Πριν αφανιστούν οι γραμμές, πριν φθαρεί η μνήμη, να μπορέσουμε να κρατήσουμε εκείνο το κάτι, το απροσδιόριστο των χειρονομιών και της φωνής που σιγά-σιγά σβήνουν και χάνονται, μπλεγμένα μοιραία με δικές μας κινήσεις και ήχους. Σαν τα κύματα της θάλασσας: τον είχε ενθουσιάσει η εικόνα του ενάλιου θεού Τρίτωνα που παρομοιαζόταν με κύματα να σπάνε στην ακτή.
Η αφορμή μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε. Είχε προς το τέλος, καθηλωμένος σε αθέλητη ακινησία στη Θεσσαλονίκη, αποκτήσει κεραίες μέσω της φαντασίας που ανίχνευαν αχόρταγα τα πάντα, φτάνει να ερεθιστούν από μια συζήτηση στο τηλέφωνο. Πες μου πώς ήταν, ζητούσε επίμονα. Άσε με να πιστέψω πως ήμουν εκεί κι έβλεπα με τα μάτια σου. Μην παραλείψεις τίποτα, τι βλέπεις, τι νιώθεις, τι σου τυχαίνει. Έτσι θα βρίσκομαι όπου πας.
«Τρίτων» λεγόταν το ερειπωμένο ξενοδοχείο στη Χώρα Άνδρου, η πρώτη «Ξενία», έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, που σήμερα διαλυόταν ανελέητα από τον χρόνο, τους βοριάδες και την αδιαφορία. Λεηλατημένη, βανδαλισμένη, χωρίς κουφώματα. Του περιέγραφα τι είχα δει όταν ξαναβρέθηκα μετά από καιρό μέσα της. Για πρώτη φορά προσέχοντας τα φθαρμένα χρώματα στους τοίχους, που ξεφλουδίζοντας έδειχναν τι υπάρχει από κάτω. Του διηγούμουν εντυπωσιασμένος την αίσθηση από τα πλαϊνά της σκάλας, ένα καθαρό μπλε, σε σχέση με τα κατακόκκινα πλατύσκαλα. Από τα ίδια τα δωμάτια – πώς η ματιά καντράρει το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας πάνω στη θάλασσα, ανάμεσα στους δύο, πάλι μπλε, πλευρικούς τοίχους, ενώ το μελτέμι δονούσε την ατμόσφαιρα ορμώντας από παντού. Συμπυκνωμένο, ένα επιβλητικά άγριο τοπίο.

Εσωτερικό του «Ξενία» σήμερα (φωτ. Δ.Φ.)


Έτσι από τον «Τρίτωνα» και τα γενναία του χρώματα, που τόσο σεμνότυφα κατόπιν καλύφθηκαν με ενιαίο λευκό χρώμα, ανοίγουμε ένα ζήτημα που επανέρχεται, πάντα διακριτικά, πολλές φορές στις μεταξύ μας συζητήσεις. Για τις αλλοιώσεις της αρχιτεκτονικής, όταν ένα έργο έχει πια ξεφύγει από τα χέρια του δημιουργού του. Έχει ο ίδιος, όπως και τόσοι άλλοι, τραυματιστεί από τέτοιες συμπεριφορές, προσπαθεί να κρατηθεί σε νηφάλια απόσταση, να κατανοήσει. Ήξερε πως τα έργα δεν του ανήκαν πια.
Με τη λογική, μπορούσε να το καταλάβει. Αλλά όταν του έστειλα φωτογραφίες από ένα παλιό του ειδυλλιακό έργο, το μικροσκοπικό εκείνο σπιτάκι πάνω σ’ ένα θαλασσινό βράχο της Χαλκιδικής, η φωνή του στο τηλέφωνο έσπασε. Δεν είχε απομείνει τίποτα απολύτως. Εδώ είχε ζήσει μερικά αμέριμνα καλοκαίρια στα νιάτα του, γυρίζοντας από την Αμερική. Άλλες φορές όμως, όπως στην περίπτωση του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, δεν θέλησε να δείξει προς τα έξω τόσο ευάλωτος και σώπαινε. Ή άλλαζε θέμα, προτιμώντας να αγκυρωθεί σε αισιόδοξες ιστορίες που υμνούσαν δίκαια το θαύμα της αρχιτεκτονικής.
Είχε κι εκείνος μπει, παρέα με άλλους καλεσμένους, μέσα στο κουφάρι της «Ξενίας» Άνδρου, με αφορμή τη βιντεοσκόπηση που θα γινόταν για την ελληνική συμμετοχή στη Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 2006. Είχαν τότε καθίσει όλοι γύρω από ένα μακρύ τραπέζι στο χώρο της άλλοτε τραπεζαρίας και συζητούσαν, ο ένας μετά τον άλλο, για το τόσο γοητευτικό θέμα: τα νησιά του Αιγαίου ως μια «διάσπαρτη πόλη». Το ερειπωμένο ξενοδοχείο γύρω τους ήδη έδειχνε όλα τα σημάδια της εγκατάλειψης: η εικόνα καταστροφής του ήταν μια έμμεση καταγγελία για τις άλλοτε ένδοξες «Ξενίες», για τη μοίρα των έργων ενός τόσο σημαντικού αρχιτέκτονα, όπως ήταν ο Κωνσταντινίδης. Σε αυτές τις μνήμες τώρα επέστρεφε με αφορμή το τηλεφώνημά μου.
Όμως τότε δεν είχαν αφήσει τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις να κυριαρχήσουν. Άλλωστε ο ίδιος χαιρόταν τόσο φανερά την παρέα, να κολυμπάει νοερά ανάμεσα σε τόσους γνωστούς και φίλους, παλιούς αγαπητούς μαθητές από τη Θεσσαλονίκη και νεότερες γνωριμίες από τα χρόνια που μεσολάβησαν. Όλοι ήθελαν να τον ακούσουν, τους έδινε το σωστό στίγμα, μπορούσε να δέσει μεταξύ τους λόγια που έμοιαζαν ασύνδετα χωρίς αναγκαστικά να είναι. Δεν αντέκρουε καμιά άποψη, ακόμα και την πιο εξωφρενική. Εξηγούσε επαγωγικά, απέφευγε ν’ αναφερθεί σε δικά του γραπτά. Έψαχνε τις λέξεις με προσοχή, δίσταζε σαν να μετεωριζόταν ανάμεσα στα νοήματα. Άφηνε ανοιχτά παράθυρα, τους ενθάρρυνε με τρόπο να μη σταθούν, να πάνε παρακάτω. Μετά σώπαινε για μεγάλα διαστήματα, σαν ίσος προς ίσους.
Καθώς έδυε ο ήλιος, η ψύχρα γινόταν ολοένα πιο αισθητή. Αλλά κανείς δεν ήθελε να αποχωρήσει. Εκεί που τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται ζόρικα, το γύρισμα επιτέλους τέλειωσε. Σηκώθηκαν όλοι να φύγουν: η συνέχεια θα δινόταν στο πλαϊνό μεζεδοπωλείο, όπου όλοι ήταν καλεσμένοι. Με το που νύχτωσε, είχε ευτυχώς κόψει και το μελτέμι, τίποτα δεν θα εμπόδιζε πια το κέφι της παρέας.
Τώρα διασκέδαζαν χαλαρωμένοι σε ελάχιστη απόσταση από το μαύρο ερείπιο της Ξενίας. Το είχαν αφήσει πίσω τους. Είχαν άλλωστε τόσα να πουν. Στο κέντρο, ανάμεσα στα τραπέζια όπου είχαν μοιραστεί, σαν γενναιόδωρη πατριαρχική φιγούρα, εκείνος χαιρόταν τους νεότερους που τον περιστοίχιζαν. Ωραία, γλυκιά βραδιά.
Και τώρα, μετά από 14 χρόνια, βρισκόμαστε να συζητάμε οι δυο μας για τον ίδιο τόπο αλλά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Όχι πια για την ευρωπαϊκή παρουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ούτε για τα τελευταία σημάδια της διεθνούς πρωτοπορίας, αλλά πάλι για το στοιχειωμένο ερείπιο του Κωνσταντινίδη. Επειδή είχε βρεθεί κάτω από τις στάχτες κάτι να καίει ακόμα. Κάτι που δεν σχετίζεται με σημερινές εμμονές της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για τον τυραννικό κάνναβο που ήθελε παντού ο Κωνσταντινίδης, για την περίεργη σχέση τοπικισμού με διεθνισμό στη δουλειά του, τέλος για τη μυθοποίησή του που είχε τόσους παγιδέψει.
Μιλούσαμε για χρώματα και υφές, για το αδρό, ανεπίχρηστου μπετόν. Για το πείσμα της αρχιτεκτονικής ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Τα λόγια ήταν δικά του, αποκλειστικά δικά του. Τα επαναλάμβανε άλλωστε σε κάθε ευκαιρία. Δεν είχε κρύψει ποτέ το πάθος του, που με τόση αγωνία ήθελε να μας μεταδώσει πριν φύγει.