­στι­κή σύν­θε­ση, έκ­κε­ντρη και αέ­ρι­νη, σαν μια χο­ρο­γρα­φία λέ­ξε­ων. Εί­ναι μια γρα­φή εν κι­νή­σει (στον χώ­ρο αλ­λά και στον χρό­νο) που αρ­νεί­ται τη στα­τι­κό­τη­τα, χά­ριν της ενέρ­γειας, της ρο­ής και του ρυθ­μού. Η Βα­κα­λό από πο­λύ νω­ρίς και εν­στι­κτω­δώς φτά­νει τον μο­ντερ­νι­σμό στα ακραία του όρια πλη­σιά­ζο­ντας το με­τα­μο­ντέρ­νο, κα­θώς δεν εί­ναι ο χρό­νος αλ­λά ο χώ­ρος που πλαι­σιώ­νει την ποί­η­σή της.[12]
Ήδη από την πρώ­τη συλ­λο­γή που η ίδια όρι­σε ως αρ­χή του έρ­γου της, Το δά­σος (1954), έχει υπο­δη­λω­θεί το ύφος που κο­μί­ζει αυ­τή η απαι­τη­τι­κή ποί­η­ση. Στον τί­τλο και τον υπό­τι­τλο της συλ­λο­γής δια­βά­ζου­με, εντός πα­ρεν­θέ­σε­ως, μια σα­φή οδη­γία ανά­γνω­σης: Το δά­σος. Ποι­η­τι­κή μυ­θι­στο­ρία (Σε ύφος μπα­λέ­του εκ­φρα­στι­κού). Σε ύφος μπα­λέ­του εκ­φρα­στι­κού λοι­πόν -διά­βα­ζε μο­ντέρ­νου-, ενός εί­δους καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης που ανα­δει­κνύ­ει τη «θη­λυ­κιά αί­σθη­ση», αλ­λά απαι­τεί ακρί­βεια, δύ­να­μη, πει­θαρ­χία, ισορ­ρο­πία, αντο­χή, χά­ρη και πλα­στι­κό­τη­τα στην κί­νη­ση. Ενός εί­δους, επί­σης, με υψη­λές δυ­να­τό­τη­τες εκ­φρα­στι­κό­τη­τας του σώ­μα­τος, σε άμε­ση σχέ­ση με τη γη και το χοϊ­κό στοι­χείο, που αξιο­ποιεί ποι­κί­λες τε­χνι­κές με πι­ρου­έ­τες και άλ­μα­τα, αλ­λά κυ­ρί­ως απαι­τεί ακρο­βα­τι­κές κι­νή­σεις δε­ξιο­τε­χνι­κής ακρί­βειας. «Η ακρί­βεια εί­ναι για μέ­να θέ­μα ευαι­σθη­σί­ας» θα πει η ίδια σε μια από τις τε­λευ­ταί­ες της συ­νε­ντεύ­ξεις.[13]
Στη συλ­λο­γή Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος (1959), η υλι­κό­τη­τα του σώ­μα­τος γειώ­νει την ποί­η­ση στον κό­σμο των αι­σθή­σε­ων. «Στο ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νο σώ­μα η ποι­ή­τρια προ­σθέ­τει την κί­νη­ση του χο­ρού αλ­λά και τη συ­νυ­φα­σμέ­νη αί­σθη­ση ηδο­νής»,[14] αφού, όπως θα πει στο ποί­η­μα «Προ­λε­γό­με­να του αε­τώ­μα­τος των κε­νταύ­ρων», με κα­βα­φι­κούς από­η­χους:

Ως πό­τε τα σώ­μα­τα μπο­ρούν να μην έχουν ντροπ
Τον τρό­πο της ύπαρ­ξης κα­θο­ρί­ζει ο τρό­πος της ηδο­νής


Στο επί­σης κα­βα­φι­κής έμπνευ­σης ποί­η­μα «Η πρώ­τη κί­νη­ση χο­ρού» της ίδιας συλ­λο­γής (ενώ λί­γο πα­ρα­κά­τω ακο­λου­θεί και μια «Δεύ­τε­ρη κί­νη­ση χο­ρού»), η πλα­στι­κό­τη­τα του σώ­μα­τος που κι­νεί­ται και ακού­ει τη φω­νή της επι­θυ­μί­ας συν­δέ­ει τον πό­νο με την ηδο­νή κι από εκεί με το νό­η­μα της ύπαρ­ξης:

Το σώ­μα ασπαί­ρει
Δεν υπο­φέ­ρει
Εί­ναι το μό­νο που όταν πο­νά­ει
Έχει ηδο­νή
Δε μας πο­νά το σώ­μα
Δε­μέ­νο
Στη θέ­λη­ση έτοι­μο
Ακού­ει πρω­τύ­τε­ρα
Θέ­λει ν’ ακού­ει
Τρυ­πώ­ντας στο σώ­μα του
Και­νούρ­γιες διαρ­κώς
Στο­ές ακο­ής

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια άλ­λη τά­ξη και άσκη­ση ισορ­ρο­πί­ας του λό­γου. Κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο σε αυ­τή τη νέα τά­ξη/ατα­ξία εί­ναι ο ρυθ­μός που κι­νεί­ται σε αυ­το­σχε­δια­στι­κό τέ­μπο. Η ρυθ­μι­κή αγω­γή της ποί­η­σής της έχει ανα­λο­γί­ες με τη μου­σι­κή τζαζ, τις οποί­ες υπο­γραμ­μί­ζει η Βα­κα­λό ήδη από την πρώ­τη, σιω­πη­ρά απο­κη­ρυγ­μέ­νη, ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή με τον μου­σι­κό­τρο­πο τί­τλο Θέ­μα και Πα­ραλ­λα­γές (1945). Στο ποί­η­μα με τον επί­σης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο «Jazz» δια­βά­ζου­με:

Τε­μα­χι­σμέ­νες στιγ­μές
Γραμ­μές
Πει­ρά­μα­τα που δέ­νου­με
Από δέ­ντρο
σε δέ­ντρο […]

Σπά­σα­με το ρυθ­μό με σφυ­ριές
Και μπρος στα πό­δια μας έπε­σε
Έν’ άστρο


Σφυ­ρο­κο­πώ­ντας λοι­πόν και σπά­ζο­ντας τον ρυθ­μό, η μο­ντέρ­να ποί­η­ση της Βα­κα­λό προ­σεγ­γί­ζει τη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή και την τζαζ,[15] ενώ και η ίδια σε συ­νε­ντεύ­ξεις της την υπο­δει­κνύ­ει ως μια από τις δια­καλ­λι­τε­χνι­κές πη­γές της.[16] Συν­δέ­ο­ντας τη ρυθ­μι­κή αγω­γή της Βα­κα­λό με την τζαζ δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με τα «αφαι­ρε­τι­κά» στοι­χεία αυ­τού του μου­σι­κού εί­δους, που απο­τέ­λε­σαν ρά­πι­σμα στην ευ­ρω­παϊ­κή, ρα­σιο­να­λι­στι­κή, κλα­σι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση, ανά­λο­γο με τα χτυ­πή­μα­τα που επέ­φε­ρε η αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή στην πα­ρα­στα­τι­κή: αφρι­κα­νι­κές και λαϊ­κές κα­τα­βο­λές, πρω­το­γο­νι­σμός, θο­λή ατμό­σφαι­ρα, ανορ­θό­δο­ξη τε­χνι­κή παι­ξί­μα­τος, υπο­κα­τά­στα­ση των φω­νών από τα μου­σι­κά όρ­γα­να, απε­λευ­θέ­ρω­ση από τη νό­η­ση χά­ριν του εν­στί­κτου και κυ­ρί­ως η δύ­να­μη του ρυθ­μού ένα­ντι της με­λω­δί­ας, μιας και ο ρυθ­μός και όχι η αρ­μο­νία εί­ναι αυ­τός που ορ­γα­νώ­νει τη μου­σι­κή της πρό­τα­ση. Αυ­τή την κυ­ριαρ­χία του ρυθ­μού στη σύγ­χρο­νη καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση ανα­γνώ­ρι­ζε και ως κρι­τι­κός τέ­χνης η Βα­κα­λό, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι «και στη ζω­γρα­φι­κή σή­με­ρα ο ρυθ­μός έχει αντι­κα­τα­στή­σει την αρ­μο­νία».[17]

Τη σχέ­ση της ποί­η­σής της με τον σύγ­χρο­νο ρυθ­μό και τη μο­ντέρ­να μου­σι­κή, όπου κυ­ριαρ­χούν τα πρω­τό­γο­να και λαϊ­κά θέ­μα­τα, έχει υπο­δεί­ξει έγκαι­ρα η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη: «Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό κι­νεί­ται με ρυθ­μό, χω­ρίς κα­θό­λου με­λω­δία. Η τζαζ, ο Στρα­βίν­σκι, ο Μπέ­λα Μπάρ­τοκ, ο Προ­κό­πιεφ, η ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή: ήχοι άλ­λο­τε εύ­ρυθ­μοι, σκλη­ροί, κα­κό­φω­νοι, βάρ­βα­ροι κι άλ­λο­τε μό­νον ήχοι∙ σαν να αυ­το­κτό­νη­σε η μου­σι­κή που ξέ­ρα­με κά­νο­ντας αγ­χό­νη τη με­λω­δία∙ κα­νέ­να μά­γε­μα του αυ­τιού που θα μας βυ­θί­σει σε μιαν ονει­ρο­πό­λη­ση ή σ’ ένα ρεμ­βα­σμό∙ μό­νον ήχοι, ρυθ­μι­κοί, αδυ­σώ­πη­τα προει­δο­ποι­η­τι­κοί ενός ενε­δρεύ­ο­ντος κιν­δύ­νου, που αφυ­πνί­ζουν στο φό­βο ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξη».[18]

Δεν υπάρ­χει νο­μί­ζω αμ­φι­βο­λία ότι σε αυ­τή την αυ­το­κτο­νία της με­λω­δί­ας θα πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με την ποι­η­τι­κή προ­σπά­θειά της Βα­κα­λό για υπέρ­βα­ση του λυ­ρι­σμού, ο οποί­ος ταυ­τί­ζε­ται με τον φό­βο της επο­χής και τη «θη­λυ­κιά αί­σθη­ση»:

Αν δεν βρι­σκό­μα­σταν σε μιαν επο­χή που ο φό­βος κυ­ριαρ­χού­σε – αί­σθη­ση θη­λυ­κιά – πι­θα­νόν η ποι­ή­τρια να στη­ρι­ζό­ταν στο λυ­ρι­κό στοι­χείο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πιο σύμ­φω­νο στην ιδιό­τη­τά της, η σύν­θε­ση να μη της εί­ναι φυ­σι­κή. (Θα ήθε­λα να ξε­κου­ρα­στώ). Αντί­θε­τα εδώ αι­σθά­νε­ται ότι δε φο­βά­ται μό­νον αυ­τή.

(«Τρί­το επει­σό­διο. Ο ωτα­κου­στής», Το δά­σος)

Η απόρ­ρι­ψη του λυ­ρι­σμού εί­ναι επώ­δυ­νη. Μια πρά­ξη αυ­το­κτο­νί­ας ή μάλ­λον ελευ­θε­ρί­ας, η πρώ­τη και τε­λευ­ταία επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη της ποί­η­σής της:

Αυ­τό το ποί­η­μα
εί­ναι η τε­λευ­ταία μου επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη
πριν υπο­κύ­ψω στων αλ­λο­φύ­λων τις συμ­βου­λές.

(«Επει­σό­διο τέ­ταρ­το», Το δά­σος)

Αν και η Βα­κα­λό ξε­κι­νά την ποι­η­τι­κή της πο­ρεία, με τις τρεις πρώ­τες σιω­πη­ρά απο­κη­ρυγ­μέ­νες συλ­λο­γές της, στο λυ­ρι­κό-υπερ­ρε­α­λι­στι­κό κλί­μα του Λόρ­κα, όπως εκ­φρά­ζε­ται ορ­μη­τι­κά στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση της δε­κα­ε­τί­ας του ’40 από τον Γκά­τσο, τον Ελύ­τη και τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, φαί­νε­ται πως η ει­κα­στι­κή της παι­δεία γο­νι­μο­ποιεί στο έρ­γο της ένα ύφος πιο αφαι­ρε­τι­κό, ερ­μη­τι­κό, δια­λο­γι­κό, συν­θε­τι­κό και δρα­μα­τι­κό. Η υπέρ­βα­ση του λυ­ρι­σμού, η άρ­νη­ση του λυ­ρι­κού εξω­ραϊ­σμού, αυ­τό που η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη κω­δι­κο­ποί­η­σε ως «αυ­το­κτο­νία του αι­σθή­μα­τος», εί­ναι η προ­στα­σία του λυ­ρι­σμού από την κε­νό­τη­τα, την ωραιο­λο­γία και την αι­σθη­μα­το­λο­γία που κυ­ριάρ­χη­σαν για με­γά­λες πε­ριό­δους στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Με τις ώρι­μες δύο Ρο­δα­λί­νες (1984, 1990), όπου ανα­ζη­τά τρό­πους να μι­λή­σει για τον πολ­λα­πλό και σκο­τει­νό εαυ­τό χω­ρίς τον ναρ­κισ­σι­σμό του εγώ, η Βα­κα­λό θα φτά­σει στη σύν­θε­ση μιας ποί­η­σης αν­θρω­πο­λο­γι­κής και δρα­μα­τι­κής, ευ­ρύ­χω­ρης σαν μυ­θο­πλα­σία, με παι­γνιώ­δη πλο­κή, πρό­σω­πα, κί­νη­ση και πε­ρι­πέ­τειες, σαν από­η­χος σαιξ­πη­ρι­κής τρα­γω­δί­ας ή ιπ­πο­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.

Ο ρό­λος της μου­σι­κής στην πο­ρεία της ζω­γρα­φι­κής προς την αφαί­ρε­ση μας εί­ναι βέ­βαια γνω­στός κυ­ρί­ως μέ­σα από το πα­ρά­δειγ­μα της σχέ­σης του Βα­σί­λι Κα­ντίν­σκι με τον Βά­γκνερ και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τον Σέν­μπεργκ. Σύμ­φω­να με τον Κα­ντίν­σκι, «τη στιγ­μή της καλ­λι­τε­χνι­κής επα­νά­στα­σης όλες οι τέ­χνες τεί­νουν σε μια ανα­με­τα­ξύ τους προ­σέγ­γι­ση, με βά­ση την κοι­νή τά­ση τους προς την αφαί­ρε­ση».[19] Ο Κα­ντίν­σκι θε­ω­ρεί τη μου­σι­κή ως την «πιο προ­χω­ρη­μέ­νη τέ­χνη από τη σκο­πιά αυ­τή, της οποί­ας το πα­ρά­δειγ­μα πρέ­πει ν’ ακο­λου­θή­σουν όλες οι υπό­λοι­πες τέ­χνες», έχο­ντας κα­τά νου την ατο­νι­κή, δω­δε­κα­φω­νι­κή μου­σι­κή του Σέν­μπεργκ, που όπως οι πί­να­κες του Κα­ντίν­σκι, δια­γρά­φε­ται χω­ρίς στα­θε­ρό ση­μείο ανα­φο­ράς και χω­ρίς αντι­κεί­με­νο.

Πε­ρισ­σό­τε­ρο όμως από τον Κα­ντίν­σκι, η ει­κα­στι­κή προ­τί­μη­ση της Βα­κα­λό, που διεισ­δύ­ει και στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο, στρέ­φε­ται στην πιο ει­δι­κή τά­ση της αφαί­ρε­σης που εκ­φρά­ζε­ται από τον νε­ο­πλα­στι­κι­σμό και τις γε­ω­με­τρι­κές συν­θέ­σεις του De Stijl του Πιτ Μο­ντριάν. Ο ολ­λαν­δός ζω­γρά­φος που επί­σης θα κα­τα­φύ­γει στη μου­σι­κή της τζαζ για να δη­μιουρ­γή­σει τον οπτι­κό ρυθ­μό (βλ. τον πί­να­κα Broadway Boogie-Woogie), ανα­ζη­τά τις πιο απλές καλ­λι­τε­χνι­κές μο­νά­δες, τα απλά γε­ω­με­τρι­κά σχή­μα­τα (τε­τρά­γω­να και ορ­θο­γώ­νια) ως στοι­χεία για μια νέα ει­κα­στι­κή γλώσ­σα πλή­ρους αφαί­ρε­σης, θε­ω­ρώ­ντας ότι «το ση­μα­ντι­κό κα­θή­κον όλης της τέ­χνης εί­ναι να κα­τα­στρέ­ψει τη στα­τι­κή ισορ­ρο­πία, εγκα­θι­δρύ­ο­ντας τη δυ­να­μι­κή».[20] Το έρ­γο του εί­ναι ένα συ­νταί­ρια­σμα της ζω­γρα­φι­κής με πνευ­μα­τι­κούς και φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς και προ­ϋ­πο­θέ­τει τη φι­λο­σο­φία της γλώσ­σας του Βιτ­γκεν­στάιν, αλ­λά και τον μυ­στι­κι­σμό του θε­ο­σο­φι­σμού.[21] Αν σκε­φτού­με ότι στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό η λέ­ξη εί­ναι το χρώ­μα και ο συ­ντα­κτι­κά απο­διορ­γα­νω­μέ­νος στί­χος το σχή­μα και αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με το εν­δια­φέ­ρον της ακό­μα και για την οπτι­κή διά­τα­ξη των ποι­η­μά­των (που όμως δεν απο­τυ­πώ­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση της «Νε­φέ­λης») θα δού­με ότι συ­να­ντιέ­ται με τον Μο­ντριάν, στην πλα­στι­κή βού­λη­ση, το από­λυ­το των ρυθ­μών και τη δυ­να­μι­κή των αι­σθή­σε­ων. Με τα λό­για της ίδιας: «Εκ­φρά­ζο­ντας τον εαυ­τό του ο ση­με­ρι­νός καλ­λι­τέ­χνης φτά­νει σε τό­σο μύ­χιες πτυ­χές της ψυ­χι­κής και της πνευ­μα­τι­κής του ζω­ής, σε τό­σο βα­θειά στρώ­μα­τα και ρι­ζι­κές στιγ­μές του σχη­μα­τι­σμού τους, ώστε να παύ­ει πια να εί­ναι μια πε­ρί­πτω­ση και να έχει ένα πρό­σω­πο που τον εξει­δι­κεύ­ει ορι­στι­κά […]».[22]

Έτσι η ποί­η­σή της ανα­τρέ­χει στον πρι­μι­τι­βι­τι­σμό των λέ­ξε­ων, ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντας και ανα­βα­πτί­ζο­ντας τον κό­σμο από την αρ­χή.[23] Τό­τε εί­ναι που επι­στρα­τεύ­ε­ται η νη­πια­κή γλώσ­σα και η παι­δι­κό­τη­τα («Παι­δι­κή γλώσ­σα που έχο­με όλοι αυ­τήν σου μι­λώ»), και η συ­να­φής εξάρ­θρω­ση της σύ­ντα­ξης, η απο­γύ­μνω­ση και η δια­σά­λευ­ση του λό­γου. Το ρή­μα και το ου­σια­στι­κό δε­σπό­ζουν στον στί­χο, το επί­θε­το κα­ταρ­γεί­ται. Ο στό­χος εί­ναι ο σχη­μα­τι­σμός μιας θρόμ­βω­σης στον συ­νε­κτι­κό χώ­ρο της γραμ­μα­τι­κο­συ­ντα­κτι­κής διά­τα­ξης των λέ­ξε­ων και των φρά­σε­ων. Η Βα­κα­λό στρέ­φε­ται προς τα πί­σω, στους μύ­θους και στα πα­ρα­μύ­θια, όταν «πριν βρού­νε τις λέ­ξεις οι άν­θρω­ποι, υπήρ­χαν οι στε­ναγ­μοί» («Το τρα­γού­δι της ανα­πνο­ής», Του κό­σμου) και σε μια αρ­χαϊ­κό­τη­τα «Πριν από τον λυ­ρι­σμό» (όπως ονο­μά­ζει την πρώ­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή της έκ­δο­ση και όχι «με­τά τον λυ­ρι­σμό» όπως λαν­θα­σμέ­να της υπο­δει­κνύ­ει ο Κα­ρα­ντώ­νης),[24] όταν οι λέ­ξεις δεν ήταν στην υπη­ρε­σία κα­μί­ας αι­σθη­τι­κής έκ­φρα­σης.

Γ’

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι αναμ­φί­βο­λα για τον ανα­γνώ­στη δύ­σκο­λη, ερ­μη­τι­κή και γρι­φώ­δης. Όλο το πλού­σιο δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει την κα­θι­στά ακό­μη πιο πε­ρί­πλο­κη και νοη­μα­τι­κά σύν­θε­τη. Την πε­ρι­φρό­νη­σή της άλ­λω­στε προς το ξε­κά­θα­ρο και αντι­κει­με­νι­κό νό­η­μα την πε­ρι­γρά­φει η ίδια δη­λώ­νο­ντας ότι «δεν με εν­δια­φέ­ρει το νό­η­μα που αφού τέ­λειω­σε μπή­κε σε ένα σχή­μα».[25]

Εί­ναι βέ­βαια γνω­στό ότι οι με­τα­πο­λε­μι­κοί ποι­η­τές «πεί­ρα­ξαν» τον θερ­μο­στά­τη, με­ταγ­γί­ζο­ντας «ψυ­χρά ρεύ­μα­τα» στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη γε­νιά (Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Ν. Φω­κάς, Ν. Κα­ρού­ζος, Ε. Βα­κα­λό, Τ. Σι­νό­που­λος, Ε. Κα­κνα­βά­τος κ.ά.). Ει­δι­κά η Α’ με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά μπο­ρεί αβί­α­στα να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως η λι­γό­τε­ρο λυ­ρι­κή στην ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, αν και δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί η ύπαρ­ξη ενός ισχυ­ρού λυ­ρι­κού υπο­στρώ­μα­τος σε πε­ρι­πτώ­σεις όπως οι Λει­βα­δί­της, Πα­πα­δί­τσας, Βαρ­βι­τσιώ­της, Δη­μά­κης, Δι­κταί­ος κ.ά. Σε αυ­τή την τά­ση ει­σα­γω­γής ψυ­χρού ρεύ­μα­τος, η ποί­η­ση της Βα­κα­λό κα­τέ­χει ξε­χω­ρι­στή θέ­ση με τον απο­λύ­τως προ­γραμ­μα­τι­κό αντι­λυ­ρι­σμό της. Όπως επι­ση­μαί­νει ο Αρ­γυ­ρί­ου, «η δή­θεν ψυ­χρό­τη­τα ήταν ένας στι­βα­ρός τρό­πος απο­φυ­γής των συ­ναι­σθη­μα­τι­κών δια­χύ­σε­ων».[26] Στο πρώ­το κιό­λας ποί­η­μα του Δά­σους θα προ­βεί στην ομο­λο­γία:

Τώ­ρα θα βγά­λω την καρ­διά μου

Πα­ρά τη φαι­νο­με­νι­κή της, ωστό­σο, ψυ­χρό­τη­τα η ποί­η­ση αυ­τή με­τα­δί­δει στον υπο­μο­νε­τι­κό ανα­γνώ­στη ένα εί­δος συ­γκί­νη­σης, αν δια­βά­σει τα ποι­ή­μα­τα με τον τρό­πο που εκεί­νη του υπο­δει­κνύ­ει, όπως δη­μιουρ­γού­νται στην εσω­τε­ρι­κή ροή τους:

Η πα­ρα­κο­λού­θη­ση σε πο­λύ αρ­γό χρό­νο
Όπως στα ποι­ή­μα­τα συ­μπλέ­κο­νται οι λέ­ξεις σι­γά-σι­γά
(«Πα­ρέν­θε­ση του σκύ­λου», Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας)


Γι’ αυ­τό και νο­μί­ζω πως εί­ναι άδι­κη η κρι­τι­κή που της άσκη­σε ο Μα­νό­λης Λα­μπρί­δης, απα­ντώ­ντας στον έπαι­νο της Νό­ρας Ανα­γνω­στά­κη. Ο οξυ­δερ­κής κρι­τι­κός, που πρώ­τος ανα­γνώ­ρι­σε την αφαι­ρε­τι­κή αντι-ποί­η­ση της Βα­κα­λό (αν και την απο­τι­μά αρ­νη­τι­κά), χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα ποι­ή­μα­τά της ως «κα­τε­ξο­χήν προ­ϊ­ό­ντα της αφη­ρη­μέ­νης σκέ­ψης, του κα­θα­ρού λο­γι­σμού, του φι­λο­σο­φι­κού στο­χα­σμού»[27] και ως μια «εν­νοιο­κρα­τι­κή κα­τα­σκευή» με ρο­πή προς τη γε­νί­κευ­ση. Εκτι­μώ πως στη στά­ση του Λα­μπρί­δη αντα­να­κλά­ται η γε­νι­κό­τε­ρη αρι­στε­ρή/μαρ­ξι­στι­κή άρ­νη­ση, εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο, απέ­να­ντι στην αφη­ρη­μέ­νη τέ­χνη, στοι­χείο που κα­τά τη γνώ­μη μου επι­βε­βαιώ­νει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την εμπλο­κή των ει­κα­στι­κών και θε­ω­ρη­τι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων της Βα­κα­λό στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο. Αρ­κεί να δια­βά­σει κα­νείς αντι­στι­κτι­κά τα κεί­με­να για την αφη­ρη­μέ­νη τέ­χνη που δη­μο­σιεύ­ο­νται την ίδια πε­ρί­ο­δο στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης (κυ­ρί­ως τα τε­χνο­κρι­τι­κά και τις συ­νε­ντεύ­ξεις του Γ. Πε­τρή)[28] με τα αντί­στοι­χα της Βα­κα­λό στον Ζυ­γό και τα Νέα για να κα­τα­νο­ή­σει τη δια­φο­ρά αλ­λά και το λου­κα­τσια­νό ιδε­ο­λο­γι­κό-αι­σθη­τι­κό υπό­στρω­μα της αρ­νη­τι­κής κρι­τι­κής του Λα­μπρί­δη.
Πράγ­μα­τι πά­ντως, η ποί­η­ση της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια συ­ναρ­πα­στι­κή ανα­γνω­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια, αξιώ­νο­ντας την ενερ­γό συμ­με­το­χή του ανα­γνώ­στη, ο οποί­ος μάλ­λον πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψει τα κλα­σι­κά αντι­λη­πτι­κά σχή­μα­τα με τα οποία έχει συ­νη­θί­σει να δια­βά­ζει την ποί­η­ση. Όπως ακρι­βώς ο θε­α­τής στην αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή. Και σε αυ­τό το ση­μείο η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη έχει από­λυ­το δί­κιο όταν υπο­στη­ρί­ζει ότι η με­γά­λη δυ­σκο­λία της ποί­η­σής της Βα­κα­λό εί­ναι ότι «πρέ­πει να μπεις μέ­σα στο χώ­ρο της και στην κί­νη­σή της για να την πα­ρα­κο­λου­θή­σεις. Αδύ­να­το να την πλη­σιά­σεις απ’ έξω, για­τί δεν έχει κα­μία εξω­τε­ρι­κή γοη­τεία, τί­πο­τα που να προ­ε­ξέ­χει για ν’ αρ­πα­χτεί ο νους ή το συ­ναί­σθη­μα, τί­πο­τα το φα­ντα­χτε­ρό, ηχη­ρό ή εύ­γευ­στο που θα ικα­νο­ποιού­σε χορ­τα­στι­κά τις αι­σθή­σεις∙ τί­πο­τα το ετοι­μο­πα­ρά­δο­το για να το ει­σπρά­ξεις αμέ­σως, για­τί όλα δεί­χνο­νται μα­ζί με τον μό­χθο που κα­τα­βάλ­λε­ται για να απο­κτη­θούν. Θα πρέ­πει λοι­πόν να κά­νει κι ο ανα­γνώ­στης κά­ποιον κό­πο. Για­τί αυ­τή η ποί­η­ση εί­ναι ποί­η­ση μιας σκλη­ρής πνευ­μα­τι­κής αγω­γής που ψά­χνει να βρει το πρό­σω­πο του και­ρού μας κι όχι μό­νο το πρό­σω­πο του συγ­γρα­φέα της, και γι’ αυ­τό εί­ναι τό­σο βου­βά δρα­μα­τι­κή, για­τί μας δεί­χνει πό­σο αρ­γά κι επώ­δυ­να σχη­μα­τί­ζε­ται ένας τέ­τοιος άν­θρω­πος από την ίδια του την προ­σπά­θεια να υπάρ­ξει μέ­σα από τη ζωή του τό­που του και του κό­σμου όλου».[29]

Δ’

Πώς μπο­ρού­με λοι­πόν να σκε­φτού­με την ποί­η­ση της Βα­κα­λό σή­με­ρα υπό το φως της σύγ­χρο­νης ποι­η­τι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής εμπει­ρί­ας; Αλ­λά και στη σκιά της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης, των με­ταλ­λα­γών του κό­σμου, της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης, της γλώσ­σας, της θε­ω­ρί­ας και του πο­λι­τι­σμού; Μπο­ρεί αυ­τή η δύ­σκο­λη ποί­η­ση με το δια­καλ­λι­τε­χνι­κό και δο­κι­μια­κό υπό­βα­θρο να κι­νη­το­ποι­ή­σει ανα­γνώ­στες και ποι­η­τές;

Αν κρί­νου­με από την ανα­κί­νη­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τη Βα­κα­λό που απο­τυ­πώ­νε­ται στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα του Χάρ­τη, αλ­λά και από την αντα­πό­κρι­ση της δρα­στή­ριας ομά­δας νε­ό­τε­ρων ποι­η­τών, με θε­ω­ρη­τι­κές και ει­κα­στι­κές ανα­ζη­τή­σεις, που συ­σπει­ρώ­νε­ται γύ­ρω από το περ. ΦΡΜΚ και τις συ­να­ντή­σεις της Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής Ένω­σης «με τα λό­για (γί­νε­ται)», τα μη­νύ­μα­τα εί­ναι αι­σιό­δο­ξα.[30] Φαί­νε­ται πως σή­με­ρα εί­ναι μια κα­λή στιγ­μή για την ποί­η­ση της Βα­κα­λό. Το έρ­γο της πρέ­πει να δια­βα­στεί ως αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­ναι: μια συ­νο­λι­κή δια­καλ­λι­τε­χνι­κή πρό­τα­ση, ρι­ζο­σπα­στι­κή και τολ­μη­ρή, για τις δυ­να­τό­τη­τες και τα όρια της ποί­η­σης, της γλώσ­σας και της ει­κό­νας. Η ποί­η­σή της δια­τη­ρεί τη γοη­τεία της κα­θώς με­τα­φέ­ρει στην κου­ρα­σμέ­νη επο­χή μας την από­γνω­ση αλ­λά και την αι­σιο­δο­ξία της ου­το­πί­ας των καλ­λι­τε­χνι­κών πρω­το­πο­ριών. Αν τη δού­με μέ­σα στο σχή­μα των «πολ­λα­πλών μο­ντερ­νι­σμών» του 20ου αιώ­να, νο­μί­ζω πως εί­ναι, με­τά τον Σε­φέ­ρη και τον Πα­πα­τσώ­νη, η επό­με­νη συ­μπα­γής μο­ντερ­νι­στι­κή πρό­τα­ση, που πα­ρα­πέ­μπει λι­γό­τε­ρο στον Έλιοτ και τον Πά­ουντ και πε­ρισ­σό­τε­ρο στους «φα­ντα­στι­κούς κή­πους με πραγ­μα­τι­κά βα­τρά­χια»[31] της μάλ­λον άγνω­στης ακό­μη στα κα­θ’ ημάς αμε­ρι­κα­νί­δας Μά­ριον Μουρ (1887-1972), της μό­νης ποι­ή­τριας που με­τέ­φρα­σε η Βα­κα­λό[32] και ακό­μη δεν την έχου­με συ­σχε­τί­σει με το έρ­γο της. Δείγ­μα κι αυ­τό των τε­ρά­στιων ερ­μη­νευ­τι­κών δυ­να­το­τή­των που ανοί­γει η ποί­η­σή της.

Το έρ­γο της Βα­κα­λό αφο­ρά λοι­πόν το μέλ­λον, κα­θώς άνοι­ξε έναν διά­λο­γο που πρέ­πει να συ­νε­χι­στεί:

Όπου θα το στα­μα­τή­σω
Άλ­λοι ας το προ­χω­ρή­σουν

(Οι πα­λά­βρες της κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: