Σημειώσεις από το περιβάλλον
[[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]]
Προσεχώς
Για τα επόμενα τεύχη του Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————
Ελένη Βακαλό (επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Κύπρος (επιμ. Θεοδόσης Πυλαρινός)
Μαρία Κυρτζάκη (επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
«1821» (επιμ. Νικήτας Σινιόσογλου)
/ Φ.Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μανόλης Κορρές κ.ά.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Με την Εύα στο φως του Πιραντέλο
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ ΕΥΑ ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΟΥ (1936-2020)
Γνωριστήκαμε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1975 μπρος στις κάμερες της ΕΡΤ, σε μια κοινή μας συνέντευξη για τις ταινίες που θα προβάλλονταν το ίδιο βράδυ στο 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης· η Εύα ως πρωταγωνίστρια στον Θίασο του Αγγελόπουλου· εγώ ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης του Polemonta. Καθώς επρόκειτο για την παρθενική συνέντευξη και των δυο μας, χρόνια μετά θυμόμασταν το τρακ μας, που είχε να κάνει με το «είναι» και το «φαίνεσθαι» μπρος στον αμείλικτο φακό που θα ανίχνευε την αλήθειά μας.
Ο χώρος της συνέντευξης υπήρξε «πιραντελικά» προφητικός: το γύρισμα γινόταν πάνω στην Κεντρική Σκηνή του ΚΘΒΕ, εκεί ακριβώς όπου το 1987 θα ανέβαινε η –επίσης παρθενική μου– παράσταση, το Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα του Πιραντέλο, με πρωταγωνίστρια την Εύα Κοταμανίδου.
Της χρωστώ πολλά, γιατί με τη συνεργασία μας έμαθα πολλά· τόσο από το ταλέντο της, τον δυναμισμό και την υποδειγματική της εργατικότητα, όσο και από τις ευγενικές συμβουλές της, βγαλμένες από την ήδη μεγάλη πείρα της στο σανίδι. Ειδικά που επρόκειτο για την τρίτη φορά που θα έπαιζε στο συγκεκριμένο έργο, μετά από τις παραστάσεις του Κουν, το ’68, και του Τριβιζά, το ‘84. Έχοντας ήδη ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Εύα, αντί να επαναπαυθεί στην ευκολία που της προσέφερε αυτή η σύμπτωση, υποστήριξε με θέρμη τη νέα μετάφρασή μου και το όραμά μου να ανέβει το έργο «ανατρεπτικά», με μάσκες, όπως ήθελε ο Πιραντέλο στην αναθεωρημένη του έκδοση, άγνωστη ως τότε στην Ελλάδα. Μάλιστα κάτω από μια μάσκα με έντονα χαρακτηριστικά υπήρχε μια δεύτερη, «άμορφη» μάσκα, που αποκαλυπτόταν με την αφαίρεση της πρώτης επί σκηνής. Σκληρό το να ιδρώνεις επί τρεις ώρες με τις δυο μάσκες για την Εύα και τους τρεις συμπρωταγωνιστές της, που έχουν φύγει πια κι εκείνοι: Καρέλης, Λαμπράκη, Σεργιανόπουλος. Φορώντας τη διπλή της μάσκα η Εύα ερμήνευσε λαμπρά την Προγονή, κορυφαία πιραντελική ηρωίδα. Από την ερμηνεία της αυτή είναι το τραγούδι του Νίκου Κυπουργού σε γαλλικούς στίχους μου, που συνοδεύει ως ντοκουμέντο αυτό το κείμενό μου για τον Χάρτη.
Η Εύα Κοταμανίδου το 1987, ως Προγονή στο Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα του Πιραντέλο, ερμηνεύει ένα τραγούδι από την παράσταση του έργου στο ΚΘΒΕ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Μουσική: Νίκος Κυπουργός, στίχοι: Δημήτρης Μαυρίκιος.
Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι ένα βίντεο αρχείου από τη συνεργασία μας στη Φρεναπάτη του Κορνέιγ, την οποία είχα διασκευάσει για το Εθνικό Θέατρο το 2010· ένα «πιραντελικό» έργο γραμμένο τρεις αιώνες πριν από τον Πιραντέλο. Η Εύα ερμήνευε τον αξονικό ρόλο μιας δεσποτικής μητέρας, που ανακαλύπτει έκπληκτη ότι ο χαμένος γιος της έχει γίνει ηθοποιός κι ότι η ίδια βρίσκεται πάνω σε μια θεατρική σκηνή. Η στιγμή της αυτή προκαλούσε το αυθόρμητο χειροκρότημα των θεατών.
Η Εύα Κοταμανίδου το 2010 ως Πριδαμάντα στη Φρεναπάτη του Κορνέιγ από την παράσταση του έργου στο Εθνικό Θέατρο σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. (Βίντεο από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου).
Όμως η πιο γλυκιά από τις αναμνήσεις μου με την Εύα είναι ένα ταξίδι, που είχαμε κάνει οι δυο μας για μια βδομάδα στη Ρώμη, το 1999, προσκεκλημένοι ομιλητές στο διεθνές συνέδριο Il Secolo di Pirandello στο Teatro Argentina, το θέατρο που διηύθυνε ο Πιραντέλο. Η Εύα είχε κάνει μια ωραία ομιλία σε άψογα γαλλικά, καθώς, αν δεν απατώμαι, είχε σπουδάσει γαλλική φιλολογία πριν γίνει ηθοποιός. Θυμάμαι τις ατέλειωτες βόλτες μας στην αιώνια πόλη, με την Εύα να διψάει να δει τα πάντα και εμένα να θέλω να της δείξω κάθε γωνιά της πόλης όπου είχα σπουδάσει. Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν βρεθήκαμε μπροστά σε μία ταπεινή πόρτα της πλατείας του ιστορικού Teatro Valle, πάνω από την οποία υπήρχε μια επιγραφή που μας πληροφορούσε ότι από εκεί φυγαδεύτηκε ο Πιραντέλλο στην επεισοδιακή πρεμιέρα του Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα.
Αλησμόνητο το ταξίδι αυτό στην ηλιόλουστη πόλη του συγγραφέα που μαζί είχαμε λατρέψει.
Αν μπορεί να υπάρξει ευχή το τωρινό ταξίδι της Εύας να είναι γαλήνιο και ακόμα πιο όμορφο από εκείνο, θα την ψιθυρίσω…
Πάλι θα μας δουν
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΩΝ
Οι εφιάλτες αυξήθηκαν 15%, ενώ 35% συχνότερα ανακαλούσαν τα όνειρά τους άτομα που συμμετείχαν σε έρευνα στη Λυών της Γαλλίας, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες στη διάρκεια της πανδημίας. Στη Λυών Έλληνα ιερέα πυροβόλησε απατημένος σύζυγος από τη Γεωργία σε περιστατικό ερωτικής τρομοκρατίας.
Έχω βαρεθεί, είπε το ένα όνειρο στο άλλο. Mακιγιάρονταν στα αποδυτήρια.
Έχω βαρεθεί να εμφανίζομαι κάθε βράδυ στον ύπνο αυτού του εμμονικού ατόμου.
Εγώ, είπε το άλλο, ποτέ δεν κοιμάμαι δεύτερο βράδυ με το ίδιο άτομο. Αποφεύγω τέτοιους ψυχαναγκασμούς. Αρνούμαι την κατάργηση της μοναδικότητας των ονείρων.
Όλοι έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, παρατήρησε το πρώτο όνειρο. Αλλά το να έχουμε την ίδια μεγάλη ιδέα μπορεί να καταστρέψει το έθνος των ονείρων.
Καλύτερα να λες ό,τι ξέρεις παρά να μην ξέρεις τι λες, απάντησε το δεύτερο όνειρο. Ο φόβος της αποτυχίας οδηγεί στη μετριότητα.
Δεν υπάρχουν μέτρια όνειρα, διαμαρτυρήθηκε το πρώτο. Μόνον όνειρα που κανείς δεν θυμάται ή όνειρα που έχει εγκαταλείψει.
Θυμάσαι, άρχισε να λέει το δεύτερο όνειρο, πριν την κουβέντα τους διακόψει βήχας που δυνάμωνε στο διπλανό υπόγειο καμαρίνι, όπου άγριες μπογιές πρόσθεταν στα παραμορφωμένα μούτρα τους οι συνάδελφοι που υποδύονταν τους εφιάλτες.
Θυμάσαι, συνέχισε, όταν κόπασε ο βήχας, τότε που τα όνειρα δεν είχαν ήχο ούτε χρώμα και έπρεπε μόνο με τις κινήσεις τους τα πάντα να υποκριθούν.
Θυμάμαι, είπε το πρώτο, πριν αναπτυχθεί το κίνημα για τα δικαιώματα των ονείρων, πώς μας εξευτέλιζαν σε απονομές βραβείων ονειροκριτικής. Να μας καταλάβουν προσπαθούσαν δήθεν. To τι ανοησίες έχω ακούσει.
Αν δεις παντζάρι, έρχεται κόκκινο φεγγάρι, είπε με αλλαγμένη φωνή κοροϊδευτικά το άλλο. Του αβγού ο κρόκος δηλητηριάζει δειλό κροκόδειλο.
Δεν είναι καλό να ξέρουν τι σκεφτόμαστε, συμφώνησαν. Ούτε να μας βλέπουν μαζί.
Αυτό ισχύει τώρα, είπε σκεφτικό το πρώτο όνειρο, καθώς έχοντας ετοιμαστεί ανέβαιναν για την παράσταση. Αλλά ανησυχώ, γιατί ακούω για νέες δυνατότητες παρακολούθησης ονείρων, με πολλαπλές οθόνες κάθε βράδυ.
Σχετικά κείμενα
Μασκαρα: δες (διαλογος: ΑΡιστερό και ΔΕξί μάτι συζητούν)
Ο Μπόρχες του ποδοσφαίρου ;
Μπουένος Άιρες, Απρίλιος 1987. Πρώτη Διεθνής Συνάντηση για τον Μπόρχες. Στην αρχή της ομιλίας μου «αυτοσχεδίασα με βάση ένα ρεπορτάζ που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση του ξενοδοχείου: Με αφορμή την Παγκόσμια Συνάντηση, ρωτούσαν κόσμο στον δρόμο για τον συγγραφέα. Ένας ταξιτζής είχε απαντήσει με ετοιμότητα: «O Mπόρχες; Eίναι ο Mαραδόνα της λογοτεχνίας!». O φιλολογικός πάγος της αίθουσας ράγισε. «Mεταφορά αντάξια ενός αστού ποιητή, διάσημου για τις τρίπλες του», συνέχισα, «που ρωτήθηκε μάλιστα κάποτε να πει τη γνώμη του για τον διάσημο ποδοσφαιριστή· την επομένη, η εφημερίδα είχε τίτλο: “O Mπόρχες αγνοεί τι εστί Mαραδόνα!”». [ Μπεθ, ένα κυλιόμενο αρχείο για τον Μπόρχες, εκδ. Πατάκη 2016 ]
Αποσπερίζοντας με τον Μίμη Φατούρο (1928-2020)
Πριν αφανιστούν οι γραμμές, πριν φθαρεί η μνήμη, να μπορέσουμε να κρατήσουμε εκείνο το κάτι, το απροσδιόριστο των χειρονομιών και της φωνής που σιγά-σιγά σβήνουν και χάνονται, μπλεγμένα μοιραία με δικές μας κινήσεις και ήχους. Σαν τα κύματα της θάλασσας: τον είχε ενθουσιάσει η εικόνα του ενάλιου θεού Τρίτωνα που παρομοιαζόταν με κύματα να σπάνε στην ακτή.
Η αφορμή μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε. Είχε προς το τέλος, καθηλωμένος σε αθέλητη ακινησία στη Θεσσαλονίκη, αποκτήσει κεραίες μέσω της φαντασίας που ανίχνευαν αχόρταγα τα πάντα, φτάνει να ερεθιστούν από μια συζήτηση στο τηλέφωνο. Πες μου πώς ήταν, ζητούσε επίμονα. Άσε με να πιστέψω πως ήμουν εκεί κι έβλεπα με τα μάτια σου. Μην παραλείψεις τίποτα, τι βλέπεις, τι νιώθεις, τι σου τυχαίνει. Έτσι θα βρίσκομαι όπου πας.
«Τρίτων» λεγόταν το ερειπωμένο ξενοδοχείο στη Χώρα Άνδρου, η πρώτη «Ξενία», έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, που σήμερα διαλυόταν ανελέητα από τον χρόνο, τους βοριάδες και την αδιαφορία. Λεηλατημένη, βανδαλισμένη, χωρίς κουφώματα. Του περιέγραφα τι είχα δει όταν ξαναβρέθηκα μετά από καιρό μέσα της. Για πρώτη φορά προσέχοντας τα φθαρμένα χρώματα στους τοίχους, που ξεφλουδίζοντας έδειχναν τι υπάρχει από κάτω. Του διηγούμουν εντυπωσιασμένος την αίσθηση από τα πλαϊνά της σκάλας, ένα καθαρό μπλε, σε σχέση με τα κατακόκκινα πλατύσκαλα. Από τα ίδια τα δωμάτια – πώς η ματιά καντράρει το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας πάνω στη θάλασσα, ανάμεσα στους δύο, πάλι μπλε, πλευρικούς τοίχους, ενώ το μελτέμι δονούσε την ατμόσφαιρα ορμώντας από παντού. Συμπυκνωμένο, ένα επιβλητικά άγριο τοπίο.
Έτσι από τον «Τρίτωνα» και τα γενναία του χρώματα, που τόσο σεμνότυφα κατόπιν καλύφθηκαν με ενιαίο λευκό χρώμα, ανοίγουμε ένα ζήτημα που επανέρχεται, πάντα διακριτικά, πολλές φορές στις μεταξύ μας συζητήσεις. Για τις αλλοιώσεις της αρχιτεκτονικής, όταν ένα έργο έχει πια ξεφύγει από τα χέρια του δημιουργού του. Έχει ο ίδιος, όπως και τόσοι άλλοι, τραυματιστεί από τέτοιες συμπεριφορές, προσπαθεί να κρατηθεί σε νηφάλια απόσταση, να κατανοήσει. Ήξερε πως τα έργα δεν του ανήκαν πια.
Με τη λογική, μπορούσε να το καταλάβει. Αλλά όταν του έστειλα φωτογραφίες από ένα παλιό του ειδυλλιακό έργο, το μικροσκοπικό εκείνο σπιτάκι πάνω σ’ ένα θαλασσινό βράχο της Χαλκιδικής, η φωνή του στο τηλέφωνο έσπασε. Δεν είχε απομείνει τίποτα απολύτως. Εδώ είχε ζήσει μερικά αμέριμνα καλοκαίρια στα νιάτα του, γυρίζοντας από την Αμερική. Άλλες φορές όμως, όπως στην περίπτωση του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, δεν θέλησε να δείξει προς τα έξω τόσο ευάλωτος και σώπαινε. Ή άλλαζε θέμα, προτιμώντας να αγκυρωθεί σε αισιόδοξες ιστορίες που υμνούσαν δίκαια το θαύμα της αρχιτεκτονικής.
Είχε κι εκείνος μπει, παρέα με άλλους καλεσμένους, μέσα στο κουφάρι της «Ξενίας» Άνδρου, με αφορμή τη βιντεοσκόπηση που θα γινόταν για την ελληνική συμμετοχή στη Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 2006. Είχαν τότε καθίσει όλοι γύρω από ένα μακρύ τραπέζι στο χώρο της άλλοτε τραπεζαρίας και συζητούσαν, ο ένας μετά τον άλλο, για το τόσο γοητευτικό θέμα: τα νησιά του Αιγαίου ως μια «διάσπαρτη πόλη». Το ερειπωμένο ξενοδοχείο γύρω τους ήδη έδειχνε όλα τα σημάδια της εγκατάλειψης: η εικόνα καταστροφής του ήταν μια έμμεση καταγγελία για τις άλλοτε ένδοξες «Ξενίες», για τη μοίρα των έργων ενός τόσο σημαντικού αρχιτέκτονα, όπως ήταν ο Κωνσταντινίδης. Σε αυτές τις μνήμες τώρα επέστρεφε με αφορμή το τηλεφώνημά μου.
Όμως τότε δεν είχαν αφήσει τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις να κυριαρχήσουν. Άλλωστε ο ίδιος χαιρόταν τόσο φανερά την παρέα, να κολυμπάει νοερά ανάμεσα σε τόσους γνωστούς και φίλους, παλιούς αγαπητούς μαθητές από τη Θεσσαλονίκη και νεότερες γνωριμίες από τα χρόνια που μεσολάβησαν. Όλοι ήθελαν να τον ακούσουν, τους έδινε το σωστό στίγμα, μπορούσε να δέσει μεταξύ τους λόγια που έμοιαζαν ασύνδετα χωρίς αναγκαστικά να είναι. Δεν αντέκρουε καμιά άποψη, ακόμα και την πιο εξωφρενική. Εξηγούσε επαγωγικά, απέφευγε ν’ αναφερθεί σε δικά του γραπτά. Έψαχνε τις λέξεις με προσοχή, δίσταζε σαν να μετεωριζόταν ανάμεσα στα νοήματα. Άφηνε ανοιχτά παράθυρα, τους ενθάρρυνε με τρόπο να μη σταθούν, να πάνε παρακάτω. Μετά σώπαινε για μεγάλα διαστήματα, σαν ίσος προς ίσους.
Καθώς έδυε ο ήλιος, η ψύχρα γινόταν ολοένα πιο αισθητή. Αλλά κανείς δεν ήθελε να αποχωρήσει. Εκεί που τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται ζόρικα, το γύρισμα επιτέλους τέλειωσε. Σηκώθηκαν όλοι να φύγουν: η συνέχεια θα δινόταν στο πλαϊνό μεζεδοπωλείο, όπου όλοι ήταν καλεσμένοι. Με το που νύχτωσε, είχε ευτυχώς κόψει και το μελτέμι, τίποτα δεν θα εμπόδιζε πια το κέφι της παρέας.
Τώρα διασκέδαζαν χαλαρωμένοι σε ελάχιστη απόσταση από το μαύρο ερείπιο της Ξενίας. Το είχαν αφήσει πίσω τους. Είχαν άλλωστε τόσα να πουν. Στο κέντρο, ανάμεσα στα τραπέζια όπου είχαν μοιραστεί, σαν γενναιόδωρη πατριαρχική φιγούρα, εκείνος χαιρόταν τους νεότερους που τον περιστοίχιζαν. Ωραία, γλυκιά βραδιά.
Και τώρα, μετά από 14 χρόνια, βρισκόμαστε να συζητάμε οι δυο μας για τον ίδιο τόπο αλλά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Όχι πια για την ευρωπαϊκή παρουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ούτε για τα τελευταία σημάδια της διεθνούς πρωτοπορίας, αλλά πάλι για το στοιχειωμένο ερείπιο του Κωνσταντινίδη. Επειδή είχε βρεθεί κάτω από τις στάχτες κάτι να καίει ακόμα. Κάτι που δεν σχετίζεται με σημερινές εμμονές της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για τον τυραννικό κάνναβο που ήθελε παντού ο Κωνσταντινίδης, για την περίεργη σχέση τοπικισμού με διεθνισμό στη δουλειά του, τέλος για τη μυθοποίησή του που είχε τόσους παγιδέψει.
Μιλούσαμε για χρώματα και υφές, για το αδρό, ανεπίχρηστου μπετόν. Για το πείσμα της αρχιτεκτονικής ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Τα λόγια ήταν δικά του, αποκλειστικά δικά του. Τα επαναλάμβανε άλλωστε σε κάθε ευκαιρία. Δεν είχε κρύψει ποτέ το πάθος του, που με τόση αγωνία ήθελε να μας μεταδώσει πριν φύγει.
Τραμπαλίσματα
Οι αμερικανικές εκλογές και το τέλος του Ντόναλντ Τραμπ έδωσαν την ευκαιρία στους γελοιογράφους να «κεντήσουν» με το πενάκι, ή το ποντίκι τους. Τέσσερις εξ αυτών, από ισάριθμες χώρες, έστειλαν στον Χάρτη δείγματα –και δήγματα- της δουλειάς τους. Ο Vasco Gargalo από την Πορτογαλία, εκσφενδονίζει τον τέως πρόεδρο με την ειρωνική λεζάντα: «Καλό ταξίδι».
Ο Ιταλός Giovanni Mastroserio, αποτίνοντας φόρο τιμής στον Ρενέ Μαγκρίτ, επικεντρώνεται στο περιβόητο μαλλί του Τραμπ παραλλάσσοντας τον τίτλο ενός διάσημου πίνακα.
Ομοίως, ο Brito από τη Γαλλία, στο μινιμαλιστικό σκίτσο του στοχεύει στο τριχωτό της κεφαλής με τη λεζάντα: «Το τελευταίο κύμα».
Τέλος, ο Angel Boligan από το Μεξικό σηματοδοτεί την προεδρική αλλαγή με την… απόσυρση των μαλλιών από το μαδαροκέφαλο νικητή των εκλογών. Να θυμίσουμε ότι οι Brito και Boligan έχουν ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά τους στον Χάρτη, ο πρώτος με τη γηραιά Μαφάλντα στα Στίγματα του προηγούμενου τεύχους και ο δεύτερος με τις γελοιογραφίες του για τον κορονοϊό στο τεύχος Οκτωβρίου.