Ποτάμια χύνονται από το φόρεμά σου
από κάτω σου ο χάρτης, οι δρόμοι που στρίβουν
Το πιο φωτεινό μπλε των μπουμπουνητών
η χρυσή ρίγα από τη μπορντούρα του λαιμού που κόλλησαν πάνω σου
είσαι έγκυος με δίδυμα
το φόρεμά σου είναι από τσιμέντο
ένα σπίτι για σένα και τα παιδιά σου
από κάτω σου η σκασμένη λάσπη μόνο
Τα φορέματα ανεβαίνουν πέφτουν τα πουκάμισα
των χεριών οι δεμένοι
κόμποι στις κλωστές όπου τα ρούχα συρράβονται, τα ρούχα
στο έδαφος αδιόρατα ανάμεσα στις πέτρες
Τι είδες, πάνω από τα κεφάλια τους
τι είδε αυτή, πάνω από τα κεφάλια των αντρών
ή κατέβηκε τα σκαλιά, θαμπώθηκες
Κομποδεμένα μηνύματα από τσιμέντο
Αόρατα στο ένδυμα που γέρνει πίσω με ανοιχτά μπράτσα
τη λεκάνη βρίσκει μισοφέγγαρο φως
Διάφανα κρεμασμένο με ατσάλινο σύρμα στη ράχη
Χώροι από φως μέσα
στο λοξό βήμα
η κλωστή στο σώμα, ένα από τα σχοινιά
πολύ τεντωμένο στο κουβάρι
Τα φύλλα γύρω απ’ το στειλιάρι γραμμένα παντού σαν κιτρινισμένοι ναυτικοί χάρτες
στάθμη νερού σε άμπωτη και πλημμυρίδα, οι δίαυλοι πυκνοί
κολλημένη με ταινία στην κορυφή η σπασμένη κούπα από γυαλί
αραιά φύλλα παπαρούνας
λες κι ένα παιδί έχει περάσει φύλλα και φύλλα σε μια βέργα
την έχει χώσει σ’ ένα σκουριασμένο αλογοπέταλο, την έχει ακουμπήσει στον γυάλινο τοίχο έχει στερεώσει το λουλούδι
*
Είναι άρρωστος και δεν ονειρεύεται τα βήματα
μόνο τα ενδύματα που δείχνουν το φως
το φως είναι ένας ιστός που δημιουργεί χώρους
δύσκαμπτους και εύθραυστους
Αυτός ονειρεύεται μαλακούς τσαλακωμένους χώρους
όπου οι άνθρωποι περιβάλλονται από σκοτάδι
που προστατεύεται από φως
τυλίγει αργά προσεχτικά το ατσάλινο σύρμα
στον λαιμό του φορέματός της
Αυτή βγαίνει έξω στην υγρασία, φαίνεται
είναι σκοτεινά, βγαίνει κατευθείαν απ’ το γυαλί, πάνω στη σκόνη
τις πέτρες, τα κομματιασμένα τούβλα
ανοίγει την πόρτα, πάει να τον αναζητήσει
για ν’ ακούσει τη φωνή της να φωνάζει ό,τι δεν άκουσε ποτέ
*
Το δέρμα των ελεφάντων είναι σκληρό άνισα ζαρωμένο
σκονισμένο σαν το πάτωμα
Μόνο αυτό που θέλουμε να πάρουμε κόβουμε και αφήνουμε τα υπόλοιπα
που οι ελέφαντες θρηνούν για ώρες
το κλάμα τους συγκεντρώνει τα τμήματα των νεκρών
συγκεντρώνει τα δάκρυα που δεν ακούγονται
σ’ ένα δοχείο που δεν υπάρχει
Η μαριονέτα ονειρεύεται ότι το μικρό καφέ χωρίς πόρτα είναι ένα οχυρό
αντίστασης
ότι οι διωκόμενοι τρώνε εντελώς φανερά εκεί και λαμβάνουν τροφή που είναι κάτι άλλο
και όπου να ’ναι θα έρθουν
οι διώκτες
όλες οι χειρονομίες το ξέρουν, όλες οι προσωρινές λέξεις
λίγα στρογγυλά τραπέζια
Η μαριονέτα γράφει ότι η ευθραυστότητα της ψυχής είναι η λάμπα του σώματος
ότι η αθανασία της ψυχής είναι η εφημερότητα του σώματος.